ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Καλλογερόπουλος Λ. Σ.

Ο Φλώρος (απόσπασμα)

Ο ΦΛΩΡΟΣ

[…]

»Εἰς τὴν πόλιν τὴν ὁποίαν διακρίνεις ἐνώπιόν σου, ὑψοῦται ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου. Ἐκεῖ ἡ καρδία μου ἐκτύπησε τοὺς πρώτους τῆς ζωῆς παλμοὺς, ἐκεῖ ᾐσθάνθη τοὺς πρώτους τοῦ πάθους κτύπους.

Μετά τινας στιγμὰς ἐπρόσθεσε.

»Ἡ οἰκογένειά μου κατεῖχε τὴν πρώτην θέσιν διὰ τὰ πλούτη της καὶ τὴν ἐπιτόπιον δύναμίν της, τὴν ὁποίαν χρεωστῶ νὰ ὁμολογήσω ὅτι ὤφειλε μᾶλλον εἰς τὰς μεγάλας τοῦ πατρός μου ἀρετάς. Εὐεργητικός, δίκαιος, αὐστηρὸς καὶ χαρακτῆρος γενναίου ἐβίαζε ἅπαντας ἀκουσίως νὰ τὸν σέβωνται καὶ τὸν τιμῶσι. Ὅλοι τὸν ἐθεώρουν ὡς κοινὸν πατέρα· αὐτὸς ἐσυμβίβαζε τὰς διαφοράς των, τοὺς ἐσυμβούλευε, τοὺς ἐπέπληττε καὶ μὲ πάντα τρόπον ἐφρόντιζε περὶ τῆς εὐδαιμονίας καὶ τοῦ τελευταίου πατριώτου του. Ἐντούτοις, ἡ ζηλοτυπία, ἥτις, καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Παράδεισον εἰσχωρήσασα, σύρει ὡς θῦμα ὄπισθέν της τὸ ἀνθρώπινον γένος, στήσασα τὸν θρόνον της ἐν τῷ μέσῳ τῆς εἰρηνικῆς πόλεώς μας ἤναψε τὴν δᾴδα τῶν παθῶν. Οἰκογένεια διὰ τὰ πλούτη της καὶ τὴν ἀρχαιότητά της γνωστὴ, μὴ ὑποφέρουσα τὴν φήμην μας, παρέσυρε ἀφ' ἡμέρας εἰς ἡμέρας μὲ πᾶν μέσον διαφθορᾶς ἱκανὸν κατοίκων ἀριθμὸν, καὶ ἐπὶ τέλους κατορθώσασα νὰ τεθῇ ἐπὶ κεφαλῆς ἰσχυροῦ κόμματος δὲν ἠξεύρω πῶς διὰ μέσου τῆς ἐξουσίας ἐπέτυχε νὰ λάβῃ τὸ λεγόμενον Κ ο τ ζ α μ π α σ λ ί κ ι.

»Ἔκτοτε ἡ οἰκογένεια αὕτη, μὴ ὑποφέρουσα πλέον οὐδὲ τ' ὄνομά μας ἐπροσπάθει μὲ πάντα τρόπον περὶ τῆς καταστροφῆς μας, ἀλλ' ἡμεῖς εἴχομεν εἰσέτι ἱκανοὺς καὶ ἰσχυροὺς φίλους καὶ γενναίως ἀντικρούομεν τὰς καθ' ἡμῶν ἐπιβουλάς των. Σὲ ἀφίνω δὲ νὰ φαντασθῇς πῶς ἐντὸς ὀλίγου καιροῦ τὰ πάθη διαδοθέντα εἰς ὅλας τὰς τάξεις κατεμάστιζον τὴν ὡραίαν μας ἐπαρχίαν.

»Ἐγὼ εἴμην τὸ μόνον τῆς οἰκογενείας μου τέκνον ἐν ᾦ ἡ τῶν ἀντιπάλων μας εἶχε τρεῖς υἱοὺς καὶ μίαν θυγατέρα. Ἀλλ' αὕτη δὲν συμμερίζετο παντάπασι τὰ αἰσθήματα τῶν ἰδικῶν της. Τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα εἰς τὴν νεανικήν της καρδίαν δὲν εὕρισκον ποτὲ φωλεάν. Μ' ἔλεγον μάλιστα ὅτι ἀκουσία τις συμπάθεια τὴν ἔσυρε πρὸς ἡμᾶς καὶ ἡ καρδία της κατεθλίβετο ὅτι αἱ οἰκογένειαί μας εἶναι ἐχθραί.

»Εὑρίσκετο τότε αὕτη εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της. Δεκαεπτὰ φορὰς τὸ δρέπανον εἶχε διέλθει τοὺς δαψιλεῖς τούτους ἀγροὺς, δεκαεπτὰ φορὰς εἶχεν ἀνθήσει ἡ μυγδαλαία καὶ ὁ γλυκὺς τῆς ἀμπέλου καρπὸς, εἶχε πληρώσει τοὺς πίθους μας ἀφ' ὅτου εἶδε τὸ φῶς. Οἱ μελανοὶ καὶ μεγάλοι ὀφθαλμοί της πνέοντες μαγείαν ἑνωμένην μὲ γλυκεῖαν μελαγχολίαν διέδιδον ἐπὶ τοῦ κανονικωτάτου προσώπου της ἐράσμιον ἡδυπαθείας ἀέρα. Τὰ χείλη τῆς ψιλὰ ὡς ταινία, ἐρυθρὰ ὡς πορφύρα μειδιῶντα νέα ἀπεικόνιζον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της θέλγητρα καὶ ἀνεβλάστουν τὴν εὐφροσύνην εἰς τὰς ἀπὸ θλίψεις πεπληρωμένας καρδίας τῶν θεωρούντων τὴν ἐξαισίαν ταύτην καλλονήν. Τὸ ὡραιότερον ἐρυθροῦν χρῶμα, συγκερασμένον μὲ λευκότητα Παρίου μαρμάρου ἔλαμπε ἐπὶ τῶν νεανικῶν παρειῶν της. Ἀπὸ τῆς ὡραίας ταύτης κεφαλῆς μαύρη ὡς ἔβενος κόμη βοστρυχηδὸν καταπίπτουσα ἐπὶ τῶν ὤμων της καὶ τοῦ στήθους της, ἔδιδε τοσαύτην χάριν εἰς τὸ ὑψηλὸν καὶ μεγαλοπρεπές της ἀνάστημα, ὥστε οἱ γέροντες θεωροῦντες αὐτὴν ἐνθυμοῦντο τοὺς χρόνους τῆς νεότητός των.

»Ἡ Χάϊδω ἦτον ὡραία ὡς μία τῶν νυμφῶν τοῦ δάσους, ἦτον ἐντὸς τῆς πόλεώς μας ὡς τὸ ἄνθος ἐν τῷ μέσῳ ὀρεινῆς κοιλάδος. Οὐδεὶς μὲ ἀτάραχον ἠδύνατο νὰ τὴν βλέπῃ καρδίαν, καθότι τὸ βλέμμα της, τὸ μειδίαμά της ἀφῄρει τὴν ἡσυχίαν. Τῶν νέων μας οἱ πλουσιώτεροι ἐζήτησαν ἔρωτα, δὲν ἀπήντησε· ἐζήτησαν τὴν χεῖρά της τοῖς τὴν ἠρνήθη. Ἡ Χάϊδω ἔλεγον ὅλοι ἀγαπᾷ, ἀλλὰ ποῖον; ἅπαντες ἠγνόουν.

»Ἔτρεχον τότε τὴν ἡλικίαν τῶν παθῶν· ᾐσθανόμην ἀγνοῶ ποίαν εὐχαρίστησιν, ὅτε ἀπὸ μακρὰν ἐθεώρουν τὸ κάλλος της. Ἐθαύμαζον διὰ τοσαῦτα τοῦ οὐρανοῦ χαρίσματα, ἀλλ' αἴφνης ἡ ἰδέα ὅτι εἶναι τῶν ἐχθρῶν μου ἀδελφὴ, ὅτι ἴσως μὲ μισεῖ σφοδρῶς, ἐπερχομένη κατέστρεφε πᾶν τρυφερὸν ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἴσθημα, καὶ ὁ οἰκογενειακὸς ἐγωϊσμὸς ὅλος ἐν ἐμοὶ ἐγειρόμενος μὲ ἠνάγκαζε νὰ στρέψω τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ν' ἀπέλθω πρὸς παρηγορίαν τοῦ πατρός μου. Ἠγνόουν τῆς Χάϊδως τὴν καρδίαν, ἴσως διὰ παντὸς ἤθελον τὴν ἀγνοεῖ ἂν περίστασίς τις δὲν μοὶ τὴν ἔκαμνε γνωστήν.

