Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Θωμόπουλος, Γιάνης 1944. Γραμματική της νεοελληνικής κοινής.
Α. Τσαγγαλίδης
Θωμόπουλος, Γιάνης 1944. Γραμματική της νεοελληνικής κοινής. Αθήνα. Σελ. 96.
Η Γραμματική αυτή ρητά επιδιώκει να καλύψει την ανάγκη που «μιας απλής, σύντομης, αλλά περιεκτικής γραμματικής για τη σχολική και την εξωσχολική χρήση του πολλού ελληνικού κόσμου» (σελ. 3), σε αντιδιαστολή, από την άποψη της έκτασης, με τη «μεγάλη κρατική γραμματική» Τριανταφυλλίδη.
Η συντομία και η περιεκτικότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της μαζί με την προσπάθεια «ταχτοποίησης» του γλωσσικού υλικού της ΚΝΕ. Η έκτασή της περιορίζεται σε 96 σελίδες (συμπεριλαμβανομένων των Προλεγομένων, σελ. 3-16) και αποτελείται από τρία μέρη, τη Φθογγολογία (σελ. 17-26), τη Μορφολογία (σελ. 27-85) και το Λεξιλόγιο-Παραγωγή-Σύνθεση (σελ. 86-96). Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό για την εποχή της είναι η υιοθέτηση της «μονοτονικού και απνευμάτιστου» συστήματος γραφής.
Στα προλεγόμενα βρίσκουμε ένα νηφάλιο αλλά σαφές μανιφέστο του δημοτικισμού, που τονίζει την ανάγκη μιας γραμματικής «της γλώσσας-μας που να μην έχει βγει από τη σύγκριση με την αρχαία» (σελ. 4). Ο συγγραφέας στηλιτεύει τη «βερμπαλιστική» σχέση μας με την αρχαία γλώσσα και τη συνήθεια να «εξετάζομε και τη νεοελληνική γλώσσα σαν κλασικοί φιλόλογοι». Τονίζει ότι, πέρα από το ίδιο το γλωσσικό υλικό, ακόμα και η ορολογία που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της νέας ελληνικής βασίζεται στις περιγραφές της αρχαίας. Η παραδοσιακή αντιμετώπιση της γραμματικής ορολογίας οδηγεί σε «συντηρητικές» περιγραφές: «Αν ρωτήσεις τι σημαίνει αιτιατική (= accusativus), παρακείμενος, υπερσυντέλικος, έκθλιψη, κράση, δίφθογγος… - τόσοι όροι που δεν αποδίδουν το σημαινόμενο - και θελήσεις ν' αντικαταστήσεις τους όρους αυτούς με άλλους πιο αποδοτικούς και πιο αληθινούς, ο νωθρόμυαλος αναγνώστης θα ξενιστεί, κι ο αρχαιολάτρης βερμπαλιστής θα σε συκοφαντήσει. Απ' αυτό το φόβο όλες οι γραμματικές, παράλληλα με τις όσες κι όποιες αρετές-τους, πάσχουν, λίγο πολύ, την ίδιαν αρρώστεια: συντηρητισμό» (σελ. 5). Στη συνέχεια ομολογεί ότι το «ίδιο μειονέχτημα έχει και τούτη η γραμματική, έστω και σε κάπως μικρότερο ποσοστό» και το δικαιολογεί καθώς θεωρεί ότι «μια γραμματική είναι ζήτημα της Πολιτείας» και όχι «ατομική υπόθεση» που να επιδέχεται «προσωπικές λύσεις».
Στη συνέχεια των προλεγομένων, ο Θωμόπουλος παρουσιάζει με συντομία ορισμένους από τους νέους όρους που εισάγει (σελ. 6-10), δικαιολογεί τη χρήση του μονοτονικού (σελ. 10-13), αναφέρει 18 προγενέστερες γραμματικές της νέας ελληνικής και καταλήγει ότι η Γραμματική Τριανταφυλλίδη «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συγκεντρώνει τις πιότερες αρετές» αλλά ότι «ακριβώς κάποιες αρετές-της -ο μεγάλος όγκος της, οι πολλές σημειώσεις, εξαιρέσεις και ανωμαλίες που θαμπώνουν τους κανόνες- είναι σύγχρονα και μεινεχτήματά-της. Το χειρότερο απ' όλα είναι η τεταρταυγουστιανή ορθογραφική μετριοπάθεια που φέρνει σε απελπισία το μαθητή» (σελ. 15). Τονίζει ότι και η συντακτική επιτροπή της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη είχε προτείνει την υιοθέτηση του μονοτονικού και άλλες ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις που όμως δεν έγιναν δεκτές από το κράτος. Σημειώνει επίσης ότι, με την εξαίρεση της μονοτονικής γραφής, και η δική του γραμματική είναι συνητηρητική σε άλλα ορθογραφικά ζητήματα, επειδή οι συνθήκες δεν είναι ακόμη ώριμες.
Στο φθογγολογικό μέρος παρουσιάζονται μαζί οι φθόγγοι και τα γράμματα, χωρίς όμως τη συνήθη σύγχυση μεταξύ των δύο. Η σχετική ορολογία και οι περιγραφές των αρθρωτικών χαρακτηριστικών των φθόγγων, των διφθόγγων, των δίψηφων φωνηέντων και συμφώνων κ.ο.κ. δείχνουν ότι ο συγγραφέας κατανοεί τις διαφορές και επιδιώκει να ξεκαθαρίσει τι είναι ζήτημα ορθογραφίας και τι φωνητικής. Περιλαμβάνονται κανόνες προφοράς συγκεκριμένων συνδυασμών καθώς και κανόνες συλλαβισμού. Οι όροι ψιλή, δασεία, οξεία, βαρεία, περισπωμένη δεν αναφέρονται καθόλου (το τονικό σημάδι στη συλλαβή που τονίζεται ονομάζεται τόνος). Η κύρια απόκλιση από την κρατική γραμματική, εκτός του μονοτονικού, αφορά την ονομασία των συλλαβών (τελική, προτελική, αντιπροτελική αντί για λήγουσα, παραλήγουσα, προπαραλήγουσα) και αντίστοιχα των λέξεων ανάλογα με τον τόνο (τελικότονες, προτελικότονες,αντιπροτελικότονες). Στη συνέχεια παρουσιάζονται 12 «ορθογραφικά σημάδια» (συμπεριλαμβανομένων των σημείων της στίξης) και τέλος κάποια φωνολογικά φαινόμενα ως «μεταλλαγές των φθόγγων» - πέντε για τα φωνήεντα (συνίζηση, σώπασμα, συναίρεση, αφομοίωση, ανομοίωση) και τρεις για τα σύμφωνα (σώπασμα, ανάπτυξη, ανομοίωση).
Το δεύτερο μέρος, η Μορφολογία, αποτελεί το κύριο σώμα της γραμματικής, με την παραδοσιακή έννοια. Εδώ παρουσιάζονται αναλυτικά τα μέρη του λόγου και τα κύρια μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Ο Θωμόπουλος αναγνωρίζει τα ακόλουθα δέκα μέρη του λόγου (τα έξι πρώτα κλιτά και τα άλλα τέσσερα άκλιτα): 1) άρθρα, 2) ουσιαστικά, 3) επίθετα, 4) αριθμητικά, 5) αντωνυμίες, 6) ρήματα, 7) προθέσεις, 8) συνδέσμους, 9) επιρρήματα και 10) επιφωνήματα.
Ως άρθρο θεωρεί μόνο το οριστικό («που το χρησιμοποιούμε, όταν μιλούμε για ορισμένο πρόσωπο, φαινόμενο, γεγονός ή για λέξεις περιληπτικές», σελ. 27). Η κλίση του παρουσιάζεται σε πίνακα, σημειώνεται ότι δεν έχει κλητική πτώση και παρουσιάζεται ο κανόνας του τελικού <ν> (με εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που το <ν> διατηρείται «για να δείξομε σεβασμό, τιμή, κι όταν φωνητικά δεν είναι ανάγκη: τον Σωκράτη, τον Σολομό, τον Βάρναλη») ή «για σαφήνεια». Σημειώνεται ότι «μερικοί γραμματικοί αναφέρουν για αόριστο άρθρο την αόριστη επιθετική αντωνυμία ένας-μία-ένα» και αναφέρονται οι διάφορες θέσεις του άρθρου (ο καλός άνθρωπος, ο άνθρωπος ο καλός, τα καλά τα λόγια).
