Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίθουσα [éθusa] η, gen αίθουσας, (& L αιθούσης),
- ① (L) large room, hall (syn μεγάλο δωμάτιο, σάλα, σαλόνι):
- μεγάλη ~ state room |
- κόσμος των αιθουσών people of high social standing (frequenting social gatherings) |
- γλώσσα των αιθουσών speech used in the conversation of the educated and socially advanced class of people |
- ~ συγκεντρώσεων community center |
- ~ συλλόγου club hall |
- ~ συνελεύσεων assembly hall |
- ~ συνεδρίων convention hall |
- ~ ακροατηρίου auditorium |
- ~ αναμονής waiting room (of hall); ~ αναμονής των επισκεπτών, ~ αναμονής σιδηροδρομικού σταθμού |
- ~ υποδοχής reception room |
- ~ δικαστηρίου court room |
- ~ νοσοκομείου hospital ward |
- ~ εγχειρίσεων operating room (operating theater) |
- ~ παραδόσεων (in school, university) classroom (syn τάξη) |
- ~ διαλέξεων lecture room (or hall) |
- ~ ελέγχου (or χειριστηρίου) control room |
- cinema~ του μοντάζ cutting room |
- ~ χαρτών map room; milit war room |
- journal ~ συντάξεως city room (syn σύνταξη) |
- ~ τσαγιού tea room |
- ~ φαγητού dining room, dining hall |
- ~ εστιατορίου restaurant dining room |
- ~ του θρόνου throne room |
- ~ όπλων armor hall |
- ~ art & museum gallery |
- ~ πηλίνων pottery gallery |
- ~ εορτών festival hall |
- ~ τελετών state or ceremonial hall |
- ~δεξιώσεων reception room (hall) |
- ~ διασκεδάσεως or ψυχαγωγίας recreation room |
- ~ αντισφαιρίσεως covered tennis court |
- ~ χορού ballroom |
- αίθουσες θεαμάτων halls for the performing arts |
- ~ θεάτρου auditorium of a theater |
- ~ θεατρικών δοκιμών rehearsal room |
- ~ κινηματογράφου cinema theater |
- ~ συναυλιών concert hall |
- poem στης ηδονής το σπίτι όταν μπήκα, | δεν έμεινα στην ~όπου γιορτάζουν | με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες (Kavafis) |
- από την πόρτα του σπιτιού εως μέσα εις τα βάθη | ορίζουνε τες αίθουσες όλες (id.)
- ② arche. (archit) portico (syn στοά, υπόστεγο)
[fr AG αθουσα, origin. substantiv. fr αθουσα στοά]
- ① (L) large room, hall (syn μεγάλο δωμάτιο, σάλα, σαλόνι):