Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Η ελληνική ως μειονοτική γλώσσα στη δυτική Ευρώπη: «Ισχυρή» ή «ασθενής»; 

Χατζηδάκη, Α. 

Περιεχόμενα

Εισαγωγικά: Ανάδυση νέων ταυτοτήτων στις ελληνικές κοινότητες της Δ. Ευρώπης

Η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας στις κοινότητες των αποδήμων έχει απασχολήσει πολλούς επιστήμονες που ασχολούνται με τον εκτός συνόρων ελληνισμό. Η συγκριτική μελέτη των ελληνικών κοινοτήτων που ιδρύθηκαν σε διάφορες χώρες στον αιώνα μας λόγω της οικονομικής μετανάστευσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, αν και οι Έλληνες της διασποράς διατηρούν την εθνική γλώσσα σε υψηλότερο ποσοστό και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από άλλες εθνότητες (βλ. Clyne 1982· Smolicz 1984, 1985· Bratt-Paulston 1986· Tamis 1990), εντούτοις παρατηρείται μια συστηματική υποχώρηση της ελληνικής ως μέσου έκφρασης της δεύτερης και τρίτης γενιάς, τόσο στις μεγάλες υπερπόντιες κοινότητες (Scourby 1984· Maniakas 1983) όσο και στις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης (Kizlari 1987· Dauwe 1989· Stenou 1990· Vassiliou 1992· Alexiou 1992· Gardner-Chloros 1992· Hatzidaki 1994 ).

Όλες αυτές οι έρευνες, ωστόσο, που μαρτυρούν τη μείωση της χρήσης της ελληνικής από αυτά τα παιδιά, συμφωνούν και ως προς κάτι άλλο: αν και η χρήση της ελληνικής γλώσσας φαίνεται να αποκτά μία καθαρά συναισθηματική χροιά και να περιορίζεται -όπου αυτή γίνεται- στην επικοινωνία με τους μεγαλύτερους σε ηλικία Έλληνες, οι απόψεις που εκφράζουν τα παιδιά αυτά δείχνουν ότι έχουν αναπτύξει μια διπολιτισμική ταυτότητα με έντονα τα ελληνικά στοιχεία. Αναφύονται δηλαδή διάφορες νέες, «υβριδικές», ταυτότητες σε κοινότητες ανθρώπων που διεκδικούν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, αλλά ταυτόχρονα και Αμερικανοί, Καναδοί, Αυστραλοί, Βρετανοί κτλ. Οι νέες αυτές ταυτότητες, που διαμορφώνονται με βάση τις συνθήκες της εκάστοτε χώρας υποδοχής, φαίνεται ότι βασίζονται σε χαρακτηριστικά, υποτίθεται, γνωρίσματα ελληνικότητας, αλλά όχι πλέον -ή όχι παντού- στη διατήρηση της εθνικής γλώσσας. Τέτοια στοιχεία είναι, λ.χ., ένας ιδιαίτερος τρόπος κοινωνικής συμπεριφοράς, η προσήλωση στην ευρύτερη οικογένεια, η συμμετοχή σε εθνοτοπικούς συλλόγους και χορευτικά συγκροτήματα, η τήρηση κάποιων εθίμων και παραδόσεων κ.ά. (Costantakos 1980· Costantinou & Harvey 1985· Kourvetaris 1988· Papademetre 1994).

Ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν από την παραπάνω παραδοχή, κατά την εξέταση των διαφόρων μεταναστευτικών κοινοτήτων, είναι το πού οφείλεται το γεγονός ότι σε ορισμένες από αυτές τις κοινότητες η ελληνική γλώσσα εξακολουθεί να ανθίσταται σθεναρά, όταν σε κοινότητες με παρόμοιες συνθήκες έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα συμβόλου. Είναι πολύ σημαντικό η σύγκριση να γίνει ανάμεσα σε κοινότητες που πραγματικά έχουν μεγάλες ομοιότητες, διότι διαφορές σε θεσμικούς ή κοινωνικούς παράγοντες παίζουν μεγάλο ρόλο. Γι' αυτό τον λόγο εδώ επιλέχτηκε να γίνει σύγκριση ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες της Γερμανίας και του Βελγίου, τις δύο πολυπληθέστερες κοινότητες Ελλήνων στη δυτική Ευρώπη, όπου ενώ οι οικονομικές συνθήκες και ο χρόνος παραμονής των Ελλήνων μεταναστών είναι λίγο-πολύ τα ίδια, υπάρχει, ή τουλάχιστον υπήρχε μέχρι πρόσφατα, διαφορά στην αντιμετώπιση της ελληνικής γλώσσας από τη νέα γενιά.

