Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Γλωσσικές πολιτικές στην Ευρώπη: Η συμβολή του Συμβουλίου της Ευρώπης. 

Truchot, C. 

Περιεχόμενα

Δυνατότητες και επιτεύξεις

Το Συμβούλιο της Ευρώπης ιδρύθηκε το 1949 και στις αρχές του 2000 αποτελούνταν από σαρανταμία (41) χώρες-μέλη, δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών της δυτικής, κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Στόχος του είναι η προαγωγή της δημοκρατίας, που ορίζεται ως άσκηση της ιδιότητας του πολίτη, και η υπεράσπιση και προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στις χώρες-μέλη του. Χάρη σε ένα ευέλικτο σύστημα συντονισμού μεταξύ των κυβερνήσεων, αναλαμβάνει να εναρμονίσει τις πολιτικές τους σε τομείς που αφορούν την εφαρμογή της δημοκρατίας: εκπαίδευση, πολιτισμός, κοινωνική δράση, υγεία, περιβάλλον, τοπική αυτοδιοίκηση, δικαιοσύνη. Σε θεσμικό πλαίσιο, απαρτίζεται από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση -που συντίθεται από τους εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων-, από τη Γραμματεία -η οποία ασκεί ταυτόχρονα την πολιτική διεύθυνση και διοίκηση- και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η έδρα του βρίσκεται στο Στρασβούργο.

Αν ορίσουμε τη γλωσσική πολιτική ως ένα σύνολο αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται στην προσπάθεια να επηρεαστεί μια γλωσσική κατάσταση, πολλές από τις δράσεις που αναλήφθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρώπης ανταποκρίνονται σε αυτόν τον ορισμό, τουλάχιστον εν μέρει. Μολονότι εδώ και τριάντα χρόνια έχουν αναληφθεί πολλές σχετικές πρωτοβουλίες, ο όρος γλωσσική πολιτική, ωστόσο, δεν χρησιμοποιήθηκε παρά πρόσφατα. Αρχικά, η παρέμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης επικεντρώθηκε στη διδασκαλία-εκμάθηση των ζωντανών γλωσσών, με στόχο την προώθηση της ατομικής πολυγλωσσίας. Οι δραστηριότητές του εντάχθηκαν σε ένα ενιαίο πρόγραμμα με τίτλο Προγράμματα για τις Ζωντανές Γλώσσες (Projets langues vivantes). Η παρέμβασή του σε αυτόν τον τομέα ενισχύθηκε με την ίδρυση το 1994 ενός ιδιαίτερου οργανισμού: του Ευρωπαϊκού Κέντρου των Ζωντανών Γλωσσών (Centre européen pour les langues vivantes, CELV), που εδρεύει στο Graz της Αυστρίας. Το φάσμα παρέμβασής του επεκτάθηκε στον χώρο των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών, καθώς το Συμβούλιο της Ευρώπης αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να επεξεργαστεί νομικά κείμενα που αφορούν τη θέση αυτών των γλωσσών. Έτσι, το 1992 υιοθετήθηκε ο Ευρωπαϊκός Χάρτης των Περιφερειακών και Μειονοτικών Γλωσσών, http://www.conventions.coe.int/Treaty/en/Treaties/Html/148.htm και το 1995 η Σύμβαση-Πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, http://conventions.coe.int/treaty/en/Treaties/Html/157.htm. Το δεύτερο αυτό κείμενο έχει σαφώς σαφέστερη στόχευση, καθώς πραγματεύεται πολλά ζητήματα που αφορούν τη θέση των μειονοτήτων, αλλά περιλαμβάνει επίσης άρθρα και ρυθμίσεις που αφορούν τις γλώσσες. Το 1998 ξεκίνησε η σύνταξη ενός κειμένου αναφοράς με θέμα τις εκπαιδευτικές γλωσσικές πολιτικές. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να ανακηρύξει το 2001 ως Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών, πρωτοβουλία που αναλήφθηκε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Να προσθέσουμε ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο παρεμβαίνει μαζί με άλλους διεθνείς οργανισμούς για να συμβάλει στην επίλυση συγκρούσεων που ανακύπτουν στην Ευρώπη, καλείται συχνά να αντιμετωπίσει και τη γλωσσική διάσταση αυτών των συγκρούσεων.

Ωστόσο, οι αρμοδιότητές του, αν και εκτεταμένες, δεν παύουν να έχουν τα όριά τους. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αναπτύσσει εργαλεία που μπορούν να ενσωματωθούν στις γλωσσικές πολιτικές. Οι στόχοι τους είναι σαφώς καθορισμένοι. Οι μέθοδοι επεξεργασίας στηρίζονται στη συναίνεση μεταξύ των εταίρων, δηλαδή μετά των χωρών-μελών. Ωστόσο, δεν είναι της αρμοδιότητάς του ούτε το σύνολο των αποφάσεων που οδηγούν στην εφαρμογή μιας γλωσσικής πολιτικής ούτε και η ίδια η εφαρμογή, έστω και αν διασφαλίζει μια συνέχεια των δράσεών του. Σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν διαθέτει ένα χώρο υπερεθνικότητας. Οι αποφάσεις ανήκουν στην αρμοδιότητα των εθνικών εταίρων.

Ο Ευρωπαϊκός χάρτης των περιφερειακών και μειονοτικών γλωσσών

Η πρωτοβουλία για τη σύνταξη ενός Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες αναλήφθηκε από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και από τη Σύνοδο Τοπικής και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, ένα συμβουλευτικό όργανο που απαρτίζεται από τους εκπροσώπους των δήμων και των περιφερειών. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε τη θερμή υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Από το 1984 άρχισε να δημοσιεύει τα αποτελέσματα μιας δημόσιας έρευνας, που εντόπισε σαράντα περίπου περιπτώσεις στις χώρες-μέλη, οι οποίες την εποχή εκείνη ήταν χώρες της δυτικής Ευρώπης. Πάνω σε αυτή τη βάση στηρίχτηκε το κείμενο του Χάρτη που υιοθετήθηκε το 1992 από το Συμβούλιο των Υπουργών, την ανώτατη πολιτική αρχή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Χάρτης τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 1998. Τον Φεβρουάριο του 2000 τον είχαν υπογράψει εικοσιμία (21) χώρες και τον είχαν επικυρώσει οχτώ (8).

Οι συντάκτες του Χάρτη φροντίζουν να υπογραμμίσουν ότι, σε αντίθεση με την Σύμβαση-Πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, ο Χάρτης προστατεύει γλώσσες και όχι μειονότητες (Συμβούλιο της Ευρώπης 1998). Ορισμένοι όροι, εξάλλου, όπως εθνικές μειονότητες, εθνοτικές ομάδες ακόμη και γλωσσικές κοινότητες αποφεύχθηκαν επιμελώς. Ο Χάρτης δεν κάνει λόγο παρά για «χρήστες» των γλωσσών. Δεν παρατίθεται κανένας κατάλογος γλωσσών, αφού ανήκει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους να παράσχει έναν, όταν αυτό το κράτος αποφασίσει να επικυρώσει τον Χάρτη. Η ιδέα που προβάλλεται είναι η ιδέα μιας ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας που συναποτελείται από πολλαπλές ταυτότητες. Ο Χάρτης λοιπόν σχεδιάστηκε έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων: ομάδες ομιλητών δημογραφικά σημαντικές, περιορισμένες ομάδες, διεσπαρμένοι ομιλητές. Θεωρητικά, δεν θεμελιώνει ατομικά και συλλογικά γλωσσικά δικαιώματα. Η επικύρωσή του, όμως, σημαίνει την αναγνώριση ορισμένων αρχών σχετικά με τη θέση αυτών των γλωσσών στο εσωτερικό του κράτους και το δικαίωμα της χρήσης τους σε διάφορους τομείς της δημόσιας ζωής. Και όπως τονίζει ο Donall O' Riagain, Γενικός Γραμματέας του Γραφείου για τις Λιγότερο Διαδεδομένες Γλώσσες, «καθώς καμία γλώσσα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τα άτομα που την χρησιμοποιούν, το γεγονός αυτό αποφέρει ρητά ή υπόρρητα δικαιώματα σε όσους την μιλούν» (Συμβούλιο της Ευρώπης 1998, 18).

Ο Χάρτης αποτελείται από τρία μέρη. Τα δύο πρώτα καθορίζουν τους στόχους του κειμένου και το πλαίσιο εφαρμογής του. Ειδικότερα, θα διαπιστώσει κανείς ότι μια περιφερειακή μειονοτική γλώσσα ορίζεται, σε σχέση με την επικράτεια ενός κράτους, ως μια γλώσσα η οποία «μιλιέται παραδοσιακά» εκεί, είτε συνδέεται είτε όχι με μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Εξαιρούνται από τον Χάρτη οι γλώσσες των μεταναστών. Το τρίτο μέρος αποτελείται από έναν κατάλογο εκατό συγκεκριμένων μέτρων προς εφαρμογή, από τα οποία κάθε κράτος επιλέγει εκείνα που επιθυμεί να επικυρώσει, με ελάχιστο όριο τα τριανταπέντε. Τα μέτρα αυτά αφορούν τους τομείς της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης, της διοίκησης και των δημόσιων υπηρεσιών, των μέσων ενημέρωσης, του πολιτισμού, της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ο Χάρτης επικυρώνεται με ψηφοφορία του κοινοβουλίου του κάθε κράτους.

Τα προγράμματα για τις ζωντανές γλώσσες.

Η δράση του Συμβουλίου στον τομέα της διδασκαλίας-εκμάθησης των γλωσσών απορρέει από τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από την Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση που υπογράφηκε το 1954, και από τον στόχο για την προστασία και την προαγωγή της γλωσσικής κληρονομιάς και της πολιτισμικής πολυμορφίας, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Πολιτισμικής Συνεργασίας. Το Συμβούλιο αυτό το 1999 περιελάμβανε σαρανταεφτά (47) κράτη, τα οποία είχαν υπογράψει τη Σύμβαση. Η εφαρμογή των Προγραμμάτων για τις Ζωντανές Γλώσσες ξεκίνησε τη δεκαετία του '70. Η πρώτη σειρά εφαρμογών ήταν τα Επίπεδα-Κατώφλια. Το πρώτο Επίπεδο-Κατώφλι εκπονήθηκε για τα αγγλικά και εκδόθηκε το 1976· το δεύτερο, που εκπονήθηκε για τα γαλλικά, εκδόθηκε το 1980. Μέχρι το 1999 το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε εκδώσει Επίπεδα-Κατώφλια για είκοσι περίπου γλώσσες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται γλώσσες λιγότερο διαδεδομένες, όπως η βασκική, η εσθονική, η ουαλική, η γαλικιανή, η ιρλανδική, η λετονική, η λιθουανική, των οποίων η θέση έτσι ενισχύεται.[1] Η δεύτερη σειρά προγραμμάτων, της οποίας η φάση εκπόνησης τελείωσε το 1998, περιλαμβάνει δύο εφαρμογές: το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς και το Ευρωπαϊκό Portfolio Γλωσσών.

