Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
592 εγγραφές [551 - 560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφειδώς [afi∂ós] adv (L)
- unsparingly, unstintingly, lavishly, generously (syn αφειδώλευτα, ant φειδωλά):
- το κόμμα χρηματοδοτείται ~ |
- χρησιμοποιεί το αλάτι ~ |
- τα μέσα της υλικής υποστηρίξεως παρέχονται ~ (Papatsonis) |
- ξόδευε ~ σε φιλανθρωπίες (Tachtsis) |
- παλάτια χτίζει και χαρίζει ~ ο ρεμπέτης (IPetrop) |
- προσφέρουν τα πλούτη της πείρας τους ~ (PSolomos)
[fr kath αφειδώς ← K, AG (Ionic etc ἀφειδέως), der of αφειδής]
- unsparingly, unstintingly, lavishly, generously (syn αφειδώλευτα, ant φειδωλά):
- αφεντόπαιδο [afendόpe∂o] το,
- ① son of a lord or master, young master, young nobleman (syn αφεντόπουλο)
- ② young man of noble manners or appearance (near-syn αρχοντονιός)
[cpd w. παιδί]
- αφκιασίδωτος s. αφτιασίδωτος.
- αφνίδια [afní∂ia] adv
- all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn in αίφνης 1):
- φάνηκε ~
[fr postmed, MG αφνίδια, der of αφνίδιος]
- all of a sudden, suddenly, unexpectedly (syn in αίφνης 1):
- αφνίδιος, -a, -ο [afní∂ios & afní∂jos]
- sudden, unexpected (syn in άξαφνος 1)
[fr postmed, MG αφνίδιος ← AG (+) αἰφνίδιος]
- Αφρικανίδα [afrikaní∂a] η, (L) = Aφρικάνα
- :
- την προσοχή όμως όλων μαγνήτισαν απαρχής οι Aσιάτισσες κι οι Aφρικανίδες (Kesmeti)
- [fr kath (neol:
- Koumanoudis
[1887, 1890]) Aφρικανίς, f of Aφρικανός]
- αφρόντιδα [afrόndi∂a] adv
- without care or worry, in a carefree manner, unconcernedly (syn αμέριμνα, αφρόντιστα 1, ξένοιαστα):
- βαδίζουν ~, .. χωρίς να φαίνονται ότι αισθάνονται το βαρύ κρύο (Ouranis) |
- μου πρόσφερνε τον τρόπο να ικανοποιήσω ~ την επιθυμία που είχα για ταξίδι (Thrylos) |
- poem .. μια κρήνη | κελαρύζει ~ | κι ας στεγνώνουν τα χείλη | από μιαν άσβεστη δίψα (DDimitriadis)
[der of αφρόντιδος]
- without care or worry, in a carefree manner, unconcernedly (syn αμέριμνα, αφρόντιστα 1, ξένοιαστα):
- αφρόντιδος, -η, -ο [afrόndi∂os]
- carefree, unworried, unconcerned (syn αμέριμνος2, ανάμελος 2, αστόχαστος2 3, αφρόντιστος 1, ξένοιαστος):
- αφρόντιδη ζωή, χαρά |
- αφρόντιδο ύφος |
- πηγαινοέρχονται ανάμεσα στους καθισμένους ομίλους αφρόντιδων καλλιτεχνών (Ouranis) |
- έπαιρνα ~ το πρωινό μου (id.) |
- πέταξε τα πέντε χιλιάρικα .. απάνω στο γραφείο με αφρόντιδο ύφος εμπιστοσύνης (Glezos)
[fr AG ἄφροντις (Eurip.+) w. adjustment of ἀ-φρόντιδος (cf syn αφρόντιστος, αμέριμνος) to a 2nd decl adj in -ος, -η, -ο; cf ανέλπιδος & ανόλπιδος (Mykonos, bes syn AG ἀνέλπιστος) adjusted of ἄνελπις (Eurip) and ἀπέλπιδος (IΛ 2.347a)]
- carefree, unworried, unconcerned (syn αμέριμνος2, ανάμελος 2, αστόχαστος2 3, αφρόντιστος 1, ξένοιαστος):
- αφτιασίδωτος, -η, -ο [aftjasí∂otos] (& αφκιασίδωτος)
- ① not embellished w. cosmetics, not made up (syn L αψιμυθίωτος 1, ant φτιασιδωμένος):
- αφτιασίδωτο πρόσωπο |
- γυρόφερνε με το ξεχειλωμένο μισοφόρι της, αχτένιστη, αφτιασίδωτη, άπλυτη (Koumantareas) |
- τα τραμ φόρτωναν και ξεφόρτωναν αφκιασίδωτο κόσμο (Athanasiadis-N)
- ② fig free of superfluous embellishments, unadorned, unaffected, plain (syn ακόσμητος 2, αψιμυθίωτος 2):
- αφτιασίδωτη απλότητα, ζωή, ομορφιά, ποίηση, πρόκληση |
- να σου τα τονίσω τα λόγια της αγάπης αφτιασίδωτα, καθαρά, .. καθώς μου έρχονται (Palam) |
- πρόκειται .. γι' απλό καμουφλάρισμα, που δεν ταιριάζει .. στον απλό κι αφτιασίδωτο αφηγητή της ελληνικής ζωής (Melas) |
- η παθητική τούτη εξομολόγηση .. είναι η πραγματική, η αφτιασίδωτη συνείδηση του εγώ του (Chourmouzios) |
- μέσα στα υγρά μάτια της .. είχε δει πολλές φορές αφκιασίδωτο τον εαυτό του (TAthanasiadis) [cpd w. *φτιασιδωτός ( |
- φτιασιδώνω, der of φτειασίδι
[φτιασίδι], and this is derived fr ευθείασις; Hatzid., ΓE 2.373)]
- ① not embellished w. cosmetics, not made up (syn L αψιμυθίωτος 1, ant φτιασιδωμένος):
- αχάιδευτος, -η, -ο [axái∂eftos] (& αχάδευτος)
- ① not stroked, not fondled, uncaressed (syn αθώπευτος L, ant θωπευτικός, χαϊδεμένος, χαϊδευτός):
- αχάιδευτο κεφάλι, χέρι |
- poem κι ολόρθοι σάλευαν τρικυμιστοί και ροδαποκορφίζαν | οι δροσεροί μαστοί, που αχάδευτοι μες στην ερμιά στενάζαν (Kazantz Od 22.155) |
- μ' εξέχανες αχάιδευτο σε μι' άκρη ώρα πολλή (Zotos)
- ② uncared-for, not mothered, not pampered, unloved (syn ακανάκευτος, ant χαδιάρικος, χαϊδεμένος):
- poem μήπως και του Xάροντα, | καθώς θα σε κοιτάξει, | του φανείς αχάιδευτο | και σε παραπετάξει (Palam) |
- πάρε και τούτην τη φτωχή, | ξένην κι αχάιδευτη ψυχή (Agras) |
- .. η γλάστρα μοναχή στο παραθύρι στέκει, | αχάιδευτη κι απότιστη και παραπονεμένη (Zevgoli)
[fr postmed (Somavera) αχάιδευτος, cpd w. χαϊδευτός, whose der is χαϊδευτ-ικός (: χαϊδεύω)]
- ① not stroked, not fondled, uncaressed (syn αθώπευτος L, ant θωπευτικός, χαϊδεμένος, χαϊδευτός):