ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Πιτσιπίος Ιάκωβος Γ.

Ο πίθηκος Ξουθ (απόσπασμα)

Ο ΠΙΘΗΚΟΣ ΞΟΥΘ,

ἢ τὰ ἤθη τοῦ αἰῶνος.

ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄.

Ἡ Σουλτανίτζα.

Ἡ ὡραία Σουλτανίτζα, ἡ Ἀσπασία αὕτη τῶν Ἀθηνῶν τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, προέκυψεν εἰς τὸ φῶς ἔκ τινος σκοτεινῆς γωνίας τοῦ διὰ τοῦ μαγευτικοῦ ὕδατος τῆς εὐγενείας ζυμωμένου Φαναρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ περιέργου τούτου φυσικοῦ ταμείου τῶν σπανίων ἑτεροκλίτων ὄντων. Ζῶσα δὲ ἀπὸ δέκα περίπου ἐτῶν ἐν τῇ πρωτευούσῃ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὸ σεμνὸν τῆς χηρείας ὄνομα, εἶχεν ἑλκύσει πρὸς ἑαυτὴν τὴν γενικὴν προσοχὴν τῶν κατοίκων τῶν Ἀθηνῶν, καὶ συγκινήσει διὰ τῶν ἐξόχων αὐτῆς προτερημάτων καὶ γοητευτικῶν θελγήτρων τὰς εὐαισθήτους ψυχὰς πολλῶν ἐκ τῶν μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἐνδόξων ἡρώων τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Βεβαιοῦσι μάλιστα, ὅτι ὑπὸ τῶν τρυφερῶν αἰσθημάτων τοῦ ὡραίου τούτου πλάσματος ἠλεκτριζόμεναι αἱ πατριωτικαὶ κεφαλαὶ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς τελευταίας ἐν Ἀθήναις μεταπολιτεύσεως, ὕψωσαν τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς σημερινῆς αὐτοῦ τελειότητος, εὐδαιμονίας καὶ δόξης, καὶ ὅτι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης τὰ διατάγματα τῶν διορισμῶν τῶν πλείστων ὑπαλλήλων τοῦ κράτους ἐγράφοντο ἐπὶ τῶν γονάτων καὶ καθ' ὑπαγόρευσιν τῆς ἀξιεράστου ταύτης Δεσποίνης. Ἐκεῖ ἐχαλκεύοντο οἱ τίμιοι διαχειρισταὶ τῶν ἐθνικῶν προσόδων· ἐκεῖ διεφιλονεικοῦντο καὶ ἐξεκαθαρίζοντο τὰ προσόντα τῶν γερουσιαστῶν καὶ ἡ φιλοπατρία τῶν ὑποψηφίων βουλευτῶν· ἐκεῖ ἐτορνεύετο ἡ ἱκανότης τῶν ὑπαλλήλων τοῦ κράτους· ἐκεῖ δι' ἑνὸς νεύματος τῆς ὡραίας Σουλτανίτζας ὁ μὲν ἐκ τοῦ Μεδρεσὲ διαφυγὼν κλέπτης ἐχειροτονεῖτο οἰκονομικὸς ὑπάλληλος· ὁ ληστὴς, ἔπαρχος· ὁ ἀσυνείδητος, δικαστής· ὁ μαστρωπὸς, πρόξενος· καὶ οἱ κακοήθεις καὶ ἀμαθεῖς, καθηγηταὶ τῆς ἠθικῆς καὶ φιλοσοφίας. Οἱ δὲ ἐν Ἀθήναις πρέσβεις τῆς δυτικῆς διπλωματείας καὶ οἱ ἀνώτεροι αὐτῶν ὑπάλληλοι, ἀνακαλύψαντες τὸν Πανδώρειον τοῦτον πίθον, ἔσπευσαν νὰ ἐπιληφθῶσιν ἐγκαίρως τῶν τροχῶν τῆς Δαιδαλείου ταύτης μηχανῆς, διὰ νὰ στρέψωσι τὰ κινήματα αὐτῆς πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ κλασικοῦ ἔθνους, τοῦ ὁποίου τὴν ἀνόρθωσιν καὶ ἀποκατάστασιν καὶ οὗτοι καὶ αἱ κυβερνήσεις αὐτῶν μετὰ τῆς συνήθους αὐτοῖς εἰλικρινείας καὶ φιλανθρωπίας ᾀείποτε ἐπρέσβευσαν ἐν τῇ Ἀνατολῇ.

Ἡ Σουλτανίτζα λοιπὸν, καταντήσασα ἡ στρόφιγξ τῆς Ἑλληνικῆς διπλωματείας, τὸ βαρόμετρον τῆς εὐνοίας τῶν ἐν τοῖς πράγμασι, καὶ τὸ κέντρον τοῦ κοινωνικοῦ κύκλου τῶν Ἀθηνῶν, ἐθεωρεῖτο δικαίως ὡς συγκεντρώσασα ἐν ἑαυτῇ τὰς τρεῖς μεγάλας δυνάμεις τῶν Μοιρῶν τῆς μυθολογίας· ἡ δὲ Αὐλὴ, ὑπείκουσα εἰς τὴν ἀκαταμάχητον φορὰν τοῦ πολιτικοῦ τούτου συρμοῦ, ἐκοῦσα ἄκουσα συγκατέταξε τὴν ὡραίαν Σουλτανίτζαν εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐκλεκτῶν Δεσποινῶν, αἵτινες προσεκαλοῦντο εἰς τοὺς ἐν τοῖς ἀνακτόροις χορούς.

Καὶ τοιοῦτος μὲν ὑπῆρχεν ὁ βαθμὸς, τὸν ὀποῖον ἡ ὡραία Σουλτανίτζα κατεῖχεν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Ἀθηνῶν· ὅσον δὲ ἀποβλέπει τὸν ἰδιαίτερον βίον καὶ τὰς μετὰ τοῦ Καλλιστράτου σχέσεις αὐτῆς, ταῦτα δύναται νὰ εἰκάσῃ τις ἐκ τῶν ἐφεξῆς.

Ἐντὸς λαμπρῶς ἐστολισμένου ἀφυπνωτηρίου (boudoir), ἕνθα ἔβλεπέ τις πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ συμφορήσῃ ἡ ἐκλεπτυσμένη Εὐρωπαϊκὴ φιλοκαλία καὶ ἡ περιειργασμένη σπουδὴ γυναικὸς φιλαρέσκου, ἔκειτο ἐξηπλωμένη ἐπὶ σκίμποδος ἐξ ἐρυθροῦ μεταξοχνόου ὑφάσματος, ἀναβάδην ἔχουσα τοὺς πόδας, τριακονταετὴς ὡραία γυνὴ, κρατοῦσα ἐφημερίδα τῶν Παρισινῶν συρμῶν. Ὁ ἐκ λευκῆς μουσουλίνας ποδήρης καὶ πλατύπτυχος πρωϊνὸς αὐτῆς ἐπενδύτης, ἔχων πεπυκνωμένας παρυφὰς ἐκ πλατείας Βαλεντιανῆς (Valencienne), ἐμαρτύρει τὴν περὶ τὸ καθεστὸς καλὸν τῆς ἐποχῆς σπουδὴν καὶ ἀκρίβειαν τῆς Δεσποίνης ταύτης· οἱ δὲ ζωηρότητα ἀπαστράπτοντες μεγάλοι, μέλανες καὶ γοργοὶ ὀφθαλμοὶ, ὡς καὶ πάντα τὰ μετὰ χάριτος καὶ νοήματος κινήματα τοῦ σώματος αὐτῆς, ἐδείκνυον, ὅτι ἡ γυνὴ αὕτη κατεῖχεν ἐντελῶς καὶ μεταχειρίζετο μετὰ ἐξιδιαζούσης τέχνης τὴν ἐπιστήμην τοῦ ἀρέσκειν καὶ γοητεύειν τὰς καρδίας.