Τα Επίπεδα-Κατώφλια περιγράφουν λειτουργικά μοντέλα ικανότητας και επάρκειας στην καθημερινή χρήση μιας ξένης γλώσσας. Πρόκειται για ένα σύστημα τριών επιπέδων, τα οποία περιλαμβάνονται σήμερα στην περιγραφή των επιπέδων επάρκειας του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου. Το Πλαίσιο αυτό προσφέρει μια βάση και μια κοινή γλώσσα για την περιγραφή των στόχων και των μεθόδων και για την αξιολόγηση στη διδασκαλία των γλωσσών. Πρόκειται για ένα ευέλικτο εργαλείο προγραμματισμού για τη διδασκαλία-εκμάθηση των ζωντανών γλωσσών, το οποίο περιλαμβάνει προτάσεις που καλύπτουν το σύνολο των συναφών τομέων. Το Portfolio είναι ένα είδος ατομικού γλωσσικού βιογραφικού σημειώματος με ανοιχτό ορίζοντα. Αποτελείται από τρία μέρη: ένα διαβατήριο που πιστοποιεί τα τυπικά γλωσσικά προσόντα του κατόχου του, μια γλωσσική βιογραφία που περιγράφει τις γλωσσικές του ικανότητες και τις εμπειρίες εκμάθησης και ένα φάκελο που περιέχει τις προσωπικές του εργασίες. Ένα τέτοιο έγγραφο θα είναι για τους χρήστες του ένα μέσο απόδειξης των προσόντων τους με τρόπο διαφανή και θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διεθνές επίπεδο. Θα τους επιτρέπει επίσης να παρουσιάζουν ένα μεγαλύτερο φάσμα γνώσεων και εμπειριών γλωσσικών και διαπολιτισμικών, ευρύτερο σε σύγκριση με τα παραδοσιακά διπλώματα· το φάσμα αυτό θα περιλαμβάνει τις ικανότητες που κατακτήθηκαν έξω από τις κλασικές δομές εκπαίδευσης, καθώς και τις ιδιαίτερες δεξιότητές τους. Όλες οι γλώσσες έχουν θέση στο Portfolio, όποιες κι αν είναι αυτές: επίσημη (-ες) γλώσσα (-ες) μιας χώρας, μειονοτικές γλώσσες, γλώσσες μεταναστών, ξένες γλώσσες.

Οι ιδέες, τα εργαλεία και οι μέθοδοι που αναπτύχθηκαν από τα Προγράμματα για τις Ζωντανές Γλώσσες έχουν ασκήσει σημαντική επίδραση στη διδασκαλία-εκμάθηση των ζωντανών γλωσσών στην Ευρώπη. Αναγνωρίζονται από τους εκπαιδευτικούς, τουλάχιστον από τους καθ' ύλην αρμόδιους, από τους σχεδιαστές προγραμμάτων και από τους θεωρητικούς της διδακτικής. Αναμφισβήτητα, έχουν αναβαθμίσει και εκσυγχρονίσει τη διδασκαλία των γλωσσών, έχουν αυξήσει την αποτελεσματικότητά της και, καθώς προηγήθηκαν μιας ζήτησης για γλώσσες που δεν σταμάτησε να αυξάνεται, έχουν συμβάλει στην προώθηση της γνώσης των γλωσσών.

Ένα εργαλείο παρέμβασης: το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ζωντανών Γλωσσών.

Η ίδρυση, το 1994, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ζωντανών Γλωσσών (CELV) εκφράζει τη βούληση του Συμβουλίου της Ευρώπης να επηρεάσει τις εκπαιδευτικές γλωσσικές πολιτικές και ιδιαίτερα στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που προσχώρησαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90. Το CELV ιδρύθηκε ως οργανισμός του Συμβουλίου της Ευρώπης στο πλαίσιο μιας «διευρυμένης μερικής συμφωνίας» και περιελάμβανε, τον Δεκέμβριο του 1999, εικοσιοχτώ (28) χώρες-μέλη Η έδρα του βρίσκεται στο Graz της Αυστρίας. Αποστολή του CELV ως τώρα ήταν η δημιουργία υπευθύνων και εμψυχωτών για τη διδασκαλία-εκμάθηση των γλωσσών, κυρίως από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης, ενθάρρυνε τις αλλαγές σε στόχους, σε πρακτικές και μεθόδους και στην επιλογή των γλωσσών που έχουν θέση στη διδασκαλία. Η αποστολή του, ωστόσο, διευρύνεται, ενώ ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζεται. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται δείχνουν ότι τείνει να γίνει ένα κέντρο καινοτομιών. Γι' αυτό τον σκοπό διαθέτει σημαντικά οικονομικά μέσα (10 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα ως ετήσιο προϋπολογισμό).

Προοπτικές: προς ένα κείμενο αναφοράς σχετικά με τις εκπαιδευτικές γλωσσικές πολιτικές.