»Εἶχε ἤδη τελειώσει ὁ τρυγητός· ἦτον ἡ ἐποχὴ καθ' ἣν οἱ κάτοικοι τῶν ἀγρῶν παραδίδονται εἰς τὰς ἀθώας ἡδονάς των, ὅτε ἑσπέραν τινα ἐνῷ ἐκαθήμην παρὰ τὴν πύλην τῆς αὐλῆς τοῦ οἴκου μου, βλέπω γραῖαν γυναῖκα πρὸς ἐμὲ πλησιάζουσαν καὶ σιωπηλῶς προσκαλοῦσαν νὰ τὴν ἀκολουθήσω, καθότι ἐπιθύμει τις νὰ μοὶ ὁμιλήσῃ περὶ ὑποθέσεως ἀφορώσης ἐμέ. Δὲν ἔδοσα κἀμμίαν ἀπάντησιν, ἀλλ' ὅτε εἶδον τὴν γραῖαν ἐπιμένουσαν, ὅτε ἤκουσα ὅτι ὁ ἄγνωστος ἐκεῖνος εἶναι γυνὴ, ἐγερθεὶς ἀμέσως καὶ θέσας εἰς τὴν ζώνην μου τὰ πιστόλιά μου τὴν ἠκολούθησα. Διατρέξαντες τινὰς δρόμους ἐξήλθομεν τῆς πόλεως καὶ μετ' ὀλίγον ἐστάθημεν ἐνώπιον ἑτοιμοῤῥόπου πύλης, τὴν ὁποίαν ἀνοίξασα εὐθὺς ἡ γραία μὲ τὸ ὁποῖον ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κόλπου τῆς κλειδίον εἰσῆλθεν βιάζουσά με νὰ τὴν ἀκολουθήσω. Ἀγνοῶν τὶ νὰ πράξω ἐδίστασα δι' ὀλίγον, ἀλλ' ἔπειτα εἰσῆλθον.

»Μεγάλοι φόβοι καὶ ὑποψίαι μὲ ἐκυρίευσαν ὅταν εἰσελθὼν ἀνεγνώρισα τὸν κῆπον τῶν ἀντιπάλων μου, ὅτε ἡ γραία κλείσασα βιαίως τὴν θύραν, ἀνελήφθη ἀπ' ἔμπροσθέν μου. Ἐνῷ δὲ καθ' ἑαυτὸν ἔλεγον ὅτι προδοσία τις ὑπάρχει ἐνταῦθα καὶ ἡτοιμαζόμην εἰς ἀντίστασιν, βλέπω νέαν γυναῖκα διὰ τῶν δένδρων προβαίνουσαν. Ὅτε ἀνεγνώρισα τὴν ἀδελφὴν τῶν ἀντιπάλων μας, ηὔξησαν μᾶλλον αἱ ὑποψίαι μου, πεπεισμένος ὅτι τοῦτο εἶναι δέλεαρ νὰ πέσω εἰς χεῖρας των. Ἡ Χάϊδω δὲν μ' ἄφησε ὅμως πολλὴν ὥραν εἰς τὰς σκέψεις ταύτας.

»Φλῶρε! μοὶ εἶπε μὲ τρέμουσαν φωνὴν, γνωρίζω ὁποῖαι τὴν στιγμὴν ταύτην τὴν κεφαλήν σου κυριεύουν σκέψεις, ἀλλὰ πίστευε ὅτι ἔχεις μεταξὺ ἡμῶν φίλους.

»Πάντοτε κύκλω μου προσέχων ἀπήντησα εἰς τὴν ὡραίαν ταύτην παρθένον. "Εἴθε νὰ μὴ ζητῇς, ὡς οἱ συγγενεῖς σου, τὴν δυστυχίαν μου· τὸ πιστεύω, διότι ἔχεις τὴν καθαρότητα τῆς ἐαρινῆς πρωΐας καὶ εἶσαι ἐρασμία ὡς τὴν περιστερὰν τοῦ βράχου".

»Ἡ Χάϊδω μειδιάσασα διὰ τοὺς ἐπαίνους τούτους, ἔκυψε πρὸς τὴν γῆν τοὺς ὀφθαλμούς της θελκτικῶς καὶ ἐπὶ τῶν παρειῶν της διεδόθη τὸ χρῶμα τῆς αἰδοῦς.

»Μετ' ὀλίγον μὲ εἶπε "ἀγνοῶ διατὶ τοσοῦτον αἱ οἰκογένειαί μας εἶναι ἐχθραὶ καὶ τοσοῦτον ἄσπονδον ἀναμεταξύ των τρέφουσι μῖσος. Ἐγὼ ὅμως σὲ ὁρκίζομαι εἰς τὴν σκιὰν τῆς μητρός μου ὅτι ποτὲ δὲν σὲ ἐμίσησα. Πολλάκις μάλιστα βλέπουσα ποῦ βαδίζετε . . . . . δὲν ἠδυνάμην ὅμως νὰ λαλήσω . . . . ἀλλ' ὦ Θεέ μου τὴν ἑσπέραν ταύτην;. . . "

»Βλέπων δ' αὐτὴν τραυλίζουσαν καὶ θέλουσαν νὰ εἴπῃ τι, τὸ ὁποῖον ἐνόμιζε ὅτι ἔπρεπε νὰ κρύψῃ, ἐγονάτισα ἐνώπιόν της καὶ τὴν παρεκάλεσα νὰ ἐξηγηθῇ.

»Ἐκείνη εὐθὺς ἐπανέλαβε. "Ναί! πρέπει νὰ σοὶ τὸ εἴπω διότι οὐδὲν ἔπραξας κακὸν εἰς ἡμᾶς καὶ εἶσαι ἁπάντων ἀγαθώτερος. Γνωρίζω ὅτι κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας θέλεις ἀναλάβει ὁδοιπορίαν. Φλῶρε! δι' ὄνομα Θεοῦ! ἀπέχου, μέγα κακὸν σὲ περιμένει. "

»Ἐνταῦθα ἐσιώπησε, δὲν ἤθελε νὰ ἐξηγηθῇ περισσότερον, ἀλλ' ἐγὼ ἠνάγκασα, χωρὶς νὰ τὸ προαισθανθῇ, τὸ ἀθῷον τοῦτο πλάσμα νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι ὁ Μάρκος ὁ φοβερὸς λῃστὴς λαβὼν μὲ τοὺς ἀδελφούς της λάθρα συνέντευξιν κατεπείσθη ὑπ' ἀμοιβὴν μεγάλην νὰ προφυλάξῃ εἰς τινα στενωπὸν, τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ διέλθω, καὶ συλλαβών με νὰ μὴ μ' ἀφήσῃ νὰ ἐπιστρέψω πλέον εἰς τὴν πατρίδα μου. Ἡ παρθένος αὕτη ἐπρόσθεσε. "Λάβε τὰ μέτρα σου, μὴ μεταχειρισθῇς τοῦτο ὅμως ὡς μέσον νὰ καταστρέψῃς τὸν οἶκόν μας καὶ ἐμὲ κάμῃς τῆς ἀγαθότητος καὶ εἰλικρινείας μου θῦμα. "

»Ἡ Χάϊδω παύσασα ὁμιλοῦσα ἔῤῥιψε ἱκετικῶς πρὸς ἐμὲ τοὺς ὡραίους της ὀφθαλμούς.

»Θέλω παύσει, τῇ ἀπήντησα, νὰ βλέπω τὸν ἥλιον καὶ τὸ ὡραῖον του φῶς πρὶν ἐξέλθῃ τι τῶν χειλέων μου. Ἡσύχασε, φιλτάτη, καὶ θέλεις ἴδῃ πῶς ὁ υἱὸς τοῦ Β. . . . γνωρίζει νὰ ὑπερασπίζηται, πῶς δὲν ὁμοιάζει τοὺς ἀσθενεῖς ἐκείνους, οἵτινες ῥίπτουν τοῦ ὄρους τὸ ἄνθος, ὅταν ἡ εὐωδία αὐτοῦ καταστρέψῃ τὸ κατατρῶγον τὴν καρδίαν των πάθος.

»Εἰπὼν τοὺς λόγους τούτους, κατέβρεξα τὴν χεῖρά της μὲ τῆς εὐγνωμοσύνης μου τὰ δάκρυα, καὶ ἐπέστρεψα εἰς τὸν οἶκόν μου.

»Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν διέταξα νὰ προετοιμάσουν τὰ τῆς ὁδοιπορίας μου· τὴν πρωΐαν, παραλαβὼν τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν φίλων μου, ἀπεχαιρέτησα τὸν πατέρα μου χωρὶς νὰ τῷ εἴπω τι, καὶ ἀργὰ ὁδοιποροῦντες διεχωρίσθημεν εἰς δύω μέρη πρὶν εἰσέλθομεν εἰς τὸν στενωπὸν, καὶ σιωπηλῶς ἐβαδίζομεν μακρὰν τῆς ὁδοῦ. Εἴδομεν τοὺς λῃστὰς ἐν μέσῳ θάμνων ἡσυχάζοντας. Ἐπιπεσόντες εὐθὺς κατ' αὐτῶν, χωρὶς νὰ μᾶς παρατηρήσουν, συνεκροτήσαμεν αἱματηρὰν συμπλοκὴν καὶ τοὺς ἠναγκάσαμεν εἰς φυγήν. Τρεῖς ἐκ τῶν λῃστῶν ἔπεσαν νεκροί· ἐκ τῶν ἡμετέρων εἷς ἐπληγώθη μόνον.