Ἡ θύρα τοῦ ἀφυπνωτηρίου ἠνεῴχθη ἐλαφρῶς καὶ μετὰ τῆς ἐμφρόντιδος ἐκείνης προσοχῆς, διὰ τῆς ὁποίας ἡ φιλόστοργος μήτηρ ἀνοίγει τὴν τοῦ θαλάμου τοῦ κοιμωμένου βρέφους, καὶ εὐλύγιστος θεραπαινὶς, ἀκροβατοῦσα χαριέντως, παρουσιάσθη ἐνώπιον τῆς ὡραίας Σουλτανίτζας.

- Κιαράτζα! ἡ μαδόνα μου μ' ἔστειλενε νὰ 'δῶ, ἂν ξυπνήσετενε, κι' ἂ θέτενε νὰ σᾶς χτενίσω.

- Σὲ εἶπα, Πλουμοῦ, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαί ποτε, καὶ μάλιστα ὅταν ὁμιλῇς πρὸς ἐμὲ, τὸ βαρβαρικὸν τοῦτο ἐπίθετον Κυράτζα. Κυράτζαις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν λέγουν τὰς Ψωμαθιανὰς· σὲ εἶπα νὰ μὲ λέγῃς Κυρίαν.

- Ἔλα Χριστὲ καὶ παναγιά! ἐγὼ σᾶς εἶπα ψωματάρα; ποῦ πίνω νερὸ 'ς τὄνομά σας!

- Δὲν σὲ εἶπα τοῦτο! ἀλλὰ σὲ εἶπα ὅ,τι καὶ ἄλλοτε, δηλαδὴ νὰ μάθῃς νὰ ὁμιλῇς ὀρθῶς.

- Ἐγὼ πάντα τὰ λέγω ὀρτὰ καὶ κοφτά· μὰ ἒ ξέρω νὰ τὰ πῶ περὶ διὰ γραμμάτου. Ἒν τὸ ζάρανε στὴ Χιὸ νὰ πηγαίνουν 'ς τὸ σκολειό.

- Καλὰ λέγουσιν, ὅτι ὅλαι αἱ Χῖαι εἶσθε ἀνόητοι.

- Ὄγεσκε δὰ νὰ σᾶς χαρῶ! 'μπορεῖ νὰ μὴν ἔχωμεν τὸν ἴδιο νοῦ μὲ σᾶς, μὰ δὲν εἴμεσθεν ἀνόηταις. Νὰ δήτενε 'ς τὸν τόπον μου 'ς τὴ Χιὸ τῆς κοπελοῦδες, σὰ βγαίνουνε φαντίναις, θὰ χάσετενε τὸ νοῦ σας!… Πόσα πράμματα ξέρουνε! εἶναι καλαῖς νυκοκιουραῖς, βγάζουνε σιμιδάλι, ἀνοίγουνε κροῦστα καὶ πλέκουνε μιὰν κάρτζα τὴν ἡμέρα.

- Καὶ ψιμμιθίζονται ὡς μορμολύκια.

- Τίκκε;

- Δηλαδὴ ἀλείφονται σουλουμᾶν καὶ κοκκινάδι ὥστε προξενοῦσιν ἀηδίαν.

- Ἔχετε δίκιο Κιαράτζα… Κυρία… γιατὶ καμμιὰ φορὰ μερικαῖς τὸ παραξυλόνουνε καὶ βγαίνουνε εἰς τὸν κάτω γιαλὸ, σὰν ᾑ μουτζουναριαῖς 'ς τὸν Παρθένη· μὰ καὶ σεῖς δὰ ᾑ φραγκομαθημέναις πολίτισσαις δὲ βάζετενε χίλια πράμματα; νὰ μπῇ κἀνένας 'ς τὴν κάμερά σας φύρνετ' ὁ νοῦς του…. λάδια, ἀλείμματα, νερὰ πράσινα καὶ κόκκινα, ἀμουλάκια, γυαλάκια, μπουρνιδάκια, θαῤῥεῖς πῶς εἶναι τοῦ Δομίνικου ἡ σπετζαρία. Εἶν' ἀλήθεια πῶς τὰ δικά σας μυρίζουνε, μὰ και τὰ δικά τους δὲ βρομοῦνε· μὰ πάλ' ἐκείναις ᾑ κακομοίραις δὲν ἔχουνε τὸ μποῦστο, ποῦ μὰ τὴν Παναγιὰ τὴ Σπηλιώτισα, σὰ σᾶς τό νε βάζω, μοῦ χρειάζεται νὰ τραβῶ μὲ περισσότερη δύναμη παρὰ τοῦ μπάρμπα μου τοῦ Γιάννη σὰ σφίγγῃ τὴ μεσιὰ τοῦ γαδάρου του.

- Φθάνει πλέον· ἀηδίασα Πλουμοῦ! … μ' ἔρχεται ὑστερικὸν, ὅταν ἀκούω τὰς ἀνοησίας σου· ποία ὥρα εἶναι;

- Δεκά μιση.

- Καὶ διατί δὲν μ' ἐξύπνισες πρωΐτερον ὡς σὲ εἶπα χθὲς τὸ ἑσπέρας;

- Γιατ' ἥμπα τρεῖς φοραῖς μέσ' τὴν κάμερά σας, μὰ ῥουχαλίζετενε σὰν ἄγγελος.

- Ἔπρεπε νὰ μ' ἐξυπνίσῃς, διότι ἐγὼ ἐπίτηδες κατεκλίνθην χθὲς ἐνωρίς.

- Ναίσκε μὰ ἐθάῤῥουμουνε πῶς ἀγρυπνήσετενε τὴ νύχτα στὸ κλώσιμον μὲ τὸ συμαρματάρχη.

- Ποῖον συνταγματάρχην; ὀνειρεύεσαι;

- Καὶ πῶς δὲν ἐννοιώσετενε τῆς μπατινάδες καὶ τὰ τραγούδιά του;

- Πότε; καὶ διατί δὲν μ' ἐξύπνισες;

- Μες' τὰ μεσάνυχτα· μά ξερα 'γὼ πῶς κοιμούστενε;

- Πόσον εἶσαι ἀνόητος Πλουμοῦ! νὰ ἔλθῃ ὁ Συνταγματάρχης καὶ νὰ μὴ μ' ἐξυπνίσης!

