ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Μηχανίδου Μαρία Π.

Η Εσχάτη ένδεια. Η Ελληνική αριστοκρατία και ο βρυκόλακας (απόσπασμα)

Η ΕΣΧΑΤΗ ΕΝΔΕΙΑ.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, χήρα μὲ τέσσαρα ὀρφανά.
ΚΛΕΙΩ, πτωχὴ κόρη ῥάπτρια, φίλη τῆς Μαργαρίτας.
ΘΩΜΑΣ, γέρων, θεῖος τῆς Κλειοῦς.
ΙΩΑΝΝΗΣ, μνηστὴρ τῆς Κλειοῦς.

ΚΕΝΟΔΟΞΟΥΛΑΣ, πρόεδρος τοῦ Συλλόγου.
ΑΡΠΑΚΤΟΥΛΑΣ, γραμματεύς.
ΡΟΥΦΟΥΛΑΣ, ταμίας.
ΓΝΩΣΤΙΚΟΥΛΑΣ, ἐπιμελητής.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΟΥΛΑΣ, μέλος τοῦ Συλλόγου.

ΦΑΤΑΟΥΛΑΣ,
ΧΑΥΤΑΟΥΛΑΣ,
ἱερεῖς.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ, υἱὸς τοῦ Κενοδοξούλα, ἥρως κατὰ φαντασίαν.
ΙΩΣΗΦ, ὑπηρέτης τοῦ Ἀνδρείου.
ΤΕΡΕΖΑ, θαλαμηπόλος τοῦ Ἀνδρείου.
ΠΕΤΡΟΣ, ὑπηρέτης του Συλλόγου.
DEMOISELLE D'ORIENT.
Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ.

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΜΕΓΑ.

Ἡ Σκηνὴ ἐν Μασσαλίᾳ, μετὰ δύο αἰῶνας ἀπὸ σήμερον.

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.

(Μεταλλοίωσις τῆς Σκηνῆς).

Δάση καὶ ὅρη χιονοσκεπῆ· εἰς τὸ βάθος τοῦ δάσους φαίνεται μεγαλοπρεπὴς θερινὴ οἰκία τοῦ Κενοδοξούλα· ὁ Ἀνδρεῖος ἐνδεδυμένος στολὴν κυνηγοῦ καὶ κρατῶν τὸ ὅπλον εἰς τὰς χεῖρας, περιφέρεται ἐντὸς τοῦ δάσους μονολογῶν.

Πῶς μὲ γνωρίζουν τὰ πονηρὰ ὅτι εἶμαι κυνηγὸς, καὶ ἅμα ὑψώσω τὸ ὅπλον, ἀπὸ τὸν φόβον τους ἀμέσως γίνονται ἄφαντα. Ἆ! ἄλλοτε δὲν πρέπει νὰ φορέσω στολὴν κυνηγοῦ, πρέπει νὰ φορέσω τὴν στολὴν τοῦ χοροῦ διὰ νὰ νομίζουν ὅτι πηγαίνω εἰς τὸν χορὸν νὰ μὴ φοβοῦνται, καὶ τότε δὲν θὰ μοῦ γλυττώσῃ οὔτε ἕνα.

(Ἀκούει μακρόθεν πυροβολισμόν).

Ἆ! ἀλήθεια τί νὰ ἔκαμεν· ἆραγε αὐτὸς ὁ ἁμαξηλάτης μου; Θὰ ἐφόνευσεν ἀρκετά· αὐτὸν δὲν τὸν γνωρίζουν, διὰ τοῦτο καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται. Ὤ! πόσον εἶμαι κουρασμένος… Εἶναι περίπου μία ὥρα ὁποῦ τρέχω. Ἂς ἀναβῶ εἰς τὸ δωμάτιόν μου νὰ ἀναπαυθῶ ὀλίγον, διότι πεινῶ πολὺ, καὶ ἀμφιβολία δὲν ὑπάρχει ὅτι ὁ ὑπηρέτης μου θὰ μοῦ ἔχῃ κἄτι ὡραῖον ἑτοιμασμένον. (Ἀπέρχεται).

