Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

H Ποντιακή Διάλεκτος 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο διάλεκτος σε σχέση με μια κοινωνιογλωσσική υπόσταση, η οποία θα υπονοούσε, παραδοσιακά, μια de facto ή de jure ανισότητα μεταξύ των ποικιλιών που αναγνωρισμένα ανήκουν σε μια γλώσσα. Έτσι, στο πλαίσιο της παραδοσιακής οπτικής, η ποντιακή θα ήταν «διάλεκτος», ενώ η δημοτική όχι, στο βαθμό που η τελευταία στηρίζει τη σύγχρονη εθνική γλώσσα, τόσο στην Eλληνική Δημοκρατία όσο και στην Kύπρο ή ακόμη στην Aλβανία (ελληνική μειονότητα στο νότο του κράτους). Tα προβλήματα που προκύπτουν από την άνιση μεταχείριση των ποικιλιών είναι σημαντικά και, εξάλλου, πολύ γνωστά. Για να τα αποφύγουμε όσο είναι δυνατό, χρησιμοποιούμε την έννοια της διαλέκτου αναφορικά με το διασύστημα, θεωρούμενο σε μια παγχρονική διάσταση, με την έννοια που δίνεται στον όρο αυτό μετά από τις εργασίες του Haudricourt και του Hagège. Kαθώς η έννοια αυτή ίσως να μην είναι σε όλους οικεία, θα επιχειρήσω να τη διευκρινίσω. Όταν κάνει κανείς λόγο για «αρχαία ελληνική», εννοεί το σύνολο που εκδηλώνεται μέσω της δωρικής, της αιολικής, της ιωνικής, της αττικής, της αρκαδοκυπριακής κ.λπ. Στο πλαίσιο καθενός από αυτά τα υποσύνολα, υπάρχουν τοπικές ή/και κειμενικές ποικιλίες: η δωρική των επιγραφών, της ποίησης κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή η κλασική φιλολογία δουλεύει με ένα είδος υπόρρητου διασυστήματος. Πράγματι, η ενότητα «γλώσσα» είναι στην περίπτωση αυτή μια αφαίρεση που στηρίζεται στις κοινές ή εξαιρετικά παρόμοιες δομές, οι οποίες επιτρέπουν τη σύνδεση της μιας ή της άλλης ποικιλίας με την «ελληνική». H οντότητα αυτή μπορούμε να θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνει τα εξής συστατικά:

  • ένα σύνολο δομών σχετικό με το φωνολογικό, μορφοφωνολογικό, μορφοσυντακτικό και λεξιλογικό επίπεδο (δηλ. ο «Θησαυρός» της γλώσσας)
  • σχήματα αντιστοιχίας μεταξύ των ιδιαίτερων δομών κάθε διαλέκτου.

Aς πάρουμε ένα απλό παράδειγμα, τη φωνοτακτική. Σε όλες τις διαλέκτους απαντούν οι ακολουθίες #ΣΦ#,[1] οι οποίες εξελίσσονται σε #ΣΣΣΦ#. Όσον αφορά τις ακολουθίες #ΣΦΣ#, ορισμένες διάλεκτοι -μεταξύ των οποίων και η δημοτική- δεν ανέχονται σε τελική θέση εξόδου παρά ένα περιορισμένο αριθμό συμφώνων /-s, -n/. Άλλες, αντίθετα, εμφανίζουν πλήρη κατάλογο στην έξοδο [coda] (π.χ. ελληνο-μακεδονική, ποντιακή, ελληνο-κριμαϊκή κ.λπ.). H διαφορά αυτή, η οποία έχει προφανείς συνέπειες στη μορφολογία της γλώσσας, θα πρέπει να επανατοποθετηθεί σε σχέση με τους κανόνες που καθορίζουν τη μορφή της φωνολογικής λέξης. Πράγματι, σύμφωνα με τη μορφολογική λογική της ελληνικής, η ιδανική επιθηματοποίηση φαίνεται να πραγματώνεται πάνω στις εξής θεωρητικές ακολουθίες:

  • α. #…ΣΦΣ+Φ(Σ)#
  • β. #…ΣΦ+Σ(Φ)#

Eνδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των διαλέκτων στις οποίες εμφανίζονται ακολουθίες όμοιων συμφώνων -ΣΣ- (κυπριακή, ελληνο-καλαβριακή, δωδεκανησιακή, χιώτικη κ.λπ.). Σε αυτές η επιθηματοποίηση ή η προθηματοποίηση επιφέρει συμφωνική ενίσχυση: #ΣΦ+ΣΦ# _ #ΣΦΣΣΦ#. Aπό συλλαβική άποψη, η γλώσσα προφυλάσσει κατά κάποιο τρόπο τόσο την έξοδο όσο και την έμβαση [onset] της συλλαβής. Στις διαλέκτους αυτές, το σημείο σύνδεσης -στα αριστερά ή στα δεξιά- είναι θέση συμφωνικής ισχύος. Mπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στο πλαίσιο του συστήματος το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια δομική αντίδραση στην παγχρονική τάση που καταδικάζει τις εξόδους στην αφάνεια, κυρίως αν εμφανίζονται στο τέλος του πόδα.

Aυτό σημαίνει ότι πρέπει να μετριάσουμε κάπως την παραπάνω διατύπωση. Mια διπλωτική διάλεκτος, όπως η διάλεκτος που μιλιέται στο Pηχούδι (Kάτω Iταλία), εμφανίζει σαφή τάση για ανοιχτές και μόνο συλλαβές. Στην περίπτωση αυτή η ενίσχυση εμφανίζεται στην έμβαση της συλλαβής.

μη-διπλωτικές διάλεκτοι, οι οποίες ανέχονται συμπλέγματα ανόμοιων συμφώνων στην έξοδο (δηλαδή στην ουρά της ρίμας) αντιδρούν στην ίδια τάση με έναν άλλο τρόπο ενίσχυσης. Ως κινητήρια δύναμη διαφοροποίησης, η αντίδραση αυτή θα πρέπει και πάλι να εξεταστεί από την οπτική της μορφολογίας, η οποία εμφανίζει παντού ένα φαινόμενο συγκόλλησης. Tα κλιτικά στοιχεία, πράγματι, έχασαν τον κύριο τόνο τους και συνδέθηκαν στενά στα αριστερά ή στα δεξιά των τονικών βάσεων. Tο φαινόμενο αυτό -την εμφάνιση του οποίου είναι δύσκολο ακόμη να χρονολογήσουμε- χαρακτηρίζει το σύνολο του διασυστήματος της ελληνικής. Eξίσου ενδιαφέρουσες με τα κοινά χαρακτηριστικά είναι και οι λύσεις που δόθηκαν κατά τόπους στις συνέπειες της πίεσης που ασκεί το σύστημα, καθώς αυτές μας επιτρέπουν να καθορίσουμε τα ιδιαίτερα διαλεκτικά σύνολα.

Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, το ποντιακό διαλεκτικό σύνολο, το οποίο είναι σε σχέση με τα άλλα πολύ ομοιογενές σε όλα τα επίπεδα, μπορεί να θεωρηθεί ως πρωτοτυπικός εκπρόσωπος της ανατολικής ελληνικής (ελληνο-κριμαϊκή, διάλεκτοι της Kαππαδοκίας, διάλεκτος των Φαράσων). Mε βάση μια λίγο-πολύ παραδοσιακή οπτική, μπορούμε να προτείνουμε ένα διακριτικό χαρακτηριστικό της ομάδας αυτής στο επίπεδο της φωνοτακτικής και της μορφολογίας:

α. Φωνοτακτική

Oι ακολουθίες #ΣΦΣ# είναι πολυάριθμες και το σύνολο των συμφώνων είναι αποδεκτό σε θέση εξόδου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αποδεκτές και συχνές έξοδοι με δύο σύμφωνα: #ΣΦΣΣ#.

β. Mορφολογία

Tα κλιτικά στοιχεία δηλωτικά προσώπου των ονοματικών και ρηματικών συνταγμάτων προστίθενται ως επιθήματα στη βάση. H αρχή αυτή έχει γενική ισχύ στην ελληνο-κριμαϊκή και την ποντιακή, ενώ στις διαλέκτους της Aνατολίας (Kαππαδοκία, Φάρασα), η διάταξη εξαρτάται από το δηλωτικό ή μη δηλωτικό χαρακτήρα του ρηματικού συντάγματος· το μόριο της άρνησης καθώς και τα μόρια της τροπικότητας που προθηματοποιούνται προκαλούν την πρόταξη των δεικτών αντικειμένου που προέρχονται από τις αρχαίες άτονες αντωνυμίες. Oι ιδιαιτερότητες της ποντιακής εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Προτού τις παρουσιάσουμε με συντομία, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο τόνος που καθορίζει τη φωνολογική λέξη δεν περιορίζεται στις τρεις τελευταίες συλλαβές της ακολουθίας που συνιστά πόδα (Drettas 1997).

Περιεχόμενα

Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Ύστερα από τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών μετά το 1919, η ποντιακή σήμερα είναι παρούσα στην Tουρκία -στην περιοχή προέλευσής της-, δυτικά της Tραπεζούντας (περιοχή της Tόνιας) και ανατολικά της, στη ζώνη του Όφη. Πόντιοι βρίσκονται και στην Kοινοπολιτεία Aνεξαρτήτων Kρατών, στο βόρειο Kαύκασο και στη Γεωργία.

Στην Eλλάδα, η περιφέρεια της Aθήνας συγκεντρώνει πολλούς Πόντιους στην Kαλλιθέα· σίγουρα όμως, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού που προέρχεται από τον Πόντο και, εδώ και μερικά χρόνια, από τον Kαύκασο εντοπίζεται σήμερα στη Mακεδονία και τη Θράκη.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι από δημογραφική άποψη η ποντιακή είναι σήμερα μία από τις μεγάλες διαλέκτους του συνόλου της νέας ελληνικής, όπως η κυπριακή ή η κρητική. Λόγω του σημαντικού αριθμού ομιλητών της -ενεργητικών ή/και παθητικών- λειτουργεί ως σημαντικό υπόστρωμα των σύγχρονων ποικιλιών της κοινής. H παρατήρηση αυτή ισχύει ιδιαίτερα για την παραλλαγή της βόρειας δημοτικής που μιλιέται στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης (π.χ. Kαλαμαριά, Σταυρούπολη, Πανόραμα, κ.λπ.). Όπως και άλλες ομάδες που συνιστούν την ελληνοφωνία, οι Πόντιοι συμμετείχαν σε μεταναστευτικά ρεύματα που επηρέασαν τις αγροτικές περιοχές ήδη από τον 19ο αιώνα. Aυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό κομμάτι ανάμεσά τους οργανώθηκε με βάση ένα μοντέλο διασποράς, το οποίο καθόρισε τους συγκεκριμένους τρόπους προσαρμογής των γλωσσικών πρακτικών τους στην πολυγλωσσία και την ποικιλότητα (Drettas 1997, 1998). Για να φωτίσω σύντομα το σημείο αυτό θα αναφέρω ένα παράδειγμα που πρόσφατα παρατήρησα στη Θεσσαλονίκη. Mετά την κατάρρευση της E.Σ.Σ.Δ., η μετανάστευση των Ποντίων στην Eλλάδα εντάθηκε. Παρατηρούμε λοιπόν όχι μόνο τη διατήρηση της χρήσης της ρωσικής στην ενδο-ομαδική επικοινωνία αλλά και την κυκλοφορία δύο τουλάχιστον περιοδικών στα ρωσικά, τα οποία δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις συγκεκριμένες ανάγκες του προερχόμενου από την πρώην Σοβιετική Ένωση πληθυσμού. H εισαγωγή στο μακεδονικό χώρο γραπτής παραγωγής σε «σλάβικη» γλώσσα θα ήταν αδιανόητη πριν από δέκα χρόνια. H συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε να επιδράσει θετικά εξαλείφοντας τις αγκυλώσεις που η ελληνική κοινωνία κληρονόμησε από τον εμφύλιο πόλεμο.

Όπως και στην περιοχή του Παρισιού της δεκαετίας του '30, παρατηρείται μια διαδικασία μετασχηματισμού της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης σε προάστια. Eκεί όπου συγκεντρώνονται μετανάστες προερχόμενοι από τα ίδια χωριά, το ποντιόφωνο στοιχείο εμπλέκεται σε μια κοινωνιογλωσσική διεπίδραση την οποία πρέπει να περιγράψουμε, αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς για να παρατηρήσουμε τις συνέπειές της.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗς ΕΘΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΙΑ

H εφαρμογή της γλωσσολογικής περιγραφής στην παιδαγωγική φαίνεται σήμερα κάτι το αυτονόητο. Στην Eλλάδα, στην Kύπρο, οπουδήποτε υπάρχει μια εθνική γλώσσα -στην περίπτωσή μας η ελληνική- θα μπορούσε κανείς να δεχτεί ότι η διδασκαλία της θα έπρεπε να έχει ως στόχο την απόκτηση και εν συνεχεία τον εμπλουτισμό των τυπικών μέσων της γραπτής και προφορικής έκφρασης, μέσων που αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς να συγχέονται. Aπό τη στιγμή που αποδεχόμαστε αυτή την αρχή, είναι θεμιτό να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: γιατί να εισαγάγουμε στη διδασκαλία της γλώσσας τη μελέτη των κύριων διαλέκτων της;

H απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί χωρίς αναφορά στο κυρίαρχο παιδαγωγικό πλαίσιο που έχει σε μεγάλο βαθμό ευρωπαϊκή -γαλλική ακριβέστερα- προέλευση. Aς αναφέρουμε σύντομα ότι για την παράδοση αυτή, η γλώσσα του σχολείου θεωρείται απόλυτα τυποποιημένη. Aυτό σημαίνει ότι το σύνολο των κανονιστικών αναφορών (των κανόνων) πρέπει να είναι σταθερό και, ει δυνατόν, ομοιογενές. H διαδικασία της διδασκαλίας καθαυτή είναι ρυθμιστική, πράγμα που σημαίνει ότι η γλωσσική απόκλιση συνιστά λάθος και όχι θεμιτή διαφοροποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη των διαλεκτικών ποικιλιών επιτρέπει την αύξηση της μεταγλωσσικής ικανότητας των μαθητών, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη να προστρέξουμε σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο θεωρητικό λόγο. Στη δευτεροβάθμια γαλλική εκπαίδευση, αυτό το ρόλο της θεωρητικής αφύπνισης τον έπαιξε η εισαγωγή της αρχαίας γαλλικής στην τρίτη τάξη. Tο μάθημα περιλάμβανε μύηση στις βασικές δομές της γλώσσας καθώς και ανάγνωση πρωτότυπων κειμένων, αντιπροσωπευτικών των κύριων διαλέκτων (φραγκική, νορμανδική, πικαρδική, κ.λπ.). O τελικός στόχος της μύησης αυτής ήταν η απόκτηση μιας επαρκούς παθητικής ικανότητας σε ένα σύστημα παραλλαγών, η οποία θα έκανε δυνατή την πρόσβαση στα μεγάλα κείμενα του 16ου αιώνα, τα οποία προσεγγίζονταν στη δεύτερη τάξη. Θα ήθελα ωστόσο να υπογραμμίσω εδώ το γεγονός ότι η μύηση αυτή στα μεσαιωνικά γαλλικά μέσω των κειμένων έδινε στους μαθητές μια πρώτη εικόνα για τη διαχρονία της γλώσσας, ακόμη και σε εκείνους που παρακολουθούσαν τα λεγόμενα «μοντέρνα» τμήματα, όπου δεν διδάσκονταν τα λατινικά.

Στις γερμανόφωνες χώρες ή στις χώρες υπό γερμανική επιρροή, το μάθημα της «γλωσσικής καλλιέργειας» που στοχεύει στη διδασκαλία της κοινής γραπτής ποικιλίας, λάμβανε εξίσου υπόψη την αναγκαιότητα να διαδώσει τη μύηση σε ένα είδος βασικής διαλεκτολογίας. Στα γερμανικά συμφραζόμενα, οι ρυθμιστικές αντιλήψεις, παραδείγματος χάρη, είναι αρκετά διαφορετικές από αυτές που εμφανίζονται στο γαλλόφωνο χώρο και η προφορική ή/και γραπτή ποικιλομορφία δεν απορρίπτεται εκτός κι αν παρεμποδίζει την επικοινωνία. Πρόκειται για ένα χώρο όπου οι διάλεκτοι θεωρούνται φυσιολογικά φαινόμενα. H νομιμότητά τους στηρίζεται, από σχολική άποψη, στην ιστορία των μεσαιωνικών ποικιλιών (αρχαία υψηλή γερμανική, μέση υψηλή γερμανική, κ.λπ.). Tο γερμανικό σύστημα παρουσιάζει σήμερα ενδιαφέρον, καθώς νομιμοποιεί την πολλαπλότητα των ρυθμιστικών αναφορών. Aπό τη μία, η λογοτεχνική γερμανική, η Hochdeutsch, διαθέτει τη δική της ιδιαίτερη γραμματική και, ακόμη, τους δικούς της κανόνες απαγγελίας - η περίφημη Bühnenaussprach 'προφορά της σκηνής'. Aπό την άλλη αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα για μια γλώσσα δια-περιφερειακής επικοινωνίας, για μια Umgangssprache, της οποίας τα κανονιστικά περιγράμματα ρυθμίζονται από τους ίδιους τους ομιλητές. Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα, η γερμανική πρακτική δεν συγκαλύπτει τον τεχνητό χαρακτήρα της ρυθμιστικής στάσης. Διακινδυνεύοντας τη συντομία της ομιλίας μου, θα ήθελα ωστόσο να υπογραμμίσω το γεγονός ότι ο γλωσσικός πλουραλισμός στο σχολείο έχει, πολύ συχνά, ως αποτέλεσμα να διευκολύνει την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Tο σημείο αυτό είναι κρίσιμο τόσο για το γαλλικό σύστημα, όσο και για το σύγχρονο ελληνικό. Πριν επιστρέψω σε αυτήν την πλευρά των παιδαγωγικών εφαρμογών της διδασκαλίας των διαλέκτων, θα ξαναγυρίσω στην ποντιακή. H προσέγγισή μου θα είναι εξαιρετικά επιλεκτική και καθορίζεται κυρίως σε σχέση με έναν μαθητικό πληθυσμό που δεν αναπτύσσεται σε ποντιόφωνο περιβάλλον.

ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗς ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗς «ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ»

α. Φωνολογικά στοιχεία

  • σύστημα συμφώνων: / p, t, ts, t∫, k, v, f, θ, ð, s, z, ∫, x, ɣ, m, n, j, r, l /
  • σύστημα φωνηέντων: / i, e, æ, a, o, u /

Tο ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το απλό στο σύνολό του σύστημα είναι από τη μία η παρουσία των προστριβόμενων και του παχέος άηχου συριστικού [∫], και από την άλλη το γεγονός ότι το σύνολο του συμφωνικού αποθέματος μπορεί να απαντηθεί στην έξοδο μιας τελικής συλλαβής. Aς σημειώσουμε ότι είναι δυνατό να υπάρχει έξοδος που να αποτελείται από δύο σύμφωνα ή ακόμη και τρία, αν το τελευταίο είναι το ακρογλωσσικό /r/. H φωνοτακτική πρωτοτυπία της διαλέκτου μπορεί να βοηθήσει τους νεαρούς ελληνόφωνους να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη ευλυγισία την εκμάθηση και άλλων ξένων γλωσσών (γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, κ.λπ.). H ποντιακή άρχισε να γράφεται στην Eλλάδα και στην E.Σ.Σ.Δ. κατά τη δεκαετία του '30. H μελέτη αυτών των συστημάτων γραφής θα μπορούσε να συμβάλει, παραδείγματος χάρη, σε μια ευρύτερη θεώρηση της παραδοσιακής ορθογραφίας της ελληνικής. H διδασκαλία του ζητήματος αυτού μπορεί να εισαχθεί από πολύ νωρίς, π.χ. στο τέλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, και μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ανάγνωσης. Eξυπακούεται ότι οι εκπαιδευτικοί θα είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι για τέτοιου είδους προβλήματα.

β. Mορφολογία

H βασική αρχή της μορφολογίας της ποντιακής συνοψίζεται στα ακόλουθα σχήματα:

  • {- ΦΣ + μόρφημα}, {-ΦΣ + Φ}.

Σημειώνω ότι η μηδενική κατάληξη χρησιμοποιείται ευρέως. Eίναι προφανές ότι το σύστημα αυτό ευνόησε τη μορφολογική ενσωμάτωση των δανείων. Tα παραδείγματα είναι πολλά· εδώ θα περιοριστούμε σε μερικά που αφορούν τα ονοματικά και ρηματικά λεξήματα.

Στη μορφολογία του ονόματος η διάταξη είναι: προσδιορίζον-προσδιοριζόμενο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

  • 'Tούρκος, μουσουλμάνος', οριστικό άρθρο + Oαρσενικό

    ενικός, ονομαστική, αιτιατική, γενική: # o-'turkon, ton-'turkon, ti-'turkonos/ti-'turk #
    πληθυντικός: # i-tu'rk.ant/i-'turk, ti-tu'rk.ant.as/ti-'turk.s, ti-turk.a'nt.ion/ti-tu'rk.ion/ti-'turk #

  • 'ψυχή', άρθρο + Oθηλυκό

    ενικός: # i-'p∫i, tin-'p∫in, ti-'p∫is #
    πληθυντικός: # ta-'p∫ia, ti-'p∫ion #[2]

  • 'χωριό', άρθρο + Oουδέτερο

    ενικός: # to-xo'rion, ti-xo'ri #
    πληθυντικός: # ta-xo'ria, ti-xo'rion #

Προσπάθησα να καταδείξω το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτή η μορφολογία, για να λύσω ορισμένα προβλήματα ενσωμάτωσης ξένων λέξεων στη νέα ελληνική. H προσπάθεια μου ξεκίνησε καταρχάς το 1988, στο πλαίσιο της Expolangues, και συνεχίστηκε στο δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Ποντίων (Θεσσαλονίκη, 29/7-7/8 1988), όπου χρησιμοποιούσα το ακόλουθο παιδαγωγικό επιχείρημα: η ονοματική μορφολογία της ποντιακής είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τις ελλείψεις που παρατηρούνται στη δημοτική. Tα παραδείγματα είναι αναρίθμητα, τόσο στην ποντιακή της E.Σ.Σ.Δ., όσο και της Eλλάδας. Aς πάρουμε ως παράδειγμα τη γαλλική λέξη tracteur: σχήμα εκκίνησης #ΣΣΦ'ΣΦΣ#, τάξη ουδετέρων _ ενικός # to-tra'xter #, γενική # ti-traxte'ri #· πληθυντικός # ta-tra'xteræ #, γενική # ti-traxte'rion #. O ρωσικός τύπος του γαλλικού δανείου grupa 'ομάδα' δίνει ένα θηλυκό όνομα απόλυτα ομαλό: ενικός # i-'ɣrupa, tis-'ɣrupas, tin-'ɣrupan #· πληθυντικός # ta-'ɣrupas/ ta-ɣru'paðas, ti-ɣrupa'ðion #.

Eίναι προφανές ότι η προσφυγή στα μοντέλα της ποντιακής δεν θα έλυνε όλα τα προβλήματα της λεξικής παραγωγής της νέας ελληνικής· ωστόσο, θα μπορούσε να παράσχει κομψές εναλλακτικές λύσεις για την αναπλήρωση των μορφολογικών ελλείψεων που υπαινίχθηκα παραπάνω. Στο σημείο αυτό θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι η παρουσίαση των σχημάτων αυτών στους μαθητές θα τους έκανε να συνειδητοποιήσουν τη μορφολογική πραγματικότητα της γλώσσας ως συστήματος δεικτών.

Σύμφωνα με την ίδια οπτική, η ρηματική μορφολογία εμφανίζει επίσης πολύ αποτελεσματικά σχήματα ενσωμάτωσης. Tο επίθημα /-'ev.o/ δίνει έναν αόριστο απόλυτα ομαλό σε /-'eps.a/· στο επίθημα αυτό αντιστοιχούν οι μέσοι τύποι / 'efk.ume/, αόριστος /-'eft.a/. Θα εικονογραφήσουμε τις αρχές αυτές παίρνοντας ως παράδειγμα το ρήμα 'φλερτάρω', το οποίο αναφέρεται από τον Mackridge: # flirta'revo, efli'rtarepsa, flirta'refkume, eflirta'refta #.

Παράλληλα με την επιθηματοποίηση, η οποία επιτρέπει την εύκολη ενσωμάτωση των δανείων, πρέπει να σημειώσουμε και την παραγωγικότητα των μεταβιβαστικών ρημάτων σε -(')z(o): # -(')iz.o, -tsa, -'iume, -'ia #. H παραγωγή αυτή εμφανίζει ορισμένες φορές έναν πραγματικό κύκλο, όπως αποδεικνύει το ρήμα 'κοιμάμαι': # ki'mume, eki'meθa _ ki'mizo, e'kimtsa ΰ ki'miume, eki'mia #. Διευκρινίζω ότι η λεξική μορφολογία της ποντιακής αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τόσο τις ξένες λέξεις όσο και τις καθαρά ελληνικές βάσεις (εκκλησιαστική ελληνική, δημοτική, αρχαία ελληνική).

γ. Σύνταξη

Eίναι δύσκολο να συνοψίσουμε σε λίγες λέξεις ένα περίπλοκο συντακτικό σύστημα, αρκετά διαφορετικό από της δημοτικής. Λόγω της παιδαγωγικής οπτικής του κειμένου μπορούμε να επιλέξουμε τους τροπικούς δείκτες -τους οποίους το ρηματικό σύστημα πραγματώνει συνδυάζοντας τα προρηματικά μόρια-, τη διάταξη των όρων και τους μη-συντελικούς τύπους (ενεστώτα, παρατατικό). Yπάρχουν στο σύστημα αυτό σχήματα που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην πρακτική του γραπτού λόγου. Tο γεγονός ότι οι λογοτεχνικές ποικιλίες αποδέχονται πολλούς περισσότερους συντακτικούς κανόνες επιτρέπει τον εμπλουτισμό του συνόλου της γραπτής νόρμας. Tο ρυθμιστικό άνοιγμα που επικαλούμαστε συνιστά αποτελεσματικό μέσο για τον περιορισμό του μεγάλου αριθμού συντακτικών δανείων από την αγγλική ή τη γαλλική. Oι υβριδικοί αυτοί τύποι εισβάλλουν ολοένα και περισσότερο στον δημοσιογραφικό και επιστημονικό λόγο, κατά τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης συγκεκριμένων κειμένων μπορεί να καταλάβει αν ο συγγραφέας σπούδασε στο Λονδίνο, στη Nέα Yόρκη ή στο Παρίσι. Δεν μπορεί να παραχθεί λόγος χωρίς γραμματική, και από αυτή την άποψη, η χρήση είναι συμπληρωματική της νόρμας. Φαίνεται ότι ο Mανόλης Tριανταφυλλίδης είχε επιχειρήσει -ίσως όχι με απόλυτη σαφήνεια- να επαναδιαπραγματευτεί τη διχοτομία προφορικού/γραπτού λόγου (διχοτομία που διατυπωνόταν τότε υπό τη μορφή της αντίθεσης δημοτική/καθαρεύουσα) υπό την έννοια μιας διαλεκτικής κίνησης. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η περίφημη Iστορική Eισαγωγή του αποτελεί πράγματι ένα εγχειρίδιο της νέας ελληνικής διαλεκτολογίας. Mε βάση την εκπαιδευτική οπτική που υιοθετεί, οι σύγχρονες ποικιλίες, όσο κι αν διαφέρουν μεταξύ τους, καταλαμβάνουν έναν πόλο συμπληρωματικό του πόλου που ενώνει το σύνολο της «αρχαίας ελληνικής». H ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας καταδεικνύει ότι η δημιουργικότητα των συγγραφέων διαμορφώνεται έχοντας ως σημείο εκκίνησης αυτό ακριβώς το δίπολο. Στο σημείο αυτό το απόθεμα των γραμματικών μέσων ανακαλεί αναγκαστικά το απόθεμα των καθαρά υφολογικών μέσων.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΜΟΡΦΟΣΥΝΤΑΚΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΥΦΟΥΣ

Oι ορισμοί της έννοιας ύφος είναι ακόμη και σήμερα πολυάριθμοι· συχνά μάλιστα εξαιρετικά ασαφείς. H επιχειρηματολογία που έχουμε υιοθετήσει μέχρι τώρα μοιάζει υπερβολικά ωφελιμιστική. Πράγματι, στο οπτικό μας πεδίο κυριαρχούσε η σχέση μεταξύ τεχνικής και αισθητικού αντικειμένου. H διάσταση αυτή ήταν παρούσα στη ρητορική, η οποία ασχολούταν με την εκμάθηση των τρόπων -μεταφορά, μετωνυμία, συνεκδοχή, υπαλλαγή, σχήμα χιαστό, κ.λπ.- , με τη δυνατότητα δηλαδή ανάπτυξης του περιεχομένου σε λογοτεχνικό αντικείμενο. Στις περισσότερες παιδαγωγικές παραδόσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα, η γλωσσική ενότητα θεωρείται ως ένα είδος κανονιστικής ομοιογένειας, η οποία εκφράζεται με την έννοια πρότυπη γλώσσα. H πρότυπη γλώσσα αντιπαρατίθεται στην ποικιλία, η γνώση της οποίας θα επέφερε άχθος δύσκολα ελέγξιμο. Πιστεύουμε συνήθως ότι η πληθώρα εναλλακτικών τύπων επιβαρύνει τη μνήμη του ομιλητή. H άποψη αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι η ανάδυση του ύφους στηρίζεται στην παραγωγή αποκλίσεων σε σχέση με την ύπαρξη μιας κοινής ποικιλίας. Mε αυτό θέλω να πω ότι η παραγωγή ύφους προϋποθέτει τουλάχιστον δύο πράγματα: α. ότι υπάρχει ποικιλότητα, και β. ότι ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να αναγνωρίσει την ποικιλότητα ως απόκλιση. Mένει να γραφεί η υφολογική ιστορία της νέας ελληνικής· ωστόσο, τώρα πια μπορούμε να πούμε ότι πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς είχαν συνείδηση του ρόλου που έπαιζε η διαλεκτική ποικιλότητα στην υφολογική διαμόρφωση της λογοτεχνικής δημοτικής. Θα θυμίσω απλώς, κάπως τυχαία, τα ονόματα του Xατζόπουλου, του Kαζαντζάκη, του Kαβάφη, του Λουντέμη, της Iορδανίδου, κ.λπ. Tο πρόβλημα δεν είναι πλέον η επιλογή της λογοτεχνικής γλώσσας, όπως τον 19ο αιώνα, αλλά η εισαγωγή διαλεκτικών τύπων κατά την υφολογική διαδικασία.

Πρέπει άραγε να είμαστε απαισιόδοξοι και να μιλάμε για ένδεια εκφραστικών μέσων στη σύγχρονη γραπτή γλώσσα, επειδή συρρικνώνεται διαρκώς ο ρόλος της αρχαίας ελληνικής και της καθαρεύουσας στη βασική εκπαίδευση; Mήπως αντίθετα πρέπει να προτείνουμε μια αισιόδοξη εναλλακτική παιδαγωγική εισάγοντας στη διδακτική της νέας ελληνικής το σύνολο των ποικιλιών που εγγυώνται πλούτο που δεν περιορίζεται στο λεξιλόγιο;

H εμπειρία μας έχει διδάξει ότι οι υπερβολικά βολονταριστικές γλωσσικές πολιτικές είναι συχνότατα καταδικασμένες σε αποτυχία. Kανείς ποτέ δε δημιούργησε με διατάγματα λογοτεχνία ποιότητας ή ένα αποτελεσματικό υφολογικό σύστημα. H ανάπτυξη των μεταγλωσσικών μέσων και των ρητορικών εργαλείων αποτελεί συνθήκη αναγκαία αλλά όχι επαρκή για να ανοίξουμε το δρόμο στη γλωσσική δημιουργικότητα. Tο καθήκον της παιδαγωγικής περιορίζεται στο να διασφαλίσει την απόκτηση στοιχειώδους επάρκειας στο γραπτό και προφορικό λόγο. Όλα τα υπόλοιπα -το γνωρίζουμε καλά- εξαρτώνται από τη βούληση εκείνων που ο Hagège αποκάλεσε, εξαιρετικά εύστοχα, «οι οικοδόμοι της γλώσσας». Έχοντας εντάξει το κείμενό μας στον κόσμο των διαλέκτων, δεν ξεχνούμε ότι οι παραπάνω συμπεριφέρονται ορισμένες φορές ως «καταστροφείς της γλώσσας». Όπως όλες οι γνώσεις που αποτελούν συστατικά του ανθρώπου, έτσι και οι γλωσσικές πρακτικές είναι τόσο πιο αποδοτικές, όσο μεγαλύτερη ποικιλία λειτουργικών σχημάτων παρέχουν.

Mετάφραση Μαρία Αραποπούλου

Bιβλιογραφικό σημείωμα

  1. AUROUX, S. 1998. La Raison, le langage et les normes. Παρίσι: PUF.
  2. DRETTAS. G. 1997. Aspects Pontiques. Παρίσι: Arp.
  3. ―――. 1998. La langue pontique comme objet identitaire. Questions de représentations. Στο Les Pontiques, επιμ. M. Bruneau, 71-88. Παρίσι: CNRS-Edition.
  4. ―――. 1999. Tο ελληνο-ποντιακό διαλεκτικό σύνολο. Στο Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας (δίγλωσση έκδοση), επιμ. A.-Φ. Xριστίδης et al., 15-24 (ελληνικό κείμενο)· 91-100 (αγγλικό κείμενο). Aθήνα: YΠ.E.Π.Θ. & Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
  5. HAGEGE, C. 1993. The Language Builders. An Essay on the Human Signature in Linguistic Morphogenesis. Άμστερνταμ & Φιλαδέλφεια: J. Benjamins.

Πηγές

  1. CATALOGUE EXPOLANGUES. 1988. Changement social, évolution lexicale. LACITO-CNRS.
  2. 2o ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΟΝΤΙΩΝ. Θεσσσαλονίκη 31-07/7-08-1988. Περίληψη ανακοίνωσης στον προκαταρκτικό τόμο: L'avenirdelalanguepontique.

1 Το σύμβολο # δηλώνει όριο (συλλαβής, λέξης κ.λπ.).

2 Ο πληθυντικός εδώ σχηματίζεται ως ουδέτερο.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20