Μελέτες
Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι
Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής
Τσακωνική
Σ
τα κείμενα που παρατίθενται τηρήθηκε το σύστημα μεταγραφής των αντίστοιχων πηγών. Δίνονται οι φωνητικές αντιστοιχίες (IPA) των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:
α̈ [æ], ζ̌̌ [ʒ], κ̔ [kh], λ̣ [l] (+[i]), ν̇ [n] (+ [i]),ν̑ [ɲ], π̔ [ph],τ̔ [th], τσ̑ [ʦ],τσ̆ [ʧ]
Το «Πάτερ ημών» στα τσακώνικα
Περιεχόμενα
Α. Τσακωνιά
1. Λεωνίδιο
α. Γραθή του παπα Αντώνη π̔η ν̑ε απόλ̣υτσε του παπα Γιώργου
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 391. Από το αρχείο του Κ. Οικονόμου (1833). © Ακαδημία Αθηνών
Αθή μι παπά, ντ' ένι χαιρεκίζου.
Εμαθήκα τον καλέ ντι ερχομό τσ̑' εχαρήμα. Γράψε μι, αν εμαθήτσ̑ερε γκανένα τσ̑ινούρτσ̑ι, ντ' ένι παρακαού. Τσ̑αι για τον τσ̑υρ Γιαννούση, αν έν̇ι κα τ̔αν υγεία σι, τόσ̆ου τσ̑αι για το καμπτσί το δικό ντι, τσι ντ' επέκαϊ οι γιατροί. Απολ̣ύκαμέ ντι τσ̑αι κ̔αμπόσε λέξε γραφτέ τ̔α γρούσσα νάμου, να σι δείρε του γέρου 'Κονόμου. Τσ̑ι άλλε νι ν̑' ένι προσκυνού από μέρι μι. Τσ̑αι γράψε μι α' σ' αβήτσ̑ερε, τσ̑αι αν (έν̇ι) γερέ ο γέρου 'Κονόμο, τσ̑αι αν ευχαριστήτ̔ε με του λέξε νάμου.
Έμαϊ θέντε να γράψομε πάσοι, αμή ενίου με ερέτσ̑ε ο θάνατε του εγγόνου μι τσ̑αι μ' εφαρμακούτσ̑ε α κίκρα τα φύα τα καρδία μι όα. Εμοζάτσ̑ε α ψούχα μι, αθή μι. Έσι νιρίζου π̔' ένι έχου τριάντα χρόνου χηρευτέ, τσ̑αι πόσε χολέ τσ̑αι κίκρε εκαταγκίκα τ̔ο τόσ̆ου διάστημα. Έχουντε ν̑' έμαϊ κολεγία τσ̑' έμαϊ ξεδούκ̔ουντε. Ποίουρ ένι τσ̑αι ξένε νου, μα ούντε ν̑' ένι θυμούμενε έ' ραγίζα α καρδία μι, παρά ένι παρακαού τα Δέσποινα να νάμου δει παρηγορία.
Οι αμαρκίε νάμου είνι πάσοι τσ̑αι μ' είνι παιδέγγουντε, έτρου ένι ποίου υπομονή, θυμούμενε τα φωνά του (Ιώβ), ο Θεός ν̑' εδούτσ̑ε, ο Θεός ν̑ε άντζε. Γράφου μ' έσι να μαζούμε τσ̑αι άλ̣οι λέξε. Σα συμμαζουθούμε, έμε γράφουντε πάλι. Όχι άλλιου τσ̑αι κα ανταμώση να δει ο Θεός. Αγιελίδι. Ως αθή ντι, Αντώνη ιερέα.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Γραφή του παπα-Αντώνη που την έστειλε του παπα-Γιώργη
Αδερφέ μου παπά, σε χαιρετώ.
Έμαθα τον καλό σου ερχομό και χάρηκα. Γράφε μου, αν έμαθες κανένα καινούργιο, σε παρακαλώ. Και για τον κυρ Γιαννούση, αν είναι καλά στην υγεία του, τόσο και για το παιδί το δικό σου, τι σου είπαν οι γιατροί. Σου στείλαμε και κάμποσες λέξεις γραμμένες στη γλώσσα μας, να τις δώσεις του γέρο Οικονόμου. Και πες του τον προσκυνώ από μέρους μου. Και γράψέ μου, αν τις έλαβες, και αν είναι γερός ο γερο Οικονόμος και αν ευχαριστήθηκε με τις λέξεις μας.
Θέλαμε να γράψομε πολλές, αλλά εμένα με βρήκε ο θάνατος του εγγονού μου και μου φαρμάκωσε η πίκρα τα φύλλα της καρδιάς μου όλα. Πόνεσε η ψυχή μου, αδερφέ μου. Γνωρίζεις πως είχα τριάντα χρόνια χηρεμένος και πόσες χολές και πίκρες κατάπια στο τόσο διάστημα. Τον είχαμε συντροφιά και ξεδίναμε. Κάνω και ξένο νου, αλλά, όταν τον θυμάμαι, ραγίζει η καρδιά μου, παρά παρακαλώ την Παναγία να μας δώσει παρηγοριά.
Οι αμαρτίες μας είναι πολλές και με παιδεύουν, έτσι κάνω υπομονή θυμούμενος τη φωνή του Ιώβ, ο Θεός τον έδωσε, ο Θεός τον πήρε. Μου γράφεις να μαζέψομε και άλλες λέξεις. Όταν συμμαζευτούμε, γράφομε πάλι. Όχι άλλο και καλήν αντάμωση να δώσει ο Θεός. Λεωνίδιο, σαν αδερφός σου Αντώνης ιερέας.
2. Πραματευτή
α. Τα μάγια
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 397-398. © Ακαδημία Αθηνών
Α γριά Γούταινα έκι ζατά τ̔α Σαμπατιγά, να γιατρέψει το γέρου σι. П̔' εφύντζε, ν̑' επέκαϊ να ζάει τσ̑αι να μη ξεικάξει κίσου, ό,τσι τσαι να νιάει. Ότσ' έκανε ακατούσ' τον Άγιε Κοσμά, με το φαναζ̌̌ούλι σι τσ̑αι το μουάζ̌̌ι με τον άρρωστε, ενιάτσ̑ε κουδούνια, τρουγκάνια, κούν̇οι, κατσούλε, βιολία, αλλά ο 'γείρτσ̑ε κίσου ούτε εμποίτσ̑ε το σταυρέ τσι. Άμα έκανε, όκι πορούα να νιλεί, αβήτσ̑ε, γιατσί ο 'μποίτσ̑ε το σταυρέ σι. Νάκια προστσ̑υν̇εί, θάκια ζάνι οι ιδάβολ̣οι κίσου τ̔α μάγισσα. Ύστερα ν̑' εζβαΐε ο παπά τσ̑' ενιλ̣ήτσ̑ε. Άμα μουντζούερε τσ̆ει βολέ τα μάγισσα, ούνι κιάντα τα μάγια σι.
Άμα είνι θέντε να μαγέψωι, είνε καρφούκ̔ουντε σε νια πάκα σαπούνι καρθία, μονέ αρθιμό, τσ̆ια, πέντε, εφτά, τσ̑αι ν̑' είνι ανεμούκ̔ουντε τασ' το ύο, σε κηγάδι, σε στέρνα, σε θάσσα. Όσ̆' να λει το σαπούνι, θα μαραίνηται ο καρφουτέ, άμα λει, θα πεθάνει. Άμα εν' τ̔α θάσσα ανεμουτέ, ο καρφουτέ θ' αργεί να πεθάνει, γιατσί τσ̑αι το σαπούνι έν' αργούντα να λει. Ṫαν πορεία είνι ανεμουκ̔ουντε τσ̑εζ̌̌ί ή μιστόπιτ̔α ή λουκούμι τσ̑' είνι μελετούντε, είνι αούντε, ν' αλ̣ήομε, ο τάδε να ν̑' ερέσει τσ̑αι να πεθάνει. Όγοιε νι πρωτορέσει, έν̇ι πενάκ̔ου, ας έν̇ι τσ̑αι λιγκόνι, τσ̑' έκει' θα ψοϊθεί. Όγοιε ν̑' ερέσει, έν̇ι πρέπουντα να γείζ̌̌ει κίσου τσ̑αι να νι μουντζούει τσ̆ει βολέ. Άμα ν̑' οράει τσ̑' άλλε ύστερα, όν̇ι παθαίνου τσίπτα. Ένα έκι παζ̌̌ίου από το Φρί με το βούε. Ṫο Στένουμα α κούλικα ερέτσ̑ε ένα ποκήζ̌̌ι με ύο τσ̑ι ν̑' εντούτσ̑ε με το τσ̆οχάνε τσ̑' ετσιχύτ̔ε. Όσ' 'α μόλει τ̔α Πολήνια, εψοφήτσ̑' α κούλικα.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Η γριά Γούταινα είχε πάει στη Σαμπατιγή να γιατρέψει το γέρο της. Όταν έφυγε, της είπαν να πάει, και (στο δρόμο) να μην κοιτάξει πίσω, ό,τι και ν' (: κι αν) ακούσει. Μόλις ήρθε κάτω από τον Άγιο Κοσμά, με το φαναράκι της και με το μουλάρι με τον άρρωστο, άκουσε κουδούνια, τροκάνια, σκύλους, γάτες, βιολιά, αλλά δε γύρισε πίσω, ούτε έκανε το σταυρό της. Όταν ήρθε (στο σπίτι), δεν μπορούσε να μιλήσει, «έλαβε» (: έπαθε από ξωτικά, δαιμονικά), επειδή δεν έκανε το σταυρό της. Αν προσκυνούσε, θα πήγαιναν οι διάβολοι πίσω στη μάγισσα (: τα δαιμονικά). Ύστερα τη διάβασε ο παπάς και μίλησε (η άρρωστη). Όταν μουντζώσεις τρις φορές τη μάγισσα, δεν πιάνουν τα μάγια της.
Όταν θέλουν να μαγέψουν, καρφώνουν σε μια πλάκα σαπούνι καρφιά, (σε) μονό αριθμό, τρία, πέντε, εφτά, και τα πετούν μέσα στο νερό, σε πηγάδι σε στέρνα, σε θάλασσα. Ώσπου να λιώσει το σαπούνι, θα μαραίνεται ο καρφωμένος (: μαγεμένος), όταν λιώσει, θα πεθάνει. Όταν είναι στη θάλασσα πεταμένο, ο καρφωμένος θ' αργήσει να πεθάνει, γιατί και το σαπούνι αργεί να λιώσει.
Στο δρόμο πετούν κερί ή μουσταλευριά ή λουκούμι, και μελετούν (: αναφέρουν ονόματα), λένε, ας πούμε, ο τάδε να το βρει και να πεθάνει. Όποιος το πρωτοβρεί, πεθαίνει, ας είναι και μυρμήγκι, κ' εκείνο θα ψοφήσει. Όποιος το βρει, πρέπει να γυρίσει πίσω και να το μουντζώσει τρεις φορές. Όταν το ιδεί και άλλος ύστερα, δεν παθαίνει τίποτα. Ένας (: κάποιος) ερχόταν από το Φρι με τα βόδια. Στο Στένωμα η αγελάδα βρήκε ένα ποτήρι με νερό και το χτύπησε με το κέρατο και χύθηκε. Ώσπου να 'ρθει στο Πόλημια, ψόφησε η αγελάδα.
3. Μέλανα
α. Ο όνε τσαι οι αλεπούδε
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 398-399. © Ακαδημία Αθηνών
Ένα νιά βοά έκι πλούσε, ύστερα εφτωχιάντζε. Έκ' έχου τσ̑' ένα όνε. Νιάν αμέρα εμπαΐτσ̑ε, ν̑' επέτσ̑ε τον όνε. -Α, όνε! Πρώτα 'μαϊ τσ̑ούντε πρεσσά κζ̌̌ίσα, πρεσσέ χόντι, ντ' έμα ταγίχου, τσ̑' εζού όα μέρα κρίε τσ̑αι ψάζ̌̌ι. Έδαρ' εφτωχιάγκαμε, λιγάτσ̑ι τσ̑' εζού, λιγάτσ̑ι τσ̑' εκιού. Ο όνε τσ' εμποίτσ̑ε; Νιάν αμέρα εφωνιάε τ' αφεγκικό; -Αφεγκικό -Τσ' έ' θέου τάχα; -Μπάε τάτσου. Εμπαΐτσ̑ε. -Έα να μι βάλερε το σεμάζ̌̌ι. Βάλε τσ̑αι του τζ̌̌ιχίλε τάνου, τσ̑αι βάλε τσ̑' ένα δέμα παρατάνου. -Μπα, σε καλέ σι, τσ' έ' θέου να νι βάλου το σεμάζ̌̌ι;
Σ' εβαλ̣ήτσ̑ε. Εφύντζε ο όνε, ετήνε εκιούβε. Ο όνε τσ' εμποίτσ̑ε; Ο όνε εζάτσ̑ε τσ̑' ετσαπροὓτ̔ε σε νιά φωλ̣ία από αλεπούδε, τ̔αν τσ̑έα τουρ αλεπούδε. Οι αλεπούδε τάσου ήγκι συγυζ̌̌ισκουμέν̇οι. Εμπαΐτσ̑ε νία τ̔ον πόρε. -Ου, μ' ότ̔ε μπαΐντε να 'ράτε π̔' εκάνε ένα μεζελίκο όρι χάμου; -Κιά; -Όρεγι, τ̔ον πόρε. -П̔ού να νι μπαΐσομε τάσου; -Κιά να νι μπαΐσερε, έτεν̇η θα έν̇ι ζωντανέ. -Γιά κάτσ̑ι νι τα νουρά σι. -Νά, ν̑' εκατσ̑ίκα, ψόιθερ έν̇ι. -Κάτσ̑ι νι τάν αβουτάνα σι. -Νά, ν̑' εκατσ̑ίκα, ψόιθε! -Έατ̔ε όλ̣οι, δεϊθείτε με του τζ̌̌ιχίλε, με το δέμα π̔' έκι πεζ̌̌ίσσε. Εδεΐτ̔αϊ. -Εδεΐτ̔ατε; -Εδεΐμαϊ. Νία όκι έχα κιά να δεϊθεί. -Κιά να δεϊθού εζού; -Ορί, δεΐσου οπά σε γκανιάν άκρα. -Έατ̔ε να νι τραβίτσομε τάσου έδαρι. Ότσ' ενιάτσ̑ε ο όνε π̔' εδεΐτ̔αϊ κα, ανεμούτ̔ε τάνου! Ανεμούτ̔ε τάνου, οι αλεπούδε όλ̣οι κρεμαστοί. Εζάι (= εζάτσ̑ε) τ̔αν τσ̑έα. Εζάι (= εζάτσ̑ε) τ̔αν τσ̑έα α α α, εγκαζ̌̌ίε ο όνε. Ενιάι (= ενιάτσ̑ε) το αφεγκικό. -Μα, κιά έκι έντεν' ο όνε, π̔' έν̇ι αγκαζ̌̌ίζου; -Αφεγκικό, άρ' το τσικούζ̌̌ι τσ̑' έα κάτου. Κιάσε σι νία νία τσ̑αι σκότου σι, τσ̑άι μπάλε τα τομάζ̌̌α, τσ̑αι το κρίε να ν̑' ανεμούερε τσ̑αι τα τομάζ̌̌α να σ' πουλ̣ήερε τ̔αν Αθήνα, να-ν-άρερε παράδε -ένταν' α Αθήνα σ' έν̇ι τσ̑ούα όα.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Ο γάιδαρος και οι αλεπούδες
Ένας μιά φορά ήταν πλούσιος, ύστερα φτώχυνε. Είχε κ' ένα γάιδαρο. Μιά μέρα βγήκε και είπε στο γάιδαρο. -Α, γάιδαρε! Πρώτα τρώγαμε πολύ κριθάρι, πολύ χόρτο, σ' ετάγιζα, κ' εγώ όλη (:κάθε) μέρα κρέας και ψάρι (έτρωγα). Τώρα φτωχύναμε, λίγο εγώ, λίγο κ' εσύ. Ο γάιδαρος τι έκανε; Μία μέρα φώναξε (σ)το αφεντικό του. -Αφεντικό! -Τι θέλει τάχα; -Έβγα έξω! Βγήκε. -Έλα να μου βάλεις το σαμάρι. Βάλε και τις τριχιές πάνω και βάλε κ' ένα σκοινί παραπάνω (: επί πλέον). -Μπα, σε καλό του, (για)τί θέλει να του βάλω το σαμάρι;
Τά 'βαλε. Έφυγε το γαϊδούρι, εκείνος κοιμήθηκε. Ο γάιδαρος τι έκανε; Ο γάιδαρος πήγε και ξαπλώθηκε σε μιά φωλιά από αλεπούδες, στο σπίτι των αλεπούδων. Οι αλεπούδες μέσα συγυρίζονταν. Βγήκε μία στην πόρτα. -Ου, μα δε βγαίνετε να ιδείτε που ήρθε ένας μεζεδάκος εδώ χάμω; -Πού; -Εδώ στην πόρτα! Πώς να τον μπάσομε μέσα; -Πού να τον μπάσεις; Αυτός θα είναι ζωντανός. Γιά δάγκασέ του την ουρά του! -Νά, τη δάγκασα, ψόφιος είναι. -Δάγκασέ του το αφτί του. -Νά, το δάγκασα, ψόφιος (είναι)! Ελάτε όλες με τις τριχιές, με το σκοινί που ήταν περίσσιο. Δέθηκαν. -Δεθήκατε; -Δεθήκαμε. Μιά δεν είχε πού να δεθεί. -Πού να δεθώ εγώ; -Νά, δέσου εκεί σε καμιάν άκρη. Ελάτε να τον τραβήξομε μέσα τώρα. Μόλις άκουσε ο γάιδαρος πως δέθηκαν καλά, πετάχτηκε επάνω! Πετάχτηκε επάνω, οι αλεπούδες όλες κρεμασμένες! Πήγε στο σπίτι. Πήγε στο σπίτι, α, α, α, γκάρισε ο γάιδαρος. Άκουσε το αφεντικό. -Μπα, πού ήταν αυτός ο γάιδαρος που γκαρίζει; -Αφεντικό, πάρε το τσεκούρι κ' έλα κάτω. Πιάσ' τες μιά μιά και σκότωσέ τες και βγάλε τα δέρματα, και το κρέας να το πετάξεις και τα δέρματα να τα πουλήσεις στην Αθήνα, να πάρεις χρήματα -αυτή η Αθήνα τα τρώει όλα!
β. Κουβέντε
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 401. © Ακαδημία Αθηνών
Καούρ εκοκιάερε. Έα, κάτσα, κάτ̔ει ταν κουνία ντι οπά τ̔αν τσ̑αι κάτσα. Κιά έσα σάμερε; -Καού ντ' ερέκα. Κιά να έμα; Ορί, οπά πραγιανά έκι ζατέ ο υζέ μι, να' ράει του χούρε, τσ̑ι ν̑' ένι αντεχουμένα να μόλει, εζού έμα κ̔αμπατά να μαζού γκάνα βαστάζ̌̌ι να βάλου τ̔ο λουπάι. -Ε, τσε οράτσ̑ε; Ενάτ̔αϊ τα φαητά -Άφ' 'α μόλει, ντε, ακόνη ό 'κανε!
-Επ̔έρι έκι αού ο Νιχάλη οι κζ̌̌ίσε ενάτ̔αϊ, το φαέ έν̇ι ακόνη χωρέ, έν̇ι ίκ̔ουντα. Έκι ζατέ ο υζέ μι ν' ανεμούει τσ̑αι γκανιά απ̔αλία οπά τ̔ον τσ̑ήπο. Είνι ασπηδούντα τα καμπζία π̔' είνι έγγουντα οπά πραγιανά, τσ̑' είνι ποίντα έρμον κόσμο. Εκιάτσ̑ε κ̔άρα επέρσι ο αγκατέ τσ̑' εδάτσ̑ε. Ήγκι μπατοί τσ̑αι οι αιγίδε ταν ά' βοά τάσου, τσ̑ι δε νάμ' αφήκαϊ τσίπτα. Με του σ̆ίντε σ' εμπαλ̣ήκαϊ.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
- Καλώς εκόπιασες! Έλα, κάθησε, τοποθέτησε τη στάμνα σου εκεί στην άκρη και κάθησε. Πού ήσουν σήμερα; - Καλώς σε βρήκα. Πού να ήμουν; Να, εκεί πέρα είχε πάει ο γιος μου, να ιδεί τα χωράφια και τον περιμένω να 'ρθει, εγώ είχα κατέβει να μαζέψω κανένα βλαστάρι να βάλψ στο τσουκάλι. - Ε, τι είδε; Έγιναν τα σιτάρια; - Άφησε να 'ρθει, δα, ακόμα δεν ήρθε! Χτές έλεγε ο Μιχάλης, τα κριθάρια ωρίμασαν, το σιτάρι είναι ακόμα χλωρό, κρατάει. Είχε πάει ο γιός μου να πετάξει και κανένα ασφάλαχτο εκεί στον κήπο. Πηδούν τα παιδιά που πηγαίνουν πέρα εκεί και κάνουν έρημον κόσμο (: ρημάζουν τον κόσμο). Έπιασε φωτιά πέρυσι ο φράχτης και κάηκε. Είχαν μπει και οι γίδες τις προάλλες (: πριν από μέρες) μέσα, και δεν μας άφησαν τίποτα. Με τις ρίζες τά 'βγαλαν.
4. Σαπουνακέικα
α. Κουβέντε
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 403 © Ακαδημία Αθηνών
Έα, καώς το. Όν' όρεγι ο Γιάν̇η, έν̇ι ζατέ για χαρούπια. Ούνι έχουντα πρεσσά σάτσι, γκάνα δυρ αμέρε θα ζάν̇ι, θα σ' μαζούν̇ι. Εζού εκάνα όρεγι, όκι γκανένα τ̔αν τσ̑έα. Να ρωτήερε ό,τσ' έσ' τέου. Φαλαρίδα επέτσ̑ερε; Όχι, όνι έχα νιατέ, όνι ξέρα νι. Κιά 'ν̇ι θυτρούκ̔ουντα, κιά 'ν̇ι μπαΐντα, τ̔αν Παλιόχωρα; Όνι ξέρα νι. Τσι χόντι έν̇ι; Ογί τ̔ον Οζ̌̌όντα ακατούσε έν̇ι μπαΐντα; Άβα χόντα, άβα άχανα έμε μαζούκ̔ουντε. Μπιλιόρε, ζ̌̌οντζοί, αντζινάζ̌̌α, μακουνίλε, αγζ̌̌ορόιδικα, τσιτσούλια, έταϊ σ' ένι ξέρα, σ' έμε μαζούκ̔ουντε, σ' έμε τσ̆ούντε. […]
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Έλα, καλώς τον. Δεν είναι εδώ ο Γιάννης, είναι πηγαιμένος για χαρούπια. Δεν έχουν πολλά φέτος, μιά δυό μέρες θα πάνε, θα τα μαζέψουν. Εγώ ήρθα εδώ, δεν ήταν κανένας στο σπίτι. Να ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Φαλαρίδα είπες; Όχι δεν το έχω ακούσει, δεν το ξέρω. Πού φυτρώνει, πού βγαίνει, στην Παλαιοχώρα; Δεν το ξέρω. Τι χόρτο είναι; Εδώ στον Οριόντα από κάτω βγαίνει; Άλλα χόρτα, άλλα λάχανα μαζεύομε. Μπιλιόρες, ζοχούς, αγκιναράκια, παπαρούνες, αγριορόδικα, τσιτσούλια, αυτά τα ξέρω, τα μαζεύομε, τα τρώμε.
5. Τυρός (στον νότο)
α. Α νύθη του παπά (αφήγηση)
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 407-408 © Ακαδημία Αθηνών
Νιά φορά ήγκι τέσσερι αθοίνε, τσ̑αι οι γον̇ίε σου ήγκι πενατοί. Συνεννοήτ̔αι τα καμπζία να νι παντρέψωι ταν αϊθά. Ποί' να 'ι δούν̇ι; Νά 'ι δούν̇ι ένα παπαδόπουλε. N̑' επαντρεύαϊ, ν̑' εστεφανούκαϊ τσ̑' εκατσάτσ̑ε κ̔αμπόσε τσ̑αιρέ ο γαμπρέ τσ̑' (ύστερο) εξενιτεύτε, να ζάει να δουλέψει. Αραμάκαϊ ο παπά τσ̑αι α παπαϊδία τσ̑αι α νύθη. Ο παπά τσ̑αι α παπαϊδία ήγκι τσ̆ούντε, α νύθη έκι μπαΐνα τ̔ου τάτσου δουλ̣είε, ετήν̇οι ήγκι τσ̆ούντε, ούγκι αντεχουμέν̣οι. Ο παπά, ότσ' έκι αζίκα δύ' γουλ̣̇ίε (α νύθη), ο παπά, έκι προστσ̑υνού: Χοντάτε ο παπά, χοντάτα α παπαϊδία, χοντάτα μη χοντάτα α νύθη, τ̔αΐστε το τραπέζι.
Νιά βοά, από του τέσσερι αϊθοίνε ο ένα επέτσ̑ε, α' ζά' 'ράου τσ' έν̇ι ποία α αϊθά μι. Εζάτσ̑ε, εστρούκαϊ το τραπέζι, αρχινίε τα ίιδα ο παπά. Α νύιθη τσ̑αι ο αϊθή νησιτσ̑οί, ό προφτάκαϊ να φάν̇ι. Ο αϊθή ό 'πέτσ̑ε τσίπτα. Εζάτσ̑ε, ερέτσ̑ε τουρ άλ̣οι αϊθοίνε. -Τσ' έν̇ι ποία α αϊθά νάμου; -Καλύτερα να έκι λειπέγγα εστάπα παντζ̌̌εία. Έτενη ο ένα έκι σαν αφρέ, απλέ, επέτσ̑ε, θα ζά' να 'ράου τσ̑' εζού ταν αϊθά μι. Εζάτσ̑ε, ο παπά τα συνηθιστά. -Α, συμπέθερε παπά, αν εχοντάτσ̑ερε εκιού, ενεί ό χοντάκαμε! Φάε, αϊθά, φάε!
Εζάκαϊ να κιούψωι, ο παπά όκι φαητέ, ο αϊθή με ταν αϊθά εχοντάκαϊ. Ετ̔άτσ̑ε α παπαϊδία τα νιούτ̔α, εφκιάτσ̑ε ένα χωστροκόλιουρε, ν̑' εβαλ̣ήτσ̑ε τ̔αν ικ̔άρα, ετ̔άτσ̑ε ο παλαβό. ‑Συμπεθέρα, εκαρδιά, να σ̆ονιστού τ̔αν ικ̔άρα. Συμπεθέρα, οπά τ̔α χώρα έμ' έχουντε νιά χούρα τσ̑' έμε θέντε να νι μεζ̌̌άτσομε. Ο ένα έ' θέου έτρου, ο άλλε έτρου, ν̑' εμποίτσ̑ε το χωστροκόλιουρε ένα με τα σποΐα.
Ετ̔άτσ̑ε α παπαδία τσ̑' εζάτσ̑ε τ̔ον παπά δίχως το χωστροκόλιουρε. Όκι μπορούα να κιούψει. -Έτ̔α τσ̑αι βράσε δύ' π̔ίιτα, ν̑' επέτσ̑ε ο παπά. Εζάτσ̑ε, εβαλ̣ήτσ̑ε το τέντζερε, ανεμούτ̔ε πάλι ο παλαβό. -Ετ̔άτσ̑ερε, συμπέθερε; Ετ̔άκα τσ̑' εζού, όι μπορού να κιούψου. -Εβαλ̣ήκα λιγάτσ̑ι ύο να ξεθρεμού. Ετήνε εκιάτσ̑ε κάτσι ψύλ̣οι, σ' ανεμούτσ̑ε τάσ' το τέντζερε. Τσι να κει α παπαϊδία; Ερέτσ̑ε τα τσουράπια, τάσου. -Ψύλ̣οι έτ̔' έχουντε, ψείρε έτ̔' έχουντε, θ' απρού τα τσουράπια τάσου, αφού θα κ̔σ̆ύσερε. Τσι να κει ο παπά; Έκ' έχου τσ̑ήπο τάτσου, να ζά' να μαζούμε γκάνα γουλί. Για να μη ν̑' οράει ο παλαβό, εβαλ̣ήτσ̑ε τον σεμάρι του όνου τάνου σι. Ανεμούτ̔ε ο παλαβό, εμπαΐτσ̑ε ταν το σεμάζι τσ̑αι ντίου τον παπά. -Να, άκλερε, π̔' εφαήτσ̑ερε τα γουλία του παπά!
-Βρε, εζού ένι, βογητέ: Εμπάΐτσ̑' α παπαϊδία, ο παλαβό έκ' έχου μπαλ̣ητά τα σανία, εγκρενίστε α παπαϊδία, εβαλ̣ήτσ̑ε του φωνέ. Κουίζου ο παπά, κουίζα α παπαϊδία! Ύστερα, φάε, νύθη, φάε, μη μόλει ο παλαβό!
Από τότ̔ε εκιμάκαϊ τσ̑αι τουρ άλ̣οι νυφάδε!
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Η νύφη του παπά
Μιά φορά ήταν τέσσερις αδερφοί, και οι γονιοί τους ήταν πεθαμένοι. Συννενοήθηκαν τα παιδιά να την παντρέψουν την αδερφή. Ποιον να της δώσουν; Να της δώσουν ένα παπαδόπουλο. Την πάντρεψαν, τη στεφάνωσαν κ' έκατσε καμπόσον καιρό ο γαμπρός και (κατόπιν) ξενιτεύτηκε, να πάει να δουλέψει. Έμειναν ο παπάς και η παπαδιά και η νύφη. Ο παπάς και η παπαδιά έτρωγαν, η νύφη έβγαινε στις έξω δουλειές, εκείνοι έτρωγαν, δεν (την) περίμεναν. Ο παπάς, μόλις έπαιρνε (η νύφη) δυο γουλιές, ο παπάς προσκυνούσε: Χορτάτος ο παπάς, χορτάτη η παπαδιά, χορτάτη μη χορτάτη η νύφη, σηκώστε το τραπέζι.
Μιά φορά, από τους τέσσερις αδερφούς ο ένας είπε, ας πά' να ιδώ τι κάνει η αδερφή μου. Πήγε, έστρωσαν το τραπέζι, άρχισε τα ίδια ο παπάς. Η νύφη και ο αδερφός νηστικοί, δεν πρόφτασαν να φάνε. Ο αδερφός δεν είπε τίποτα. Πήγε, βρήκε τους άλλους αδερφούς. -Τι κάνει η αδερφή μας; -Καλύτερα να έλειπε τέτοια παντρειά. Εκείνος ο ένας ήταν σαν ελαφρός, απλός, είπε θα πάω να ιδώ κ' εγώ την αδερφή μου. Πήγε, ο παπάς τα συνηθισμένα. -Α, συμπέθερε παπά, αν χόρτασες εσύ, εμείς δεν χορτάσαμε. Φάε, αδερφή, φάε.
Πήγαν να κοιμηθούν, ο παπάς δεν ήταν φαγωμένος (: δεν είχε φάει), ο αδερφός με την αδερφή χόρτασαν. Σηκώθηκε η παπαδιά τη νύχτα, έφτιαξε ένα χωστροκούλουρο, τό 'βαλε στη φωτιά, σηκώθηκε ο παλαβός. -Συμπεθέρα, κρύωσα, να ζεσταθώ στη φωτιά. Συμπεθέρα, εκεί στο χωριό έχομε ένα χωράφι και θέλομε να το μοιράσομε. Ο ένας θέλει έτσι, ο άλλος έτσι, τό 'κανε το χωστροκούλουρο (ανακατεύοντάς το) ένα με τη στάχτη.
Σηκώθηκε η παπαδιά και πήγε στον παπά χωρίς το χωστροκούλουρο. Δε μπορούσε να κοιμηθεί. -Σήκω και βράσε δυό χυλοπίτες, της είπε ο παπάς. Πήγε, έβαλε τον τέντζερη, πετάχτηκε πάλι ο παλαβός. -Σηκώθηκες, συμπέθερε; Σηκώθηκα κ' εγώ, δε μπορώ να κοιμηθώ. -Έβαλα λιγάκι νερό να ξεθρεμίσω (τα πιάτα, είπε ψέματα η παπαδιά). Εκείνος έπιασε κάτι ψύλλους, τους πέταξε μέσα στον τέντζερη.