Οι ελληνικές κοινότητες της Γερμανίας και του Βελγίου: δύο διαφορετικές καταστάσεις

Η ελληνική κοινότητα της Γερμανίας αριθμεί πάνω από 300.000 Έλληνες, ενώ η αντίστοιχη του Βελγίου φτάνει σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις τις 20-25.000 χιλιάδες άτομα (Hatzidaki 1994). Η μετανάστευση προς τις δύο χώρες έγινε την ίδια περίοδο (κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του '50 έως τα μέσα της δεκαετίας του '70) και η απασχόληση των Ελλήνων έγινε στα ίδια βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα (Δαμανάκης 1987, 49-50· Stenou 1990, 357-360· Alexiou 1992, 274-275). Σήμερα και στις δύο χώρες υπάρχουν καλά οργανωμένες κοινότητες, συχνή επαφή με τη χώρα προέλευσης μέσω του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης αλλά και των εύκολων και συχνών ταξιδιών στην Ελλάδα (Hatzidaki 1994, 12-14).

Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά σε ό,τι αφορά στην κοινωνική υπόσταση των Ελλήνων στις δύο χώρες. Η Γερμανία, με την αιτιολογία ότι δεν είναι χώρα υποδοχής μεταναστών, δεν παρέχει στους Έλληνες πολιτικά δικαιώματα και τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα παιδιά τους τη γερμανική υπηκοότητα. Βέβαια, με τη νέα τάξη πραγμάτων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης το επαγγελματικό καθεστώς των ελλήνων μεταναστών δεν θα διαφοροποιείται έντονα από αυτό των Γερμανών. Υπάρχει όμως και η πολιτειακή - κοινωνική διάσταση, το κατά πόσον δηλαδή οι έλληνες εργαζόμενοι στη χώρα αισθάνονται ή όχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι, για πολλά χρόνια, η εγκατάστασή τους στη χώρα υποδοχής αντιμετωπιζόταν και από το γερμανικό κράτος αλλά κυρίως από τους ίδιους, ως προσωρινή (Δαμανάκης 1987, 43-47). Οι Έλληνες της Γερμανίας ζούσαν μέχρι την προηγούμενη δεκαετία με το όνειρο της παλιννόστησης. Ένα όνειρο που δεν πραγματοποιούσαν όσοι θα το ήθελαν και στον χρονικό ορίζοντα που είχαν αρχικά θέσει. Λόγου χάρη, όπως επισημαίνει ο Δαμανάκης (1987, 40), από στατιστικά στοιχεία του γερμανικού κράτους προκύπτει ότι την 30.9.1982, σε σύνολο 300.000 Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει στην πρώην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εξακολουθούσαν να ζουν εκεί περισσότερο από 10 χρόνια 206.200, δηλαδή ποσοστό 68,5%. Το ένα τέταρτο μάλιστα ζούσε εκεί πάνω από 15 χρόνια.

Η περιθωριοποίηση στην οποία οδηγούσε τους Έλληνες, όπως και τους άλλους μετανάστες, το γερμανικό κράτος και η παράλληλη περιχαράκωση των Ελλήνων στην εθνική κοινότητα είχε άμεσες συνέπειες για τον τύπο εκπαίδευσης που επεδίωκαν και ως ένα βαθμό πέτυχαν για τα παιδιά τους. Έτσι, σε τρεις έρευνες που έγιναν το 1974 και 1978 διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των ελλήνων γονέων που επιθυμούσαν να φοιτήσουν τα παιδιά τους σε ελληνικό σχολείο με τη γερμανική ως ξένη γλώσσα κυμαινόταν από 75% έως 86% (βλ. σχετικά Δαμανάκης 1987, 120-121). Η έντονη επιθυμία των ελλήνων γονέων για παροχή ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στα παιδιά τους οφείλεται, κατά τον Δαμανάκη (1987, 122-134), μεταξύ άλλων στο ότι την αντιμετωπίζουν ως το μόνο μέσο που θα εξασφαλίσει στα ελληνόπουλα τη δυνατότητα να πετύχουν τους υψηλούς εκπαιδευτικούς και μορφωτικούς στόχους που θέτουν οι έλληνες γονείς, και μάλιστα αν λάβει κανείς υπόψη ότι υπήρχε σταθερός προσανατολισμός στην παλιννόστηση. Με αυτόν τον άξονα, και δευτερευόντως με στόχο τη διατήρηση της πολιτιστικής και εθνικής ταυτότητας, οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων αλλά και φορείς της οργανωμένης μειονότητας προώθησαν το αίτημα για ελληνόγλωσση εκπαίδευση με δυναμικές πολλές φορές κινητοποιήσεις, όπως λ.χ. η κατάληψη του ελληνικού προξενείου στη Φραγκφούρτη τον Ιούνιο 1985 (Δαμανάκης 1987, 130).

Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής μπορεί κανείς να τα δει στα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν στην εκπαίδευση ελληνόπουλων στη Γερμανία σήμερα, κυρίως αν τα συγκρίνει με αντίστοιχα στοιχεία για το Βέλγιο, όπου το αίτημα για ελληνόγλωσση εκπαίδευση δεν τέθηκε τόσο δυναμικά και επίμονα. Έτσι, από στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τον αριθμό των ελληνόπουλων της Γερμανίας που παρακολουθούν κατά τη σχολική χρονιά 1995-96 μαθήματα ελληνικής γλώσσας από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο προκύπτει ότι ο αριθμός των μαθητών σε αμιγή ελληνικά σχολεία φτάνει τους 9.485, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός που φοιτά σε Τμήματα Μητρικής Γλώσσας παράλληλα με τη φοίτησή του σε κανονικά γερμανικά σχολεία είναι 16.761. Η αναλογία μεταξύ τους είναι 1 προς 1,7. Οι αντίστοιχοι αριθμοί για το Βέλγιο είναι 141 και 1.211 μαθητές αντίστοιχα, με αναλογία 1 προς 8,6. Η σύγκριση μεταξύ τους δείχνει τη σαφή προτίμηση των Ελλήνων της Γερμανίας για ελληνόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών τους.

Η διαφορά αυτή στις επιδιώξεις των γονέων και κατ' επέκταση στη σημασία και στον ρόλο της εθνικής γλώσσας οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στον διαφορετικό βαθμό αποδοχής και ενσωμάτωσης των μεν και των δε. Έτσι, οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο, σε αντίθεση με τους Έλληνες της Γερμανίας, αισθάνονται λιγότερο επιτακτική την ανάγκη της παλιννόστησης, εφόσον η χώρα υποδοχής τους αντιμετωπίζει χωρίς διακρίσεις και παρέχει τη δυνατότητα σ' αυτούς και τα παιδιά τους να γίνουν βέλγοι υπήκοοι. Παράλληλα, τα όποια αισθήματα ξενοφοβίας των Βέλγων εκδηλώνονται σήμερα πολύ εντονότερα απέναντι στους 140.000 Μαροκινούς και στους 80.000 Τούρκους μετανάστες που ζουν στη χώρα τους αφήνοντας πλέον στο απυρόβλητο τους χριστιανούς μετανάστες από τη Μεσόγειο. Σε αυτό το κλίμα ανεκτικότητας οι Έλληνες δεύτερης γενιάς σήμερα νιώθουν ότι μπορούν να βιώσουν τη διαφορετικότητά τους χωρίς κανένα πρόβλημα από τη μεριά της χώρας υποδοχής. Η εθνική τους ταυτότητα όχι μόνο γίνεται αποδεκτή, αλλά και αντιμετωπίζεται θετικά σύμφωνα με δικές τους μαρτυρίες (Ηatzidaki 1994). Αντίθετα, η αίσθηση των Ελλήνων της Γερμανίας ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι συμβάλλει σε μια έντονη περιχαράκωση και προσανατολισμό προς την πατρίδα (Δαμανάκης 1987).

Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο οι δύο ομάδες βιώνουν την παραμονή τους σε μια ξένη χώρα συνδέεται άμεσα με τη διαφορετική αντιμετώπιση της εθνικής γλώσσας. Για τους Έλληνες της Γερμανίας η ελληνική διατηρεί τον ρόλο του διαφοροποιητικού στοιχείου από την κοινωνία της χώρας υποδοχής, ενώ για τους 'Έλληνες του Βελγίου, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες, τείνει να χάσει αυτή τη σημασία. Το μόνο στοιχείο που φαίνεται ότι θα εξακολουθήσει στο μέλλον να διαφοροποιεί έντονα τα άτομα ελληνικής καταγωγής στο Βέλγιο είναι κάποιοι τρόποι συμπεριφοράς, μια νοοτροπία κυρίως σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες (βλ. οικογενειακές) σχέσεις (Hatzidaki 1994, 117-127). Αυτή η διαφορά, που θέτει σε αμφισβήτηση τον κυρίαρχο ρόλο της εθνικής γλώσσας για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας στις συγκεκριμένες κοινότητες, εξηγείται από ένα συνδυασμό κοινωνικο-ψυχολογικών θεωριών με πεδίο εφαρμογής τη γλωσσική συμπεριφορά κοινωνικών ομάδων.

Συγκρότηση ταυτότητας: ερμηνευτικές προσεγγίσεις

Μια τέτοια θεωρητική προσέγγιση στη ψυχογλωσσική συμπεριφορά ομάδων υποστηρίχτηκε από τον Howard Giles και τους συνεργάτες του (Giles & Byrne 1982). Οι απόψεις τους στηρίζονται αρχικά στη θεωρία του Barth (1969) για τα «όρια» [boundaries theory], σύμφωνα με την οποία όλες οι κοινωνικές ομάδες έχουν ανάγκη να διατηρούν κάποια όρια, κάποιες διαχωριστικές γραμμές, που τις διαφοροποιούν από άλλες. Κατά τον Barth, για να έχει η ομάδα αυτόνομη ύπαρξη, δεν έχει τόση σημασία το περιεχόμενο της ταυτότητάς της, εφόσον αυτό μπορεί να μεταβληθεί μέσα στο χρόνο, όσο η συνεχής ύπαρξη κάποιων ορίων. Οι Giles & Byrne (1982) ενσωματώνουν τη θεωρία αυτή στο δικό τους θεωρητικό μοντέλο για τη συμπεριφορά ομάδων κατά την απόκτηση μιας δεύτερης γλώσσας και υποστηρίζουν ότι το πώς αντιλαμβάνεται το κάθε άτομο τα «όρια» της ομάδας του (ως «προσπελάσιμα» ή μη) επηρεάζει τη σημασία που προσδίδει στην ταύτιση του με την εθνική του ομάδα. Τέτοια «όρια», άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο προσπελάσιμα, είναι λ.χ. το χρώμα του δέρματος και η φυσιογνωμία, η θρησκεία, η γλώσσα, ο τρόπος ένδυσης κτλ. Ο Giles υποστηρίζει ότι οι ομάδες επιθυμούν να διαθέτουν όρια μη προσπελάσιμα διότι αυτό τους εξασφαλίζει τη μοναδικότητα και την επίτευξη μιας θετικής εικόνας του εαυτού τους (1979, 276): «it enables them to differentiate οn valued dimensions between own and outgroup more clearly, thereby achieving a positive social identity (and allowing for the easier establishment of in-group norms» [τους δίνει τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν η δική τους ομάδα από τις άλλες πιο ξεκάθαρα ως προς κάποιες υψηλά εκτιμώμενες διαστάσεις, και έτσι να αποκτήσουν μια θετική κοινωνική ταυτότητα (πράγμα που επιτρέπει την ευκολότερη καθιέρωση κανόνων εντός της ομάδας].

Παράλληλα, η περιχαράκωση οδηγεί και σε έντονη ταύτιση με την ομάδα (Giles & Byrne 1982, 24): «The perception of hard and closed ethnic boundaries then facilitates (a) categorisation of self and others into clearly defined ethnic collectivities, (b) the establishment of a concrete set of group norms guiding appropriate inter-ethnic behaviours, and © a strong sense of ethnic identification» [Η αντίληψη αυστηρών και κλειστών εθνοτικών ορίων διευκολύνει συνεπώς α) την κατηγοριοποίηση του εαυτού και των άλλων σε σαφώς καθορισμένες εθνοτικές συλλογικότητες, β) την καθιέρωση συγκεκριμένου συνόλου κανόνων της ομάδας οι οποίοι καθορίζουν τις αποδεκτές δι-εθνοτικές συμπεριφορές, και γ) την ανάπτυξη μιας ισχυρής αίσθησης εθνοτικής ταυτότητας].

