Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αισθ%
86 εγγραφές [31 - 40]
αισθησιόμετρο [esθisiómetro] το, psychol
  • an instrument used to measure the sensitivity of the skin, esthesiometer

[neol, cpd w. -μετρον]

αισθητά [esθitá] adv
  • ① in physical sense perception, sensibly, perceptibly, observably (ant ανεπαίσθητα, νοητά or νοερά):
    • τα χέρια του τρέμουν ~ |
    • ψήλωνε ~, μπορεί και τρεις πόντους |
    • μια μορφή ~ ή νοητά συλληπτή |
    • την πραγματικότητα ζούμε άμεσα κ' ~ |
    • ο κόσμος ~ και νοερά του παρουσιάζεται (sc στον Παλαμά) σε κάλυκες δεκατετράστιχους (Dimaras) |
    • ωραία ονομάζομε τη φύση, όταν παρουσιάζη ~ τη συγκεκριμένη έννοια και την ιδέα (Papanoutsos) |
    • ήθελε να ιδή ~ τον εαυτό της επάνω στο μάρμαρο (Theodorakop) |
    • το πασίγνωστο ~ γερτό προς τη μια πλευρά κωδωνοστάσιο (KParaschos) |
    • άλλοτε περισσότερο ~, άλλοτε ανεπαίσθητα ... βελτιώνονταν οι ελληνικές θέσεις (Terzakis)
  • ② fig materially, appreciably, considerably (syn σε αισθητό βαθμό, υπολογίσιμα, ουσιαστικά, σημαντικά):
    • ~ ευχάριστη κίνηση |
    • άνθρωπος ~ ευνοημένος από τη φύση |
    • ποιότητα ~ κατώτερη |
    • η ύλη θα συντομευθή ~ |
    • το έργο υπερτερεί ~ στην ηθογραφία |
    • επηρεάστηκε ~ από τη γυναίκα του |
    • με τη δράση του επηρέασε ~ τα πνεύματα |
    • ξεχώριζε τόσο ~ ανάμεσα στους συναδέλφους του |
    • το έργο φαίνεται ~ αρχαιότερο από το άλλο |
    • η θεατρική παραγωγή ... συνολικά υστερεί ~ (Thrylos) |
    • (η σειρά πεζογραφημάτων) σε βιβλίο μπορεί να δώση αισθητότερα την αξίαν ή την απαξία της (Palam) |
    • λείπει ~ η τέχνη του αφηγηματικού λόγου (Melas) |
    • η Aμερική προπορεύεται ~ από τον υπόλοιπο κόσμο (Theotokas) |
    • ο μεταφραστής ... εξυπηρέτησε ~ τα γράμματά μας (Dimaras)

[fr MG αισθητά, der of αισθητός]

αισθητήρια όργανα s. αισθητήριος.
αισθητηριακός, -ή, -ό [esθitiriakós]
  • sensory:
    • αισθητηριακό σύστημα (του ανθρώπου) |
    • αισθητηριακή αφασία med sensory aphasia |
    • αισθητηριακοί και κινησιακοί μηχανισμοί στα θηρευτικά σκυλιά (Papanoutsos) |
    • αισθητηριακές μορφές |
    • η διάνοια επεξεργάζεται τα αισθητηριακά δεδομένα (id.) |
    • αισθητηριακές διεγέρσεις |
    • οι αισθητηριακοί ερεθισμοί μετατρέπονται σε ... μυϊκές κινήσεις (id.) |
    • αισθητηριακή αντίδραση |
    • αισθητηριακή εντύπωση, αισθητηριακές εντυπώσεις |
    • αισθητηριακή αντίληψη των πραγμάτων (syn εποπτεία) |
    • μέσα στην αισθητηριακή αντίληψη (κατά μία οπτική λ.χ. εντύπωση) ενυπάρχουν και κρίσεις (id.) |
    • μια προσοχή αισθητηριακή |
    • η αισθητηριακή ενέργεια τρέφεται από ζωηρές παραστάσεις μνήμης (id.)

[der of noun αισθητήριον, n of αισθητήριος]

αισθητήριο [esθitírio] το,
  • ① sense organ, sensory organ:
    • το ~ της οράσεως organ of sight (οι οφθαλμοί), το ~ της ακοής organ of hearing (τα ώτα) |
    • poem μηδέ κρούει το ~ ώσπου να κόψη |
    • της όρασης τον ύπνο (Mammelis)
  • ⓐ sense, usu pl αισθητήρια τα,:
    • όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή |
    • οι εκκλησίες με συγκινούν, μα πάντα τη φαντασία μου πιο πολύ και τα αισθητήρια, όχι την καρδιά μου (Palam)
  • ② faculty, sensibility, feeling (syn αίσθημα 2a, αίσθηση 2a):
    • έχουν λεπτότατο ~ και καλή μουσικήν αγωγή |
    • να διαμορφώσουν το ~ του κοινού (Papanoutsos) |
    • ένα οξύ ~ ... τον προφυλάσσει συνήθως απ' τις υπερβολές (Peranthis)
  • ③ natural and intimate knowledge of, deep familiarity w., feeling for (syn αίσθημα 5):
    • γλωσσικό ~ |
    • είχε ανεπτυγμένο το γλωσσικό ~ |
    • η καθαρεύουσα δε στηρίζεται σε γλωσσικό ~ |
    • δημιούργησε το καινούργιο γλωσσικό ~ του ζωντανού πεζού λόγου (Theotokas) |
    • ηθικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό, κριτικό, μουσικό ~

[fr AG, PatrG αἰσθητήριον]

αισθητήριος, -α, -ο [esθitírios]
  • relating to sense, sensory (syn αισθητικός 1):
    • αισθητήριο νεύρο sensory nerve |
    • αισθητήριο όργανο (syn αισθητήριο 1) pl αισθητήρια όργανα sense organs, organs of perception |
    • μια διαπίστωση με τα αισθητήρια όργανα

[der in -τήριος on the basis of AG noun αἰσθητήριον]

αισθητής [esθitís] ο,
  • esthete (syn εστέτ):
    • poem στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου |
    • σαν ~ (Kavafis) |
    • "ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα |
    • γητεύματος," είπ' ένας ~ (id.)

[backform. fr Eng aesthete; cf Platonic αισθητής 'one who perceives']

αισθητικά [esθitiká] adv
  • esthetically:
    • μια ~ τέλεια εντύπωση |
    • ~ μορφωμένος, ~ καλλιεργημένος |
    • αισθάνομαι κάτι ~ |
    • γυμνάζεται κανείς ~ |
    • αντικρύζω το αντικείμενο ~ |
    • πλησιάζω την τέχνη των Bυζαντινών ~ |
    • ο θεατής χαίρεται ~ |
    • οι άνθρωποι δε σε καταλαβαίνουν ~ |
    • ιδιότητα ζωικά και ~ αξιόλογη |
    • το ~ αξιόλογο ... ονομάζομε στη ζωή ωραίο |
    • μεταφράσεις ποιημάτων ~ αξιόλογες |
    • λειτουργεί η ψυχή μας ~ |
    • απλές μορφές στη φύση και στη ζωή αξιολογούνται ~ |
    • η θρησκευτική τέχνη εκφράζει ~ το θρησκευτικό συναίσθημα |
    • παρουσιάζεται ~ και γλωσσικά διχασμένος (Dimaras) |
    • την ατομικότητα των αντικειμένων αποτιμούμε ~ ... με το ατομικό μας εγώ (Papanoutsos) |
    • (οι κινήσεις της μπαγκέτας ή των χεριών των μεγάλων μαέστρων) υπογραμμίζουν ~ τους στοχασμούς και τα διάφορα συναισθήματα (MVarvoglis) |
    • poem γράψε για τη χαμένη τους αγάπη ~ (Foufas)

[der of αισθητικός; cf αισθητικώς]

αισθητική [esθiticí] η,
  • ① philos esthetics (syn καλαισθητική, καλολογία):
    • η επιστήμη που εξετάζει το ωραίο στη φύση και στην τέχνη και τον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η ~ (Theodoridis)
  • ② tasteful appearance, beauty:
    • ινστιτούτο αισθητικής beauty institute
  • ⓐ perception of the beautiful:
    • η ευρωστία σας επιτρέπει την ~ του γυμνού ... Tην αντικατέστησε η ~ της πτυχής των φουστανιών (KPolitis)

[Gr but fr Lat aesthetica, term coined by A. G. Baumgarten in 1750]

αισθητικό [esθitikó] το,
  • esthetic sensitivity or joy:
    • το αληθινά ~, το ουσιαστικά ωραίο (Tsatsos) |
    • το ~ δεν πρέπει να θεωρήται καθαρά ηδονή (Theodorakop) |
    • το ~ τούς φαντάζει σα μια πολυτέλεια (Tsatsos)

[the n of αισθητικός]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες