Βιβλιογραφία

Μορφολογία και Σύνταξη 

Μελέτες της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους στην εποχή μας 

1. Χαρακτηριστικά έκδοσης

  • Η μελέτη καλύπτει 185 σελίδες.
  • Η μελέτη περιλαμβάνει 8 ενότητες, η καθεμία από τις οποίες χωρίζεται σε υποενότητες σε συνεχή αρίθμηση.
  • Οι θεματικοί τίτλοι δηλώνονται με έντονους χαρακτήρες και οι τίτλοι των επιμέρους κεφαλαίων με πλάγια στοιχεία.
  • Επίσης με πλάγιους χαρακτήρες δηλώνονται στο εσωτερικό της μελέτης οι τίτλοι των κειμένων, στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας και οι όροι που θέλει να τονίσει.
  • Στην αρχή της μελέτης υπάρχει λίστα περιγραφής των σχημάτων και πινάκων που χρησιμοποιούνται, καθώς και κατάλογος συντομογραφιών.
  • Στο τέλος υπάρχει appendix με πίνακες όπου καταγράφονται οι τύποι ανά κείμενο, αριθμημένες σημειώσεις, βιβλιογραφικές παραπομπές, και index όρων που χρησιμοποιούνται μέσα στο κείμενο.

Περιεχόμενα - Παρατηρήσεις

Στον πρόλογο της μελέτης ο συγγραφέας προσδιορίζει ως χρόνο αναφοράς την ύστερη Βυζαντινή περίοδο (12ο-16ο αι.) και ως αντικείμενο μελέτης τους τύπους της αδύνατης προσωπικής αντωνυμίας. Αφού κάνει μια ονομαστική αναφορά στους μελετητές που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα, σημειώνει ότι η ιδιαιτερότητα της παρούσης μελέτης σε σχέση με τις άλλες είναι η εφαρμογή μιας διαφορετικής μεθοδολογίας που συνδυάζει την παραδοσιακή αρχή ότι «κάθε μαρτυρία είναι σημαντική» με τη χρήση στατιστικών πινάκων, με τους οποίους ουσιαστικά αξιολογούνται οι διαφορετικοί τύποι. Στην αξιολόγηση αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν ακόμη και μη γραμματικές ή λιγότερο γραμματικές δομές που εξετάζονται στη διαχρονική εξέλιξή τους. Μεγάλη σημασία αποδίδεται και στις μετρικές ανάγκες ενός κειμένου, καθώς πολλά από τα δεδομένα προέρχονται από ποιητικά κείμενα. Φυσικά, παρουσιάζονται με τρόπο ευσύνοπτο και οι πιθανές ερμηνείες του φαινομένου που έχουν στο παρελθόν προταθεί παράλληλα με την αναφορά σε άλλες γλώσσες, στις οποίες εμφανίζεται το ίδιο φαινόμενο: η μετακίνηση δηλαδή του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας από τη μετα-ρηματική σε προ-ρηματική θέση ανεξάρτητα από τη μορφή ή τον τύπο του ρήματος. Ο στόχος της μελέτης - κατά το συγγραφέα- είναι να αποκτήσουν άποψη για το αντικείμενο ακόμη και αναγνώστες με ελάχιστη ή μηδενική γνώση των ειδικών όρων της ανάλυσης, ενώ την ίδια στιγμή παρέχεται μια λεπτομερής περιγραφή των δεδομένων για την ικανοποίηση των περισσότερο εξειδικευμένων αναγνωστών.

Στην πρώτη εισαγωγική ενότητα ο συγγραφέας εξηγεί γιατί επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον όρο «αδύνατη αντωνυμία» και όχι «κλιτικό» όπως συνηθίζεται από τους άλλους μελετητές. Αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή που αναφέρεται στην εξέλιξη του γραμματικού αυτού τύπου, διαπιστώνει ότι στα κείμενα της ύστερης Βυζαντινής γλώσσας η θέση της αντωνυμίας ως ρηματικού αντικειμένου δεν είναι πάντα η ίδια (άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται του ρήματος). Γίνεται αναφορά στις περιγραφές του φαινομένου από τους Rollo και Mackridge, στις οποίες εντοπίζονται ελλείψεις (που δηλώνονται με διακριτικότητα). Ο συγγραφέας τις χαρακτηρίζει επαρκείς ως περιγραφές αλλά ανεπαρκείς ως ερμηνείες του φαινομένου και θέτει ως δικό του στόχο την εμπειρική επαλήθευσή τους.

Στη δεύτερη ενότητα ο συγγραφέας αναζητά την πιθανή μεθοδολογία για την έρευνά του τονίζοντας ότι το μόνο υλικό που διαθέτει κανείς για τη μελέτη της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας είναι τα ίδια τα κείμενα, καθώς απουσιάζουν μαρτυρίες από γραμματικούς της εποχής και κάθε ιδιαίτερο φαινόμενο απαιτεί προσεκτική μελέτη. Στη συνέχεια προσδιορίζεται το σώμα των κειμένων που θα λειτουργήσουν ως βάση αναφοράς.

Στην τρίτη ενότητα συγκρίνονται τα στοιχεία της σχετικής έρευνας του Mackridge με τα αντίστοιχα πορίσματα του συγγραφέα. (Ο συγγραφέας ασχολείται ιδιαιτέρως με την έρευνα του Mackridge, την οποία ανασκευάζει σε πολλά σημεία).

 

Στην επόμενη ενότητα αναφέρονται και αναλύονται οι γλωσσικές παράμετροι που επηρεάζουν τη θέση της αντωνυμίας (χρήση αρνητικού «ου» με ή χωρίς τη συνοδεία του «αν», χρήση αναδιπλούμενου αντικειμένου, ρηματική έγκλιση και τύποι όπως η μετοχή , το γερούνδιο, το απαρέμφατο).

Η πέμπτη ενότητα ασχολείται με τις μη γλωσσικές παραμέτρους που συμβάλλουν στην εμφάνιση του φαινομένου, όπως το μέτρο και η γλωσσική διάλεκτος του έργου. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στα Μεσαιωνικά Κυπριακά χρονικά, καθώς παρατηρείται σαφής γλωσσική διαφοροποίηση μεταξύ της Κύπρου και του κομματιού της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που περιελάμβανε τη Βαλκανική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία.

Στην έκτη ενότητα ο συγγραφέας ανασκευάζει προγενέστερες απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου ως ανεπαρκείς ως προς τη μελέτη όλων των τύπων του ρήματος. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά σε προσεγγίσεις ανάλογων φαινομένων σε άλλες γλώσσες όπως τα παλαιά Ισπανικά, τα Βουλγαρικά, τα παλαιά Γαλλικά και μερικά νεότερα ελληνικά ιδιώματα. Αποδεικνύεται ότι καμία από αυτές τις αναλύσεις δεν προσφέρει μία ικανοποιητική ερμηνεία του φαινομένου.

Στην έβδομη ενότητα δηλώνεται ότι προκρίνεται η διαχρονική προσέγγιση του φαινομένου, αφού τελικά αποδεικνύεται ότι ο παράγοντας - κλειδί που επηρεάζει τη θέση της αδύνατης αντωνυμίας δεν είναι οι δομικές σχέσεις των στοιχείων που συνθέτουν μια φράση αλλά περισσότερο η ισότιμη μεταξύ τους γραμμική σχέση. Μέσα από αυτή την προσέγγιση αναλύονται και πλευρές του φαινομένου που θεωρούνταν λιγότερο σημαντικές.

Τέλος, στην όγδοη ενότητα διασαφηνίζονται κάποιοι θεωρητικοί όροι που αναφέρονται στις αδύνατες αντωνυμίες. Ο συγγραφέας αμφισβητώντας τη φύση των λεγομένων κλιτικών προτείνει την αντικατάσταση του όρου με το δικό του «άτυπο επίθημα» (atypical affix). Καταλήγει με το συμπέρασμα ότι οι γενικεύσεις στο χώρο της γλωσσικής μορφολογίας δεν είναι πάντα επιτρεπτές, ενώ κρίνεται απαραίτητη μία παράλληλη μελέτη συγκεκριμένων ελληνικών ιδιωμάτων (όπως της Χίου, της Ρόδου, της Κρήτης και της Κύπρου).

Αξιολογικές Παρατηρήσεις

Εξειδικευμένη μελέτη που αξιοποιεί τα στοιχεία προηγουμένων ερευνών ασκώντας παράλληλα κριτική και με αναφορά σε φαινόμενα άλλων γλωσσών. Διαθέτει πλούσια βιβλιογραφία και λεπτομερείς πίνακες δεδομένων. Ο συγγραφέας επιλέγει με προσοχή τα κείμενα που μελετώνται. Εξάλλου διακρίνει σε γλωσσικές και μη παραμέτρους και προκρίνει τη διαχρονική μελέτη του φαινομένου.

Τέλος, αποφασίζει να μην προχωρήσει σε μια ευθεία απάντηση, αλλά να προτείνει πιθανές επιλογές, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα για οποιονδήποτε ερευνητή και δίνοντάς του πληθώρα στοιχείων που μπορούν να διευκολύνουν στη μελέτη του φαινομένου.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Ευαγγελία Βαρμπομπίτη