Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχέγονος, -η (& -ος), -ο [arçéγonos] (L)
- ① created first, earliest, original, pristine (syn αρχέτυπος 2a, αρχικός, πρώτος):
- πάρα πέρα συναντά ο περιπατητής τα μικροσκοπικά άγρια γαρίφαλα, αρχέγονα βουνήσια πρότυπα του καλλιεργημένου γαρίφαλου (Papatsonis) |
- πίστευαν πως το οικοδόμημα παρίστανε το αρχέγονο Eρέχθειο (Brouskari) |
- οι πρώτοι Ίωνες φιλόσοφοι παρουσιάζουνε .. μια βαθμίδα αρχέγονου φιλοσοφικού στοχασμού, μια πρώτη και απροϋπόθετη ρίζα (Lambridi)
- ② existing at the beginning, ancient, primordial, primeval, prehistoric (near-syn αρχαίος2 1a, προϊστορικός):
- αρχέγονο σύμπαν |
- ~άνθρωπος |
- αρχέγονοι βασιλιάδες |
- αρχέγονο άλογο, δάσος |
- ανεβάζουν από τα βάθη των αιώνων τ' αρχέγονα ξόρκια, για να υποτάξουν τα νεύρα (Kazantz) |
- η μουσική είναι η πιο αρχέγονη γλώσσα του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- δεινόσαυροι και θηρία κατοικούσαν τη γη στους αρχέγονους χρόνους (Thrylos, adapted)
- ⓐ relating to, or deriving fr, an earlier period or state, primordial, primal original, primitive (syn αρχικός, πρωταρχικός, πρωτόγονος):
- ~μύθος, συμβολισμός |
- ~βρυχηθμός, φόβος |
- ~ ινδουισμός, Xριστιανισμός |
- αρχέγονοι πρόγονοι |
- αρχέγονη αγωνία, θλίψη, κραυγή, μορφή |
- αρχέγονες καταβολές |
- αρχέγονο έθιμο, ένστικτο, κάλλος |
- ~ τρόπος λατρείας |
- αρχέγονα λαϊκά πανηγύρια |
- αρχέγονες δυνάμεις της αυτοσυντήρησης |
- μιλάει για την αρχέγονο κατάσταση των πρωτοπλάστων (Petsalis) |
- οι προχριστιανικές θρησκείες .. διατηρούν την αρχέγονη ζωντάνια τους (Panagiotop) |
- η αρχέγονη αποστολή της αττικής τραγωδίας ήταν η μίμησις των παθημάτων (Georgoulis)
- ③ primordial, primary, basic, fundamental (syn αρχέτυπος 2b, βασικός, θεμελιώδης, πρωταρχικός, πρωτογενής):
- αρχέγονη αντίληψη, έννοια, ιδέα |
- αρχέγονο ερώτημα |
- αρχέγονο μόριο |
- δείχνει τις αρχέγονες αρετές και τη βαθυτάτη σημασία των παλιών αξιών (Melas) |
- οι λέξεις αναζητούν το αρχέγονο νόημά τους (Chatzinis) |
- ο αριθμός αποτελεί την αρχέγονη φύση όλων των όντων, το θεμέλιο κάθε πράγματος (Tatakis)
- ④ crude, primitive, rough (syn πρωτογενής, πρωτόγονος):
- ~λαός |
- αρχέγονα όπλα |
- δεν έχεις λεπτό γούστο· είσαι άνθρωπος ~, τουλάχιστο κατά την όσφρηση (Xenop) |
- είναι ικανοί να συναγωνίζονται το άγριο ζώο και να το ξεπερνούν σε αρχέγονη χτηνωδία (Panagiotop) |
- η τοπική συγκοινωνία έχασε και τα πιο αρχέγονα μέσα που χρησιμοποιούσε (Angelop)
[fr kath αρχέγονος & postmed αρχέγονος ← PatrG, K ἀρχέγονος]
- ① created first, earliest, original, pristine (syn αρχέτυπος 2a, αρχικός, πρώτος):
- αρχειακός1 [arçiakós] ο, (L) (male)
- archivist (syn αρχειοφύλακας)
[substantiv. m of αρχειακός2]
- αρχειακός2, -ή, -ό [arçiakós] (L)
- of or pertaining to archives, archival:
- αρχειακές μαρτυρίες, πληροφορίες |
- αρχειακό υλικό |
- αρχειακά στοιχεία |
- είναι τόσο ανεξερεύνητες ακόμη οι ολίγες αρχειακές πηγές, τις οποίες διαθέτουμε (Dimaras) |
- ίσως νεώτερες αρχειακές έρευνες μας βοηθήσουν κάποτε να ελέγξουμε τις πληροφορίες αυτές (Vranousis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειακός, der of αρχείο]
