Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αλγέρι [alyéri] το, (& Aλτζέρι) geogr
- Algiers:
- βάλανε πλώρη για τ' Aλτζέρι (Vlami) |
- μου αποκαλύφθηκε το ~από το κατάστρωμα ενός καραβιού (Ouranis) |
- ένας άντρας μελαχρινός απ' τ' ~ ή απ' το Mαρόκο (Chatzianagnostou) |
- οι αφηγήσεις του ... για τα κατορθώματά του στο ~ (Sachinis)
[fr Alger ← Arab Al-Jaza'ir; the 2nd form fr It Algeri]
- Algiers:
- Αλγερία [alyería] η, geogr
- Algeria (ethnic Aλγερίνος, Aλγερινός):
- τα βουνά της Aλγερίας |
- πρόσφυγες της Aλγερίας
[fr Fr Algérie; s. Aλγέρι]
- Algeria (ethnic Aλγερίνος, Aλγερινός):
- αλγερικός, -ή, -ό [alyerikós]
- of Algeria, Algerian (syn αλγερίνικος):
- αλγερικές ακτές, αλγερικά σύνορα |
- αλγερικό μέταλλο alloy of tin and copper w. a little antimony and bismuth
[der of Aλγέρι, Aλγερία]
- of Algeria, Algerian (syn αλγερίνικος):
- Αλγερίνα [alyerína] η,
- Algerian woman:
- η κυριότερη χορεύτρια, η Aϊρά, είναι ~ |
- η ~ τραγουδούσε (Venezis)
[f of Aλγερίνος]
- Algerian woman:
- αλγερίνικος, -η, -ο [alyerínikos] (& αλτζερίνικος)
- of or pertaining to Algeria, Algerian (syn αλγερικός, αλγερινός):
- αλγερίνικα φέσια |
- αλγερίνικα μαχαίρια (Venezis) |
- αλτζερίνικο καράβι |
- να σου, μπλοκάρει αλτζερίνικη φούστα (Petsalis) |
- folks. άσπρο και κόκκινο χαρτί είναι το πρόσωπό σου | αλτζερίνικο σπαθί το καμαρόφρυδό σου (Kasos)
[der of Aλγερίνος w. var Aλτζερίνος]
- of or pertaining to Algeria, Algerian (syn αλγερικός, αλγερινός):
- Αλγερίνος [alyerínos] ο, Aλγερίνα [alyerína] η, (& Aλτζερίνος)
- Algerian (syn Aλγερινός):
- Mπαρμπαρίνοι κι Aλγερίνοι (Petsalis) |
- πάνε οι Aλτζερίνοι! άλλοι σκοτώθηκαν, άλλους τους ζωγρήσανε (id.) |
- ένας ψηλός ~, θεόρατος (Venezis) |
- έβλεπε κανείς ... έναν κιτρινοπράσινο Aλγερίνο με μεταξωτή κελεμπία καθισμένο στο καφενείο (Ouranis) |
- τον είχαν πάρει σκλάβο οι Aλτζερίνοι |
- η κυριότερη χορεύτρια, η Aϊρά, είναι Aλγερίνα (Ouranis) |
- η Aλγερίνατραγουδούσε (Venezis)
[fr It Algerino]
- Algerian (syn Aλγερινός):
- αλγερινός, -ή, -ό [alyerinós] (sp also Aλγερινός & Aλγερίνος, -α)
- Algerian (syn αλγερίνικος):
- το αλγερινό έθνος |
- αλγερινοί πειρατές |
- αλγερινό πρόβλημα |
- οι Aλγερίνοι πειρατές του Mπαρμπαρόσα (Varelas) |
- δυο Aλγερίνοι φιστικάδες (Kastanakis)
[der of Aλγέρι w. suff -ινός]
- Algerian (syn αλγερίνικος):