Διευρύνοντας το πεδίο παρέμβασής του, το Συμβούλιο της Ευρώπης άρχισε την επεξεργασία ενός κειμένου αναφοράς σχετικά με τις εκπαιδευτικές γλωσσικές πολιτικές στην Ευρώπη. Η διαδικασία επεξεργασίας και οι βασικοί στόχοι αυτού του κειμένου παρουσιάστηκαν στο Innsbruck κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου (10-12 Μαΐου 1999) με τίτλο «Η γλωσσική πολυμορφία στην υπηρεσία μιας δημοκρατικής κοινωνίας πολιτών στην Ευρώπη». Αυτό το κείμενο θα πρέπει να θεωρηθεί ως σημείο αναφοράς για την εξακρίβωση των ζητημάτων που θα έπρεπε να τεθούν, καθώς και των πιθανών απαντήσεων, σε θέματα εκπαιδευτικών γλωσσικών πολιτικών. Το κείμενο αυτό, που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις μεθόδους του Συμβουλίου της Ευρώπης -οι οποίες θεμελιώνονται στη συναίνεση-, στηρίζεται στις αξίες που σκοπεύει να προωθήσει, κυρίως αυτή του δημοκρατικού πολίτη. Η έννοια αυτή είναι αλληλένδετη με τη γλωσσική ποικιλομορφία σε όλες της τις διαστάσεις: εθνικές γλώσσες, περιφερειακές γλώσσες, γλώσσες μεταναστών, ξένες γλώσσες. Ασφαλώς, αυτό το κείμενο αναφοράς δεν συνιστά νομικό κείμενο, αλλά καθώς προέρχεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αναφέρεται σε προηγούμενα, των οποίων αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, συμπλήρωμα. Εντάσσεται κυρίως στην επέκταση του Προγράμματος για τις Ζωντανές Γλώσσες. Αφού ολοκληρωθεί θα βρίσκεται στη διάθεση των φορέων γλωσσικής πολιτικής σε εθνικό, αλλά και σε τοπικό, περιφερειακό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο ορισμός και η εναρμόνιση της γλωσσικής πολυμορφίας και της έννοιας του δημοκρατικού πολίτη είναι ένα πεδίο στο οποίο μένει να γίνουν πολλά. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι ένα τέτοιο κείμενο θα μας δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσουμε.

Μετάφραση: Μ. Αραποπούλου

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. CENTRE EUROPÉEN POUR LES LANGUES VIVANTES (CELV). 1999. Modern Language Learning and Teaching in Central and Eastern Europe (Πρακτικά του 2ου συνεδρίου, Graz, 13-15 Φεβρουαρίου 1997). Στρασβούργο: Εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.
  2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ. 1992. Charte européenne des langues régionales ou minoritaires et rapport explicatif. Στρασβούργο: Document du Conseil de l'Europe.
  3. ―――. 1998. Mise en œuvre de la Charte européenne des langues régionales ou minoritaires. Στρασβούργο: Document du Conseil de l'Europe.
  4. ―――. 2000. La diversité linguistique en faveur de la citoyenneté démocratique (Actes de la conférence d'Innsbruck, 10-12 mai 1999). Στρασβούργο: Εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.
  5. CONSEIL DE L'EUROPE & LE FRAΝÇAIS DANS LE MONDE.1998. Apprentissage et usage des langues dans un cadre européen. Numéro spécial commun. Παρίσι: Hachette· Στρασβούργο: Εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.
  6. TRUCHOT, C. ET AL., επιμ. 1994. Le plurilinguisme européen. Théories et pratiques en politique linguistique. Παρίσι: Éditions Champion-Slatkine.

1 To 1999 εκδόθηκε και το Επίπεδο-Κατώφλι για τα νέα ελληνικά. Το έργο εκπονήθηκε από συνεργάτες του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (βλ. Κατώφλι για τα Νέα Ελληνικά, 2 τόμ. Συμβούλιο της Ευρώπης, 1999).

Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούλ 2008, 15:54