Κατά συνέπεια, εάν μια μειονοτική ομάδα δεν γίνεται αποδεκτή σε ισότιμη βάση από την κυρίαρχη ομάδα για διάφορους λόγους (εάν δηλαδή τα «όρια» που τη διαφοροποιούν είναι μη προσπελάσιμα), τότε, σύμφωνα με μια ερμηνεία των παραπάνω, τα μέλη της μειονοτικής ομάδας θα τείνουν να υιοθετήσουν με μεγαλύτερο ζήλο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ομάδας τους και μάλιστα αυτά που τους διαφοροποιούν περισσότερο (λ.χ. γλώσσα).

Παράλληλα, καταφεύγουν σε διάφορους τρόπους προκειμένου να σχηματίσουν μια θετική εικόνα για τους ίδιους. Σύμφωνα με τη θεωρία της «κοινωνικής ταυτότητας» του Tajfel (1974, 1978· Tajfel & Turner 1979), μια από τις σημαντικότερες όψεις της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του ατόμου είναι η συγκρότηση μίας «κοινωνικής ταυτότητας» [social identity] η οποία να του παρέχει περηφάνεια και ικανοποίηση. Στην περίπτωση μειονοτήτων η δημιουργία μιας τέτοιας ταυτότητας είναι συχνά δύσκολο να επιτευχθεί λόγω του χαμηλού κοινωνικού στάτους που διαθέτουν σε σύγκριση με την πλειοψηφούσα ομάδα. Αυτό οδηγεί τη μειονότητα στο να υιοθετήσει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες τρεις στρατηγικές σε αναζήτηση μιας ικανοποιητικής εικόνας του εαυτού της: ατομική κινητικότητα [individual mobi1ity], κοινωνική δημιουργικότητα [social creativity], κοινωνικό ανταγωνισμό [social competition].

Η στρατηγική της «ατομικής κινητικότητας» εφαρμόζεται από εκείνα τα άτομα που εγκαταλείπουν την ομάδα τους για χάρη μιας άλλης με περισσότερο γόητρο, συνήθως όταν τα σύνορα μεταξύ των ομάδων θεωρούνται προσπελάσιμα και όταν καμιά από τις δύο ομάδες δεν έχει σοβαρές αντιρρήσεις γι' αυτή την κίνηση. Σε αυτή την περίπτωση, τα μέλη της μειονότητας που ταυτίζονται πλήρως μαζί της νιώθουν περιφρόνηση γι' αυτούς τους «προδότες». Αυτό είναι ολοφάνερο στα αρνητικά σχόλια νεαρών δεύτερης γενιάς στο Βέλγιο, όταν εκφράζονται για άτομα ελληνικής καταγωγής που δε μαθαίνουν ελληνικά και δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα.

Στην αντίθετη άκρη βρίσκεται η στρατηγική του «κοινωνικού ανταγωνισμού», όπου δυσαρεστημένα μέλη της μειονότητας επιχειρούν να ανατρέψουν την υπάρχουσα ισορροπία μεταξύ της ισχυρής ομάδας και της μειονότητας. Τέτοιου είδους κινητοποιήσεις δεν έχουμε στην περίπτωση των Ελλήνων, οι οποίοι γενικά έχουν αποδεχτεί το χαμηλότερο στάτους της ομάδας τους ως μεταναστών και εργάζονται σκληρά για να επιτύχουν, παίζοντας με τους κανόνες του παιχνιδιού όπως αυτοί έχουν καθοριστεί από την πλειοψηφία.

Η στρατηγική που εφαρμόζεται στην περίπτωση των Ελλήνων είναι μία από τις τρεις στρατηγικές «κοινωνικής δημιουργικότητας». Όπως αναφέρουν οι Giles, Bourhis & Taylor (1977, 20) αυτές οι στρατηγικές αφορούν σε «προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των διαφόρων στοιχείων της σύγκρισης μεταξύ υποτελών και κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων». Από τις τρεις στρατηγικές «κοινωνικής δημιουργικότητας» που προτείνει ο Tajfel, αυτή που φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση των Ελλήνων είναι η τάση να συγκρίνουμε την εθνική ομάδα με την κυρίαρχη πάνω σε νέες βάσεις. Αυτή η στρατηγική περιγράφει τη στάση κάποιων μειονοτήτων που αντιλαμβάνονται ότι η σύγκριση με την κυρίαρχη ομάδα στη βάση της οικονομικής ανάπτυξης, θεσμικής εξουσίας, και πρόσβασης στην τεχνολογία δεν αποβαίνει σε όφελός τους. Γι' αυτό τον λόγο τονίζουν άλλα στοιχεία, όπου, κατά τη γνώμη τους, η ομάδα τους υπερέχει της κυρίαρχης. Σε ό,τι αφορά τους έλληνες αποδήμους αυτό φαίνεται στο πώς οριοθετούν και χαρακτηρίζουν τη δική τους εθνική ομάδα σε σχέση με την κυρίαρχη στη χώρα υποδοχής. Από τη μια, αναγνωρίζουν την υπεροχή των άλλων σε θέματα οικονομίας και οργάνωσης, αλλά ταυτόχρονα τους κρίνουν αυστηρά για τη συμπεριφορά τους σε θέματα όπως η απόλαυση της ζωής και οι ανθρώπινες, ιδιαίτερα οι οικογενειακές σχέσεις (Hatzidaki 1994). Αυτό τους επιτρέπει να θεωρούν ότι η εθνική τους ομάδα υπερέχει τουλάχιστον σε κάποια σημεία, πράγμα που τους επιτρέπει να διατηρούν την αυτοεκτίμησή τους.