»Ἀφοῦ ἐδιώξαμεν αὐτοὺς μέχρι τινος, ἐπιστρέφοντες ἐγνωρίσαμεν μεταξὺ τῶν πεσόντων τὸν ἀρχηγὸν τῆς συμμορίας. Παρευθὺς μ' ἓν τοῦ ξίφους μου κτύπημα ἀπεχώρισα τὴν κακοῦργον ταύτην κεφαλὴν, καὶ εἰσερχόμενος εἰς Ἔγριπον τὴν ἐναπέθεσα εἰς τοὺς πόδας τοῦ Πασᾶ, ὅστις τὴν εἶχε ἀποκηρύξει. Τρεῖς χιλιάδας γρόσια καὶ λοιπαὶ ἀμοιβαὶ εἶχον ὑποσχεθῆ εἰς τὸν φέροντα τὴν κεφαλὴν ταύτην· ἐγὼ τὰς ἠρνήθην. Δὲν ἔκαμα, εἶπον εἰς τὸν Τοῦρκον, εἰμὴ τὸ χρέος μου ὡς πιστὸς καὶ εἰρηνικὸς τοῦ τουβλετίου ὑπήκοος. Φαίνεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐπρόφερα τὰς λέξεις ταύτας, ἡ παῤῥησία ἢ ἡ φυσιογνωμία μου ἐκέρδισαν τὴν καρδίαν του. Εὑρὼν δὲ μετά τινα ἐξέτασιν τὰς καθ' ἡμῶν διαβολὰς ψευδεῖς καὶ ἀνυποστάτους, διέταξε νὰ παραδώσῃ ἡ οἰκογένεια τῶν ἐχθρῶν μας εἰς τὸν πατέρα μου τὸ λεγόμενον Κ ο τ ζ α μ π α σ λ ί κ ι, τὸ μῆλον τοῦτο τῆς ἔριδος.

»Ἐπιστρέψας πάλιν εἰς τὴν πατρίδα μου, ὤφειλον τοὺς ὁποίους συνέλεξα στεφάνους νὰ ἐναποθέσω εἰς τοὺς πόδας τῆς Χάϊδως. Τὴν εὗρον καταλυπημένην, διότι ἐνόμιζεν ἑαυτὴν αἰτίαν τῆς πτώσεως τῆς ἐπιῤῥοῆς τῆς οἰκογενείας της, ἀλλ' ὅταν τῇ ἀνέμνησα, ὅτι ἕνεκα αὐτῆς ἐσώθην ἐγὼ καὶ τόσα ἄλλα θύματα, εἶδον τὴν λύπην ταύτην ἐπὶ τοῦ προσώπου της παρερχομένην. Ἐν τούτοις ἐφοβεῖτο μήπως ἀνταποδώσωμεν τὸ ἴδιον εἰς τοὺς συγγενεῖς της ποτήριον. Ἐννοήσας τοὺς φόβους της τῇ εἶπον "Οἱ συγγενεῖς σου μᾶς ἐκατάτρεξαν καὶ τὴν ζωήν μας ἐπεβουλεύθησαν· ἡμεῖς ὅμως, σὲ ὁρκίζομαι, ὅτι δὲν θέλομεν πράξει τοῦτο. Φιλτάτη! ἀπηύδησα ἀπὸ τὰ πάθη, δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω πλέον τὸ τρομερὸν φάσμα τοῦ φθόνου τὸ κατερημῶνον τὴν πόλιν μας, ἂς ζῶμεν πλέον ὡς ἀδελφοὶ, καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω ὁποίαν δήποτε μοὶ ζητήσουν θυσίαν. "

»Ἡ Χάϊδω ὑψώσασα τοὺς ὀφθαλμούς της, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκείνους, οἵτινες ποτὲ δὲν κινοῦνται χωρὶς νὰ ἐκφράσουν ἓν αἴσθημα, μοὶ ἀπεκρίθη. "Ἡ ἡμέρα ἐκείνη θέλει εἶσθαι τῆς ζωῆς μου ἡ εὐτυχεστέρα, ἀλλὰ πόσον ἀμφιβάλλω".

» "Κρίνον μεταξὺ ἀκανθῶν βλαστῆσαν, ἐπανέλαβον, δύναμαι πλέον νὰ ζῷ μ' ἔριδας καὶ πάθη; Ἡ καρδία μου ἦτον σκληρὰ, καὶ ἀφοῦ μοὶ ὡμίλησες ἐμαλακύνθη. Οὐδέποτε ἐσκέφθην περὶ τῆς ζωῆς, καὶ προχθὲς ἐν τῷ μέσῳ τῶν πυροβόλων ἐλυπήθην μὴν ἀποθάνω. Ὁ ἀὴρ περὶ σὲ εὐωδιάζει, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου δεσμεύουσι τὴν γλῶσσάν μου. Ἀκατανόητος μοὶ εἶσαι, ὦ κόρη! "

»Ἐκείνη ἐμειδίασε καὶ δὲν ἀπεκρίθη τίποτε, ἀλλ' εἰς τὰ βλέμματά της ἐμάντευσα τὴν καρδίαν της. Τὰ ἴδια ἀμφοτέρους τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐκυρίευαν αἰσθήματα, καὶ ὁ εἷς εἶδεν ἐπὶ τῶν παρειῶν τοῦ ἄλλου δάκρυα κατερχόμενα. Ἐκ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἀφοσιώθη εἰς ἐμὲ, καὶ ἐγὼ τὴν ἠγάπησα.

»Ματαίως θέλω ἐπιχειρισθῆ νὰ σοὶ περιγράψω τὸ αἴσθημά μου καὶ τὴν γένεσίν του, ματαίως θέλω ζητήσει λόγους διὰ νὰ ἐννοήσῃς τί σημαίνει ἡ λέξις ἔρως. Τρὶς καὶ τετράκις εὐτυχὴς ἂν δὲν ᾐσθάνθης τὴν φλόγα ἐκείνην τῆς καρδίας, ἥτις ἀπροσδοκήτως ἐγειρομένη, οὐδέποτε περιγράφεται καὶ μόνον εἰς τὸν τάφον σβέννυται. Βλέπων ἀνθρώπους πελιδνὴν ἔχοντας τὴν ὄψιν, τὸ ὄμμα τεταραγμένον, πότε κλαίοντας, πότε γελῶντας, εὐαρεστουμένους εἰς τῆς μοναξίας καὶ εἰς τῶν χειμάῤῥων τοὺς ἤχους, τοὺς ἠρώτουν τί ἔχουσι καὶ δι' ἀπάντησιν ὅλην ἔθετον τὴν χεῖρα ἐπὶ τῆς καρδίας των. Ἐγέλων καὶ ἔλεγον κατ' ἐμαυτὸν, εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνεται οὕτω ἐλεεινὸς ἕνεκα μιᾶς γυναικός; ἀλλ' ὅτε ἡ Χάϊδω ἤρχισε ν' ἀπασχολῇ τὴν καρδίαν μου, καὶ τὰ δάκρυά μου νὰ πίπτουν ἀκουσίως, ὅταν γενόμενος ἀφ' ἡμέρας εἰς ἡμέραν πλέον σκεπτικὸς, πλέον μελαγχολικός, ἔφευγα τοὺς φίλους μου καὶ ἀπηρχόμην νὰ καθίσω εἰς μονήρη καὶ σιωπηλὰ μέρη, ὅπου ἡ θελκτικὴ μορφή της πάντοτε μοὶ παρίστατο, ὅπου εἰς τὸν μικρότερον τῆς ἐρήμου ἦχον ἐνόμιζα, ὅτι ἀκούω τὴν ἁρμονικὴν ἠχώ της, τότε συνῃσθάνθην τὴν δύναμιν τοῦ πλάσματος τούτου, ἀπασχολήσαντος τὸν πλάστην περισσότερον ἀπὸ τὸν λοιπὸν τῆς δημιουργίας χρόνον.

»Μεγάλα εἶναι τὰ βάσανα καὶ αἱ θλίψεις τοῦ ἔρωτος. Ἐντούτοις ὑπάρχουσι καὶ γλυκύτητες, εὐφρόσυνοι τοιαῦται στιγμαὶ, καθ' ἃς λησμονοῦμεν τὴν ἰδίαν ἡμῶν ὕπαρξιν. Ὁ πρῶτος ἔρως μάλιστα, δὲν δύναται νὰ συγκριθῇ μὲ οὐδὲν τῶν ἐπὶ γῆς τοῦ θεοῦ δωρημάτων· ἡ ἐνθύμησίς του μόνη παρηγορεῖ τὰς ὀδυνηρὰς τοῦ γήρατος ἡμέρας. Ποσάκις δὲν ηὐλόγησα τὸν οὐρανὸν, ὅτι κατεσκεύασεν ἱκανὴν τὴν ἀνθρώπινον καρδίαν νὰ αἰσθανθῇ τὸ αἴσθημα τοῦτο, ποσάκις, ὅτε εἰς τὰς δροσερὰς τῶν δένδρων σκιὰς ὁμοῦ μὲ τὸν παθητικὸν τῶν φύλλων ψιθυρισμὸν ἡνοῦτο ὁ γλυκὺς τῶν χειλέων μας ἦχος, δὲν ἐλυπήθην, δὲν ἐθεώρησα ὡς δυστυχεῖς, ὅσοι, ὡς ἐμὲ, ὁλοκλήρους νυκτερινὰς ὥρας δὲν διέρχονται εἰς ἀγκάλας ἀγαπητῆς γυναικός.