- of or pertaining to archives, archival:
- αρχείο [arçío] το, (L)
- archival material or the place wherein it is stored, records office, records, archive, file:
- γλωσσικό ~ |
- εμπορικό, ιστορικό, οικογενειακό ~ |
- ~ του γυμνασίου, του θεάτρου, της τράπεζας |
- Γενικά Aρχεία του Kράτους Public Records Office |
- κατασχέσανε όλο το προσωπικό του ~κι όλα τα πολύτιμα χειρόγραφά του (Bastias) |
- τα κρητικά παλάτια είχαν αρχεία (ChZalokostas) |
- τα σύμφωνα μη επιθέσεως τοποθετήθηκαν στ' αρχεία σαν άχρηστα (Evelpidis) |
- η περίπτωση πέρασε στ' αρχεία σαν αυτοκτονία γι' άγνωστους λόγους (Kesmeti)
[fr kath αρχείον ← K (also pap & also in special word lists, s. αρχείον), AG ἀρχεῖον; cf Lat archivum]
- archival material or the place wherein it is stored, records office, records, archive, file:
- αρχειοδίφης [arçio∂ífis] ο, (L)
- person who conducts research in archives:
- ένα σημαντικό .. βήμα στην αναζήτηση στοιχείων για τη ζωή του Γκρέκο .. το 'καμε ο σοφός ~... Σαν Pομάν (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειοδίφης, cpd w. combin form -δίφης (: διφώ); cf αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης etc]
- person who conducts research in archives:
- αρχειοδιφικός, -ή, -ό [arçio∂ifikós] (L)
- of or pertaining to research in archives:
- αξεπέραστη αρχειοδιφική ικανότητα (Angelou)
[fr kath (neol) αρχειοδιφικός, der of αρχειοδίφης]
- of or pertaining to research in archives:
- αρχειοθετημένος, -η, -ο [arçioθetiménos] (L)
- placed in the archive, filed:
- αρχειοθετημένη αλληλογραφία
[ppp of αρχειοθετώ]
- placed in the archive, filed:
- αρχειοθέτηση [arçioθétisi] η, (L)
- preservation and arrangement (of documents etc), placement in an archive, filing:
- ~παραδόσεων, δημοτικών τραγουδιών |
- η ~ της δικογραφίας από την εισαγγελική αρχή |
- έταξεν έργο ζωής την ~ του μνημειακού πλούτου στην Eλλάδα (MChatzidakis)
[fr kath (neol) αρχειοθέτησις, der of αρχειοθετώ]
- preservation and arrangement (of documents etc), placement in an archive, filing:
- αρχειοθετώ [arçioθetό] αρχειοθετεί, pass 3sg αρχειοθετείται, ipf αρχειοθετείτο, aor αρχειοθετήθηκε (subj αρχειοθετηθεί), (L)
- preserve and arrange systematically, place in an archive, file:
- ~αποδείξεις, έγγραφα, συμβόλαια |
- οι μαγνητοταινίες αρχειοθετούντο σε ειδικό κωδικοποιημένο αρχείο |
- οι γλωσσικοί ήχοι αποθηκεύτηκαν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και αρχειοθετήθηκαν |
- τα ονόματα Eλλήνων επιστημόνων του εξωτερικού μαζί με τα προσόντα τους θα αρχειοθετηθούν
[fr kath (neol) αρχειοθετώ, der of *αρχειοθέτης; cf διευθετώ, τοποθετώ etc]
- preserve and arrange systematically, place in an archive, file:
- αρχειοθήκη [arçioθíci] η, (L)
- ① filing cabinet, file:
- αναστάτωσε τα γραφεία, τα συρτάρια και τις αρχειοθήκες |
- ανέβηκε στην καρέκλα και πήρε [τα ντοσιέ] από την ~(Samarakis)
- ② fig place in which items or ideas are pigeonholed or left for an indefinite period (syn χρονοντούλαπο):
- η πεποίθηση ότι η ιστορία πλάθεται από μερικές εξαιρετικά προικισμένες προσωπικότητες, ανήκει στην ~των ιδεών (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχειοθήκη, cpd w. θήκη]
- ① filing cabinet, file: