Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Mirambel, André. [1978] 1988. Η νέα ελληνική γλώσσα. Περιγραφή και ανάλυση.
Σωτήρης Κ. Τσέλικας
Mirambel, André. [1978] 1988. Η νέα ελληνική γλώσσα. Περιγραφή και ανάλυση. Μτφρ. Σ. Κ. Καρατζάς. 2η έκδ. φωτοτυπική. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Σελ. 402. Τίτλος πρωτοτύπου La langue grecque moderne: Description et analyse (Παρίσι: Klincksieck 1959).
Η γαλλική έκδοση του έργου του Mirambel La langue grecque moderne: Description et analyse κυκλοφόρησετο 1959 από την Société de Linguistique de Paris. Την ελληνική μετάφραση ανέλαβε ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σταμάτης Καρατζάς και η έκδοση θα πραγματοποιόταν από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η μεσολάβηση όμως της επτάχρονης δικτατορίας και η απόλυση του μεταφραστή από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο ματαίωσαν το εγχείρημα, με αποτέλεσμα η μετάφραση να κυκλοφορήσει με αρκετά χρόνια καθυστέρηση, κατά το 1978.
Με το συγκεκριμένο έργο του ο Mirambel δεν στοχεύει στη συγγραφή ενός εγχειριδίου γραμματικής και σύνταξης της νέας ελληνικής, αλλά στην περιγραφή της δομής της και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της. Όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογό του, «ο αναγνώστης δεν θα βρει στο βιβλίο αυτό ούτε ένα εγχειρίδιο ούτε μια γραμματική, παρά μια περιγραφική ανάλυση, που μόνος σκοπός της είναι να παρουσιάσει τη "χαρακτηριολογία" μιας γλώσσας, της νέας ελληνικής, όπως παρουσιάζεται στα ειδικά διαρθρωτικά και λειτουργικά της γνωρίσματα» (σελ. ιζ). Ειδικότερα, με το εγχείρημά του στοχεύει να συνεισφέρει στην προσπάθεια για ανανέωση της συγκριτικής μεθόδου, την οποία εισηγήθηκε στο πλαίσιο της Société de Linguistique de Paris ο J. Vendryès, με σκοπό η συγκριτική μέθοδος να μην εφαρμόζεται στο επίπεδο της διαχρονίας προκειμένου να ανιχνευθούν γενεαλογικές συγγένειες μεταξύ των γλωσσών, όπως έκανε κατά παράδοση η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, αλλά στο επίπεδο της συγχρονίας, για να ομαδοποιηθούν κοινά φαινόμενα και να επισημανθούν οι ιδιαιτερότητες των διαφόρων γλωσσικών συστημάτων. Τελικός στόχος της συγκεκριμένης προσπάθειας ήταν να εντοπίσει σε ψυχολογικό επίπεδο τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πνεύματος που γεννούν τα κοινά φαινόμενα στα διάφορα γλωσσικά συστήματα - μια σκέψη που προοιωνίζει τα καθολικά γλωσσικά φαινόμενα της γενετικής γλωσσολογίας
Η αξία όμως του εγχειρήματος του Mirambel δεν συνίσταται στη συνεισφορά του στη συγκεκριμένη προσπάθεια (που άλλωστε δεν ήταν εντελώς νέα, αφού ανάλογες τάσεις υπήρξαν και στο πλαίσιο της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας ήδη από τον 19ο αιώνα), αλλά στο γεγονός ότι για πρώτη φορά επιχειρείται η περιγραφή της νέας ελληνικής με τη μέθοδο της δομικής γλωσσολογίας που εγκαινίασε ο Ferdinand de Saussure. Η νέα ελληνική, για πρώτη φορά, αντιμετωπίζεται ως συγχρονικό σύστημα που διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση των στοιχείων του˙ έτσι υπερβαίνεται τόσο η ιστορική μελέτη της γλώσσας, που ήταν κυρίαρχη τότε στην Ελλάδα και ενδιαφερόταν για την διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής, όσο και η κανονιστική τάση που καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο του δημοτικισμού. Η μετακίνηση αυτή από τον άξονα της διαχρονίας στον άξονα της συγχρονίας, καθώς και η πρόκριση της περιγραφικής προσέγγισης της γλώσσας έναντι της κανονιστικής, αποτελούν τη βασική πρωτοτυπία του συγκεκριμένου έργου.
Επειδή ο συγγραφέας γράφει σε μια περίοδο που η διγλωσσία ήταν ακόμη κυρίαρχη στην Ελλάδα, χρειάζεται να επισημανθεί ότι με τον όρο νέα ελληνική γλώσσα εννοείται η δημοτική, χωρίς να λείπουν όμως παρατηρήσεις και για τη λόγια γλώσσα, όπως στην περίπτωση του κλιτικού συστήματος, του λεξιλογίου, του ύφους κ.ά. Οι συγκριτικές αυτές παρατηρήσεις στόχο έχουν να αναδείξουν τις ιδιαιτερότητες της δημοτικής, όπως και οι συχνές συγκρίσεις με τη γαλλική.
Το έργο αρθρώνεται σε πέντε μέρη, τα οποία εξετάζουν κατά σειρά: τους φθόγγους, τις λέξεις, τις φράσεις, την πρόταση και το λεξιλόγιο. Τα τέσσερα πρώτα μέρη προχωρούν προοδευτικά από την εξέταση των στοιχειωδέστερων μονάδων της γλώσσας, των φθόγγων, προς τη μελέτη πιο περίπλοκων συνταγματικών συνόλων, όπως είναι η λέξη, οι φράσεις και η πρόταση. Το πέμπτο μέρος ξεφεύγει από τον παραπάνω σχεδιασμό, καθώς άλλοτε επανέρχεται στο επίπεδο της λέξης, π.χ. όταν εξετάζει την παραγωγή και τη σύνθεση, και άλλοτε κινείται στο επίπεδο του κειμένου, όπως στις παρατηρήσεις για το ύφος και την αισθητική της νέας ελληνικής.
Το πρώτο μέρος ξεκινά με ένα σύντομο κεφάλαιο για την ακουστική των νέων ελληνικών επιμένοντας στον μουσικό χαρακτήρα της προφοράς κάποιων ιδιωμάτων και στον επιτονισμό της φράσης, στον οποίο, σωστά, ο Mirambel αναγνωρίζει αξία γλωσσικού σήματος. Στα δύο επόμενα κεφάλαια περιγράφονται το σύστημα των φθόγγων ή φωνημάτων (οι δύο όροι χρησιμοποιούνται αδιαφοροποίητα) της νέας ελληνικής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τονισμού της. Για τον νεοελληνικό τόνο ο συγγραφέας, πέρα από τις συνήθεις παρατηρήσεις για την κινητή θέση του από την οποία προκύπτει και ο διαφοροποιητικός ρόλος του, εκφράζει την άποψη ότι διαθέτει έναν αρκετά περίπλοκο χαρακτήρα, γιατί είναι συγχρόνως «μουσικός, ποσοτικός και δυναμικός» (σελ. 19). Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζεται ως μουσικός τόνος πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως ο επιτονισμός της φράσης. Ακολουθώντας την αρχή του Saussure ότι αφετηρία για την περιγραφή του γλωσσικού συστήματος είναι ο προφορικός και όχι ο γραπτός λόγος, ο Mirambel δεν αναφέρεται καθόλου στα πνεύματα, στη διάκριση οξείας και περισπωμένης και στους κανόνες που καθορίζουν τη χρήση τους, καθώς η αξία τους είναι μόνο ιστορική και δεν έχουν καμιά αντανάκλαση στην ομιλία. Γι' αυτό, άλλωστε, και όλες οι νεοελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα μεταγράφονται φωνητικά. Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφονται οι συνταγματικές σχέσεις των φωνημάτων και ο συστηματικός χαρακτήρας των μεταβολών που υφίστανται εξαιτίας της παράταξής τους στον λόγο. Το πέμπτο κεφάλαιο ασχολείται με τη θέση των φωνημάτων μέσα στη λέξη, ξεκινώντας με τους συνδυασμούς φωνημάτων που μπορούν να αποτελούν μια νεοελληνική συλλαβή και προχωρώντας στους περιορισμούς που τίθενται για την εμφάνιση ενός φωνήματος ή συνδυασμού φωνημάτων στην αρχή και το τέλος της λέξης. Το τελευταίο κεφάλαιο επιχειρεί με στατιστικά στοιχεία από τρία λογοτεχνικά κείμενα να τεκμηριώσει τη συχνότητα εμφάνισης των φωνημάτων, η οποία καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και την ακουστική ιδιαιτερότητα των νέων ελληνικών. Σε μια σύντομη παρατήρηση στο τέλος του κεφαλαίου ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η προφορά της λόγιας καθαρεύουσας σχεδόν ταυτίζεται με αυτή της δημοτικής, για να καταλήξει με την ειρωνική παρατήρηση ότι «στο σημείο αυτό οι καθαρευουσιάνοι γίνονται δημοτικιστές χωρίς να το ξέρουν και το φθογγικό σύστημα της ζωντανής γλώσσας βάζει στην καθαρολογία έναν αξεπέραστο φραγμό, που δεν τον αισθάνεται» (σελ. 52).
Στο δεύτερο μέρος, που έχει ως αντικείμενό του τη λέξη, προτάσσεται ένα γενικό κεφάλαιο στο οποίο επιχειρείται να προσδιοριστούν τα κριτήρια με τα οποία διαφοροποιούνται και ορίζονται οι νεοελληνικές λέξεις, όπως η σημασία τους, ο τονισμός τους, και οι λειτουργικές δυνατότητες που έχουν στο πλαίσιο της πρότασης, οι οποίες συχνά εκφράζονται από τα ποικίλα μορφήματα στο τέλος τους ή ενίοτε και στο εσωτερικό τους. Ο Mirambel επιμένει ιδιαίτερα στο γεγονός ότι κατά τη χρήση της γλώσσας η λέξη είναι πάντοτε μέρος μιας σειράς και «με τον τύπο της μπορεί να πάρει ορισμένη θέση μέσα στη διάταξη των στοιχείων της πρότασης» (σελ. 55), γι' αυτό και η αξία της προσδιορίζεται μόνο μέσα στην πρόταση ή την περίοδο. Η επισήμανση αυτή καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο που περιγράφει ο συγγραφέας τις λέξεις και τις ιδιαίτερες γραμματικές κατηγορίες τους, όπως η πτώση και το γένος των ονομάτων ή οι εγκλίσεις και οι χρόνοι των ρημάτων, καθώς πάντοτε προσπαθεί να συνδυάσει τη μορφολογία με τη σύνταξη και να εντοπίσει τις δυνατότητες κατανομής μέσα στη φράση που απορρέουν από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της λέξης. Τα επόμενα τρία κεφάλαια πραγματεύονται το ονοματικό και ρηματικό σύστημα και τις άκλιτες λέξεις σύμφωνα με την ταξινόμηση των λέξεων της νέας ελληνικής που κάνει ο συγγραφέας με βάση τις αντιθέσεις κλιτές/άκλιτες λέξεις και ονόματα/ρήματα. Στο κεφάλαιο για το ονοματικό σύστημα εξετάζονται καταρχάς οι γραμματικές κατηγορίες του γένους, του αριθμού και της πτώσης, οι τρόποι δήλωσής τους στα ελληνικά και η λειτουργία τους στο πλαίσιο της πρότασης. Αφού γίνει λόγος και για το αντωνυμικό σύστημα, ακολουθεί η ταξινόμηση των ονομάτων με βάση την κλίση τους. Παρόμοια δομή έχει και το κεφάλαιο για το ρηματικό σύστημα: προτάσσεται η εξέταση των γραμματικών κατηγοριών της όψης, της φωνής, της έγκλισης, του χρόνου, του προσώπου και του αριθμού και, στη συνέχεια, ταξινομούνται τα ρήματα με βάση τον τρόπο διαφοροποίησης του ενεστωτικού και του αοριστικού θέματός τους. Στις τελικές παρατηρήσεις του ο συγγραφέας επιχειρεί να συνδέσει τα δύο μεγάλα συστήματα της νεοελληνικής γλώσσας, το ονοματικό και το ρηματικό, και να περιγράψει τη συντακτική αλληλεπίδρασή τους στο πλαίσιο της πρότασης. Το τελευταίο κεφάλαιο για τις άκλιτες λέξεις είναι, παρά τον μεγάλο αριθμό τους και την ποικιλία τους, αρκετά σύντομο και αρκείται σε λίγες, γενικές κυρίως, επισημάνσεις.
Το τρίτο μέρος του έργου πραγματεύεται τις φράσεις, δηλαδή κάθε επιμέρους συνταγματικό σύνολο στο εσωτερικό της πρότασης. Εξετάζεται, καταρχάς, ο προσδιορισμός του ουσιαστικού από το οριστικό και το αόριστο άρθρο, καθώς και η περίπτωση της απουσίας άρθρου, και επισημαίνεται η λειτουργία της γενίκευσης ή της εξατομίκευσης που επιτελείται σε κάθε περίπτωση. Ακολουθεί ο προσδιορισμός του ουσιαστικού από επίθετο, όπου εξετάζονται αναλυτικά τόσο η λειτουργία του επιθετικού προσδιορισμού, όσο και η θέση του σε σχέση με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, καθώς και η επιρροή ενός τρίτου παράγοντα, της ύπαρξης ή ανυπαρξίας του άρθρου. Το τρίτο κεφάλαιο καταλαμβάνει η παράθεση, στην οποία ο Mirambel δίνει αρκετά πλατιά σημασία, ορίζοντάς την ως «το σύνολο των λειτουργιών που εκφράζει η γλώσσα με τον συνδυασμό δύο λέξεων που ανήκουν στην ίδια λεξιλογική σειρά ή σε συγγενικές σειρές, χωρίς η λεξιλογική αξία [δηλαδή η μορφολογία] των όρων να τροποποιείται από τη λειτουργία» (σελ. 180). Ο γενικός αυτός ορισμός επιτρέπει να συστεγαστούν στο ίδιο κεφάλαιο ποικίλα συνταγματικά σύνολα που συνίστανται στη συμπαράθεση όρων, η συντακτική σχέση των οποίων δεν δηλώνεται από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα, στην κατηγορία της παράθεσης εντάσσεται το ρητορικό σχήμα της αναδίπλωσης (της επανάληψης δηλαδή της ίδιας λέξης), ο προσδιορισμός του ουσιαστικού από ουσιαστικό (περίπτωση για την οποία χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος παράθεση με τη στενή του έννοια), ο προσδιορισμός του ουσιαστικού από μετοχές του τύπου γεμάτος, φορτωμένος κ.ά., και τέλος ο προσδιορισμός ενός ρήματος κίνησης από ουσιαστικό ή επίρρημα που δηλώνει τον σκοπό ή τον τρόπο της κίνησης. Η συνεξέταση όλων αυτών των φαινομένων επιτρέπει να γίνουν αρκετές χρήσιμες παρατηρήσεις. Τα τελευταία τρία κεφάλαια εξετάζουν κατά σειρά τη σχέση του υποκειμένου με το κατηγόρημα, τη σχέση του υποκειμένου και του ρήματος με το αντικείμενο και τον τρόπο εκφοράς της άρνησης στα νέα ελληνικά.
Το τέταρτο μέρος έχει ως αντικείμενό του την πρόταση, στην οποία ο Mirambel επιφυλάσσει προνομιακή μεταχείριση, καθώς τη θεωρεί τον «ανώτερο βαθμό έκφρασης». Και αυτό γιατί, κατά την άποψή του, όλες οι προηγούμενες μονάδες της γλώσσας αποκτούν την πλήρη αξία τους σημασιολογικά, μόνο όταν εντάσσονται σε μονάδες ανώτερου επιπέδου, ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της φράσης. Η πρόταση επομένως είναι η μόνη μονάδα της γλώσσας που μπορεί να διεκδικήσει σημασιολογική αυτονομία και αυτάρκεια, αφού «δεν ανάγεται ως προς τη σημαίνουσα αξία της παρά στον ίδιο της τον εαυτό» (σελ. 221). Ως προς το σημείο αυτό, θα μπορούσε κανείς να εκφράσει την αντίρρηση ότι ακόμη και η πρόταση αποκτά το πλήρες σημασιακό περιεχόμενό της μόνο όταν λαμβάνεται υπόψη το επικοινωνιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφωνείται ή όταν εντάσσεται σε μια μονάδα ανωτέρου επιπέδου, όπως το κείμενο με τις διακειμενικές σχέσεις που αυτό αναπτύσσει. Στα επόμενα κεφάλαια του συγκεκριμένου μέρους ο συγγραφέας περιγράφει τη μορφή που έχουν η ονοματική και ρηματική φράση στα νέα ελληνικά, εξετάζοντας αναλυτικά τη σειρά των όρων μέσα σε αυτές και τον τρόπο της εκφοράς τους. Το εκτενέστερο κεφάλαιο καταλαμβάνουν οι σχέσεις των προτάσεων μεταξύ τους, οι οποίες κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες: παράθεση, παράταξη και υπόταξη. Εκτός από τη αναλυτική περιγραφή της σύνδεσης των προτάσεων μεταξύ τους και των συνδέσμων που επιτελούν αυτή τη λειτουργία, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο υπάρχει και αναλυτική πραγμάτευση των εγκλίσεων με τις οποίες εκφέρονται οι δευτερεύουσες προτάσεις.
Το πέμπτο και τελευταίο μέρος μελετά το νεοελληνικό λεξιλόγιο. Ξεκινά με γενικές παρατηρήσεις για τη φυσιογνωμία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού λεξιλογίου και στη συνέχεια εξετάζει την παραγωγή και τη σύνθεση ως τρόπους σχηματισμού των λέξεων. Στο κεφάλαιο για το περιεχόμενο του λεξιλογίου γίνονται παρατηρήσεις όχι μόνο σχετικά με το εννοιολογικό περιεχόμενο και την ακρίβεια των νεοελληνικών λέξεων, αλλά και για την εκφραστική αξία τους ως ήχων, κάτι που αξιοποιείται αρκετά από την νεοελληνική λογοτεχνία. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στο τεχνικό και λόγιο λεξιλόγιο, ενώ το βιβλίο κλείνει με παρατηρήσεις για το ύφος και την αισθητική της νεοελληνικής γλώσσας, όπου οι εκφραστικές δυνατότητες της δημοτικής αποτιμώνται τόσο σε αντιπαράθεση με την καθαρεύουσα και σε σύγκριση με τη γαλλική όσο και από τις λογοτεχνικές επιδόσεις της και τη μεταφραστική αναμέτρησή της με την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Από την παραπάνω σχηματική, κατ' ανάγκη, παρουσίαση των περιεχομένων της μονογραφίας του Mirambel, γίνεται φανερό ότι καλύπτει το σύνολο της ελληνικής ως γλωσσικού φαινομένου, ενώ είναι πλούσια και σε υφολογικές παρατηρήσεις που αφορούν τα ιδιαίτερα εκφραστικά χαρακτηριστικά της δημοτικής. Επειδή ο συγγραφέας γράφει σε μια περίοδο που το κύρος της δημοτικής είχε επιβληθεί στον χώρο της λογοτεχνίας, δεν ήταν όμως αδιαμφισβήτητο στην περιοχή της επιστήμης και του δημόσιου βίου, είναι αναγκασμένος να λάβει υπόψη του το γλωσσικό ζήτημα και να αντιπαραθέσει σε αρκετές περιπτώσεις τη δημοτική προς τη λόγια μορφή της νέας ελληνικής.
Όπως επισημάνθηκε προκαταβολικά, η βασική πρωτοτυπία και συνεισφορά του έργου του Mirambel έγκειται στην απόφασή του να εφαρμόσει, για πρώτη φορά, στη μελέτη της νέας ελληνικής τις αρχές της δομικής γλωσσολογίας, προκρίνοντας τη συγχρονία έναντι της διαχρονίας και την περιγραφική προσέγγιση της γλώσσας έναντι της κανονιστικής. Υπάρχει, ωστόσο, μια βασική αρχή του Saussure η οποία σε κάποιο βαθμό παραβιάζεται, και συγκεκριμένα η αρχή της προτεραιότητας του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου. Ενώ η συγκεκριμένη αρχή τηρείται όταν εφαρμόζεται η πρακτική της φωνητικής μεταγραφής των παραδειγμάτων (όταν αυτά είναι λέξεις), παραβιάζεται στην περίπτωση των φράσεων που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα για την τεκμηρίωση των συντακτικών παρατηρήσεων, γιατί αυτές προέρχονται πάντοτε από την περιοχή της λογοτεχνίας και μάλιστα αρκετά συχνά της ποίησης. Είναι ενδεικτικό ότι στο τέλος του τόμου, πέρα από την ειδική βιβλιογραφία, παρέχεται στο αναγνώστη και τετρασέλιδος βιβλιογραφικός πίνακας με τα λογοτεχνικά έργα από τα οποία αντλήθηκαν οι παραδειγματικές φράσεις. Αν λάβουμε, επιπλέον, υπόψη μας ότι η γλώσσα της λογοτεχνίας ορίζεται σε σημαντικό βαθμό ως απόκλιση από την καθημερινή χρήση του λόγου, γίνεται φανερό πόσο επισφαλής γλωσσολογικά είναι μια τέτοια πρακτική. Βέβαια, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι «η σχέση της λογοτεχνικής προς τη γλώσσα της κοινής χρήσης […] είναι στενότερη στη δημοτική ελληνική παρά σε άλλες γλώσσες» (σελ. 389), ωστόσο αυτή είναι μια παρατήρηση περισσότερο διαισθητική και λιγότερο μετρήσιμη και ελέγξιμη.