(Καταπετάννυται ἡ Αὐλαία.)

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (μόνος).

Ἡ Σκηνὴ παριστᾷ μεγαλοπρεπὲς δωμάτιον τοῦ Ἀνδρείου· ὁ Ἀνδρεῖος ἐξαπλοῦται νωχελῶς ἐπὶ ἀνακλίντρου. Κτυπᾷ τὸν κώδωνα καὶ παρουσιάζεται ὁ Ἰωσήφ.

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ - ΙΩΣΗΦ.

 

ΙΩΣΗΦ.

Τί ἀγαπᾶτε, αὐθέντα;

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Γρήγορα ἑτοίμασέ μου τίποτε διότι πεινῶ.

ΙΩΣΗΦ.

Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, αὐθέντα· ἐκτὸς ὁποῦ ἔφερα μαζῆ μου διάφορα φαγητὰ, σᾶς ἔχω καὶ κἄτι πουλάκια ὡραιότατα στὴ σκάρα.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Πουλάκια; καὶ ποῦ τὰ ηὗρες; ἐσὺ πυροβολοῦσες πρὸ ὀλίγου ἢ ὁ ἁμαξᾶς;

ΙΩΣΗΦ.

Ἐγὼ, αὐθέντα, εἶχα πάρει μαζῆ μου ἓν ὅπλον καὶ ὀλίγα σκάγια καὶ μπαρούτι· θὰ ἐσκότωνα περισσότερα διότι σήμερον ἔχει παρὰ πολὺ κυνῆγι, ἀλλὰ μοῦ ἐτελείωσαν τὰ ἐφόδια. Ἂν τὸ ἤξευρα ὅτι ἔχει τόσον πολὺ κυνῆγι θὰ ἔπερνα περισσότερα.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Κάθε 'μέρα ἔχει κυνῆγι, διότι τώρα εἶναι ἡ ἐποχή του, ἀλλ' ἐμένα μὲ γνωρίζουν καὶ δὲν ἠμπόρεσα νὰ σκοτώσω κανένα.

ΙΩΣΗΦ (εἰρωνικῶς).

Ἐγὼ τὸ ἤξευρα, αὐθέντα μου, πῶς θὰ σὲ φοβηθοῦν καθὼς πάντοτε, καὶ διὰ τοῦτο ἔφερα μαζῆ μου ὅπλον, διότι ἐμὲ δὲν μὲ φοβοῦνται καὶ ἅμα τὰ πυροβολήσω πάρτα κάτω.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (χαμογελῶν).

Καὶ ὁ ἁμαξᾶς ποῦ εἶναι; μήπως κυνηγᾷ καὶ αὐτὸς;

ΙΩΣΗΦ.

Ἐκεῖνος, αὐθέντα, δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἕως τώρα θὰ ἔχῃ κάμει παρὰ πολὺ κυνῆγι. Ἐπῆγε πολὺ μακρὰν, ἀλλὰ τώρα ἦλθε· κυνηγᾷ ἐδῶ πλησίον.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Τρέξε γρήγορα, εἰπέ του ἀμέσως νὰ παύσῃ, διότι ἅμα προγευματίσω θὰ καταβῶ ἐγὼ εἰς τὸ δάσος νὰ κυνηγήσω.

ΙΩΣΗΦ.

Μά … πῶς αὐθέντα, ἀφοῦ σᾶς φοβοῦνται καὶ φεύγουν;

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Ἆ … ἔλαβα μέτρα. Θὰ φορέσω τὴν στολὴν τοῦ χοροῦ διὰ νὰ μὴ μὲ γνωρίσουν.

ΙΩΣΗΦ.

Ὄχι, ὄχι, αὐθέντα, θὰ κρυώσητε, κάμνει κρύο τρομερό.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέγω. … πήγαινε καὶ ἔλα γρήγορα νὰ σερβίρῃς διότι πεινῶ.

(Ὁ ὑπηρέτης ἀπέρχεται).

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (μόνος).

Ἄλλοτε ὅταν ἔρχωμαι εἰς τὴν ἐξοχὴν πρέπει νὰ πέρνω δύο ὑπηρέτας μαζῆ μου, ὑποφέρω μὲ ἕνα. Ἰδοὺ τώρα θέλω τὸν ἐπενδύτην μου, ποῖος θὰ μοῦ τὸν βάλῃ; πρέπει μόνος μου νὰ τὸν φορέσω.

(Σκέπτεται ὀλίγον).

Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι κἄποτε λησμονῶ τὴν θέσιν μου, λησμονῶ ὅτι εἶμαι υἱὸς τοῦ βαθυπλούτου Κενοδοξούλα καὶ κοπιάζω τόσον πολὺ, ὡς νὰ ᾖμαι κανένας ἀπ' αὐτοὺς τοὺς παλῃανθρώπους τοὺς πτωχούς.

(Ἐγείρεται καὶ εἰσέρχεται εἰς ἄλλο δωμάτιον).

 

Καταπετάννυται ἡ Αὐλαία.

 

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.

Ἡ αὐτὴ μεγαλοπρεπὴς οἰκία τοῦ Κενοδοξούλα· θάλαμος μετὰ πλουσίων ἐπίπλων· διάφοροι εἰκόνες κρέμανται. Τράπεζα πλήρης ἐδεσμάτων· ὁ Ἀνδρεῖος ἐξηπλωμένος ἐπὶ μεγαλοπρεποῦς ἀνακλίντρου, τρώγει καὶ ἀναγινώσκει ἐφημερίδας. Ἀφίνων τὴν ἐφημερίδα ἀπὸ τὰς χεῖρας του.

Ὤ! Διάβολε, πόσον ἐπροχώρησαν οἱ Ῥῶσσοι!…

(Πρὸς τὸν ὑπηρέτην).

Φέρε μου τὰ φροῦτα καὶ τὸ κρασί.

ΙΩΣΗΦ.

Αὐθέντα, σᾶς ἔχω καὶ μπισκότα καὶ κουφέτα, νὰ σᾶς τὰ φέρω, ἢ δὲν θέλετε ἐπειδὴ βιάζεσθε;

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Ὄχι δά. … πῶς; ἐπειδὴ βιάζομαι πρέπει νὰ μείνω καὶ νηστικός; φέρτα γρήγορα, καὶ πήγαινε νὰ μοῦ ἑτοιμάσῃς μίαν στολὴν τοῦ χοροῦ.

(Ὁ ὑπηρέτης κομίζει τὰ προσταχθέντα καὶ ἀπέρχεται).

 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (μόνος).

Τρώγει μπισκότα καὶ κουφέτα. Καθ' ἣν στιγμὴν πληροῖ τὸ ποτήριόν του βλέπει πλησίον τοῦ παρυθύρου ἐφ' ἑνὸς δένδρου καθήμενον κόρακα.

Ὤ! ὤ! τί εἶν' αὐτό; μπεκάτζα, μπεκάτζα. Ὤ! Διάβολε, μεγάλη ὁποῦ εἶναι…. Ἆ! νὰ μὴ μὲ ἰδῇ.

(Ἀποσύρεται ὀλίγον).

Πόσον εἶναι πλησίον μου…. θὰ τὴν φονεύσω, ἀλλὰ δὲν ἔχω σκάγια! Ἆ! ἔχω ὀλίγα.

(Ἐγείρεται περιπατῶν ἐλαφρὰ, λαμβάνει τὸ ὅπλον, ἐξάγει ἐκ τοῦ σάκκου του τὰ σκάγια, τὰ παρατηρεῖ καὶ τὰ ῥίπτει ἐντὸς τοῦ ὅπλου).

Ἄ! τί ὀλίγα ὁποῦ εἶναι…. Ἄν εἶχα ἀκόμη ὀλίγα…. Θὰ φωνάξω τοῦ Ἰωσὴφ νὰ ζητήσῃ τοῦ ἁμαξᾶ, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ κινηθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν μου, νὰ μὴ μὲ ἰδῇ, διότι ἀμέσως θὰ μὲ γνωρίσῃ καὶ θὰ φύγῃ.

(Παρατηρεῖ τὰ κουφέτα).

Ἆ! μοῦ ἦλθε μία ἰδέα. Αὐτὰ τὰ ἀργυρὰ κουφέτα εἶναι ἀπαράλλακτα ὡς τὰ σκάγια.

(Λαμβάνει ἐξ αὐτῶν εἰς τὰς χεῖρας του καὶ παρατηρεῖ).

Οὐδεμία διαφορὰ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος. Ὅσον διὰ τὴν ποιότητα δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ ἦναι καὶ καλλίτερα, διότι λάμπουν περισσότερον. Ἐμπρὸς Ἀνδρεῖε, καλὰ τὸ συλλογίσθηκες. Φαντάσου ἂν ἐπιτύχω, καὶ θὰ ἐπιτύχω.

(Πληροῖ τὸ ὅπλον κουφέτα καὶ πλησιάζει ἀκροποδοτὶ εἰς τὸ παράθυρον.)

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Εἰσέρχεται ὁ Ἰωσὴφ μὲ ταχύτητα.

Αὐθέντα.

(Ὁ Ἀνδρεῖος τὸν διακόπτει θέτων τὸν λιχανὸν ἐπὶ τοῦ στόματος ὅπως τῷ ἐπιβάλῃ σιωπὴν, ὁ Ἰωσὴφ τὸν ἐρωτᾷ σιγαλῇ τῇ φωνῇ τί τρέχει).

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (εἰς ἀγγλικὴν γλῶσσαν σιγανά).

Μία μπεκάτζα, μὴν ὁμιλεῖς γαλλικὰ νὰ μὴ σὲ καταλάβῃ, ὁμίλει ἀγγλικά.

ΙΩΣΗΦ (ἀγγλιστί).

Εἶναι κόρακας, καὶ πρέπει νὰ ἦναι ἄῤῥωστος ὁ κακόμοιρος, διὰ τοῦτο κάθεται ἔτζι ζαρωμένος.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (εἰς τὴν ἀγγλικήν).

Τὴν κακή σου τὴν ἡμέρα εἶναι κόρακας, εἶναι μπεκάτζα, δὲν βλέπεις;

ΙΩΣΗΦ (ἀγγλιστί).

Μὴν κοπιάζετε, αὐθέντα, ἄδικα. Εἶναι κόρακας.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

(Χωρίς ν' ἀποκριθῇ τῷ κάμνει νεῦμα διὰ τῆς χειρὸς ν' ἀποσυρθῇ· λαμβάνει μίαν θέσιν, προσπαθεῖ νὰ σημαδεύσῃ, ἀλλὰ δὲν τῷ φαίνεται κατάλληλος, ἀλλάσσει θέσιν, κλίνει δεξιὰ, κλίνει ἀριστερὰ, κυρτοῦται, ὀπισθοχωρεῖ, βαίνει ἐμπρὸς, πάντοτε ἄκρῳ ποδί· ἐνῷ ὁ Ἰωσὴφ ὄπισθέν του θέτων τὰς παλάμας ἐπὶ τῆς ῥινὸς τὸν ἐμπαίζει, καθ' ἣν στιγμὴν οὗτος σκοπεύει, πυροβολεῖ, καὶ ὁ κόραξ πίπτει νεκρὸς ἐκ τοῦ δένδρου).

Τρέξε γρήγορα νὰ τὴν φέρῃς ἐπάνω, τὴν ἐφόνευσα.

(Ὁ ὑπηρέτης ἀπέρχεται ποιῶν διάφορα γελοῖα σχήματα, καὶ ἐπανέρχεται κρατῶν τὸν κόρακα καὶ μυρολογῶν αὐτόν).

Ἄδικα ποῦ σ' ἐσκότωσαν κακομοίρη μου….

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Τί λέγεις;

ΙΩΣΗΦ.

Τίποτε αὐθέντα…….λέγω ὅτι εἶναι σκοτωμένος.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Ἀμφιβολία δὲν ὑπάρχει καθὼς τὸν ἐσημάδευσα.

(Τὸν λαμβάνει εἰς τὰς χεῖρας του καὶ τὸν παρατηρεῖ).

Διάβολε τὰ κουφέτα, δύναμι ποῦ τὴν ἔχουνε…. περισσότερον κι' ἀπὸ τὰ σκάγια· ἰδοῦ λαμπρὰ ἐφεύρεσις. Ἀπόψε πρέπει νὰ παῤῥησιάσω τὴν μπεκάτζα εἰς τὸν Σύλλογον, νὰ πάρω καὶ ὀλίγα κουφέτα διὰ νὰ γίνῃ συζήτησις μὲ τοὺς λογίους Ἀριστοκράτας, καὶ αὔριον θὰ ἀκούσωμεν τοὺς ἐπαίνους ἀπὸ τὰς ἐφημερίδας. Ἰδοῦ, πῶς δοξάζονται οἱ μεγάλοι νόες.

(Ἐπανακάθηται εἰς τὴν τράπεζαν. Πρὸς τὸν ὑπηρέτην).

Φέρε μου ἕνα μπουκάλι κρασὶ, καὶ εἰπὲ τοῦ ἁμαξᾶ νὰ μὴν ἀπομακρυνθῇ, ἀλλὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τὴν ἅμαξαν, διότι θὰ ἀναχωρήσωμεν γρήγορα.

(Ὁ ὑπηρέτης κομίζει φιάλην οἴνου καὶ ἀπέρχεται).

 

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (μόνος).

Ἐπαναλαμβάνει τὴν ἐφημερίδα, ἀναγινώσκει ὀλίγον· ἀφίνων τὴν ἐφημερίδα πληροῖ τὸ ποτήριόν του οἴνου καὶ τὸ ῥοφᾷ μέχρι σταγόνος· λαμβάνει ἓν σιγάρον· σηκόνεται καὶ περιπατεῖ ἐντὸς τοῦ θαλάμου καπνίζων καὶ μονολογῶν.

Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ Τουρκία τὴν ἔχει πολὺ κακά· οἱ Ῥῶσσοι προοδεύουν. Τὸ κακὸ μόνον εἶναι ποῦ θὰ μᾶς πάρουν τὴν Πόλι. Ἀλλὰ πῶς ἡ Ἑλλὰς δὲν κινεῖται εἰς τοιαύτην κατάλληλον περίστασιν; Ἴσως δὲν ὑπάρχουν τὰ μέσα. Ἀλλ' ὄχι, ὄχι, δὲν εἶναι αὐτὸ, δὲν ἔχομεν φρονίμους ἄνδρας εἰς τὴν Ἑλλάδα, οὔτε ἥρωας. Τετέλεσται. Ἐγὼ ὅμως, ἐγὼ! ὁποῦ καὶ ἡ τύχη καὶ ἡ φύσις μ' ἐπροίκισαν μὲ τόσα δῶρα, ἰδοὺ καιρὸς νὰ βασιλεύσω εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ μάλιστα μὲ τὰ κουφέτα, μεγαλῃτέρα οἰκονομία δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ὡς πρὸς τὰ πολεμεφόδια. Ἡρωϊσμὸς δὲν μοῦ λείπῃ. Τί θὰ μ' ἐμποδίσῃ λοιπόν; διότι εἶμαι βαθύπλουτος δὲν πρέπει νὰ ὑπάγω εἰς τὸν πόλεμον; καὶ τόσοι ἄλλοι;

(Πληροῖ τὸ ποτήριόν του καὶ τὸ ῥοφᾷ).

ΙΩΣΗΦ ἐκ τοῦ βάθους τῆς Σκηνῆς.

Ὅσο πίν' ἡ νύμφη μας, τόσο καλοχαιρετᾷ.

Ἆ! θὰ μεταβῶ εἰς Ἀθήνας νὰ τοὺς ἐμπνεύσω τὸν ἡρωϊσμόν· θὰ ἀναβῶ εἰς τὸ βῆμα τῆς Βουλῆς νὰ ἐνθουσιάσω ὅλον τὸν λαόν. Νὰ μὴ μὲ εἰποῦν Ἀνδρεῖον ἂν δὲν κυριεύσω τὴν Κωνσταντινούπολιν. Θὰ ὑπάγω σήμερον εἰς τὸν Σύλλογον, θὰ ἐκφωνήσω λόγον, καὶ θὰ συγκινήσω ὅλους τοὺς Ἀριστοκράτας μέχρι δακρύων, καθὼς μάλιστα εἶναι τόσον εὐαίσθητοι καὶ θερμοὶ πατριῶται. Ἆ! πρέπει, πρέπει νὰ σώσω τὴν Ἑλλάδα. Εἶμαι ὁ μόνος ὁποῦ δύναμαι εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν, διότι καὶ πλούσιος εἶμαι καὶ ἥρως.

(Σκέπτεται ὀλίγον καὶ κρούει τὸν κώδωνα).

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΝΑΤΗ

ΑΝΔΡΕΙΟΣ, (εἰσέρχεται ὁ Ἰωσήφ).

Ἰωσὴφ, φέρε μου γρήγορα τὸν χάρτην.

(Δεικνύων τὸν χάρτην ὅστις κρέμαται εἰς τὸν τοῖχον).

ΙΩΣΗΦ.

Ὁρισμός σας, αὐθέντα. (Τῷ δίδει τὸν χάρτην).

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Ἆ! τώρα πρέπει νὰ παρατηρήσω τὰ διαστήματα, νὰ κάμω ἕνα ὑπολογισμὸ, ἂν δύναμαι νὰ κυριεύσω διὰ ξηρᾶς τὴν Κων/πολιν. Ποῦ νὰ γυρεύωμε τώρα πλοῖα νὰ πηγαίνωμεν διὰ θαλάσσης; ἔπειτα ἐμένα μὲ πιάνει ἡ θάλασσα πολύ. Ἐκτὸς τούτου δὲν ἔχομεν ἕτοιμα καὶ χρειάζονται ἔξοδα πολλὰ, ἐνῷ ἐγὼ ὅ,τι κάμω θὰ τὸ κάμω πολὺ γρήγορα καὶ μὲ ὀλίγα ἔξοδα.

(Ἐξαπλώνει τὸν χάρτην ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἐξετάζει).

Ἰδοὺ διὰ ξηρᾶς τὰ διαστήματα. Ἀπὸ Ἀθήνας εἰς Θήβας, ἐκεῖθεν μέχρι Λαμίας καὶ Δομοκοῦ, ἔπειτα ἐκ Λαρίσσης θὰ κινήσω κατὰ τῆς Θεσσαλονίκης ἔνθα θὰ ἀναπαύσω τὸν στρατόν μου, κατόπιν θὰ ἐκπορθήσω τὴν Ῥαιδεστὸν καὶ ἐκεῖθεν θὰ εἰσέρχωμαι νικητὴς εἰς Κωνσταντινούπολιν.

(Ἐγείρεται κομπάζων).

Τί εὐκολία! τί εὐκολία….κι' αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες νὰ μὴν ἦναι ἄξιοι τόσον καιρὸν νὰ πάρουν τὴν Κωνσταντινούπολιν; Νὰ μὴ μὲ εἰποῦν Ἀνδρεῖον, ἂν μετὰ δύο μῆνας δὲν εἶμαι βασιλεύς εἰς Κωνσταντινούπολιν. Κρίμα νά μὴ μὲ βαπτίσουν Κωνσταντῖνον μόνον νὰ μὲ βαπτίσουν Ἀνδρεῖον…. Ἀλλ' ἕστω· εἰς τὸ ἑξῆς θὰ μὲ ὀνομάζουν Ἀνδρεῖον Κωνσταντίνον. Τώρα δὲν μοὶ μένει ἄλλο εἰμὴ νὰ καταβῶ εἰς τὸ δάσος νὰ κάμω ἀκόμη μίαν δοκιμὴν μὲ τὰ κουφέτα, καὶ ἔπειτα ἀντίο Γαλλία, διὰ παντὸς, ἀντίο Μασσαλία.

ΙΩΣΗΦ.

Πῶς αὐθέντα, θὰ πᾶτε εἰς τὸν πόλεμον, καὶ τόσον γρήγορα;

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (σοβαρῶς).

Ναί. Σύναξε ὅλα τὰ ἀργυρὰ κουφέτα καὶ βάλε τα εἰς τὸν σάκον διότι θὰ καταβῶ εἰς τὸ δάσος νὰ κυνηγήσω μερικαῖς μπεκάτζαις.

ΙΩΣΗΦ.

Μά….αὐθέντα, δὲν εἴπατε ὅτι σᾶς φοβοῦνται;

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Πῶς;…. δὲν ἑτοίμασες τὴν στολὴν τοῦ χοροῦ ὁποῦ σοῦ εἶπα;

ΙΩΣΗΦ.

Ἕτοιμη εἶναι, αὐθέντα. Μοῦ εἴπατε νὰ ἦναι ἕτοιμη καὶ ἡ ἅμαξα καὶ σᾶς περιμένει.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Ἂς περιμένῃ.

(Εἰσέρχεται εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ καλλωπισμοῦ μετὰ τοῦ Ἰωσήφ).

 

Καταπετάννυται ἡ Αυλαία.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ.

Τὸ αὐτὸ δάσος. Ὁ Ἀνδρεῖος ἐνδεδυμένος μέλανα στολὴν, λαιμοδέτην καὶ χειρίδας λευκὰς, περιφέρεται ἐντὸς τοῦ δάσους παρατηρῶν ἀπὸ δένδρου εἰς δένδρον· ὁ Ἰωσὴφ τὸν ἀκολουθεῖ κρατῶν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς τὸν σάκκον μὲ τὰ ἐφόδια, ἐκ δὲ τῆς ἄλλης τὸ ὅπλον.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (ἐν βίᾳ).

Γρήγορα, γρήγορα, Ἰωσήφ, δόσε μου τὸ ὅπλον, ἕνα περιστέρι…. (πυροβολεῖ) Ἄχ! πέταξε….

ΙΩΣΗΦ.

Ὄχι, αὐθέντα, εἶναι γλάρος· κύταξέ τον…. πηγαίνει εἰς τὴν θάλασσαν.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (ἐν ὀργῇ).

Ὡραῖα γνωρίζεις τὰ περιστέρια ἀπὸ τοὺς γλάρους. Δὲν βλέπεις ἀπὸ 'κεῖ κάτω πόσα ἔρχονται; Δόσε μου γρήγορα τὸ ὅπλον καὶ τὰ κουφέτα νὰ τὸ γεμίσω, διὰ νὰ τὸ ἔχωμεν ἕτοιμον· μὲ μιά ῥηξιὰ, τοὐλάχιστον πέντε, ἓξ, θὰ ῥίψω κάτω.

ΙΩΣΗΦ.

Αὐθέντα, δὲν ἔχομεν πλέον κουφέτα, εἶναι πολὺ ὀλίγα, ἔχομεν ἀπὸ τὰ μεγάλα, ἂν θέλετε;…..

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

Ἄφησε τὰ μεγάλα, θὰ χρειασθοῦν βόλια εἰς τὸν πόλεμον. Πῶς…. τόσο ὀλίγα ἔφερες;

ΙΩΣΗΦ.

Αὐθέντα, ἔφερα ὅσα χρειάζονται διὰ τὸ τραπέζι. Μήπως ἤξευρα ὅτι γίνονται καὶ σκάγια νὰ φέρω περισσότερα; ἄλλοτε δὲν θὰ φέρνω σκάγια ὅταν ἐρχώμεθα στὸ κυνῆγι, θὰ φέρνω κουφέτα.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (μειδιῶν).

Ἄλλοτε;… πότε; ἐγὼ ἀναχωρῶ διὰ τὰς Ἀθήνας τὸ Σάββατον.

ΙΩΣΗΦ.

Διὰ τὰς Ἀθήνας; Πῶς ἔτσι αἰφνιδίως, αὐθέντα; δὲν περιμένετε νὰ περάσῃ ὁ χειμ…….

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (διακόπτων αὐτόν).

Ὡραῖα. Νὰ περιμένω νὰ μᾶς πάρουν τὴν Κωνσταντινούπολιν οἱ Ῥῶσσοι. Ἡ ἀνδρία καὶ ἡ δόξα δὲν περιμένουν.

(Παρατηρεῖ τὰς χειρίδας του).

Ἆ! ἐλερώθησαν. Πήγαινε ἀμέσως εἰς τὸ δωμάτιόν μου καὶ φέρε μου ἄλλας. Γρήγορα καὶ θὰ πηγαίνωμεν.

(Ὁ ὑπηρέτης ἀπέρχεται καὶ ἐπιστρέφει κρατῶν τὰς χειρίδας· ὁ Ἀνδρεῖος ἀποῤῥίπτει τὰς πρώτας καὶ φορεῖ τὰς νέας).

Ἡ ἅμαξα, εἶπες, εἶναι ἕτοιμη;

ΙΩΣΗΦ.

Μάλιστα, αὐθέντα.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (τρέμων ἐκ τοῦ ψύχους).

Ἆ!… Τί κρύο…. Δός μου τὸ ἐπανωφόριόν μου γρήγορα καὶ ἂς πηγαίνωμεν…..

ΙΩΣΗΦ.

Μὰ, δὲν σᾶς τὸ προεῖπα αὐθέντα, ὅτι θὰ κρυώσητε μὲ τὴν στολὴν τοῦ χοροῦ; Τὸ ἐπανωφόριόν σας τὸ ἔχω εἰς τὴν ἅμαξαν, ἥτις εἶναι ἐδῶ πλησίον, νὰ ὑπάγω νὰ σᾶς τὸ φέρω.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ (τρέμων ἔτι μᾶλλον).

Ὄχι, ὄχι, πᾶμε γρήγορα. Ἆ! …τί, τ, τ, τ, τ, τί κρύο….τρο, με, με, με, ρό…. πι, πι, πι, πιστεύω εἰς τ, τ, τ, τὴν ἅμα, μα, μαξα, νὰ μὴν κ, κ, κρυόνω…. τό, τό, τό, τό, τόσο πο, πο, πο, πολύ. Εἶπες τοῦ ἁμα, μα, μαξᾶ νὰ τὴν κλεί, κλεί, κλείσῃ καλά;

ΙΩΣΗΦ.

Μάλιστα, αὐθέντα.

(Ὁ Ἰωσὴφ καθ' ὁδὸν ἐκβαλὼν τὸ ἐπανωφόριόν του, τὸ ῥίπτει εἰς τὴν πλάτην τοῦ αὐθέντου του).

Συγχωρήσατέ με αὐθέντα, διὰ τὴν τόλμην, εἶναι παλῃὸ καὶ ῥυπαρὸ, ἀλλ' εἶναι προτιμώτερον ἀπὸ μιὰ ἀῤῥώστια.

ΑΝΔΡΕΙΟΣ.

(Τρέμων εἰς τὸν ἀνώτατον βαθμὸν, καὶ περιτυλισσόμενος μὲ τὸ ἐπανωφόριον τοῦ Ἰωσήφ).

Ὄ, χι, χι, χι, δὰ, δὰ, δὰ, δὲ, δὲ, δὲ, κρυ, κρυ, κρυόνω, τό, τό, τό, σο πο, πο, πολύ.

(Ἐμβαίνει εἰς τὴν ἅμαξαν, ἥτις δὲν φαίνεται ἐκ τῆς σκηνῆς).

 

ΠΙΠΤΕΙ ΤΟ ΚΑΤΑΒΛΗΜΑ.

 

Τέλος τῆς δευτέρας Πράξεως.