Τι να κάνει η παπαδιά; Βρήκε (ο τρελός) τις κάλτσες, μέσα. -Ψύλλους έχετε, ψείρες έχετε, θ' απλώσω τις κάλτσες μέσα, αφού θα πλύνεις.
Τι να κάνει ο παπάς; Είχε κήπο έξω, να πά' να μαζέψομε κανένα γουλί. Για να μην τον ιδεί ο παλαβός, έβαλε το σαμάρι του γαϊδάρου πάνω του. Πετάχτηκε ο παλαβός, ανέβηκε πάνω στο σαμάρι και χτυπώντας τον παπά! -Να, αναθεματισμένο, που έφαγες τα γουλιά του παπά!
-Βρε, εγώ είμαι, ευλογημένε! Βγήκε η παπαδιά, ο παλαβός είχε βγάλει τη σανίδα, γκρεμίστηκε η παπαδιά, έβαλε τις φωνές. Σκούζοντας ο παπάς, σκούζοντας η παπαδιά! Έπειτα, φάε νύφη, φάε μήπως έρθει ο παλαβός!
Από τότε τίμησαν και τις άλλες νύφες.
6. Πραστός, Άγιος Ανδρέας Καστάνιτσα, Σίταινα
α. Χιόνα (αφήγηση, Σίταινα)
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 416. © Ακαδημία Αθηνών
Άμα 'ν̇ι χιόνα, τασ' τι τσ̑έλε έμε κασημέντε, κιά να ζάμε. Κάλα ταν ικ̔άρα, πρίνου, ελάτου, από ούλα τα δέντζ̌̌α έμ' έχουντε. T̔ο τζ̌̌άκι έμε κασημέντε. Βάντε τσ̑αι ταν κατσαρόλα τάνου τσ̑αι μαγερέγγουντε. Τάν' τα κ̔ιάνα ν̑' έμε βάντε, κιά να νι βάλομε; Εμεί έμε λαλούντε τσουκάλι, εμού έτ̔ε λαλούντε λουπάι. Με ταν κουτάλα ν̑' έμε ανακατούκ̔ουντε. Μύσ̆α έμε λαλούντε τα μιτσά, έτραν̇η π̔' έμε τσ̆ούντε, κουτάλα έμε λαλούντε ταν ατσ̆ά. Τσ̑αι πιρούνια έμ' έχουντε, π̔ού όμ' έχουντε! Από ούλα έμ' έχουντε. Τσ̑αι λάχανα τσ̑αι φασούλια τσ̑αι μπατάτε, από ούλα. Λάχανα από το σ̆ίνα, ραδίτσ̑α, γουβάτσ̑α με τσ̑ίτρινα λαλούδια, βάρσαμο, μύρισμα, λάπασε, μυρώνια -κ̔άντζικα ν̑' έτ̔ε λαλούντε- στρούφιλα έμε μαζούκ̔ουντε.
Ούλ̣οι όντου σ' έμε λαλούντε, άλλα ονούματα ούνι έχουντε. Από ούλα 'ν' έχουντα, ελ̣ίε, δέντζ̌̌α, από ούλα. Τσ̑αι ελ̣ίε έμ' έχουντε. Ναι, από λίγοι, από πέντε, δέκα ο καθένα. Ελάτου, τσ̑έντρα, κουμαρίε, τσιμντάνου, γλαντινίε, μέλαγο.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Χιόνι
Όταν είναι χιόνι, μέσα στα σπίτια καθόμαστε, πού να πάμε; Ξύλα στη φωτιά, πρίνους, έλατα, απ' όλα τα δέντρα έχομε. Στο τζάκι καθόμαστε. Βάζομε και την κατσαρόλα πάνω και μεγειρεύομε. Πάνω στη σιδεροστιά τη βάζομε, πού να τη βάλομε! Εμείς λέμε τσουκάλι, εσείς λέτε λουπάι (: τσουκάλι). Με την κουτάλα το ανακατεύομε. Μύσ̆α (: κουτάλι) λέμε τη μικρή, εκείνη με την οποία τρώμε, κουτάλα λέμε τη μεγάλη. Και πιρούνια έχομε, πώς δεν έχομε! Απ' όλα έχομε. Και λάχανα και φασόλια και πατάτα, απ' όλα. Λάχανα από το βουνό, ραδίκια, γουβάκια με κίτρινα λουλούδια, βάρσαμο, μύρισμα, λάπαθο, μυρώνια -σκάνδικα τη λέτε- στρούφιλα μαζεύομε.
Όλα δόντια τα λέμε, άλλα ονόματα δεν έχουν. Απ' όλα έχει, ελιές, δέντρα, από όλα. Και ελιές έχομε. Ναι, από λίγες, από πέντε, δέκα ο καθένας. Έλατα, κέδρα, κουμαριές, σφοντάμια, γλαντινιές, μέλαγο.
β. Α εφτακαρβελού (αφήγηση, Καστάνιτσα)
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 414. © Ακαδημία Αθηνών
Ήγκι δύ' κολέγοιδε, ήγκ' έγγουντε ταν Αράχοβα, τσ̑' εκατσάκαϊ τα βρύση. Ορπαρί λοιπόν, πίντε ύο, ήγκ' έχουντε τσ̑αι άντε παρτέ μαζί, πε ν̑' οράτσ̑ε από κιά ήγκιαϊ, παλαιοί ήγκι, εζάκαϊ οπά, εκατσάκαϊ χάμου, ένα άντε, δύ' άντοι, τσ̑αι πίντε τσ̑αι ύο, 'φαήκαϊ εφτά άντοι. Τσ̑' από τότ̔ενε ν̑' ονομάνε τα βρύση Εφτακαρβελού. Το ύο έκι χωνευκικό, εφαήκαϊ εφτά άντοι. Τσ̑αι ελ̣ίε τσ̑αι κρέμμου τσ̑αι φουσκούνια, οπά π̔' είνι έχουντα οπά τα ύο.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Η εφτακαρβελού
Ήταν δυο φίλοι, πήγαιναν στην Αράχοβα, κι εκάθησαν στη βρύση. Εκειδά λοιπόν, πίνοντας νερό, είχαν και ψωμί πάρει μαζί, ποιός το είδε από πού ήταν, παλαιοί ήταν, επήγαν εκεί, εκάθησαν κάτω, ένα ψωμί, δύο ψωμιά, και πίνοντας και νερό, έφαγαν εφτά ψωμιά!