»Ἓν ὁλόκληρον ἔτος διήλθομεν μὲ τὰς εὐφροσύνας ταύτας τοῦ ἔρωτος. Οὕτω ἤλπιζον νὰ διέλθω ὅλην τὴν ζωήν μου. Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ λησμονήσω τὰς πικρίας, τὰς ὁποίας ἕνεκα τῆς οἰκογενείας τῆς ἐρωμένης μου ἐδοκίμασα, καὶ ἐναντίον τῶν συμφερόντων μου, τῆς γνώμης τῶν γονέων καὶ τῶν φίλων μου προσέπεσα ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν μου. "Ἂς μὴ ταράττωνται, τοῖς εἶπον, οἱ οἶκοί μας πλέον ἀπὸ μῖσος καὶ φθόνον, τῆς εἰρήνης τὸ δένδρον ἂς τοὺς σκιάσῃ καὶ ἡ ἄλυσσος τῆς συγγενείας ἂς τοὺς περιδέσῃ". Ἐξευτελισθεὶς πρὸ αὐτῶν ἐζήτησα τὴν Χάϊδω ὡς σύζυγον. Γνωρίζεις τί μὲ ἀπεκρίθησαν; "Ἡ θυγάτηρ τοῦ Ζ. . . . μοὶ ἀπήντησαν, δύναται νὰ εὕρῃ ἄξιον ἑαυτῆς καὶ τῆς οἰκογενείας της σύζυγον". Καὶ τῳόντι· μετ' ὀλίγας ἡμέρας τὴν ἠῤῥαβώνισαν μετὰ πλουσίου νέου.

»Κατῃσχυμένος καὶ τὴν καρδίαν κατεθλιμμένος, εἴμην ἀπαρηγόρητος. Βλέπεις τὸν βράχον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὁποίου περιπλανᾶται μικρὰ νεφέλη ἤδη; Ἐκεῖ ἀναβαίνων πάντοτε ἐπροχώρουν νὰ ῥιφθῶ ἀπὸ τὰ ὕψη του, καὶ πάντοτε ἀνωτέρα τις χεῖρ μ' ἐκράτει. Ἔπειτα ἔκλαιον ὡς μικρὸν παιδίον, καὶ αἱ πέριξ ἐμοῦ φερόμεναι νεφέλαι διέδιδον πρὸς τὸν οὐρανὸν τοὺς βαρεῖς στεναγμούς μου καὶ τοῦ πάθους μου τοὺς φθόγγους.

»Καὶ ἡ Χάϊδω ἦτον ὡς ἐμὲ δυστυχὴς, ἀλλὰ τί νὰ πράξῃ; ἔμελλεν ὡς ἀθῶον ἀρνίον ν' ἀπαχθῇ εἰς τὴν σφαγήν. Τῇ ἐπρότεινα νὰ φύγωμεν, ν' ἀπέλθωμεν εἰς μακρυνὸν μέρος καὶ ἄγνωστοι ἀφ' ὅλον τὸν κόσμον νὰ ζήσωμεν, ἀλλ' εἰς τὴν ἀφελῆ ψυχήν της εἶχον τοσοῦτον ἐντυπωθῆ τῆς ἠθικῆς αἱ ἀρχαὶ, ὥστε ἐπροτίμα ν' ἀποθάνῃ, παρὰ νὰ στιγματίσῃ τὸν οἶκόν της καὶ τ' ὄνομά της.

»Ἐν τούτοις ἱκαναὶ παρῆλθον ἡμέραι χωρὶς νὰ τὴν ἰδῶ. Διευθυνθεὶς πρὸς τὴν γραίαν, ἥτις ἐγνώριζε μόνη τὸν ἔρωτά μας καὶ εὐκόλυνε τὰς συνεντεύξεις μας, ἔμαθον ὅτι πρὸ ἡμερῶν εὑρίσκεται ἀσθενής. Τῇ ἔγραψα ἐπιστολὴν πλήρη πάθους καὶ ἀπελπισίας. Πρὸς τὸ ἑσπέρας εἰσερχόμενος εἰς τὸν κοιτῶνά μου, βλέπω ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἓν γραμμάτιον· ἀναγνώσας τὴν ὑπογραφὴν τῆς Χάϊδως, μὲ τρέμουσαν τὸ διῆλθον καρδίαν. Ἔλεγεν, ὅτι ἦτον ἐντελῶς καλὰ καὶ περὶ τὸ μεσονύκτιον ἠδύνατο νὰ μὲ ἰδῇ εἰς ἓν ἐκτὸς τῆς πόλεως ἐρημοκλήσιον.

