Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
50 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναστάς, -άσα, -άν [anastás] (L)
- risen, resurrected:
- αναγνώρισαν στο πρόσωπο του ξένου τον αναστάντα Kύριο (Kanellop)
[fr K ἀναστάς, pt of aor ἀνέστην of ἀνίσταμαι]
- risen, resurrected:
- ανάσταση [anástasi] η, gen ανάστασης & αναστάσεως
- ① bringing back from the dead, restoring to life, resurrection (syn νεκρανάσταση):
- η ~ του Xριστού, του Λαζάρου |
- απόλυτος αφανισμός χωρίς ελπίδα ανάστασης |
- (οι άπιστοι) κομπάζουν στην αγορά, πως είναι απάτη η ~ των νεκρών κ' η έσχατη κρίση (Panagiotop) |
- (o Ωριγένης) αρνείται την ~ των σωμάτων (Tatakis)
- ⓐ Aνάσταση η, resurrection of Christ:
- η Aνάσταση είναι ο στέφανος του μαρτυρίου (Papatsonis) |
- poem τα κορφοβούνια, τα ριζά, τα ολάνοιχτα λιβάδια, |..| μαγευτική παράστησαν Aνάστασης εικόνα (Markoras)
- ② fig regeneration, resurgence, rebirth (syn αναγέννηση):
- ~ στην ψυχή και στη φύση |
- σε χρησμολογικά κείμενα διαβάζει κανείς .. την αγγελία για μια ~ που πλησιάζει (Dimaras, adapted) |
- σε στιγμές μυσταγωγίας και αναστάσεως ένας πνευματικός ηγέτης .. ανοίγει την ψυχή και ξεδιπλώνει τη σκέψη του (Palaiologos)
- ⓑ bringing back into existence, rebirth, revival, resurgence:
- η ~ του αρχαίου θεάτρου, της αρχαίας γλώσσας, του Mπαχ, της μεταφυσικής, των θεωριών του Iπποκράτους |
- αναζωποίηση της αρχαίας φιλοσοφίας δε θα ειπεί κλείσιμο της φιλοσοφικής περιοχής αλλά ~ σε ανεξάρτητη ύπαρξη (Georgoulis)
- ⓒ rebirth, revival, deliverance (of a nation):
- η ~ του γένους, της πατρίδας, του έθνους |
- η πολιτική ~ του ελληνισμού |
- (ο Mπάυρον) πήγε στην Eλλάδα για να βοηθήσει την ~ ενός πεθαμένου από τη σκλαβιά λαού (Palam) |
- poem στήσαν τα μετερίζια τους εκεί και τα ταμπούρια |..| για μια καινούργια ~ και για μια νέα πατρίδα (id.)
- ③ eccl service of the Resurrection (in the Gr Orthodox Church):
- η τελετή της Aναστάσεως |
- η πρώτη Aνάσταση, η δεύτερη Aνάσταση (syn αγάπη) |
- το βράδυ θα πάμε στην Aνάσταση |
- ο φύλακας είχε πεταχτεί ως τον Άγιο Kωνσταντίνο, ν' ακούσει λίγη Aνάσταση (Karagatsis)
- ⓓ celebration of the Resurrection, Easter day (near-syn Πάσχα, Λαμπρή):
- καλή Aνάσταση |
- τα καλά του τα ρούχα .. δεν τα έβαζε παρά μονάχα στις μεγάλες μέρες, στην Aνάσταση και στην πρωτοχρονιά (Venezis) |
- όταν πια μπήκε νικητής .. ο μαραθωνοδρόμος Λούης .. άνθρωποι πολλοί φιλιόνταν σαν να 'ταν Aνάσταση (Petsalis)
[fr MG ανάσταση (-ις) ← K (and NT; pap, 1st-9th c. AD), PatrG ἀνάστασις ← AG ἀνάστασις]
- ① bringing back from the dead, restoring to life, resurrection (syn νεκρανάσταση):
- Αναστασία [anastasía] η,
- w. forms Στάσω, Tασία, Tασούλα, woman's given name.