Κατά συνέπεια, μπορούμε να δούμε την υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας σε ορισμένες μεταναστευτικές κοινότητες και την παράλληλη διατήρηση κάποιας μορφής εθνικής ταυτότητας ως τη φυσική κατάληξη της προσπάθειας των Ελλήνων να διατηρήσουν ορισμένες πλευρές της κουλτούρας τους, οι οποίες δεν εμποδίζουν την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία της χώρας υποδοχής και ταυτόχρονα τους παρέχουν αυτοσεβασμό και μια αίσθηση ανωτερότητας. Με αυτόν τον τρόπο εξισορροπούνται τα αρνητικά συναισθήματα που γεννιούνται σε μία μειονοτική ομάδα όπως είναι οι μετανάστες.

Το γιατί οι Έλληνες του Βελγίου ακολουθούν υποσυνείδητα μια τέτοια τακτική, ενώ οι Έλληνες της Γερμανίας δεν ικανοποιούνται με μια τέτοια οριοθέτηση της εθνότητάς τους, οφείλεται κατά τη γνώμη μου, στον διαφορετικό βαθμό ανοχής που εισπράττουν από την κοινωνία της χώρας υποδοχής. Η έντονη αίσθηση των δευτέρων ότι αποτελούν ξένο σώμα οδηγεί σε μια αυξημένη περιχαράκωση και διαγραφή των ορίων της μειονοτικής ομάδας, στο πλαίσιο της οποίας αυξάνεται και η κρισιμότητα που έχει η χρήση της εθνικής γλώσσας. Αντίθετα, η «προνομιούχα» σχετικά θέση των Ελλήνων του Βελγίου τους επιτρέπει να βιώνουν την εθνική ταυτότητά τους μέσω άλλων μέσων όπως είναι λ.χ. η συμμετοχή σε γιορτές των διαφόρων εθνοτοπικών συλλόγων, η ελληνική μουσική και οι διακοπές στην Ελλάδα, χωρίς ενοχές για την ουσιαστικά συμβολική χρήση της εθνικής γλώσσας που προβλέπεται ότι θα επικρατήσει με την επόμενη γενιά.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. ALEXIOU, Α. 1992. L'immigration grecque en Belgique. Στο Histoire des étrangers et de l' immigration en Be1gique de 1a préhistoire à nos jours, επιμ. A.Morelli, 274-289. Βρυξέλλες: Vie Ouvrière.
  2. BARTH, F.,επιμ.1969. Ethnic Groups and Boundaries: The SocialOrganisation of Culture Difference. Βοστώνη: Little, Brown & Co.
  3. BRATT-PAULSTON, C. 1986. Social factors inlanguage maintenance and language shift. Στο The Sociolinguistics & the Sociology of Language, 2ος τόμ. του The Fergusonian Impact. In Honor of Charles Α. Ferguson, επιμ. J. Α. Fishman, A.Tabouret-Keller, Μ. Clyne, Β. Κrishnamurti, & Μ. Abdulaziz. Νέα Υόρκη: Mouton.
  4. CLYNE, M. G. 1982. Multilingual Australia. Μελβούρνη: River Seine Press.
  5. CONSTANTAKOS, C. M. 1980. The American Greek Subculture: Processes of Continuity. Νέα Υόρκη: Arno Press.
  6. CONSTANTINOU, S. T. & M. E. HARVEY. 1985. Dimensional structure and inter-generational differences in ethnicity: The Greek Americans. Sociology and Social Research 69 (2): 234-253.
  7. ΔΑΜΑΝΑΚΗΣ, Μ. 1987. Μετανάστευση και εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg.
  8. DAUWE, A.1989. Modern Greek and Dutch incontact. Πτυχιακή εργασία, Rijkhogeschool voor vertalers en tolken, Βρυξέλλες.
  9. GARDNER-CHLOROS, P. 1992. The sociolinguistics of the Greek Cypriot community in London. Plurilinguismes 4 (Ιούνιος): 112-136.
  10. GILES, H. 1979. Ethnicity markers inspeech. Στο Social Markers in Speech, επιμ. Κ. R. Scherer & Η. Giles. Cambridge: Cambridge University Press.