Και από τότε την ονόμασαν τη βρύση Εφτακαρβελού. Το νερό ήταν χωνευτικό, έφαγαν εφτά ψωμιά. Και ελιές και κρεμμύδι και φουσκούνια (είδος χόρτου), εκεί που υπάρχουν εκεί στο νερό.
Β. Προποντίδα
1. Βάτκα
α. Το φεγγάρ' στο πηγάδι
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 420 © Ακαδημία Αθηνών
Άα μία βοά, παλ' στο χωρίο ναμ', έχαμ' στα μεσά στο χωρίο ένα πηγάδι. Μεσάρε 'τανι λέτ'. Λιγάτσ̑ι τ' αργά πάε μία γουναίκα να βγάλει νερέ, χρειάστε, 'πο τήντα το πηγάδε όο το χωριανοί βγάζντε 'τάνι νερέ τσ̑αι ποτίζντε ' ταν τα ζά σι. Τρανά πη τα σκύβα να βγάλει νερέ, θωράτσ̑' απά' στο νερέ γυαλίζντα το φεγγάρ', ήτανι ξεστερέα. Βγαλέτσ̑' το φωνέ. - Ε, χωριανοί, εάτ' να θωράτ', το φεγγάρ' καφτώτσ̑' απέσ' το πηγάδ'! Μαζώταϊ οι χωριανοί, τσά 'ου να νι βγάλωι το φεγγάρ'; Λέω ο γνωστικότερε. - Τρεχάτ', βρε καβγία, πάρτε μια άγκουρα -ήταν̑' 'τσ̑ά κοντά α θάασσα, ήταν̑' τσ̑αι βάρτσε τραβηγμέν' στα στερέα. Αρπάτσ̑' το παλικάρ' μα̈ άγκουρα, με τα χοντρά τα τριχέα, παίν' στο πηγάδ', πάτσ̑ε νι ο γνωστικότερε, σαβουρτώτσ̑ε νι απέσ' το νερέ, α άγκουρα πλιάστε από μα̈ πέτρα τσ̑αί δε 'ταϊ πορότ' να νι τραβίτσωι. Τραβάτ' τραβάτ', φωνιάκσϊ αρμαθιαστά καμία τριανταρέα. 'Τσ̑ιά πη 'τα τραβότ', κόφτε α τριχέα, καφτώκαϊ όλ' τ' ανάσκεοα, ποό χτυπήκαϊ. Ο ένα πη ήτανι ανάσκεα θωράτσ̑' τον ανήφορε. -Α, να πη ν̑' πετάκαμ' πάλι στον ουρανέ!
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Άλλη μια φορά, πάλι στο χωριό μας, είχαμε στη μέση στο χωριό ένα πηγάδι. Μεσάρε το λέγαν. Λιγάκι το βράδυ πήγε μια γυναίκα να βγάλει νερό, χρειάστηκε, από κείνο το πηγάδι όλοι οι χωριανοί έβγαζαν νερό και πότιζαν τα ζώα τους. Έτσι που έσκυβε να βγάλει νερό, είδε πάνω στο νερό να γυαλίζει το φεγγάρι, ήταν ξαστεριά. Έβγαλε τις φωνές. - Ε, χωριανοί, ελάτε να δείτε, το φεγγάρι έπεσε μέσα στο πηγάδι! Μαζεύτηκαν οι χωριανοί, πώς να βγάλουν το φεγγάρι; Λέει ο γνωστικότερος. -Τρέξετε, βρε παιδιά, πάρτε μιαν άγκυρα -ήταν εκεί κοντά η θάλασσα, ήταν και βάρκες τραβηγμένες στη στεριά. Άρπαξε το παλικάρι μιαν άγκυρα, με τη χοντρή την τριχιά, πάει στο πηγάδι, την πήρε ο γνωστικότερος, την έριξε μέσα στο νερό, η άγκυρα πιάστηκε από μια πέτρα και δεν μπορούσαν να την τραβήξουν. - Τραβάτε, τραβάτε, φώναξαν μαζί καμιά τριανταριά. Εκεί που τραβούσαν, κόπηκε η τριχιά, πέσαν όλοι ανάσκελα, πολλοί χτύπησαν. Ό ένας που ήταν ανάσκελα, κοίταξε προς τον ανήφορο. - Α, να που το πετάξαμε πάλι στον ουρανό!
β. Οι κουτσ̆αρδόδε
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 420-421 © Ακαδημία Αθηνών
Αμπρέστα, πριν να μολ' τα Φώτα, στα σ̆πίτα̈ όλ' στο παντζάδε βάζντε 'τάνι π̔αλιούρα̈, για να μη κατεβάωι οι κουτσ̆αρδοί, ως να φωτιστώι τα νερά. Όταν εθέβαμ' να βγάμ' απέξ', άναβαμ' διαδί, φωτία, τσ̑αι έγβαιναμ' απέξ', φοζόμνοι 'τάνι, από τα φωτία τσ̑αι δε 'τα μόλτε κοντά.
Άμα 'τα τ' βρίσκοτ' δίχως φωτία τσ̑αι δεν έχ' στο χέρε τ' τίπταγκα, μπαίντε 'τάνι στα ράχη τ' τσ̑αι γυρίζντε 'ταν ως να φωνιάτσωι οι πετεινοί. Άμα' τα φωνιάζντε οι πετεινοί, τότ' αφήντε 'ταν τσ̑αι φεύντε 'τάνι.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Μπροστά, πριν να 'ρθει των Φώτων, στα σπίτια όλα, στις καπνοδόχες έβαζαν παλιούρια (αγκαθωτούς θάμνους), για να μην κατέβουν οι καλικάντζαροι, ώσπου να φωτιστούν τα νερά.
Όταν θέλαμε να βγούμε έξω (από το σπίτι), ανάβαμε δαδί, φωτιά, και βγαίναμε έξω, φοβούνταν (οι καλικάντζαροι) από τη φωτιά και δεν έρχονταν κοντά. Όταν σ' έβρισκαν χωρίς φωτιά και δεν είχες στο χάρι σου τίποτα, ανέβαιναν στη ράχη σου και γύριζαν, ώσπου να φωνάξουν οι πετεινοί. Όταν εφώναζαν οι πετεινοί, τότε (σε) άφηναν κ' έφευγαν.
2. Χαβουτσί
α. Ο άθρεπο πη χατσ' το γάιδαρεσ'
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ.425. © Ακαδημία Αθηνών
Μα̈ φολά ένα χακώ 'ταρ το γάιδαρε σ' τσ̑αι γυρεύγω 'ταρ το γάιδαρε τσ̑αι δε 'τα μπορώ ν̑' βρέσ'. 'Ποπάν' 'πο το χωρίο έντα 'τάνι μα̈ κορφά ψηλά τσ̑αι πααίνω 'ταρ σ' ετήνα ταν κορφά 'ποπίσ', να θωράει για το γάιδαρε, για νι βρέσ'. Στα στράτα πη 'τα πααίν, τραγουδώ 'ταρ. Σταυρωκώ 'ταρ ένα χωρα̈νέ σ' στα στράτα, τηνερί τραγουδώ 'ταρ.
Ρωτηκώ 'τα νι ο χωρα̈νέ σι, ψα 'σα πααίν'; -Χάκα το γάιδαρε τσ̑αι πααινόμνε να βρέσ' το γάιδαρε. -Εμ' τούνε τραγουδώ 'σα, τσα 'σα τραγουδώ, αφού 'σα χακώ το γάιδαρε; -'Πό τηανί ταν κορφά 'ποπίσ' έχω 'μα υποψία νι βρέσ' το γάιδαρε, για τήνο 'μα τραγουδώ. Τσ̑' άμα δε 'ι βρέσ' το γάιδαρε τσ̑αι γυρίσ' απ̔ίσ', τότε θα θωράει τσα λ' 'μα κράου, τσα κράματα, τσα κράψιμο 'μα φτα̈́σ'.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Ο άνθρωπος που έχασε τον γάιδαρό του
Μια φορά ένας έχασε το γάιδαρό του και ζητούσε το γάιδαρο και δεν μπορούσε να τον βρει. Πάνω από το χωριό ήταν μια κορφή ψηλή κ' επήγαινε σ' εκείνη την κορφή αποπίσω, να ιδεί για το γάιδαρο, για να τον βρει. Στο δρόμο που πήγαινε, τραγουδούσε. Αντάμωσε ένα συχωριανό του στο δρόμο, εκείνος τραγουδούσε.
Τον ρώτησε ο συχωριανός του: -Πού πας; -Έχασα το γάιδαρο και πηγαίνω να βρω το γάιδαρο. -Αμή εσύ τραγουδάς, τι τραγουδάς, αφού έχασες το γάιδαρο; -Από 'κείνη την κορφή πίσω έχω υποψία να βρω το γάιδαρο, γι' αυτό τραγουδώ. Και όταν δεν τον βρω το γάιδαρο και γυρίσω πίσω, τότε θα ιδείς τι λογής θα κλάψω, τι κλάματα, τι κλάψιμο θα κάνω.
β. Ο Χότζα για το γουναίτσε
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. Σελ. 424 © Ακαδημία Αθηνών
Ένα θέλω 'ταρ να παντρευτεί τσ̑αι παγώ 'ταρ στο Ναστραντίν χότζα το παππού σ' να ρωτήσ' νι ν̑' δώσ' γνώσ'. Ο παππού σ' πεκώ 'τα ν̑'. -Παν' σ' ετήν' το καβγί τσ̑αι ρώτα νι. Το καβγί παιζ'ντα 'ταν με το άλογο σ'. Το καβγί ήταρ ο Χότζα. Το καβγί ρώτητσ̑ε. -Τσα 'σα θέλ'; -Ο παππού τ' σάτσε μ' σ' ετίο, θέλου 'μα να παντρευτώ τσ̑αι 'κανα να μ' δώσ' γνώσ'. -Άμα παρ' κορασούλι, ξέρω 'σα τούνε. Άμα πάρ' χήρα, ξέρα τσ̑αι τήνα τσ̑αι τούνε. Άμα παρ' ζωντοχήρα…, Το καβγί χτυπήτσ̑' τ' άλογο σ' τσ̑αι φύτσ̑'.
Φωνιάτσ̑ε ν̑' ο παππού τον άθρεπο τσ̑αι ρωτήτσ̑ε ν̑': - Τσα τ' πέτσ̑'; Το καβγί, πέτσ̑ι ν̑'. - Ο άθρωπο τίπτακα δε μ' λαήτσ̑'. - Οχ', κάτ' θα τ' πέτσ̑'. Ύστερα φωνιάτσ̑' το καβγί ο παππού σ' τσ̑αι ρωτήτσ̑ε νι, τσα τ' πέτσ̑' ο άθρεπο; - Πέτσ̑ε μ' πη 'ν' θέλ' να παντρευτεί, τσ̑αι ρωτήτσ̑ε μ' τσα γουναίκα να πάρ', τσ̑' εγώνε πέκα ν̑', άμα παρ' κορασ̆ούλι, ξέρω 'σα τούνε, άμα πάρ' χήρα, ξέρα τσ̑αι τήνα τσ̑αι τούνε. Τσ̑αι άμα παρ' ζωντοχήρα, χτυπήκα το άλογό μ' τσ̑αι φύκα. Τσ̑αι τηνερί θα ν̑' αφήσ', τσα λ' αφήτσ̑ε τον πρώτε, τσ̑' ετίο.
Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική
Κάποιος ήθελε να παντρευτεί και πήγε στου Ναστραδίν Χότζα τον παππού του να ρωτήσει, να του δώσει συμβουλή. Ο παππούς του του είπε: -Πήγαινε σ' εκείνο το παιδί και ρώτησέ το. Το παιδί έπαιζε με το άλογό του. Το παιδί ήταν ο Χότζας. Το παιδί (τον) ρώτησε. - Τι θέλεις; - Ο παππούς μ' έστειλε σ' εσένα, θέλω να παντρευτώ, και ήρθα να μου δώσεις συμβουλή. - Άμα πάρεις κορίτσι, (είπε ο Χότζας), ξέρεις εσύ (τι να κάνεις)! Άμα πάρεις χήρα, ξέρει κ' εκείνη κ' εσύ. Άμα πάρεις ζωντοχήρα… Το παιδί χτύπησε το άλογό του κ' έφυγε.
Τον φώναξε ο παππούς τον άνθρωπο και τον ρώτησε. - Τι σου είπε; Το παιδί, του είπε. - Ο άνθρωπος τίποτα δεν μου είπε. -Όχι, κάτι θα σου είπε! Ύστερα φώναξε το παιδί ο παππούς του και το ρώτησε: -Τι σου είπε (εκείνος) ο άνθρωπος; -Μου είπε πως θέλει να παντρευτεί και με ρώτησε τι γυναίκα να πάρει, κ' εγώ του είπα, άμα πάρεις κορίτσι, ξέρεις εσύ, άμα πάρεις χήρα, ξέρει κ' εκείνη κ' εσύ. Και άμα πάρεις ζωντοχήρα, χτύπησα το άλογό μου και έφυγα: Κ' εκείνον θα τον αφήσει, όπως άφησε τον πρώτο, (θ' αφήσει) κ' εσένα.