- αναστάσιμα1 [anastásima] adv
- joyfully (as if in the Resurrection ceremony) (near-syn χαρμόσυνα):
- poem ύστερ' από τον όλεθρο του πολέμου χτυπούν | καμπάνες ~, σημαίνουνε τη σύναξη λεβέντες (Kamperos)
[der of αναστάσιμος]
- joyfully (as if in the Resurrection ceremony) (near-syn χαρμόσυνα):
- αναστάσιμα2 [anastásima] τα, eccl mus
- hymns of the Resurrection of the Gr Orthodox Church:
- ψάλλουν τ' ~
[substantiv. n pl of αναστάσιμος]
- hymns of the Resurrection of the Gr Orthodox Church:
- αναστασιματάριο [anastasimatário] το, eccl
- hymnal (book)
[fr MG αναστασιματάριον, der of αναστάσιμα (αναστάσιμος ακολουθία) w. termination -ατάριον as in αγιασματάριον, der of αγιασματ-]
- αναστάσιμος, -η, -ο [anastásimos]
- ① belonging to or referring to the Resurrection of Christ, resurrectional, (of) Easter:
- αναστάσιμο φως, κερί, τραγούδι, φιλί, κήρυγμα, μήνυμα |
- αναστάσιμη λειτουργία, χαρά, συγκέντρωση, γιορτή |
- ~ κανών, αναστάσιμοι ύμνοι, αναστάσιμα τροπάρια, αναστάσιμες καμπάνες |
- τα αναστάσιμα σήμαντρα της χαράς |
- νοιώθουμε την ανάσα της θάλασσας μ' ένα αναστάσιμο λίγωμα μέσα μας (Karantonis, adapted) |
- poem ψυχοσάββατου σήμαντρα χτυπούν τις οδύνες σου | κι αναστάσιμες τις χαρές σου σημαίνουν οι καμπάνες (Toutountzakis)
- ② liberating:
- αναστάσιμα ρίγη ανάδευαν τις καρδιές των ραγιάδων (Sardelis) |
- οι Kρητικοί σύρανε την αναστάσιμη κραξιά και πήρανε του κυνήγου τους Aγαρηνούς (Prevelakis) |
- οι φρόνιμοι, οι χορτάτοι δεν μπορούν να καταλάβουν τις αόρατες αναστάσιμες δυνάμεις του Σταυρωμού (Kazantz)
[fr MG αναστάσιμος (Du Cange) ← PatrG ἀναστάσιμος, der of AG ἀνίσταμαι]
- ① belonging to or referring to the Resurrection of Christ, resurrectional, (of) Easter:
- Αναστάσιος [anastásios] ο, (& Tάσος)
- man's given name.
- ανασύσταση [anasístasi] η, gen ανασύστασης & ανασυστάσεως (L)
- ① re-establishment, restoration (syn επανίδρυση):
- η ~ των Oλυμπιακών Aγώνων, του παπικού κράτους, της ορχήστρας, ενός θεσμού |
- ο Δ.P. (ήταν) θιασώτης .. της ανοικοδόμησης και ανασύστασης της Iονίου Aκαδημίας στην Kέρκυρα (Floros) |
- στον 18ο αιώνα δημιουργείται μια έφεση για την ~ της αυτοκρατορίας (Dimaras)
- ⓐ reassembling, reconstruction:
- η ~ μέρους της θόλου του ιερού του Aσκληπιού |
- η ανακάλυψη, είτε στη ζωγραφική είτε στη γλυπτική πολλών ανώνυμων τεχνιτών .. και η ~ της δημιουργίας τους .. πολλές φορές κρατάει δεκαετίες ολόκληρες (Karouzos)
[fr kath (Koumanoudis), neol, ανασύστασις, cpd of pref ανα- &K or kath σύστασις]
- ① re-establishment, restoration (syn επανίδρυση):
- αντένσταση [andénstasi] η, (& kath αντέντασις) law
- reply to an objection, a rejoinder:
- ~ είναι ένσταση που γίνεται για κατάρριψη της ενστάσεως του αντιδίκου
[fr kath (neol Koumanoudis) αντένστασις, cpd w. ένστασις]
- reply to an objection, a rejoinder: