Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαντζάρω [avandzáro] (& αβαντζέρνω & αβαντσάρω & αβαντσέρνω) aor
- αβαντάρισα
- ① put forward, advance (syn προκαταβάλλω):
- του αβαντζάρισα δύο χιλιάδες
- ② increase:
- μας αβαντζάρισε τους μισθούς
- ⓐ at auction, bid higher (syn πλειοδοτώ)
- ③ I have to receive (syn έχω λαμβάνειν)
- ④ intr be in excess (syn περισσεύω, πλεονάζω):
- το ύφασμα αβαντζάρισε there was enough cloth and then some
- ⑤ be superior to, excel (syn υπερτερώ)
[fr It avanzare advance, promote; surpass]