Ως ουσιαστικά ορίζει τις «λέξεις που δηλώνουν πρόσωπα, ζώα, πράγματα, φαινόμενα, συμβάντα, ιδέες» και διακρίνει κατηγορίες όπως τα κύρια, κοινά, περιληπτικά, συγκεκριμένα, αφηρημένα. Ισοσύλλαβα ορίζονται αυτά «που έχουν και στον ενικό και στον πληθυντικό ίδιο αριθμό συλλαβές» και ανισοσύλλαβα αυτά «που έχουν στον πληθυντικό μια συλλαβή περισσότερο». Διακρίνει τρεις κλίσεις των ουσιαστικών αντίστοιχες με τα γένη: «η πρώτη κλίση είναι για τ' αρσενικά, η δεύτερη για τα θηλυκά, η τρίτη για τα ουδέτερα» και διατυπώνει γενικούς κανόνες για την καθεμία ξεχωριστά με συγκεντρωτικούς πίνακες υποδειγμάτων στο τέλος της καθεμίας. Τα υποδείγματα για τα αρσενικά είναι τα πατέρας, ψαράς, εργάτης, βαρκάρης, παπούς, καφές, κήπος, για τα θηλυκά τα ώρα,οκά, βροχή, πόλη, Μέλπω, αλεπού, οδός και για τα ουδέτερα τα ρούχο, μάρι, πουλάκι, δάσος, σκάψιμο, στόμα, κρέας. Ακολουθούν δύο σελίδες (39-40) με παρατηρήσεις για διάφορες «ανωμαλίες» των ουσιαστικών, όπου αναφέρονται κάποια «άκλιτα», «αρχαιόκλιτα», «λειψά» και «ονόματα με διπλό πληθυντικό».
Ως επίθετα ορίζονται οι «λέξεις που δηλώνουν το ποιόν του ουσιαστικού που συνοδεύουν» και σημειώνεται ότι «γενικά τα επίθετα κλίνονται όπως και τα ουσιαστικά που έχουν τις ίδιες καταλήξεις» και ότι «ο βασικός τόνος μένει αμετακίνητος σ' όλες τις πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού». Ως υποδείγματα παρατίθενται σε πίνακα τα ακόλουθα: καλός-καλή-καλό, νέος-νέα-νέο, γλυκός-γλυκιά-γλυκό, ζηλιάρης-ζηλιάρα-ζηλιάρικο, βαρύς-βαριά-βαρύ, σταχτής-σταχτιά-σταχτί, φαγάς-φαγού-φαγάδικο. Σημειώνονται αποκλίσεις και εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και για τα «αρχαία τριτόκλιτα επίθετα (ευγενής, ευλαβής, ασθενής…)», τα οποία θεωρεί «πολύ σπάνια» και αναφέρει ότι «ο λαός μας, ακόμη και στα πνευματικά κέντρα, τους δίνει ομαλότερη κατάληξη ή χρησιμοποιεί στη θέση τους άλλο συνώνυμο επίθετο: ευγενικός, ευλαβικός (ή θρήσκος ή θρησκευόμενος),ασθενικός (ή άρρωστος)…». Ακολουθεί ιδιαίτερη ενότητα για τα παραθετικά, όπου γίνεται λόγος για το θετικό, το συγκριτικό και τον υπερθετικό (σχετικό και απόλυτο) βαθμό. Τονίζεται ότι η κατάληξη -ότερος γράφεται πάντα με <ο> (και ποτέ με <ω>) και ακολουθεί πίνακας με ανώμαλα παραθετικά.
Τα αριθμητικά, που όπως έχει δηλώσει ήδη στα προλεγόμενα τα θεωρεί «μέρος του λόγου ξεχωριστό με δικά-του χαρακτηριστικά» (σελ. 7) ορίζονται ως «λέξεις που δηλώνουν αριθμό, ορισμένο ποσό» και διακρίνονται σε οκτώ είδη: 1) απόλυτα (π.χ. τρία, δώδεκα, χίλιοι), 2) ταχτικά (πρώτος, τριακοστός) 3) πολλαπλασιαστικά (διπλό, τριπλό), 4) αναλογικά (διπλάσιος, τριπλάσιος), 5) μοιραστικά (από δύο, από τρία, δυο δυο, πέντε πέντε), 6) κλασματικά (τρία τέταρτα, ένα πέμπτο), 7) ουσιαστικά (παράγωγα με περιληπτική σημασία, με τις καταλήξεις -άδα, -αριά, -άρα, -άρικο, -άρης, -άρα, -στή, ή και χρήση των άλλων αριθμητικών σε θέση ουσιαστικού: Ο δεκαπέντε (αστυφύλακας) πήγε φρουρά) και 8) επιρρήματα (π.χ. Μας μίλησε πρώτα για τον πολιτισμό, Βγήκε να χτυπήσει τους άλλους αλλά βγήκε διπλά ζημιωμένος). Ακολουθεί πίνακας με αραβικά, αρχαιοελληνικά και λατινικά αριθμητικά σύμβολα και τα αντίστοιχα απόλυτα και τακτικά αριθμητικά.
Ως αντωνυμίες ορίζει τις «λέξεις, τις οποίες μεταχειριζόμαστε στη θέση ενός ουσιαστικού που το αναφέραμε πριν ή που εύκολα είναι νοητό». Σημειώνει όμως ότι πολλές φορές «οι λεγόμενες αντωνυμίες είναι καθαρά επίθετα» σε περιπτώσεις όπως αυτός ο άνθρωπος μ' αρέσει και ότι «πολύ σωστά μερικοί ξένοι και δικοί μας φιλόλογοι αυτές τις αντωνυμίες τις ονοματίζουν επίθετα ή επιθετικές αντωνυμίες». Παρατηρεί ότι «οι αντωνυμίες, γενικά, κλίνονται όπως τα επίθετα με τις ίδιες καταλήξεις». Διακρίνει «8 είδη αντωνυμίες: α) προσωπικές, β) κτητικές, γ) ιδιόπαθες δ) οριστικές, ε) δεικτικές, στ) αναφορικές, ζ) ερωτηματικές, η) αόριστες». Ακολουθεί σύντομη παρουσίαση της κάθε κατηγορίας με παρατηρήσεις κυρίως για την κλίση τους αλλά και για τη συντακτική τους συμπεριφορά.
Ως ρήματα ορίζονται οι «λέξεις που φανερώνουν τι κάνει (ή τι παθαίνει ή σε ποια κατάσταση βρίσκεται) το υποκείμενο». Τονίζεται η απλοποίηση των συζυγιών της νέας ελληνικής σε σχέση με την αρχαία, καθώς τα νεοελληνικά ρήματα χωρίζονται απλώς σε «προτελικότονα» και «τελικότονα». Σημειώνεται η σημασιολογική διάκριση σε ενεργητικά, παθητικά, ουδέτερα και μέσα και στη συνέχεια η τυπική (με βάση τις καταλήξεις -ω και -μαι) σε ενεργητικά και παθητικά (και σημειώνονται και κάποιες περιπτώσεις αποθετικών). Ακολουθεί η παρουσίαση των εγκλίσεων όπου τονίζεται ότι «στα νεοελληνικά υπάρχουν τρεις μονόλεξες εγκλίσεις: η οριστική, η προσταχτική και η μετοχή» (σελ. 57) και υποστηρίζεται ότι μονολεκτική υποτακτική δεν υπάρχει. Επιπλέον, συνεχίζει, δεν έχουμε λόγο να θεωρήσουμε έγκλιση την περιφραστική υποτακτική, και πάντως αν το κάνουμε, θα πρέπει να αναφέρουμε και τις άλλες περιφραστικές εγκλίσεις, την «ευχετική», τη «δυνητική», την «πιθανολογική» και την «προτρεπτική» (σελ. 57-58).
