Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
269 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθητιστής [esθitistís] ο,
- follower or practicer of estheticism in art, estheticist
[der of αισθητός]
- αιστάνομαι, αίστημα, αίστηση s. αισθ-.
- αίσχιστος, -η (& L -ίστη), -ο [és istos] (L)
- most shameful, worst (syn αισχρότατος)
[superl of αισχρός, q.v.]
- αιχμαλωτιστής [exmalotistís] ο,
- captor (of people as prisoners).
- ακονιστήρι [akonistíri] το,
- grindstone, whetstone, grinder (syn ακονιστικός τροχός, ακονοτροχός):
- ~ μαχαιριών knife sharpener
[der of ακονίζω]
- grindstone, whetstone, grinder (syn ακονιστικός τροχός, ακονοτροχός):
- ακονιστήριο [akonistírio] το, (L)
- workshop in which cutting tools are sharpened (syn τροχείο)
[fr kath ακονιστήριον, der of ακονίζω]
- ακονιστής [akonistís] ο,
- sharpener, whetter, grinder (syn τροχιστής):
- εδώ ~! μαχαίρια, ψαλίδια, ξουράφια ακονίζω! (shouts an itinerant tool grinder)
[der of ακονίζω]
- sharpener, whetter, grinder (syn τροχιστής):
- ακοντιστής [akondistís] ο, ακοντίστρια [akondístria] η,
- ① athl javelin thrower (syn αθλητής or αθλήτρια του ακοντισμού)
- ② spearman, pike-bearer:
- poem κι ο κορυφαίος μέσ' το ναό του |
- ...|...|...στο πλάι τ' ακοντιστή Aϊ-Γιώργη |
- οπού φρουμάζει τ' άλογό του |
- ...|...| ανασαίνει γαληνά (Sikel)
[fr MG ακοντιστής ← AG]
- ακουμπιστήρα [akumbistíra] η, region. & lit
- ① cane, walking stick:
- είναι γέρος και στέκει με την ~ |
- έπεσε απάνω μου σα να ήμουν ~ |
- (το μικρό ροδοτράπεζο) το είχα πάρει, για να μείνη ασκέπαστο, γυμνό, και να χρησιμεύη για ~, για αναλόγιο (Palam)
- ② slang man purposely leaning against a woman in the press of a crowd (syn L εφαψίας):
- κάποιοι άλλοι, που επωφελούνται οποιουδήποτε συνωστισμού, για να πάρουν μεζεδάκι, που το πλήθος τους ονομάζει ακουμπιστήρες και ο αείμνηστος Nιρβάνας "εφαψίας" (Melas)
[augmentat. der of ακουμπιστήρι]
- ① cane, walking stick:
- ακουμπιστήρι [akumbistíri] (& region. κουμπιστήρι) το,
- ① steady object or point on which one leans for support, such as a stick, cane etc (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):
- γι' ~ τον πήρες κ' έπεσες απάνω του; |
- κάθεται στο σανιδένιο ~ του παραθυριού (Terzakis) |
- poem στο ξένο κοιμητήρι |
- κανέν' ~, |
- για να σταθούν (Palam)
- ⓐ support (for the back), back of chair, sofa etc (syn L ερεισίνωτο):
- ~ του καθίσματος, της καρέκλας, της πολυθρόνας, του θρόνου |
- είχε καλοκαθίσει τώρα στον καναπέ με τα δυο χέρια στο ~ της μπάντας (Xenop) |
- ο A. καβαλικεύει μιαν αναποδογυρισμένη καρέκλα, που είναι αυτοκίνητο, και η Δαφνούλα τη σέρνει μ' ένα λουρί δεμένο από τ' ~ (Myriv)
- ⓑ arm (of chair, sofa), armrest (of chair, in car), arm loop or hanger (in vehicle):
- έβαλε κιόλας το χέρι του και στηρίχτηκε στο ψαθένιο ~ του καθίσματός της (Myriv) |
- στήριζε τον άγκωνά της στο ~ της πολυθρόνας της, που ήταν ~ και της διπλανής πολυθρόνας (Xenos) |
- poem έφτιαξε ένα φορείο ο βασιλέας Σολομών ...· |
- τις κολόνες τις έκαμε ασημένιες, |
- τ' ακουμπιστήρια του μαλαματένια (Seferis AA transl)
- ② fig refuge, aid, protector (syn αποκούμπι, έρεισμα L, καταφύγιο, προστάτης, υποστηρικτής):
- poem κι από το θρόνο ο βασιλιάς θα γείρη, |
- θα τόνε σφίξη μεσ' την αγκαλιά του |
- και θα τον έχη πάντα ~ |
- στα δεξιά του (Palam)
[fr LMG ακουμπιστήρι ← MG ακ (κ) ουμβιστήριον ξύλον Du Cange 42]
- ① steady object or point on which one leans for support, such as a stick, cane etc (syn έρεισμα L, στήριγμα, υποστήριγμα):