- Ἤρτενε καὶ χτὲς στὴς δέκα ὁ κόντες! πῶς τὸν λέτενε;… ἐκεῖνος ὁ χαρτζιάρης· μὰ ντράπηκα νὰ τοῦ πῶ, πῶς κοιμούστενε ἐκείνην τὴν ὥρα καὶ τοῦ εἶπα, πῶς πήγετενε 'ς τὸ θέατρο, κ' ἤγραψε νε τοῦτο νά τὸ γραμματάκι, ἤφερεν κὶ ὁ σοντάτος τοῦ συμαρματάρχη τοῦτο νὰ, ἤδωκεν καὶ τοῦτο νά τοῦ Γεράσιμου τὸ πρωῒ ἐκεῖνος ὁ ὤμορφος Ἐγγλέζος τοῦ Βαποριοῦ.

- Ὑπομονή… ἑτοίμασον τὸ λουτρόν μου καὶ ἔπειτα ἀφοῦ λουσθῶ νὰ μὲ κτενίσῃς.

- Καὶ τὶ λογῆς θὰ τὸ 'τοιμάσω χωρὶς γάλας;

- Καὶ πῶς! δὲν ἠγόρασε σήμερον ὁ Γεράσιμος γάλα;

- Ὄγεσκε νὰ σᾶς χαρῶ! .. καὶ τὸ ἐχτεσινὸ ἐβρόμισενε, γιατὶ ἤτανε τριῶ μερῶ, κ' ἡ τζάτζα σας…. μὰ μὴ μὲ μαντατέψετενε…

- Ὄχι, Πλουμοῦ, λέγεμε μόνον τὴν ἀλήθειαν· λοιπὸν τὸ γάλα τοῦ χθεσινοῦ λουτροῦ ἦτον ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον καὶ προχθὲς ἐλούσθην;…

- Ναίσκε, γιατὶ ἡ τζάτζα σας, ὅσον καιρὸ ὁ Γεράσιμος ἐμεταπωλούσενε τὸ γάλας ποῦ λουγούσαστενε, τοῦ 'λέγενε κι' ἀγόραζενε γάλας κάθε ταχὺ, μ' ἀπὲ τὸν καιρὸ ποῦ ἐκείνη ἡ ξυνογαλοῦ ποῦ τῆς τὸ πουλούσαμενε………. ξέρετενε δὰ … καί…. μηδ' ἐφτὴ, μηδ' ὁ καφετζής, μηδὲ κἀνεὶς ἄλλος πλιὰ δὲ θέλει ν' ἀγοράσῃ γάλας ἀπὲ μᾶς· κ' ἡ τζάτζα σας λέ πῶς δὲν πρέπει νὰ τ' ἀγοράζωμενε καὶ νὰ τὸ ῥήχτωμαινε· γιατὶ εἶναι κρίμα φαγώσιμο πρᾶμμα νὰ ῥήχτεται˙ κ' ἐκεῖνο δὰ τὸ προχθεσινὸ τὸ 'πήρενε γιατὶ τὸ 'βρενε φτινὸ καὶ σᾶς τὸ βάλενε δυὸ φοραῖς τὸ ἴδιο, κ' ἤθελεν καὶ σήμερη νὰ σᾶς τὸ βάλῃ, μὰ βρώμησενε καὶ μοῦ 'πενε νὰ μὴ σᾶς τὸ 'πῶ.

-Πολλὰ καλά! φθάνει! βλέπω ὅτι δὲν εἶσαι μόνον σὺ ἀνόητος· ἔλα νὰ μὲ κτενίσῃς· παρατήρησον εἰς τὴν εἰκόνα ταύτην τῆς ἐφημερίδος τὸν νέον τρόπον τοῦ κτενίσματος τῆς κεφαλῆς, διὰ νὰ μὲ κάμῃς τὰς χωρίστρας· εἶναι τοῦ τελευταίου συρμοῦ τῶν Παρισίων κατὰ τὴν Κυρίαν Λαφάρζαν (Lafarge).

- Οὐγοῦ ὤμορφη ποῦν' ἡ ἔρημη! ἀμμὲ γιατὶ φορεῖ μαῦρα; ὁ πάγες της ἀπέθανενε;

- Ὄχι, ἀλλ' ἡ Κυρία αὕτη, γεννηθεῖσα ἐν Παρισίοις ἐξ εὐγενῶν γονέων, εἶχε λάβει τὴν καλῃτέραν ἀνατροφὴν τοῦ συρμοῦ· ἐγνώριζε τὴν μουσικὴν, ἐχόρευε κάλλιστα, ἐχειροκρότει χαριέντως εἰς τὸ θέατρον, ὡμίλει γλαφυρῶς περὶ παντὸς πράγματος, ἐνεδύετο φιλοκάλως καὶ εἶχεν ἀναγνώσει ὅλα τὰ μυθιστορήματα ἀπὸ τοῦ Βαλτερσκόττου μέχρι τῆς Σάνδης, τὰ ὁποῖα ἀναπτερώσαντα τὴν φυσικὴν αὐτῆς φαντασίαν, ἔκαμον νὰ ἐλπίζῃ δικαίως, ὅτι ταχέως ἔμελλε νὰ γίνῃ σύζυγος Κόμητός τινος ὑπουργοῦ τῆς οἰκονομίας, ἢ πρέσβεως ἐν Τουρκίᾳ· ἀλλὰ μείνασα ὀρφανὴ καὶ πτωχὴ μετὰ τὸν θάνατον τῶν γονέων αὐτῆς, διὰ ν' ἀποκατασταθῇ ἀνεξάρτητος, ἠναγκάσθη νὰ συζευχθῇ εἰς γάμον μετά τινος ἐργαστηριάρχου σιδηρουργοῦ, Λαφάρζου ὀνομαζομένου· ἐπειδὴ δὲ οὗτος καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ, ὄντες ἄνθρωποι χυδαῖοι καὶ χωρὶς ἀνατροφῆς, ὡμίλουν πάντοτε περὶ ἐμπορίου καὶ τῆς οἰκιακῆς οἰκονομίας, ἡ δὲ εὐγενὴς αὕτη Κυρία, φύσει εὐαίσθητος καὶ μὴ δυναμένη νὰ συμμορφωθῇ μετὰ τοιούτων ποταπῶν ἀνθρώπων, εὐφυὴς δὲ καὶ μεγαλοπράγμων, κατ' ἀρχὰς μὲν κατέπεισε τὸν σύζυγον αὐτῆς καὶ ἔγραψε διαθήκην, δι' ἧς ἄφινεν αὐτὴν μόνην κληρονόμον· ἀκολούθως δὲ, ἀποθανόντος τοῦ Λαφάρζου, τὰ δικαστήρια κατεδίκασαν εἰς διὰ βίου δεσμὰ τὴν εὐγενῆ ταύτην Κυρίαν, ὡς φαρμακεύσασαν τὸν σύζυγον αὐτῆς· ἀλλ' ὁ εὐγενὴς τρόπος, δι' οὗ ἡ σύζυγος τοῦ Λαφάρζου ὑπερασπίσθη, καὶ ἡ κατὰ τὴν δίκην ἐπιδειχθεῖσα ἔξοχος αὐτῆς ἀνατροφὴ, ἐγοήτευσαν ἐπὶ τοσοῦτον τὰς εὐαισθήτους τῶν Γάλλων καρδίας, ὥστε εὐθὺς μετὰ τὴν καταδίκην αὐτῆς ἐδόθη τὸ ὄνομα τῆς Λαφάρζης εἰς ὅλα τὰ ἀριστουργήματα τοῦ συρμοῦ τῆς ἐποχῆς.