Στη συνέχεια αναγνωρίζονται οκτώ χρόνοι, ο ενεστώτας, ο παρατατικός, ο αόριστος, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος, ο α΄ (εξακολοθητικός) μέλλοντας, ο β΄ (απλός) μέλλοντας και ο γ΄ (συντελεσμένος) μέλλοντας, που στη συνέχεια παρουσιάζονται με παρατηρήσεις στο σχηματισμό τους, ξεχωριστά για κάθε έγκλιση. Η μορφολογική ανάλυση που φαίνεται να προκύπτει από την παρουσίαση των απλών χρόνων της οριστικής είναι μάλλον προβληματική καθώς προσπαθεί να απλοποιήσει τους σχετικούς κανόνες χωρίς αναφορά στη διάκριση ενεστωτικού-αοριστικού θέματος (έτσι ο αόριστος παρουσιάζεται να «έχει το ίδιο θέμα με τον ενεστώτα», και επιπλέον την αύξηση και τις ιδιαίτερες καταλήξεις -σα κ.ο.κ.). Στην περίπτωση των σχηματισμών των συντελεσμένων χρόνων εισάγεται ο όρος «άκλιτο ρηματικό» για τους τύπους γράψει, δώσει κλπ. (σε αντικατάσταση του όρου «απαρέμφατο» που προτείνει η κρατική γραμματική). Επειδή όμως έχει αποφύγει την αναφορά σε ενεστωτικό και αοριστικό θέμα, αναγκάζεται να περιγράψει το σχηματισμό αυτού του τύπου ως «αναύξητο θέμα του τρίτου ενικού προσώπου του αορίστου με την αμετάλλαχτη κατάληξη -ει τόσο στην ενεργητική όσο και στην παθητική φωνή» (σελ. 61-62). Αντίστοιχα, ο απλός μέλλοντας «σχηματίζεται από το συνδεσμικό μόριο θα και το θέμα του άκλιτου ρηματικού με τις ενεστωτικές καταλήξεις» (σελ. 62). Ακολουθεί η παρουσίαση των τύπων της προστακτικής με την παρατήρηση ότι «η προσταχτική έχει μόνο ενεστώτα και αόριστο, και πάλι μόνο δεύτερο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού» (σελ. 63).
Η παρουσίαση είναι γενικά σαφής, όμως το πρόβλημα της μορφολογικής ανάλυσης παραμένει, όπως φαίνεται από την παρουσίαση των αντίστοιχων αρνητικών τύπων: «Αντί την αρνητική προσταχτική χρησιμοποιούμε κάποτε για τον ενεστώτα της προσταχτικής τον ενεστώτα της οριστικής: μη λύνεις, μην τρέμεις, μη φοβάσαι, μη λυπάσαι, μην τρέχεις, μη γράφεις. Για τον αόριστο της προσταχτικής χρησιμοποιούμε τον τύπο του αντίστοιχου δεύτερου μέλλοντα (χωρίς το θα): μη φύγεις, μη φοβηθείς, μη φύγετε, μη φοβηθείτε, μη γράψετε, μη διαλυθείτε. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η μετοχή, με την εισαγωγική παρατήρηση ότι «η νεοελληνική κοινή έχει δύο μονόλεξες μετοχές, του ενεργητικού ενεστώτα και του παθητικού παρακειμένου» (σελ. 64), ενώ οι τύποι των μετοχών ενεστώτα παθητικής φωνής θεωρούνται περιθωριακοί: «Ελάχιστα μόνο ρήματα σχηματίζουν μερικές πτώσεις παθητικής ενεστωτικής μετοχής και σε ορισμένες μόνο εκφράσεις, χωρίς γενικότερη, οργανική, να πούμε, χρήση» (σελ. 65). Ακολουθούν γενικές παρατηρήσεις για τις ρηματικές κατηγορίες και για τη μορφολογική ανάλυση των ρηματικών τύπων και στη συνέχεια τέσσερις πίνακες (αντίστοιχοι με αυτούς της γραμματικής Τριανταφυλλίδη) για το σχηματισμό των τύπων ενός ενεργητικού προτελικότονου ρήματος (λύνω), ενός παθητικού προτελικότονου ρήματος (λύνομαι), ενός ενεργητικού τελικότονου ρήματος (κρατώ) και ενός παθητικού τελικότονου ρήματος (κρατιέμαι). Η συζήτηση του ρήματος καταλήγει με τον πίνακα των «συνταχτικών περιφραστικών εγκλίσεων» (σελ. 72), κάποιες παρατηρήσεις στα απρόσωπα τα ανώμαλα ρήματα και έναν πίνακα ανωμάλων ρημάτων (όπου σημειώνονται οι τύποι του ενεστώτα και αορίστου της ενεργητικής, του αορίστου της παθητικής, της παθητικής μετοχής και της προστακτικής).
Τα επιρρήματα ορίζονται ως οι «άκλιτες λέξεις που προσδιορίζουν το ρήμα (το επίθετο, το ουσιαστικό ή και άλλο επίρρημα) εκφράζοντας τόπο, τρόπο, χρόνο, ποσό, βεβαίωση, ενδεχόμενο ή άρνηση» (σελ. 77). Διακρίνονται σε πρωτότυπα και παράγωγα (από επίθετα με την κατάληξη -α «ή, σπάνια, την αρχαότροπη -ως»). Σημειώνονται ανωμαλίες, παρατηρήσεις στο σχηματισμό των παραθετικών, και ακολουθούν οι επτά κατηγορίες (τοπικά, χρονικά, τροπικά, ποσοτικά, βεβαιωτικά, πιθανολογικά ή μετριαστικά, αρνητικά επιρρήματα) με σχετικά παραδείγματα. Έχει ίσως ενδιαφέρον ότι σημειώνεται η εφαρμογή του κανόνα του τελικού <ν> μόνο στην περίπτωση του μη(ν), ενώ το δεν θεωρείται αμετάβλητο.
Οι προθέσεις ορίζονται ως «τα άκλιτα που συνδένουν ονοματικές λέξεις (ουσιαστικά, επίθετα, αριθμητικά και αντωνυμίες) ή επιρρήματα με άλλους όρους της πρότασης εκφράζοντας διάφορες επιρρηματικές σχέσεις» (σελ. 79) και αναγνωρίζονται 14 νεοελληνικές προθέσεις: για,με, προς, σα(ν), σ(ε), ως,αντί, από, δίχως, κατά, μετά, παρά, χωρίς, ίσαμε...Οι προθέσεις χωρίζονται σε «συνταχτικές» (που «τις βρίσκουμε μόνο στη σύνταξη»: για, με,σε, ως, σαν, δίχως, χωρίς, ίσαμε) και «συνθετικές», που «τις χρησιμοποιούμε και σε σύνταξη και σε σύνθεση (παρατρώω, πρόσκαιρος)». Σημειώνεται ότι όλες «συντάσσονται κανονικά με αιτιατική», και ακολουθούν διάφορα «σημασιολογικά παραδείγματα», καθώς «η κάθε πρόθεση δεν έχει πάντα μια και την ίδια σημασία» (σελ. 80-83). Γίνεται τέλος αναφορά σε κάποιες «προθετικές περιφράσεις» (π.χ. πάνω στο τραπέζι, έξω από τον κήπο) και αναφέρονται ακόμα ως «προθετικά μόρια» το «ορκωτικό» μα και το «δειχτικό» να (τα οποία βέβαια δεν ικανοποιούν τα κριτήρια του ορισμού των προθέσεων).
Οι σύνδεσμοι ορίζονται ως οι «άκλιτες λέξεις που συνδένουν λέξεις ή προτάσεις» και διακρίνονται σε «παραταχτικούς (δηλαδή εκείνους που συνδένουν ισότιμους συνταχτικούς όρους» και «υποταχτικούς (δηλαδή εκείνους που συνδένουν μια εξαρτημένη πρόταση με την κύρια ή με άλλη πρόταση)». Τονίζεται αμέσως μετά ότι «Όλοι οι σύνδεσμοι και όλα τα συνδεσμικά μόρια συντάσσονται με Οριστική χωρίς εξαίρεση». Οι κατηγορίες που διακρίνονται περλαμβάνουν τους συμπλεχτικούς (και, ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ), τους διαχωριστικούς (ή, είτε, για), τους αντιθετικούς (αλλά,αντί, ενώ, και, μα, μολονότι, μόνο, όμως, παρά, ωστόσο, άνκαι), τους συμπερασματικούς (άρα, επομένως, λοιπόν, που, ώστε) και τον εξηγητικό δηλαδή ως παρατακτικούς και τους ακόλουθους υποταχτικούς: τους ειδικούς (ότι, που,πως), τους χρονικούς (αφότου, αφού, ενώ, κάθε που, καθώς, μόλις, ό,τι, οπότε, όσο, όταν, πριν (να), προτού, σαν, ως,ωσότου, ώσπου, άμα,όποτε, ίσαμε να), τους αιτιολογικούς (αφού, γιατί, επειδή, και, να,που, σαν (τι)), τους υποθετικούς (αν, ανίσως, σαν), τους σκοπικούς (να, για να), τους αποτελεσματικούς (ώστε, που), τους δισταγμικούς (μη(ν), μήπως), τον συγκριτικό παρά και τους τροπικούς (χωρίς να, δίχως να). Ακολουθεί η παρουσίαση των «συνδεσμικών μορίων» (ας,για, θα, να).
Τέλος τα επιφωνήματα ορίζονται ως «κάποιες λέξεις άκλιτες, που δείχνουν ένα ξαφνικό, δυνατό συναίσθημα χαράς, λύπης, τρόμου, θαυμασμού, απελπισίας, απορίας και άλλα». Παρατίθενται 12 σχετικές κατηγορίες με παραδείγματα.
Στο τρίτο μέρος («Λεξιλόγιο-Παραγωγή-Σύνθεση») γίνεται μια σύντομη αναφορά στις κύριες γραμματικές διαφορές της αρχαίας από τη νέα, με στόχο να αναδειχθεί ότι «η νεοελληνική γλώσσα είναι πιο ομαλή, πιο αναλυτική από την αρχαία» (σελ. 86) και τονίζεται ότι «στο λεξιλόγιο διαπιστώνει κανείς μεγαλύτερες διαφορές», με αλλαγές της σημασίας αρχαίων λέξεων, αντικατάστασή τους από τα υποκοριστικά τους ή από άλλες, με εισαγωγή νέων λέξεων για να καλυφθούν νέες ανάγκες, με δανεισμό (παρατίθενται παραδείγματα για όλα τα παραπάνω). Η παραγωγή εξετάζεται με παραδείγματα κατά κατηγορία ως εξής: ουσιαστικά από ουσιαστικά, από επίθετα, από αριθμητικά, από ρήματα· επίθετα από ουσιαστικά, από άλλα επίθετα, από αριθμητικά, από ρήματα, από επιρρήματα· ρήματα από ουσιαστικά, από επίθετα, από αριθμητικά, από ρήματα, από επιρρήματα· και επιρρήματα από επίθετα, από αντωνυμίες, από μετοχές, από άλλα επιρρήματα. Σημειώνεται η διαφορά -ως/-α σε περιπτώσεις όπως αμέσως/άμεσα, ευχαρίστως/ευχάριστα. Τέλος, η σύνθεση παρουσιάζεται με συντομία είτε ως σύνθεση με αχώριστα μόρια είτε ως σύνθεση με λέξεις.
Γενικά, η Γραμματική αυτή φαίνεται να επιτυγχάνει τους στόχους της. Παρά τα όσα θεωρητικά προβλήματα μπορεί να βρει κανείς, οι περισσότεροι νέοι όροι που εισάγει είναι επιτυχείς και καλύπτεται σχεδόν το σύνολο των ζητημάτων που στη συνέχεια εντάχθηκαν στη Μικρή Γραμματική του Τριανταφυλλίδη και τις επόμενες σχολικές προσαρμογές. Θα μπορούσε ακόμα και σήμερα να αποτελέσει υπόδειγμα μιας συνοπτικής παρουσίασης των σχετικών φαινομένων - με κύριο μειονέκτημα βέβαια την σχεδόν πλήρη απουσία συντακτικών πληροφοριών.