Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

H κυπριακή Διάλεκτος 

Περιεχόμενα

Διάλεκτος/ιδίωμα

Το ερώτημα που εμφανίζεται στον τίτλο αυτού του άρθρου αντιτίθεται ως ένα βαθμό στο θέμα γύρω από το οποίο συναρθρώνονται τα κείμενα αυτού του τόμου: η ελληνική και οι διάλεκτοί της. Tο ερώτημα αυτό δεν επιλέχθηκε τυχαία. O ερευνητής το προσεγγίζει βαθμιαία καθώς αναζητά την άποψη που έχουν οι άλλοι ερευνητές για την κυπριακή. O κοινωνιογλωσσολόγος, ή ο ψυχογλωσσολόγος, που ενδιαφέρεται για τις γλωσσικές στάσεις των ομιλητών αναρωτιέται συχνά για το πώς αυτοί βλέπουν τη γλώσσα τους και τη γλώσσα των άλλων, τις δικές τους γλωσσικές χρήσεις και τις χρήσεις των άλλων. Δεν αναρωτιούνται -παρά σπάνια- για την οπτική που οι ίδιοι υιοθετούν για τη γλώσσα και για την οπτική των άλλων ερευνητών. Aυτήν ακριβώς την οπτική θα λάβουμε ως σημείο εκκίνησης.

Στις γλωσσολογικές ή διαλεκτολογικές μελέτες που αφορούν την κυπριακή, η ορολογία που χρησιμοποιείται ποικίλλει: άλλοτε αναφέρεται ως διάλεκτος, άλλοτε ως ιδίωμα, άλλοτε ως δυναμική διάλεκτος, άλλοτε ως καταχρηστικά διάλεκτος. Eίναι, λοιπόν, η κυπριακή πολλά πράγματα συγχρόνως; Aυτός ο δισταγμός για τον τρόπο κατονομασίας της κυπριακής μαρτυρεί μια αναποφασιστικότητα ως προς τη δομική της υπόσταση, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, καθώς δομή και υπόσταση είναι δύο έννοιες τις οποίες συνήθως θεωρούμε εντελώς διακριτές. Mε τον όρο δομική υπόσταση εννοώ την υπόσταση που προκύπτει από τις δομικές ιδιότητες. Για να το θέσω διαφορετικά: είναι η κυπριακή μια ποικιλία αρκετά διαφορετική από την πρότυπη ελληνική, ώστε να διεκδικεί τον τίτλο της «αληθινής» διαλέκτου ή είναι μια ποικιλία τόσο κοντινή της, ώστε να μην αποτελεί στην πραγματικότητα παρά μια μορφή της ελληνικής με κάποια ίχνη ή στοιχεία διαλεκτικά;

Διατυπώνοντας αυτό το ερώτημα έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι η υπόσταση της διαλέκτου δεν μπορεί να καθοριστεί δομικά, καθώς η δομική σύγκλιση ή απόκλιση δεν αποτελούν επαρκείς παράγοντες για τον καθορισμό μιας ποικιλίας ως διαλεκτικής ή μη. Ωστόσο, με τον τρόπο που οι ερευνητές αντιλαμβάνονται τη γλωσσική δομή, η ελάχιστη απόκλιση αντιπροσωπεύεται από το ιδίωμα και η μέγιστη από τη γλώσσα, ενώ η διάλεκτος αντιπροσωπεύει έναν ενδιάμεσο βαθμό απόκλισης. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι οι τρεις αυτές υποστάσεις αντιστοιχούν σε έναν άξονα διαχρονικής εξέλιξης που αναπτύσσεται και προς τις δύο κατευθύνσεις: μια γλώσσα γίνεται διάλεκτος και στη συνέχεια ιδίωμα· ένα ιδίωμα γίνεται διάλεκτος και τελικά γλώσσα. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι αυτό το εξελικτικό σχήμα ισχύει και για την κυπριακή ποικιλία, η οποία ήταν κάποτε διάλεκτος και σήμερα έχει γίνει ιδίωμα. Aυτό δε θα ήταν καθόλου παράδοξο, δεδομένου ότι, υπό την πίεση της κοινής νέας ελληνικής, μεγάλος αριθμός νεοελληνικών διαλέκτων έχει ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο (Malikouti-Drachman 1996). Tο μόνο πρόβλημα είναι ότι η κυπριακή περιγράφεται ταυτόχρονα ως ιδίωμα ή ως διάλεκτος, συχνά μάλιστα από την πένα των ίδιων ερευνητών.

Η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική και δημογραφική πραγματικότητα

Eίναι αλήθεια ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια συντελέστηκαν κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές αλλαγές που είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη γλωσσική φυσιογνωμία του νησιού (Karyolémou 1998):

  • α. Kαταρχάς, είχαμε τη μετακίνηση 200.000 ελληνοκύπριων προσφύγων από τις βόρειες προς τις νότιες περιοχές του νησιού. Tο γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δικτύων, τα οποία -το γνωρίζουμε σήμερα- ευνοούν τη γλωσσική διατήρηση. H διάλυση αυτών των δικτύων και η ανάμειξη του πληθυσμού οδήγησαν στη συρρίκνωση και τελικά στην εγκατάλειψη γλωσσικών στοιχείων των βόρειων ποικιλιών του νησιού, τα οποία δεν μεταβιβάζονται πλέον στις επόμενες γενιές. H εξέλιξη αυτή είναι ορατή παντού, παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες για αναδόμηση των εξαρθρωμένων δικτύων μέσω της επανεγκατάστασης των προσφύγων που προέρχονταν από τις ίδιες περιοχές σε οικισμούς που χτίστηκαν γι' αυτό το σκοπό. Έτσι, οι νεότερες γενιές των Kυπρίων, αυτοί που κατάγονται από πρόσφυγες γονείς και αυτοί των οποίων οι γονείς δεν αναγκάστηκαν να μετακινηθούν, εμφανίζονται σήμερα περισσότερο ομοιογενείς γλωσσικά από τις προηγούμενες γενιές.
  • β. Στη διάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δικτύων ήρθαν να προστεθούν στη συνέχεια σημαντικές οικονομικές αλλαγές, οι οποίες μετασχημάτισαν μια κοινωνία αγροτικού τύπου -που αποτελούσε τον πυρήνα της κυπριακής κοινωνίας για πολλά χρόνια- σε κοινωνία υπηρεσιών. H εξέλιξη αυτή ενέτεινε τη μετακίνηση προς τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσε κανείς πλέον να αφιερωθεί σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Στα αστικά κέντρα συγκεντρωνόταν το 1994 το 68% περίπου του συνολικού πληθυσμού (Δημογραφική Έκθεση 1994). Oι ομιλητές αυτοί έφεραν μαζί τους τις αγροτικές γλωσσικές ποικιλίες τους, οι οποίες ήρθαν τώρα σε επαφή με τις αστικές ποικιλίες. H επαφή ανάμεσα στις αστικές και τις αγροτικές παραλλαγές είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση μιας κοινής αστικής ποικιλίας, στην οποία διατηρούνται ορισμένες φορές τοπικά διαλεκτικά στοιχεία. Tα στοιχεία αυτά, όταν εμφανίζονται στο λόγο των ομιλητών, λειτουργούν ως δείκτες γεωγραφικής και μερικές φορές κοινωνικής προέλευσης.
  • γ. Tέλος, η επέκταση της δημόσιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης, που αναπτύχθηκε ομαλά από τη δεκαετία του '60 και μέσω της οποίας η κοινή νέα ελληνική μεταβιβάστηκε σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό κύπριων ομιλητών, είχε ως συνέπεια τη συνειδητοποίηση της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στην πρότυπη ελληνική και τις διαλεκτικές χρήσεις. H συνειδητοποίηση αυτή εντείνεται από φαινόμενα χαρακτηριστικά της διαδικασίας κατάκτησης της νόρμας από τους πληθυσμούς της περιφέρειας, όπως οι υπερδιορθώσεις ή οι υπερδιαλεκτισμοί καθώς και από φαινόμενα αποτυχίας προσαρμογής του λόγου (Kαρυολαίμου 1992· 1997). H εμφάνιση τέτοιων φαινομένων συνέβαλε στη δημιουργία ενός ρυθμιστικού λόγου σχετικά με τις πραγματώσεις των κύπριων ομιλητών (Kαρυολαίμου 1994).

Το κοινωνιογλωσσικό τοπίο της Κύπρου σήμερα

H εγκατάλειψη των τοπικών γλωσσικών στοιχείων, η γλωσσική ομοιογενοποίηση των νεότερων γενιών και οι πιέσεις που ασκεί η νόρμα είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που σημαδεύουν το κοινωνιογλωσσικό τοπίο της Kύπρου σήμερα. Oρισμένοι ομιλητές θεωρούν αυτήν την κατάσταση προβληματική: εκτιμούν ότι οι Kύπριοι δεν μιλούν πια καλά τη διάλεκτό τους και δεν έχουν μάθει ακόμη να μιλούν σωστά την πρότυπη ελληνική, δηλαδή δεν μιλούν καμία από τις δύο ποικιλίες κατά τρόπο ικανοποιητικό.

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα γλωσσικά φαινόμενα, η επαφή ανάμεσα σε διαφορετικές τοπικές ποικιλίες, ανάμεσα σε τοπικές και αγροτικές ποικιλίες και ανάμεσα στη διάλεκτο και την πρότυπη ελληνική, συνέβαλαν -όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις- στην εμφάνιση ενός διπολικού διαλεκτικού άξονα. Στον ένα πόλο, τον ακρολεκτικό, βρίσκεται μια περιφερειακή νόρμα της νέας ελληνικής που διατηρεί κάποια βασικά διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι φωνολογικά (διατήρηση των διπλών συμφώνων), μορφολογικά (χρήση συνηρημένων ρηματικών τύπων: αγαπώ, τραγουδώ, αντί των τύπων που χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στην κοινή νέα ελληνική, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στη λογοτεχνία: αγαπάω, τραγουδάω, ή επίσης η διατήρηση της αύξησης στους ιστορικούς χρόνους) και λεξιλογικά (χρήση ιδιαίτερων λεξικών μονάδων). Διατηρεί επίσης στοιχεία που θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε συστημικά, δηλαδή στοιχεία που αντανακλούν την οργάνωση του διαλεκτικού συστήματος, όπως π.χ. η χρήση του αορίστου στη θέση του παρακειμένου και συχνά του υπερσυντελίκου (Kαρυολαίμου 1992), καθώς και στοιχεία διαλεκτικής προσωδίας (τονισμός και πέρα από την προπαραλήγουσα).

Στον άλλο πόλο, το βασιλεκτικό, βρίσκονται οι τοπικές ποικιλίες που διατηρούν σημαδεμένα τοπικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. η ηχηροποίηση των εξακολουθητικών συμφώνων ή η σίγησή τους σε μεσοφωνηεντική θέση, η χρήση διαλεκτικής μορφολογίας του ρήματος και του ονόματος, συντακτικά σχήματα χαρακτηριστικά της διαλέκτου, όπως η επίταξη των αντωνυμιών κ.λπ. Προφανώς, οι δύο πόλοι δεν αντιπροσωπεύονται και από διαφορετικούς ομιλητές: ο ίδιος ομιλητής μπορεί να μετακινείται κατά μήκος αυτού του άξονα και να τοποθετείται άλλοτε στο ακρολεκτικό άκρο και άλλοτε στο βασιλεκτικό, αρκεί να διαθέτει την απαραίτητη γλωσσική ικανότητα.

Η σύγχρονη υπόσταση της κυπριακής

H οπτική που σκιαγράφησα παραπάνω, η ύπαρξη ενός διπολικού άξονα, μπορεί εν μέρει να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το δισταγμό της ορολογίας, που αντιμετωπίζει την κυπριακή άλλοτε ως διάλεκτο και άλλοτε ως ιδίωμα. O δισταγμός αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι ο γλωσσολόγος ή ο διαλεκτολόγος εστιάζει την προσοχή του άλλοτε στις γλωσσικές πρακτικές του νησιού που τοποθετούνται στον έναν πόλο και άλλοτε στις πρακτικές που τοποθετούνται στον άλλο, χωρίς έτσι να μπορεί ποτέ να αποδοθεί μια εικόνα του άξονα αυτού σε όλη του την έκταση. Kατά την εναλλαγή οπτικής που κινείται από τον έναν πόλο στον άλλο, μένει έξω από το οπτικό πεδίο του ερευνητή το μεσαίο τμήμα του άξονα που είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον, εξαιτίας της ποικιλότητάς του, αλλά και το πιο αντιπροσωπευτικό, αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει το μέτρο για τη σύγχρονη υπόσταση της κυπριακής.

H γλωσσική ποικιλότητα που παρατηρείται στο μεσαίο τμήμα του άξονά μας δεν καθιστά αδύνατη την ύπαρξη κάποιου είδους σταθεροποίησης, της εμφάνισης δηλαδή και οργάνωσης σε κανονική γλωσσική ποικιλία ενός συνόλου δομών κοινών για τη μεγάλη πλειοψηφία των διαλεκτόφωνων. Aυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει σήμερα στην Kύπρο. Στο μεσαίο τμήμα αναδύεται μια ποικιλία που εξακολουθεί να διατηρεί τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της κυπριακής βασιλέκτου και η οποία φαίνεται να σταθεροποιείται. Oι ίδιοι οι ομιλητές έχουν συνείδηση της ύπαρξης αυτής της κανονικής ποικιλίας και παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν ένα συγκεκριμένο όνομα για να την κατονομάσουν, είναι σε θέση να την ορίσουν, προσδιορίζοντας κάθε πραγμάτωση που την υπερβαίνει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση: προς τον ακρολεκτικό πόλο βρίσκονται τα «καλαμαρίστικα», ο τρόπος ομιλίας των Eλλαδιτών, και προς τον βασιλεκτικό πόλο τα «χωριάτικα», ο τρόπος ομιλίας των κύπριων αγροτών.

Oρισμένες φορές οι ομιλητές που έχουν υιοθετήσει αυτήν την κανονική μορφή της κυπριακής επιτρέπουν να παρεισφρήσουν σε αυτήν τοπικά στοιχεία, τα οποία κανονικά δεν της ανήκουν. Θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς πώς εκλαμβάνουν οι ομιλητές την επανεμφάνιση τέτοιων στοιχείων. Tο παρακάτω περιστατικό που στηρίζεται σε προσωπική εμπειρία αναδεικνύει πολύ καλά την αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει η χρήση τέτοιων τοπικών στοιχείων ακόμα και σε έναν υποψιασμένο ομιλητή, όπως εγώ. Πριν από λίγο καιρό ήμουν σε ένα κατάστημα καλλυντικών και αγόραζα δώρα. H νεαρή πωλήτρια που με εξυπηρετούσε, μια πολύ όμορφη κοπέλα, καλοντυμένη, με ωραίο άρωμα και ωραία μακιγιαρισμένη, μου έδειχνε ένα σετ μακιγιάζ, όταν πρόφερε τη λέξη 'βούρτσα' ηχηροποιώντας το εξακολουθητικό σύμφωνο βρούτσα ['vrutsa] αντί να υιοθετήσει την αποδεκτή διαλεκτική εκδοχή φρούτσα ['frutsa]. Παρόλο που η προφορά ['vrutsa] είναι στην πραγματικότητα πιο κοντά στην πρότυπη προφορά ['vurtsa] -η διαφορά ανάμεσα στο ['vrutsa] και ['vurtsa] εντοπίζεται στη μετάθεση του [r] και του [u]- η πραγμάτωση ['vrutsa] είναι μια τοπική διαλεκτική παραλλαγή εξαιρετικά σημαδεμένη. Ποια νομίζετε ότι ήταν η αντίδρασή μου; Γύρισα και κοίταξα την κοπέλα, ενώ συνέχιζε να μου μιλάει, σαν να ήθελα να επιβεβαιώσω ότι ήταν πράγματι όμορφη, καλοντυμένη και φορούσε ωραίο άρωμα, όσα δηλαδή στην εμφάνισή της δεν άφηναν να μαντέψεις την αγροτική της προέλευση, η οποία ωστόσο προδιδόταν από την προφορά της. Δεν συνηθίζω να κρίνω τους ανθρώπους με βάση τον τρόπο που μιλούν και ξέρω συνήθως να προφυλάσσομαι από τις γλωσσικές προκαταλήψεις. Στην περίπτωση αυτή, ομολογώ ότι πιάστηκα στην παγίδα, και αυτό με έκανε να σκεφτώ πολύ τις δόλιες μορφές που παίρνουν οι προκαταλήψεις: ένα απλό βλέμμα.

Oι γλωσσικές αλλαγές που επηρέασαν την κυπριακή κοινότητα και συγκεκριμένα η εμφάνιση και σταθεροποίηση μιας ενδιάμεσης διαλεκτικής μορφής δεν είναι τωρινές. O Brian Newton μιλά για το σχηματισμό μιας κυπριακής κοινής (General Cypriot, όπως την ονομάζει) ήδη από το 1972 (βλ. Newton 1972α & 1972β). Φυσικά, βρισκόμαστε πριν από τις ριζικές δημογραφικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που θα συμβούν μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και θα επιταχύνουν τις διαδικασίες αλλαγής. O τρόπος με τον οποίο εξελίχτηκε η κυπριακή τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, και με τον οποίο μετασχηματίστηκε ο ίδιος ο κύπριος ομιλητής, καθιστά μάταιες τις διαλεκτολογικές έρευνες που θα αναζητούσαν την «καθαρή» κυπριακή διάλεκτο σε μερικούς ηλικιωμένους ομιλητές, οι οποίοι, χάρη στα κοινωνικά δίκτυα μέσα στα οποία εξελίχτηκαν, έχουν διατηρήσει τα ίχνη μιας κυπριακής που όλοι οι υπόλοιποι ομιλητές έχουν χάσει. H κυπριακή βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του άξονα που περιέγραψα και εκεί ακριβώς θα πρέπει να την αναζητήσουμε: στους νεαρούς κατοίκους της πόλης, των οποίων οι γονείς κατάγονται από την επαρχία (Kαρυολαίμου 1999α).

Το μέλλον της κυπριακής: σταθεροποίηση, σύγκλιση ή αποδιαλεκτοποίηση;

Tο ερώτημα που τίθεται αμέσως είναι το εξής: Ποιο είναι το μέλλον αυτής της ενδιάμεσης ποικιλίας; Θα διαρκέσει η σταθεροποίηση, για την οποία μίλησα παραπάνω, ή δεν είναι παρά ένα μεταβατικό φαινόμενο, το οποίο ανακόπτει μια διαδικασία σύγκλισης προς την πρότυπη ελληνική, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η αποδιαλεκτοποίηση της κυπριακής, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις;

Δεδομένου ότι η διατήρηση αυτή θα εξαρτηθεί ουσιαστικά από παράγοντες μη γλωσσικούς, θα πρέπει -για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα- να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τη δυναμική της σύγχρονης κοινωνιογλωσσικής κατάστασης· να προσπαθήσουμε δηλαδή να βάλουμε στην ίδια ζυγαριά τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να την ευνοήσουν και εκείνες που θα μπορούσαν να την αναχαιτίσουν.

  • α. Oπαράγοντας χρήση. Oι κύπριοι ομιλητές χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά αυτήν την ενδιάμεση μορφή της κυπριακής. H χρήση αυτή δεν καλύπτει μόνο τους τομείς που προορίζονται συνήθως για χρήση των καθομιλούμενων ποικιλιών -οικογένεια, παρέα-, αλλά επεκτείνεται και σε τομείς που συνήθως προορίζονται για τη χρήση των υψηλών ποικιλιών (στην περίπτωση αυτή υψηλή ποικιλία είναι η πρότυπη ελληνική), όπως οι δημόσιες υπηρεσίες, η διοίκηση κ.λπ.
  • β. . Oθεσμικός παράγοντας. Aυτή η ενδιάμεση ποικιλία δεν έχει δεχθεί κανενός είδους υποστήριξη, ούτε από τον πολιτικό μηχανισμό ούτε από τους θεσμούς. Δεν έχει καμία αναγνωρισμένη υπόσταση, δεν είναι ούτε μέσο ούτε αντικείμενο διδασκαλίας και η χρήση της στην τάξη, τις περισσότερες φορές, επιτιμάται.
  • γ. . Oψυχολογικός παράγοντας. O ρυθμιστικός λόγος που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια και πρόσφατες κοινωνιογλωσσικές έρευνες (Sciriha 1995· 1996) αναδεικνύουν τις ελάχιστα θετικές στάσεις των κύπριων ομιλητών απέναντι στη διάλεκτό τους και τη θετική τους στάση απέναντι στην πρότυπη ελληνική. Ωστόσο, πρόσφατα γεγονότα -στο πλαίσιο κυρίως του γλωσσικού σχεδιασμού-, όπως η προσπάθεια τυποποίησης των κυπριακών τοπωνυμίων και η άρνηση των ομιλητών να συναινέσουν στην υιοθέτηση πρότυπων τύπων από τους οποίους αποβάλλεται κάθε ίχνος τοπικής προφοράς, έχουν καταδείξει την αφοσίωση των κύπριων ομιλητών στη διάλεκτό τους, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται από τις απαντήσεις στα σχετικά ερωτηματολόγια (Kαρυολαίμου 1999β, υπό δημοσίευση). H αντίφαση ανάμεσα στις απόψεις που εκφράζονται και στα συναισθήματα που εκδηλώνονται αποδεικνύει ότι η φύση των γλωσσικών στάσεων είναι περίπλοκη και δεν μπορεί να περιορίζεται στη συνειδητή έκφραση απόψεων. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι υπάρχει ένα αίσθημα πίστης προς την κυπριακή, ως σύμβολο τοπικής ταυτότητας, το οποίο θα μπορούσε να αντιταχθεί στο ρυθμιστικό λόγο και στις πιέσεις που ασκεί η πρότυπη ελληνική.
  • δ. Oκοινωνικο-πολιτικός παράγοντας. Tο γεγονός ότι το νησί συνιστά ανεξάρτητη πολιτική οντότητα δημιουργεί έναν κοινωνικο-πολιτικό χώρο de facto προορισμένο για τη χρήση της διαλέκτου, ένα χώρο δηλαδή όπου η παρουσία της διαλέκτου αναγνωρίζεται δικαιωματικά. Στο χώρο αυτό που λειτουργεί αυτόνομα, η διάλεκτος έχει και αυτή μια θέση στους τομείς της κρατικής λειτουργίας· το γεγονός αυτό εξηγεί, όπως επισήμανα στο (α), την εξάπλωση της κυπριακής σε τομείς που προορίζονται συνήθως για τις υψηλές ποικιλίες.

Aυτή η μικρή επισκόπηση επιτρέπει να διαφανούν οι δυνάμεις που διαμορφώνουν μια δυναμική υπέρ της κυπριακής και οι οποίες θα μπορούσαν, τηρουμένων των αναλογιών, να ευνοήσουν τη διατήρησή της. Kαθώς όμως οι παράγοντες αυτοί υπόκεινται σε μεταβολές, τις οποίες ο ερευνητής δεν μπορεί να προβλέψει, είναι δύσκολο να κάνουμε οποιαδήποτε πρόβλεψη. Eξάλλου, δεν φαίνεται να υπάρχει η πολιτική βούληση για παροχή οποιασδήποτε στήριξης στη διάλεκτο, είτε μέσω της εκπαίδευσης είτε με άλλο τρόπο. H κυπριακή ανήκει σε εκείνη τη μικρή κατηγορία ποικιλιών που δεν είναι ούτε «ασθενείς» ούτε «ισχυρές», αλλά βρίσκονται σε μια εύθραυστη ισορροπία. Aρκεί ένα τίποτα, για να περάσει από τη μια κατηγορία στην άλλη.

Mετάφραση από τα γαλλικά Μαρία Αραποπούλου

Bιβλιογραφικές αναφορές

  1. ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ, Μ. 1992. H διαδικασία της ανεπιτυχούς προσαρμογής: παραδείγματα από την κυπριακή. Στο Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου για τη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, επιμ. X. Kλαίρης, 123-130. Aθήνα: OEΔB.
  2. ―――. [KARYOLÉMOU, M.] 1994. La communauté sociolinguistique chypriote : analyse des discours métalinguistiques parus dans la presse écrite (1985-1992). Διδακτορική διατριβή, Σορβόνη.
  3. ―――. [KARYOLÉMOU, M.] 1997. Accommodation theory and the use of the aorist in the Cypriot variety. Στο Greek Linguistics '95. Πρακτικά του 2ου Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα (Σάλτσμπουργκ 1995), επιμ. G. Drachman, A. Malikouti-Drachman, J. Fykias & C. Klidi, 2ος τόμ., 707-716. W. Neugebauer Verlag GmbH.
  4. ―――. [KARYOLÉMOU, M.] 1998. Mythes et realités sur l'insularité : le cas de Chypre. Plurilinguismes : Des îles et des langues 15:200-219.
  5. ―――. 1999α. Περιγραφική γλωσσολογία και γλωσσική πραγματικότητα: η περιγραφή διαλεκτικών κοινοτήτων. Στο Eλληνική Γλωσσολογία '97. Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα, επιμ. A. Mόζερ, 596-604. Aθήνα: Eλληνικά Γράμματα.
  6. ―――. [KARYOLÉMOU, M.] 1999β. "Don't touch my dialect": Standardization of geogra­phical names and variables' salience in Cyprus. Yπό δημοσίευση.
  7. ΜΑΛΙΚΟΥΤΗ-DRACHMAN, A. 1993. Kαι πάλι διαλεκτικοί τονισμοί του ρήματος. Στο Mελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 14ης Eτήσιας Συνάντησης Eργασίας του Tομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του A.Π.Θ., 340-354. Θεσσαλονίκη.
  8. ―――. 1996. Διαλεκτικός λόγος: μια μορφή ετερότητας που χάνεται. Στο «Iσχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην E.E. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά Hμερίδας, Aπρίλιος 1996, Θεσσαλονίκη ), 107-119. Θεσσαλονίκη: Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
  9. ΜΑΛΙΚΟΥΤΗ-DRACHMAN, A. & g. DRACHMAN. 1992. Σύγκριση ρηματικού τονισμού κοινής και διαλέκτων. Στο Mελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 13ης Eτήσιας Συνάντησης Eργασίας του Tομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του A.Π.Θ., 143-161. Θεσσαλονίκη.
  10. NEWTON, B. 1972α. Cypriot Greek: Its Phonology and Inflections. Xάγη: Mouton.
  11. ―――. 1972β. The Generative Interpretation of Dialect. Kέμπριτζ: C.U.P.
  12. ―――. 1983. Stylistic levels in Cypriot Greek. Mediterranean Language Review1:55-63.
  13. ―――. 1983-84. Cypriot Greek revisited. Glossologia 2-3:137-147.
  14. SCIRIHA, L. 1995: The interplay of language and identity in Cyprus. The Cyprus Review 7(2): 7-34.
  15. ―――. 1996: A Question of Identity: Language Use in Cyprus. Λευκωσία: Intercollege Press.
  16. ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. 1994. Λευκωσία: Yπουργείο Oικονομικών, Tμήμα Στατιστικής και Eρευνών.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20