- Καλ' ἦντα μοῦ λέτενε; κιαμὲ 'σαν ἤτανε τέτοια παράλυτη, ἦντα τῆς ἐλιμπιστήκετενε κ' ἐκεῖνοι καὶ σεῖς, καὶ θέτενε νὰ κάμετενε καὶ τὴν σκουφωσιά της· ἡ μακαρίτρια ἡ νόμα μου μοῦ 'λέγενε «παιδάκι μου, τὸν καιρὸ ποῦ σκουβαρίζανε τὴ Μπόνα στὴ Χιὸ ἀξανάκωλα καθισμένη 'ς τὸ γάδαρο μὲ συχώρεση, ἤμουνε ὅτ' ηὔγαινα φαντίνα καὶ θυμοῦμαι, ποῦ γιατὶ ἐφόριενε ἕνα μοσκολουρῆ ντζανοῦμι, καμμιὰ μας πλιὰ ἀπετότες ἒν ἐφόρεσενε τέτοιο ῥέγκι.»

- Αἴ! … ὅσον παράξενος καὶ ἂν φαίνεται ὁ συρμὸς, ὅστις ὅμως θέλῃ νὰ ἀρέσῃ, χρεωστεῖ ν' ἀκολουθῇ αὐτόν· ἄκουσον περίεργόν τι ἀνέκδοτον… Ἐλαφρὰ δὰ, Πλουμοῦ! μὴ μοῦ σύρῃς τοσοῦτον τὰ μαλλία, διότι δὲν εἶναι ἡ μεσιὰ τοῦ γαδάρου τοῦ μπάρμπα σου.

- Αἴ! δὰ καὶ σεῖς, μὴν ἤστενε τόσον μυιγυόγκιχτη! 'μπρὸς τὰ κάλλη τ' εἴν' ὁ πόνος; … πήτενε δὰ ἐκεῖνο ποῦ θέλετενε νὰ μοῦ πήτενε.

- Λοιπὸν, Πλουμοῦ, Κυρία τις ἐν Παρισίοις ἠγάπα πολὺ τὸν συρμὸν, καὶ ἐσκουφόνετο καθ' ἡμέραν κατὰ τὴν ἐφημερίδα· ὁ σύζυγος αὐτῆς, μὴν ὐποφέρων τὰ ὑπέρογκα ἔξοδα, ἠθέλησε νὰ σωφρονίσῃ τὴν γυναῖκα κατά τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀνοήτων ἀνδρῶν. Παρεκάλεσε λοιπὸν τὸν Συντάκτην τῆς ἐφημερίδος τοῦ συρμοῦ νὰ γράψῃ, ὅτι ὁ τελευταίος συρμὸς εἶναι νὰ βάλλωσιν ἐπὶ τοῦ σκουφώματος ἀντὶ ἀνθέων μέγα ῥέπανον· ἡ δὲ Κυρία αὕτη, ἀναγνοῦσα τοῦτο καὶ μέλλουσα νὰ παρευρεθῇ κατ' ἐκείνην τὴν ἑσπέραν εἰς λαμπρόν τινα χορὸν, ἔβαλεν ὄρθιον ἐπὶ τοῦ σκουφώματος αὐτῆς τὸ μεγαλῄτερον ῥέπανον, τὸ ὁποῖον ἠδυνήθη νὰ προμηθευθῇ· ὅλος ὁ κόσμος ἐγέλα, ἀλλ' ἡ Κυρία αὕτη εἶχε δίκαιον, διότι ἀνέγνωσε τὸν συρμὸν τοῦτον εἰς τὴν ἐφημερίδα· μόνος ἔνοχος ἦτο ὁ σύζυγος αὐτῆς καὶ ὁ εἰσαγγελεὺς, ὅστις δὲν ἐφρόντισε νὰ κατάσχῃ τὴν ἐφημερίδα ταύτην πρὶν ἢ τυπωθῇ, καὶ νὰ καταδιώξῃ αὐστηρῶς τὸν ὑπεύθυνον συντάκτην, ὅστις εἶχεν ἀποτολμήσει νὰ προσβάλῃ ἐπὶ τοσοῦτον τὴν φιλοκαλίαν μιᾶς Κυρίας τοῦ συρμοῦ.

- Χά! χά! χά! πρασιαῖς, πρασιαῖς εἶν' ἡ λωλιά! φτηνὰ τὴν ἐγλύτωσεν ἡ 'λαφρόστυχη!

- Καὶ διατὶ Πλουμοῦ;

- Γιατὶ τῆς ἐγράψανε ῥαπάνι· ἀμ' ἂν τῆς ἐγράφανε πῶς εἶν' τῆς μόδας νὰ βάλῃ 'ς τὸ κεφάλι της κανένα μεγάλο Χιώτικο ταμπουρᾶ, δὲν ἤθελε νὰ κωλοκοπῇ τὸ λύγκι της;

- Δός με τὸν καθρέπτην, διὰ νὰ ἴδω τί ἔκαμες…. αἴ! σχεδὸν τὸ ἴδιον.

- Ἴδιο κι' ἀπαράλλαχτο! κουσοῦρι δὲν τοῦ λείπει!

- Παραμέρισον ὀλίγον αὐτὴν τὴν χωρίστραν, διότι σκεπάζει πολὺ τὸ πρόσωπόν μου.

- Ὠχονοῦς! νά τενε νὰ σᾶς χαρῶ.

- Εὖγε! βάλε με τώρα ἐδῶθεν πρὸς τὰ κάτω τῆς χωρίστρας ἐκεῖνο τὸ ῥόδον, φέρε καὶ Κολωνιακὸν νερὸν νὰ νιφθῶ, καὶ ἑτοίμασον ταχέως καὶ τὸ χθεσινὸν φόρεμά μου διὰ νὰ ἐνδυθῶ… ἔστειλεν ἡ μήτηρ μου τὸν Γεράσιμον διὰ νὰ εἴπῃ τὸν Καλλίστρατον ἐκ μέρους μου, ὅτι περιμένω νὰ ἔλθῃ δι' ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν;

- Ὅσο γι' αὐτὸ ἔννοια σας! ἡ τζάτζα σας 'σὰ νὰ τό 'βλεπενε 'ς τὸν ὕπνο της· πρὶν νὰ κάμῃ τὸ σταυρό της εὐτὸ 'ταν ἡ πρώτη της ἔννοια· μὰ δὲ μοῦ λέτενε ἦντα περίδρομο τὸ νὲ θέτενε ταχυνάτικο τὸν Καλλόστροτο, ποῦ χετενε ἀγαπητικοὺς τὰ πιὸ 'μορφα παληκάρια τῆς Ἀθήνας; ἐσεῖς ὅλην τὴν ὥρα τονὲ μασκαρεύετενε καὶ τονε βάζετενε 'ς τὸ καλαμάκι μαζὶ μὲ τὴν τζάτζα σας, καί τονε κάμνετενε μπαρμπακίνα καὶ τὸν ἀπεφτόνονε καί τόνε λέτενε χωριάτη καὶ ξιπασμένο καὶ ἀνόητο, καὶ πῶς 'μοιάζει τὴ μαϊμοῦ του, κ' ὕστερα εὐτὺς πούρτη, γινούστενε κ' ᾑ δυὸ ἀλλοιώτικαις καὶ τοῦ κάμνετενε τόσαις τζιριμόνιαις, καὶ τοῦ λέτενε πῶς χανούστενε ἀπὲ τὴν ἀγάπη του, καὶ πῶς δὰ ἂ δὲν τὸ νέ δήτενε , δὲν τρώτενε, καὶ τόσα ἄλλα πράμματα, καί…

-Αἴ! Πλουμοῦ, σὺ δὲν γνωρίζεις ἀκόμη τὸν κόσμον· βέβαια ἐγὼ δὲν εἶμαι τόσον ἀσυλλόγιστος, ὥστε νὰ ἀγαπήσω τοιοῦτον μωρὸν ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἁπλῆ θέα μὲ προξενεῖ ἀηδίαν· ἀλλ' ὁ Καλλίστρατος εἶναι πλούσιος καὶ ἀνόητος, καὶ τὰ δύο ταῦτα προτερήματα εἶναι μέγας θησαυρὸς διὰ μίαν γυναῖκα τοῦ κόσμου· ἐκατάλαβες τώρα τὴν ἐξήγησιν τῆς ἀπορίας σου;

- Ἀπάνω κάτω· μά…

Ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ ἀκουσθεὶς κρότος ἀμάξης, ἥτις εἶχε σταματήσει ἔμπροσθεν τῆς οἰκίας τῆς Σουλτανίτζας, διέκοψε τὴν ὀμιλίαν τῆς Πλουμοῦς, τὴν ὁποίαν ὠθήσασα ἡ ἀξιέραστος αὐτῆς Κυρία, τρέχα Πλουμοῦ, εἶπε πρὸς αὐτὴν, νὰ εἴπῃς νὰ περιμείνῃ ὀλίγον εἰς τὴν αἴθουσαν, καὶ ἔρχομαι ἀμέσως· ἡ δὲ εὐλύγιστος θεραπαινὶς, ψιθυρίσασα τὸ τῆς παροιμίας, «κατὰ τὴ φωνὴ νά τον κι' ὅλας,» ἐπέταξεν ὡς ἀστραπὴ ἔξω τοῦ ἀφυπνωτηρίου καὶ ἔκλεισε τὴν θύραν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄.

Ὁ ἀληθὴς ἔρως τῶν γυναικῶν τοῦ συρμοῦ,
ἢ τὸ κίτρινον φόρεμα τοῦ χοροῦ.

Πολλὴν ὥραν ἀκόμη περιέμενεν ἀνυπομόνως ὁ Καλλίστρατος ἐν τῇ αἰθούσῃ, καθήμενος μετὰ τῆς μητρὸς τῆς Σουλτανίτζας, καὶ ἰσάζων συνεχῶς ποτὲ μὲν τὸν πολύπτυχον καὶ πλατὺν αὑτοῦ λαιμοδέτην, ποτὲ δὲ τὰ ἐστιλβωμένα καὶ στενὰ ἀχυρόχροα αὑτοῦ χειρόκτια, ἄλλοτε δὲ ἀποχωρίζων ἀπ' ἀλλήλων τοὺς μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας συνεστραμμένους βοστρύχους τῆς κόμης αὑτοῦ. Παίζων δὲ τὴν ἀπὸ χρυσῆς ἀλύσου ἐξηρτημένην ἀπὸ τοῦ τραχήλου αὑτοῦ διόπτραν, ἢ κτυπῶν τὸ ἔδαφος μετὰ ῥυθμοῦ καὶ μέλους διὰ τοῦ κομψοῦ αὑτοῦ ῥαβδίου, καὶ ἅμα ὑποτονθορύζων θεατρικόν τι μέλος, καὶ κινῶν τὴν κεφαλὴν ἀπεκρίνετο μηχανικῶς εἰς τὰς ἐρωτήσεις τῆς γραίας, ἀπαντῶν πολλάκις ἄλλα ἀντ' ἄλλων, ὡς ἔχων τὸν νοῦν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλως προσηλωμένους εἰς τὴν θύραν, ἐξ ἧς ἀνέμενε νὰ προκύψῃ τὸ εἴδωλον τῆς καρδίας αὑτοῦ. Ἐπὶ τέλους ἐλαφρὸν βάδισμα μόλις ἀκουομένων βημάτων, καὶ χάριεν φουρφούρισμα χαμαὶ συρομένου μεταξωτοῦ ἀνήγγειλαν τὴν παρουσίαν τῆς ἐρασμίας Δεσποίνης. Ὁ δὲ Καλλίστρατος, ἐγερθεὶς μετὰ σπουδῆς, καὶ λυγίσας τὸ σῶμα διὰ νὰ χαιρετήσῃ χαριέντως τὴν ἐξερχόμενην Σουλτανίτζαν, ὤθησε διὰ τοῦ ἀγκῶνος τὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης ἀποτεθειμένον πῖλον αὑτοῦ, ὁ δὲ πῖλος ἀντωθήσας τὸ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἱστάμενον πλῆρες ἀνθέων κρυστάλλινον ἀγγεῖον, τοῦτο μὲν ἀνατρέψας συνέτριψε, τὰ δὲ ἐν αὐτῷ ἄνθη μετὰ τοῦ ὕδατος ἐσκόρπισεν κατὰ τῆς τραπέζης καὶ κατὰ τοῦ τάπητος τοῦ ἐδάφους· καὶ ὁ μὲν Καλλίστρατος, ἀφήσας ἡμιτελῆ τὸν χαιρετισμὸν, ἔτρεχε κατόπι τοῦ διὰ πάσης τῆς αἰθούσης κυλιομένου πίλου· ἡ δὲ Σουλτανίτζα, ὑποκρύψασα τὴν δυσαρέσκειαν αὐτῆς διὰ τὴν στέρησιν τοῦ ὡραίου ἀγγείου, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει προσφιλὲς ἐνθυμητήριον παρὰ τοῦ γραμματέως τῆς ἐν Ἀθήναις Γαλλικῆς πρεσβείας, πρὸς μὲν τὴν μητέρα αὐτῆς ἔῤῥιψε βλέμμα ὑπεμφαῖνον, πόσον ἀγροῖκον ἐθεώρει τὸν Καλλίστρατον, ἐκτείνουσα δὲ τὴν χεῖρα πρὸς αὐτὸν, εἶπε μετὰ βεβιασμένης χάριτος καὶ πλαστῆς ἀδιαφορίας «μικρὸν καὶ ἀδιάφορον πρᾶγμα, Κύριε Καλλίστρατε, πρὸ πολλοῦ εἶχον σκοπὸν ν' ἀντικαταστήσω ἀντὶ τοῦ ἀγγείου τούτου ὡραῖόν τι Κιναϊκὸν τοῦ τελευταίου συρμοῦ, τὰ ὁποῖα κατ' αὐτὰς ἔφεραν ἐκ τῆς Ἀγγλίας» καὶ παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ καθίσῃ.

Ὁ Καλλίστρατος, ἀφοῦ εἶπέ τινας ἀνοησίας διὰ νὰ δικαιολογηθῇ, μόλις συνελθὼν ἕνεκα τῶν ἐπανηλειμμένων διαβεβαιώσεων τῆς Σουλτανίτζας περὶ τῆς μηδαμινότητος τοῦ τυχαίου τούτου συμβεβηκότος, ὑπακούσας τέλος ἐκάθισε πλησίον αὐτῆς ἐπὶ τοῦ ἀνακλιντηρίου, καὶ ἤρχισε πάλιν νὰ ἰσάζῃ ὅ,τι ἐκ τῆς στολῆς αὐτοῦ εἶχε βάλει εἰς ἀταξίαν ἡ πρὸ μικροῦ βιαία τοῦ νεανίου κίνησις· μετά τινων δὲ λεπτῶν σιωπὴν ἀμφοτέρων ὁ Καλλίστρατος ἤρχισε πρῶτος νὰ λέγῃ πρὸς τὴν Σουλτανίτζαν ὑπερβολικά τινα ἐγκώμια περὶ τοῦ καλλωπισμοῦ αὐτῆς. Ἀλλ' ἡ Σουλτανίτζα, ὑπομειδιῶσα βεβιασμένως, καὶ συστρέφουσα χαριέντως τὸν λαιμὸν, «φαίνεται, εἶπε, Κύριε, ἔχετε διάθεσιν σήμερον νὰ ἀστειεύησθε·» «καὶ διατί; Κυρία,» ἠρώτησεν ὁ Καλλίστρατος, ἀναφουφουλίζων διὰ τῆς χειρὸς τὸ πυκνὸν αὐτοῦ γένειον, ἢ δίδων διὰ τοῦ στρυψίματος εἰς τὸν μύστακα αὑτοῦ τὸ σχῆμα τοῦ ἀγκίστρου. «Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν, ἐπανέλαβεν ἡ Σουλτανίτζα, νὰ εὑρίσκητε καλὸν τὸν σημερινόν μου καλλωπισμὸν, ἐν ᾧ ἐγὼ σήμερον εὑρίσκομαι ἀκόμη ἐνδεδυμένη τὴν χθεσινὴν ἐνδυμασίαν, καὶ οὕτε κἂν ἐκτενίσθην, οὕτε ἐνίφθην;»

- Παράξενον πρᾶγμα! καὶ μολοντοῦτο ἔχετε τὰ μαλλία τοσοῦτον καλῶς ἰσασμένα καὶ ἀκριβῶς βοστρυχισμένα, ὥστε νομίζει τις, ὅτι ταύτην τὴν στιγμὴν ἐξῆλθε τοῦ ἀφυπνωτηρίου ὑμῶν ἡ κομμώτρια τῆς Δουκίσσης τῆς Αὐρηλίας.

- Πόσον φαίνεσθε κατὰ πᾶσαν περίστασιν, ὅτι ἀνετράφητε μεταξὺ τοῦ μεγάλου κόσμου τῆς πρωτευούσης τῆς φιλοκαλίας! ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην ἠπατήθητε· ἡ δὲ ἀπάτη ὑμῶν προέρχεται πρῶτον, ἐκ τοῦ ὅτι φυσικῶς τὰ μαλλία μου εἶναι ὁμαλὰ καὶ ἁπαλὰ· καὶ δεύτερον, διότι δι' ὅλης τῆς νυκτὸς δὲν ἔπεσα εἰς τὴν κλίνην, καὶ ἐπομένως τὰ μαλλία μου ἔμειναν ὡς ἦσαν ἀπὸ χθὲς τὸ πρωΐ.

- Ἀνεγινώσκετε φαίνεται, τὰς περὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ παρατηρήσεις τοῦ περιφήμου τῆς Πελοποννήσου Οἰκονομολόγου, τοῦ ἀνθρώπου τῆς μεγάλης πήρας;

Ἡ Σουλτανίτζα ἀφήσασα ἐλαφρὸν στεναγμὸν, αἴ! εἶπεν, οὐσιωδέστεραι φροντίδες παρὰ ἡ πήρα τοῦ Οἰκονομολόγου κατεσπάραττον τὴν τεθλιμένην ψυχήν μου· καὶ συγχρόνως ἔνευσεν ἐπιτηδείως πρὸς τὴν μητέρα αὑτῆς, ἥτις προσποιηθεῖσα, ὅτι ἀποκρίνεται εἰς τὴν καλοῦσαν αὐτὴν ὑπηρέτριαν καὶ εἰποῦσα, ἔρχομαι Πλουμοῦ, ἐξῆλθε τῆς αἰθούσης.

- Μὲ κακοφαίνεται λοιπὸν, ἀξιέραστος Σουλτανίτζα, εἶπεν ἐναβρυνόμενος ὁ Καλλίστρατος, ὅτι ἀκουσίως ἴσως εἶμαι ὁ πρωταίτιος τῆς ἀγρυπνίας ὑμῶν καὶ τῶν στεναγμῶν· ναὶ, ἐπιθυμῶ μὲν νὰ μὲ ἀγαπᾶτε ἐγκαρδίως, ἀλλ' οὐχὶ ποτὲ, Θεὸς φυλάξοι, χάριν ἐμοῦ νὰ βλαφθῇ ἡ πολύτιμος ὑγεία ἐκείνης, τῆς ὁποίας ὅλα τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθὰ δὲν εἶναι ἀντάξια.

- Ἡ Σουλτανίτζα, καί τοι τοσαύτης τέχνης καὶ ἐπιτηδειότητος κάτοχος, ὀλίγον ἔλειψεν ὅμως νὰ ἐκραγῇ εἰς γέλωτα, ἀκούσασα τὴν αἰτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Καλλίστρατος ἀπέδιδε τὴν ἀγρυπνίαν αὐτῆς· ἀλλὰ δράξασα τὴν νέαν ταύτην εὐκαιρίαν ἀπήντησεν ἀμέσως.

- Αἴ! ὅταν ἡ εὐαίσθητος γυνὴ ἀφοσιωθῆ εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἅπαξ ἡ καρδία αὐτῆς ἔτυχε νὰ ἐκλέξῃ, νομίζει εὐτυχίαν ὅσας δι' αὐτὸν δοκιμάζῃ θλίψεις καὶ δυστυχίας· ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, αἱ τρικυμίαι, τὸ πῦρ καὶ ὁ σίδηρος δὲν δύνανται νὰ κλονίσωσι τὴν ἀμετάτρεπτον αὐτῆς σταθερότητα· τὸ νὰ γίνῃ θῦμα τοῦ εἰλικρινοῦς αὑτῆς ἔρωτος, προξενεῖ εἰς αὐτὴν ἀγαλλίασιν· ὁ θάνατος εἶναι δι' αὐτὴν χαρὰ, διότι φέρει μεθ' ἑαυτῆς τὴν ἰδέαν τοῦ ὑπ' αὐτῆς λατρευομένου εἰδώλου· αἴ! Καλλίστρατε, διὰ νὰ αἰσθανθῇ τις ἀληθῶς τὸν ἔρωτα, πρέπει νὰ ἦναι γυνὴ! μόναι ἡμεῖς αἱ γυναῖκες ἐγεννήθημεν πρὸς τοῦτο· τινὲς μάλιστα ἐξ ἡμῶν, καὶ κατ' αὐτὸν ἀκόμη τὸν αἰῶνα τῆς διαφθορᾶς καὶ ἰδιοτελείας εἶναι, φαίνεται, προωρισμέναι, ὡς ἐγὼ, διὰ νὰ δείξωσιν, ὅτι ἐπλάσθημεν ὡς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς τῆς εἰλικρινοῦς ἀφοσιώσεως καὶ τῶν τρυφερωτέρων αἰσθημάτων ἀφιλοκερδοῦς ἔρωτος· τοιαύτη ὑπῆρξα ἀφ' ὅτου σὲ εἶδον, καὶ ὅλα ταῦτα τὰ δεινὰ ἔλαβον πρὸ ὀφθαλμῶν ἐξ ὅτου ἡ καρδία μου μὲ ἠνάγκασε νὰ σὲ λατρεύω· ἡ καρδία μου! ἥτις διὰ πρώτην φορὰν ᾐσθάνθη τὰ φλογερὰ βέλη τοῦ ἔρωτος ἐξ αἰτίας σου. Ἀλλ' ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ θλίβει, εἶναι αἱ κακαὶ γλῶσσαι τῶν ἀνθρώπων, αἵτινες χέουσιν εἰς τὸ ποτήριον τῆς εὐτυχίας μου φάρμακα, τῶν ὁποίων ἤθελα γευθῆ εὐχαρίστως τὴν πικρίαν, ἐὰν δὲν ἀνεμίγνυον κακεντρεχῶς καὶ τὸ μόνον ἐράσμιον πρᾶγμα τῆς ζωῆς μου, τὸ ὄνομά σου. Μετὰ τὸν πρὸ τριῶν ἡμερῶν μάλιστα χορὸν τῆς Αὐλῆς βλέποντές με πενιχρῶς καλλωπισμένην εὑρῆκαν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐκσφενδονίσωσι πικροτάτας κατὰ σοῦ κατηγορίας, λέγοντες, ὅτι οὔτε ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ, οὔτε ἡ Εὐρωπαϊκὴ ἀνατροφὴ καὶ συμπεριφορὰ, οὔτε ἡ περίνοια, οὔτε τὰ ἔξοχα προτερήματα, οὔτε τέλος αἱ μεγάλαι σχέσεις καὶ αἱ ὑψηλαὶ γνώσεις τοῦ Καλλιστράτου ἔπρεπε νὰ ἐπιτρέψωσιν εἰς αὐτὸν τὸ νὰ ἀφήσῃ ἐκείνην, τὴν ὁποίαν λέγει, ὅτι ἀγαπᾷ, νὰ παρουσιασθῇ εἰς βασιλικὸν χορὸν τοσοῦτον ἀφιλοκάλως καὶ εὐτελῶς ἐνδεδυμένη, ὁπότε αὐτὸς ἦτον, ὡς καὶ πάντοτε, τὸ περιβλεπτότερον καθ' ὅλα πρόσωπον τῆς βασιλικῆς ταύτης συναναστροφῆς. Αἱ τοιαῦται φλυαρίαι μοῦ κατεσπάραξαν, σὲ βεβαιῶ, τὴν ψυχὴν, φίλτατε Καλλίστρατε, καὶ ἐπειδὴ ἡ μεγαλῃτέρα μου εὐχαρίστησις εἶναι νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν διὰ τὸ ὄνομά σου, ἀπεφάσισα, διὰ νὰ ἀποστομώσω τὰς κακὰς γλώσσας τῶν φθονερῶν ἠμῶν ἐχθρῶν, νὰ ὑποθηκεύσω τὴν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ὁ μακαρίτης πατήρ μου μὲ ἀφῆκεν ὡς μόνην μου προῖκα, καὶ λαβοῦσα δέκα χιλιάδας δραχμῶν νὰ φέρω ἐκ Παρισίων ἓν κίτρινον φόρεμα ἀπαράλλακτον ἐκείνου, τὸ ὁποῖον προχθὲς ἡ Βασίλισσα ἐφόρει κατὰ τὸν χορὸν, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἀναγκαῖα εἰς λαμπρὰν ἐνδυμασίαν, ἀξίαν τοῦ ὀνόματος ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἡ καρδία μου λατρεύει.

Ταῦτα εἰποῦσα ἡ Σουλτανίτζα, καὶ ῥίψασα βλέμμα φλογερὸν μετὰ στεναγμῶν ἐπὶ τοῦ Καλλιστράτου, ἔλαβε τὸ λευκὸν αὑτῆς μανδύλιον καὶ προσεποιήθη, ὅτι ἐσπόγγιζε τὰ δάκρυα.