  11. GILES, H., R. Y. BOURHIS & D. M. TAYLOR.1977. Towards a theory of language in ethnic group relations. Στο Language and Ethnicity in Intergroup Relations, επιμ. Η. Giles, 307-348. Νέα Υόρκη: Academic Press.
  12. GILES, H. & BYRNE, J. L. 1982. An intergroup approach to second language acquisition. Journal of Multilingual and Multicultural Development 3 (1): 17-40.
  13. HATZIDAKE, A. 1994. Ethnic language use among second-generation Greek immigrants in Brussels. Διδακτορική διατριβή. Vrije Universiteit, Βρυξέλλες.
  14. KIZLARI, Z. 1987. Contribution à l'étude de l'apprentisage de la langue maternelle chez les enfants d'immigrés grecs en Belgique. Μεταπτυχιακή εργασία, Vrije Universiteit Brussel.
  15. KOURVETARIS, G. 1988. The Greek American family. Στο Ethnic Families in America: Patterns and Variations, επιμ. C. Mindel, R. A. Habenstein, & R. Jr. Wright, 76-108. Νέα Υόρκη: Elsevier.
  16. LAMBERT, W. L. MEMLIGIS & D. M. TAYLOR. 1986. Greek Canadians'attitudes toward own group and other Canadian ethnic groups: Αtest of the multiculturalism hypothesis. Canadian Journalof Behavioural Sciences 18 (1):35-51.
  17. MANIAKAS, T. 1983. Sociolinguistic features of Modem Greek as it is Spoken in Montreal. Μεταπτυχιακήεργασία, Mc Gill University, Montreal.
  18. PAPADEMETRE, I. 1994. Self-defined, other-defined cultural identity: «Μulticultural» ideology and sociolinguistic dynamism among bilingual Greeks in Australia. Journalof ModernGreek Studies.John Hopkins University, Αυστραλία.
  19. SCOURBY, A. 1984. The Greek-Americans. Βοστώνη: Twayne Publishers.
  20. SMOLICZ, J. J. 1984. Minority languages and the core values of culture: Changing policies and ethnic response in Australia. Journal of Multilingualand MulticulturalDevelopment5 (1): 23-41.
  21. ―――.1985. Greek-Australians: A question of survival inmulticultural Australia. Journal of Multilingual and Multicultural Development 6 (1):17-29.
  22. STENOU, K. 1990. Entre mémoire et avenir: réprésentations et symboles dans la dynamique d'une éducation «interculturelle» (enquête sur des adolescents issus de la migration grecque en Belgique. Διδακτορική διατριβή, Université René Descartes, Σορβόννη.
  23. TAJFEL, H. 1974. Social identity and integroup behaviour. Social Science Information 13: 65-93.
  24. ―――, επιμ.1978. Differentiation Between Socia1 Groups: Studies in the Social Psychologyof lntrergroup Relations. Λονδίνο: Academic Press.
  25. TAJFEL, H. & J. C. TURNER. 1979. Anintegrative theory of intergroup conflict. ΣτοThe Social Psychology of Intergroup Relations, επιμ. W. C. Austin & S. Worcher. Μοντερέι, Καλιφόρνια: Brooks & Cole.
  26. TAMIS, A. 1990. Language change, language maintenance and ethnic identity: The case of Greek in Australia. Journalof Multilingual and Multicultural Development 11 (6): 481-500.
  27. VASSILIOU, A. 1992. Greek minority students in Belgium: A study of self-esteem and sense of identity in relation to their academic achievement. Μεταπτυχιακή εργασία, Vrije Universiteit, Βρυξέλλες.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20