Η άντληση παραδειγμάτων από τον χώρο της λογοτεχνίας είναι ίσως κατανοητή σε κάποιο βαθμό για έναν μελετητή ο οποίος δεν είναι φυσικός ομιλητής της γλώσσας που μελετά, στην περίπτωση ωστόσο του Mirambel θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι πέρα από γλωσσολόγος υπήρξε και μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία για αρκετά χρόνια δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Στο συγκεκριμένο έργο του συνδυάζει τις δύο δραστηριότητές του, όσο κι αν αυτό είναι εις βάρος των γλωσσολογικών αρχών του, γι' αυτό και συχνά οι παρατηρήσεις του για το ύφος της νέας ελληνικής ξεφεύγουν από την περιοχή της γλωσσολογίας και κινούνται στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής.
Η ελληνική μετάφραση είναι εξαιρετικά προσεγμένη και συνιστά, σε κάποιο βαθμό, βελτιωμένη έκδοση του έργου, καθώς ο μεταφραστής, σε συνεργασία με τον συγγραφέα, προχώρησε σε παράλειψη ή τροποποίηση παρατηρήσεων και παραδειγμάτων που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Οι περισσότερες από αυτές τις επεμβάσεις δηλώνονται στον πρόλογο του μεταφραστή. Επιμέρους αντιρρήσεις, ωστόσο, θα μπορούσαν ακόμη να υπάρξουν κυρίως για τη χρήση ως παραδειγμάτων κάποιων λέξεων αρκετά σπάνιων ή ποιητικών, όπως τα ρήματα χουμώ/χουμίζω, ψηφώ, σπάνω κ.ά. Επίσης, δεν λείπουν κάποιες ασυνέπειες· π.χ. το ρήμα χάνω γίνεται στη μεσοπαθητική φωνή χάνουμαι στη σελ. 126, όπου χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα για τον σχηματισμό των χρόνων και των εγκλίσεων του νεοελληνικού ρήματος, και χάνομαι στις σελ. 132 και 142, χωρίς να γίνεται λόγος για ύπαρξη διπλοτυπίας. Τέλος στα κλιτικά υποδείγματα δημιουργούνται μερικές φορές τύποι που δεν χρησιμοποιούνται στον καθημερινό λόγο, όπως οι μεσοπαθητικές προστακτικές του ενεστώτα χάνου, φέρνου κλπ.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν ακυρώνουν, ασφαλώς, την αξία του έργου του Mirambel, το οποίο υπήρξε πρωτοποριακό για τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, την εποχή που εκδόθηκε. Τόσο στο επίπεδο των γλωσσολογικών του αρχών, όσο και στο επίπεδο των επιμέρους παρατηρήσεών του, υπήρξε και εξακολουθεί να παραμένει χρήσιμο, καρπός της πολύχρονης ενασχόλησης του συγγραφέα με την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Θα πρέπει, φυσικά, να λάβει κανείς υπόψη του ότι έχει μεσολαβήσει σχεδόν μισός αιώνας από τον χρόνο έκδοσής του στα γαλλικά και ότι στο μεταξύ η κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα έχει μεταβληθεί (δεν υφίσταται πλέον γλωσσικό ζήτημα, έστω κι αν κατά καιρούς ανακυκλώνονται τα ιδεολογήματα περί φθοράς ή αφανισμού της ελληνικής γλώσσας, καθώς και περί της «θεραπευτικής ικανότητας» της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών), και η νεοελληνική γλώσσα έχει εξελιχθεί, με αποτέλεσμα μερικές από τις επισημάνσεις του έργου να έχουν πλέον σήμερα ιστορική μόνο αξία. Επίσης, νέες μέθοδοι έχουν εμφανιστεί στον τομέα της γλωσσολογίας και έχουν εφαρμοστεί στην περιγραφή της νεοελληνικής γλώσσας, χωρίς ωστόσο οι αρχές του Saussure, τις οποίες ακολουθεί ο Mirambel στο έργο του, να έχουν χάσει την αξία τους και το επιστημονικό κύρος τους. Παραμένει, γι' αυτό, ένα έργο αξιόλογο και χρήσιμο τόσο για τους φοιτητές όσο και για τους ερευνητές.