Αἱ γοητευτικαὶ ἐκφράσεις τῆς Σουλτανίτζας, ὁ σφοδρὸς ἔρως, ὑπὸ τοῦ ὁποίου ἐπίστευσεν ὁ Καλλίστρατος, ὅτι ἡ ἀξιέραστος αὕτη Δέσποινα καταφλέγεται δι' αὐτὸν, ἡ νομιζομένη ἀναξιοπάθεια, οἱ στεναγμοὶ καὶ ἐπὶ τέλους τὰ δάκρυα τῆς ἐρωμένης αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ Καλλίστρατος ἐφαντάζετο, ὅτι καὶ εἶδε καταῤῥέοντα, ταῦτα πάντα ἐξῆψαν ἐπὶ τοσοῦτον τὴν φαντασίαν καὶ φιλαυτίαν τοῦ υἱοῦ τοῦ Τραπεζουντίου ἀγωγιάτου, ὥστε νομίσας καιρίαν εἰς ἑαυτὸν προσβολὴν τὴν ὑποτιθεμένην περιφρόνησιν τῆς ἐρωμένης αὐτοῦ, ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως λαμπρῶν φορεμάτων, ἠγέρθη βιαίως «καὶ πῶς, ἔκραξε, πρόκειται λόγος περὶ λαμπρῶν φορεμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ προμηθευθῶσι διὰ χρημάτων, καὶ γίνεται τοῦτο αἰτία νὰ θλίβεσαι σὺ, ἕνεκα τῆς ὁποίας εἶμαι πρόθυμος νὰ θυσιάσω ὅλον τὸν κόσμον; καὶ πῶς δίδεται, ἐν ᾧ ἔχω τὴν εὐτυχίαν νὰ γνωρίζω θετικῶς, ὅτι κατατήκεσαι ὑπὸ τοιούτου σφοδροῦ πρὸς ἐμὲ ἔρωτος, ἔπειτα νὰ μὲ λέγῃς, ὅτι ἔχεις σκοπὸν νὰ ὑποθηκεύσῃς τὴν οἰκίαν σου, ὅτε δύνασαι νὰ διαθέσῃς ἐλευθέρως ὅλην ἐμοῦ τὴν περιουσίαν, ὅτε ἐγὼ αὐτὸς εἶμαι ἕτοιμος καὶ δοῦλος νὰ πωληθῶ, χρείας τυχούσης, διὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθῇς εἰς τὸ παραμικρόν; Ὁ τρόπος σου οὗτος ἀποδεικνύει, ὅτι δὲν ἐγνώρισας εἰσέτι, ὅτι καὶ ὁ ἰδικός μου ἔρως δὲν εἶναι τελείως κατώτερος τοῦ πρὸς ἐμὲ σφοδροῦ ἔρωτός σου! Οὐχὶ, οὐδέποτε θέλω ἀνεχθῆ τὴν τοιαύτην ὑποθήκευσιν τοῦ κτήματός σου, ἥτις εἶναι ὕβρις εἰς ἐμέ! αὔριον ἀναχωρεῖ τὸ διὰ Μασσαλίαν ἀτμόπλουν, καὶ ἑτοίμασον τὴν σημείωσιν οὐ μόνον ἑνὸς κιτρίνου φορέματος ἀπαραλλάκτου πρὸς ἐκεῖνο τῆς βασιλίσσης, ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν ἀναλόγων τοῦ τοιούτου φορέματος κοσμημάτων, καὶ εἴτινος ἄλλου ἔχεις χρείαν διὰ νὰ πέμψω αὐτὴν ἀμέσως εἰς Παρισίους, καὶ σὲ βεβαιῶ, ὅτι κατὰ τὸν πρῶτον τῆς αὐλῆς χορὸν, θέλεις παρουσιασθῆ λαμπροτέρα καὶ ὡραιοτέρα οὐχὶ μόνον τῆς βασιλίσσης τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν βασιλισσῶν τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς Πομαρέτης τῆς Βασιλίσσης τοῦ Ταχίτι.»

- Τὴν μὲν πρότασίν σου νὰ σὲ δώσω δηλαδὴ τὴν σημείωσιν διὰ νὰ γράψῃς εἰς Παρισίους δέχομαι εὐχαρίστως, καὶ τοῦτο διὰ νὰ μὴ σὲ δυσαρεστήσω, ἀλλ' ἐπὶ συμφωνίᾳ τοῦ νὰ λάβῃς σὺ τὸ κτῆμά μου εἰς ὑποθήκην.

- Σὲ παρακαλῶ, ἀξιέραστε Σουλτανίτζα, μὴν ὐβρίζης τὸν ἔρωτά μου διὰ προτάσεων ἀναξίων τῆς μεγαλοπρεπείας τοῦ χαρακτῆρός μου· ἐξ ἐναντίας καθικετεύω νὰ δεχθῇς τὸν στολισμὸν τοῦτον ὡς μικρὸν δῶρον, ἐκ μέρους μου διὰ τὴν πλησιάζουσαν ἐορτὴν τῶν Γενεθλίων μου.

- Οὐδέποτε, οὐδέποτε θέλω στέρξει τὸ τοιοῦτον.

Ἀλλ' ὁ Καλλίστρατος γονατίσας ἐνώπιον τῆς Σουλτανίτζας, καὶ λαβὼν τὴν χεῖρα αὐτῆς ἐντὸς τῶν δύο αὐτοῦ χειρῶν καὶ σφίγγων μεθ' ὅσης εἶχε δυνάμεως ἔκραξε: δὲν θέλω ἐγερθῆ ἐντεῦθεν, ἐὰν σκληρὰ δὲν συγκατανεύσῃς εἰς τὴν αἴτησίν μου ταύτην.

Ἡ Σουλτανίτζα, καί τοι διατεθειμένη νὰ παρεκτείνῃ τὴν σκηνὴν ταύτην, ἀλλ' αἰσθανομένη τὴν χεῖρα αὐτῆς σφοδρῶς πιεζομένην μεταξὺ τῶν στιβαρῶν παλαμῶν τοῦ Τραπεζουντίου ἐραστοῦ, ἔκραξεν «ὤ! … δέχομαι ὅ,τι θέλεις,» καὶ ὁ Καλλίστρατος ἀσπασθεὶς τὴν ἐκ τῆς συνθλίψεως παρ' ὀλίγον συντριβεῖσαν χεῖρα τῆς ἐρωμένης αὑτοῦ ἠγέρθη ὄρθιος· ἀλλ' ἡ ἱπποτικὴ εὐκινησία, δι' ᾗς ἀνετινάχθη, ἔγινεν αἴτιος νὰ διασπασθῶσι τὰ ὑπότονα (sous-pieds) τῶν περισκελίδων αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἰδὼν ὁ Καλλίστρατος, «Ἰδὲ, σκληρὰ, ἀνέκραξε, πόσον μὲ κατήντησε σκαιὸν ὁ πρὸς σὲ σφοδρὸς ἔρως μου».

Ἡ Σουλτανίτζα ἐμειδίασε χαριέντως, καὶ ταὐτοχρόνως ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἥτις φαίνεται ἐθεώρει ἔξωθεν τῆς θύρας τὴν ἐν τῇ αἰθούσῃ σκηνὴν, ἰδοῦσα τελειωθεῖσαν τὴν κωμῳδίαν, εἰσῆλθε αἴφνης καὶ παραλαβοῦσα τὸν Καλλίστρατον μετέβη εἰς ἕτερον δωμάτιον, διὰ νὰ ῥάψῃ τὰ διασπασθέντα ὑπότονα· ἡ δὲ Σουλτανίτζα ὑπῆγεν εἰς τὸ ἀφυπνωτήριον αὐτῆς διὰ νὰ συντάξῃ τὴν διὰ Παρισίους σημείωσιν.

Μετ' ὀλίγον ἐπέστρεψεν ὁ Καλλίστρατος εἰς τὴν αἴθουσαν, ὅπου ἡ Σουλτανίτζα πλήρης φαιδρότητος καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπεδέχθη αὐτόν. Καὶ οὗτος μὲν λαβὼν τὴν περὶ ἧς ὁ λόγος σημείωσιν ἀνεχώρησεν· ἐν ᾧ δὲ ὁ Καλλίστρατος κατέβαινεν ἀκόμη τὴν κλίμακα, ἡ Σουλτανίτζα ἐῤῥίφθη ἐπὶ τοῦ σκίμποδος, καὶ ξεκαρδιζομένη ὑπὸ τοῦ γέλωτος ἔκραζε κατ' ἐπανάληψιν «ἐμβῆκεν εἰς τὸν σάκκον ὁ ἀνόητος· κατὰ τὸν προσεχῆ χορὸν τῆς Αὐλῆς θέλω φορέσει ἓν κίτρινον φόρεμα ἀπαράλλακτον πρὸς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡ Βασίλισσα προχθὲς ἐφόρει!!!!»