ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άλλες Κριτικές
- Α. Παπανδρέου: Αυγή, 12/9/76
- Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου & Ελένη Καρατζόλα: Γλωσσικός Υπολογιστής 2(1-2)
- Εμμ. Κριαράς: Οι επιφυλλίδες του Βήματος, 15/02/78
- Φ. Κλεάνθης, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Σταματίου: ΤΑ ΝΕΑ - Γράμματα - Βιβλίο
- Μίμης Σουλιώτης: «ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.10.1994
- Β. Φόρης: Καθημερινή, 24/3/1962
- Β. Δ. Φόρης: Καθημερινή, 23/03/62
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις.
Κώστας Κανάκης
Β. Φόρης: Καθημερινή, 24/3/1962
Β. Φόρης (του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)
Γλωσσικά και Εκπαιδευτικά: Το «Πολιτικό ζήτημα» και το καθήκον όλων μας
Είδαμε πως η Γραμματική, η «Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής)», γράφτηκε στα 1938-40, δηλαδή επί Μεταξά. Το τύπωμά της όμως έκλεισε μόνο τον Ιούνιο του 1941, και τότε ήμασταν σκλαβωμένοι. Είναι και τούτο ένας από τους λόγους που την έκαμαν να μείνη ο μεγάλος άγνωστος. Αλλά ήρθε η απελευθέρωση και από τότε, 18 χρόνια, η Γραμματική του κράτους ―του δικτατορικού― δεν αναγνωρίστηκε από καμιά κοινοβουλευτική Κυβέρνηση. Έτσι από την ίδια την προέλευσή της η Γραμματική θέτει από τα 1944 ένα μεγάλο και ιδιότυπο πολιτικό ζήτημα. Το ότι το ζήτημα είναι μεγάλο, θα το ομολογήση ο καθένας. Η ιδιοτυπία του βρίσκεται στο ότι δεν είναι από τα γνωστά «πολιτικά ζητήματα» που συχνά οι αντιπολιτεύσεις θέτουν στα δημοκρατικά καθεστώτα. Το πολιτικό ζήτημα που θέτει η Γραμματική είναι πολιτικό με διπλή έννοια: το θέτει και στην πολιτεία και στους πολίτες! Κόρη μιας δικτατορίας, αλλά και τέκνο της επιστήμης και της ορθοφροσύνης και συνάμα ανθρώπων που δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική, και πάλι ανθρώπων δημοκρατικών, μ' αυτά της τα χαρακτηριστικά η Γραμματική ρωτάει κρυφά και φανερά, αλλά οπωσδήποτε ωμά: Με θέλει η πολιτεία; Ας με υιοθετήσει. Δε με θέλει; Γιατί με αποκήρυξε; Το ίδιο ρωτάει όλους μας. Και, όσο κι αν το «ποτήριο» είναι πικρό, πρέπει να το πιούμε. Το λέγουν και το διατυμπανίζουν όλοι οι δημοκράτες: Η μεγάλη αρετή της δημοκρατίας είναι πως βρίσκει αρετές και στους αντιπάλους της. Και επειδή μια άλλη αρετή της δημοκρατίας είναι ν' ακούη και τους αντιπάλους της, ας διαβάσωμε όλοι οι δημοκράτες τι είχε σκοπό να γράψη ο ίδιος ο Μεταξάς ως πρόλογο δικό του στη Γραμματική που σκόπευε να την εισαγάγη στα σχολεία ―φευ― από το σχολικό έτος 1941-1942. Τον πρόλογο αυτό τον παρέδωσε ο Μεταξάς στον Τριανταφυλλίδη «στην τελευταία σχετική συνεδρία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου του υπουργείου της Παιδείας», αλλά «δεν καταχωρίστηκε στη Γραμματική, επειδή όταν αυτή τυπώθηκε αργότερα, έφερε αντίρρηση ο τότε υπουργός της Παιδείας». Όλα αυτά, όπως και το κείμενο που ακολουθεί, παρμένα από το βιβλίο -το μεταθανάτιο- του Μανόλη Τριανταφυλλίδη «Δημοτικισμός και αντίδραση», Αθήνα. 1960, σελ. 61-62. Ιδού το κείμενο:
«Η Γραμματική της σχολικής δημοτικής και η σημασία της.
Η ιδέα του Δημοτικισμού, η προσπάθεια να καλλιεργηθή και να καθιερωθή η δημοτική γλώσσα -προσπάθεια κατ' εξοχήν εθνική και λαϊκή- για καιρό παρεξηγήθηκε και συγχύστηκε. Με τη βοήθεια όμως της λογοτεχνίας εξυψώθηκε η μητρική γλώσσα και ωρίμασε και στην κοινωνία η συνείδηση της ανάγκης να θεμελιωθεί και η ελληνική παιδεία στην κοινή γλώσσα.
Η αρχή της θεμελιώσεως αυτής επιχειρήθηκε από καιρό, αλλά το έργο απόμεινε ασυμπλήρωτο. Κατά τις εναλλασσόμενες Κυβερνήσεις άλλαζε και ο τύπος και η έκταση της διδασκαλίας της δημοτικής στο σχολείο, ενώ έλειπε μια ολοκληρωμένη Σχολική Γραμματική.
Από καιρό ζητεί η φωτισμένη κοινωνία και οι γονείς να γίνη κάτι οριστικότερο.
Είναι περιττό να τονισθή η μεγάλη σημασία της σχολικής γλώσσας, αφού είναι το μέσο, που επικοινωνεί ο μαθητής με το δάσκαλο και με το βιβλίο και διαπλάσσονται οι εθνικές ψυχές, το όργανο που μεταδίνει στις νέες γενεές τ' αγαθά του πολιτισμού και τους λαογραφικούς και λογοτεχνικούς θησαυρούς, που έχει αποθέσει στην εθνική γλώσσα η λαϊκή ψυχή και η εθνική λογοτεχνία.
Την παγιοποίηση και διασφάλιση της Σχολικής Δημοτικής είναι προορισμένη να βοηθήση σημαντικά η Σχολική Γραμματική, που θα δη το φως ως το τέλος του έτους.
Με αυτή θα βεβαιωθούν τελειωτικά όσοι τυχόν αμφιβάλλουν ακόμη ότι η γλώσσα που μιλούμε κάθε μέρα στη ζωή, έχει τους άγραφους κανόνες της, άξιους κάθε τιμής και σεβασμού.
Θα γίνουν συνειδητοί οι κανόνες αυτοί στον καθένα, παιδιά ή μεγάλους, και θα ξέρουν έτσι, με ποιους τύπους και με ποια ορθογραφία θα γράφουν σωστά τη μητρική τους γλώσσα.
Με τη Γραμματική αυτή αποχτά το Λαϊκό Σχολείο τη θέση της γλωσσικής αναρχίας τη γλώσσα του και το ψωμί του. Αποχτά η Μέση Παιδεία τη βάση για κάθε μόρφωση, γλωσσική ή λογοτεχνική. Αποχτά η ελληνική Παιδεία την απαραίτητη προϋπόθεση για μια γλωσσική αναγέννηση, θεμελιωμένη στην ελληνική ζωή με τις παραδόσεις της, την ιστορία της, τον πολιτισμό της.
Η μητρική γλώσσα, ρυθμισμένη γραμματικά, θα βοηθήσει το σχολείο, που παίρνει τα ελληνόπαιδα, από τη ζωή, να τα ετοιμάσει καλύτερα για τη ζωή. Ο γραμματικός κανόνας θα περιορίση τον υπερτροφικό ατομισμό και ο γλωσσικός τύπος, που εκφράζει το πανελλήνιο αίσθημα, χαρίζοντας την ελευθερία στην έκφραση, θα μπορέση ν' αξιώση την απαραίτητη σε συγχρονισμένο λαό γραμματική πειθαρχία.
Η Γραμματική αφού ακολούθησε στη διαμόρφωσή της το φωτεινό δρόμο, που της χάραξε η λογοτεχνία, θα τη βοηθήση τώρα, στο μέρος της, με τον Κανόνα της, ν' αποχτήση μεγαλύτερη γραμματική ενότητα.
Και θα συντελέση να γεννηθή περισσότερη αρμονία ανάμεσα στον ελληνικό λαό και την παιδεία του και να φέρη αυτή πλούσιους τους καρπούς, που αξίζει ο λαός μας και που προσδοκούμε για το μέλλον του. Ιωάννης Μεταξάς».
Ο κάθε δημοκράτης μπορεί να σχολιάσει ελεύθερα το κείμενο αυτό. Όσο πιο ελεύθερα το σχολιάζει, τόσο πιο δημοκράτης είναι. Αλλά δεν φτάνουν τα σχόλια, χρειάζονται οι αποφάσεις. Και τις αποφάσεις μας πρέπει να τις πάρωμε. Πολιτεία ελεύθερη και ελεύθεροι πολίτες, το ταχύτερο. Και ο Τύπος, ας βοηθήση με τη σημαντική του προσφορά και προς το Έθνος και προς τα γράμματα, να γίνη κάτι. Πρώτα-πρώτα ν' αρχίση ο ίδιος να προσαρμόζεται προς την ιδέα μιας γλωσσικής αλλαγής. Το ξέρω, είναι δύσκολο, ή, για να θυμηθώ μια βαθυστόχαστη κουβέντα του κ. Γ. Θεοτοκά (περιοδ. «Ιδέα» του 1933…) «η δημοκρατία είναι δύσκολη»! Αλλά πώς θα γίνη; Είχα την ευκαιρία από αυτές εδώ τις στήλες να τονίσω, πριν 23 μήνες ακριβώς, ότι η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά δεν θα είναι διόλου «ανταλλαγή λαχανικών με μηχανές, αλλά ανταλλαγή πολιτισμών και γνωριμία λαών…». Και πρότεινα τότε να αρχίσωμε να τυπώνωμε μεθόδους, για να μαθαίνουν οι ξένοι τη γλώσσα μας. Ήδη πριν η Αγγλία μπη στην Ε.Κ.Α., μας το' πε ο Άγγλος κ. Μπρόκιγκτον: «Διατί να μη θεσπισθή η «Βασική αγγλική» ως γλώσσα των κρατών της Ε.Κ.Α.; Έχει τόσα πλεονεκτήματα» («Καθημερινή», 11.3.1962). Έχει δίκιο ο άνθρωπος, γιατί τη δική μας γλώσσα δεν την ξέρει, για να δη τα δικά της διαμάντια. Και σκέπτομαι τώρα, μαζί με τον ενδόμυχο φόβο πως σε 22 χρόνια, αν παν καλά τα πράγματα της Ε.Κ.Α., θα καλημεριζόμαστε όλοι μας με το «good morning, sir», σκέπτομαι λοιπόν πόσα θα μπορούσαμε να είχαμε προλάβει από τότε που ο Χατζιδάκις έκαμε τη σωτήρια πρότασή του. Αλλά ας μην κοιτάμε πια τα χαμένα. Το μέλλον μας ξανοίγεται ευοίωνο μπροστά μας. Βαδίζομε όμως προς το μέλλον δίγλωσσοι. Ας μας πουν, έξαφνα, οι εταίροι μας πως δέχονται και τη γλώσσα μας ως μια από τις «κοινές» της «Κοινής», τι θα τους προβάλλομε; Την καθαρεύουσα, που αυτοί αν βάλουν πείσμα θα τη μάθουν, αλλά που ο λαός μας και πάλι δεν θα την καταλαβαίνει; Ή τη δημοτική που δεν τη διδάσκομε στο σχολείο;
Ο Τύπος ας αρχίση το ταχύτερο την Ιερή εκστρατεία. Αλλά είπαμε να βελτιωθή πρώτα ο ίδιος. Και να διαφωτίση και το Κράτος και τους πολίτες. Κι οι πολίτες ας βοηθήσουν ο καθένας από τη θέση του, να επιτύχη η προοδευτική αλλαγή με βήματα γοργά. Και η Πολιτεία ας αναλογισθή και από την πλευρά αυτή τις τεράστιες ευθύνες της. Όσο για μας τους κάθε φύσεως δασκάλους, πρέπει κι εμείς το ταχύτερο να οργανώσωμε της γλωσσική μας αγωγή. Οι γλώσσες δεν μένουν ποτέ στάσιμες, εξελίσσονται. Γι' αυτό θέλουν παρακολούθηση, θέλουν, θα έλεγα, συντήρηση. Και τη συντήρηση μόνο ένα έντυπο μπορεί να την επιτύχη, όπου να γράφωνται αποκλειστικά θέματα για τη νέα μας γλώσσα. Ένα τέτοιο όργανο προσμένομε από τον νεοϊδρυμένο στην Αθήνα Ορθογραφικό Σύλλογο και τους λαμπρούς ανθρώπους του. Και δεν αμφιβάλλω ότι θα το έχομε. Όσο για τα άλλα ξέρω πια τι θα μου παρατηρήσουν πολλοί, ίσως πάρα πολλοί «Μα τί είναι αυτά που ζητάτε; Αυτά κύριε, δεν ανταποκρίνονται προς τη πραγματικότητα». Την απάντησή μου όμως την έχω από τώρα έτοιμη, παρμένη από άλλον: «Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.