»Τὴν σαθρὰν καὶ ἐγκαταλελειμμένην ταύτην οἰκοδομὴν σκιάζουν δρῦς ὑψηλαὶ καὶ μελαγχολικαὶ, οἱ πυκνοὶ τῶν ὁποίων κλάδοι αἰώνιόν τινα ὑπὸ τὴν περιοχὴν ἐκείνην διατηροῦν νύκτα. Ὁ Ἱερεὺς δὲν ἐξετέλει πλέον ἐπὶ τοῦ μέρους ἐκείνου τῆς θρησκείας του τὰ μυστήρια, οὐδ' ἐξεφώνει εὐχὰς ἀναπαύσεως ὑπὲρ τῶν πρὸ ἑνὸς αἰῶνος κοιμωμένων εἰς τὰς ῥίζας τῶν γηραιῶν δένδρων· ἀλλ' ἡ λατρεία τοῦ λαοῦ εἶχε καταστήσει ταῦτα ἱερὰ, καὶ ἐνίοτε μικρὸν κηρίον ἤναπτε ἐπὶ τοῦ μέρους, ἔνθα ἐτέθη ποτὲ τὸ ἅγιον ποτήριον. Φθάσας πρὸ τῆς ὡρισμένης ὥρας καὶ ἠναγκασμένος νὰ περιμείνω, ἐκάθησα ἐπί τινος λίθου καὶ ἔῤῥιψα τὰ βλέμματά μου εἰς τὰ κυκλοῦντά με σκότη. Βαθεῖα ἐβασίλευσε σιωπή· μόνον ὑπόκωφός τις ἦχος ἠκούετο, τὸν ὁποῖον ἐξέπεμπον τὰ δένδρα σείοντα τοὺς γηραιούς των κλάδους καὶ ὅστις, θρησκευτικῆς τινος φρίκης πληρῶν τὴν ψυχήν μου, εἰς σοβαρὰς καὶ μελαγχολικὰς μ' ἐβύθιζε σκέψεις. Ἐν τούτοις ἐλαφρὰ βαδίσματα μὲ ἀνήγειρον· ἔτρεξα πρὸς τὸν κρότον ἀμέσως, ἐπρόφερα τῆς ἐρωμένης μου τ' ὄνομα· ἀλλ' εἰς τὰς ἀκοάς μου δὲν ἀπήντησεν ἡ γλυκεία φωνή της. Ἤνοιξα τὰς ἀγκάλας μου νὰ τὴν δεχθῶ· αἴφνης αἰσθάνομαι ἑαυτὸν ἐν μέσῳ βραχιόνων θλιβόμενον δυνατῶς. Δὲν ἐπρόλαβα νὰ τελειώσω τὴν λέξιν "Χάϊδω" ὅτε χείρ τις κλείει τὸ στόμα μου, καὶ ἄλλη παχυλὸν σχοινίον συστρέφει περὶ τοὺς ἄγκωνάς μου.

»Ἀλλοίμονον! ἐννόησα εὐθὺς τὴν ὁποίαν μοὶ ἔστησαν παγίδα, καὶ πῶς, σκληρῶς ἀπὸ τὴν γραῖαν προδοθεὶς, ἠπατήθην ἕνεκα τοῦ πάθους μου ὡς νήπιον, καὶ ἔπεσα εἰς χεῖρας τοῦ ἀντιζήλου μου, ὅστις σφοδρὸν ἔτρεφε κατ' ἐμοῦ μῖσος, διότι φλεγόμενος ἀπὸ ἔρωτα διὰ τὴν Χάϊδω δὲν ἀντηγαπᾶτο ποσῶς.

»Ἀποσύραντές με τοῦ ζοφεροῦ τούτου μέρους μὲ ἀπήγαγον μὲ μυρίας βασάνους εἰς τὸ χεῖλος πλησιάζοντος κρημνοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἤθελον νὰ ῥίψωσι τὸ σῶμά μου, ἵνα κρυβῇ τὸ ἔγκλημά των, καὶ ἀποδόσωσι τὸν τραγικὸν φόνον μου εἰς τὴν ἀπελπισίαν τοῦ πάθους μου. "Διατὶ, τοῖς εἶπον, ἄνανδροι θέλετε νὰ μὲ στερήσητε τῆς ζωῆς; Ἂν δὲν ἔχω τέκνα καὶ ἀδελφοὺς νὰ ἐκδικηθῶσι τὸν θάνατόν μου, τῆς μητρός μου οἱ θρῆνοι δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουν οὔτε μίαν ἡμέραν νὰ διέλθητε εὐτυχῶς, καὶ ἡ ἀθώα μου σκιὰ θέλει πάντοτε σᾶς διώκει. "

»Μ' ὅλις εἶχον προφέρει τοὺς λόγους τούτους, καὶ παρευθὺς ἠκούσθησαν πατήματα καλπάζοντος ἵππου ἀκολουθούμενα ἀπὸ δυνατοὺς τῆς μάστιγος κροταλισμούς. Τάταρης ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ἤρχετο δρομαίως. Οἱ φονεῖς μου ἐν τῷ ἅμα ἐσκορπίσθησαν, καὶ ἐγὼ μείνας μόνος ἐβίασα τὸν βίαιον τοῦτον τῆς νυκτὸς ὁδοιπόρον νὰ ἔλθῃ πλησίον μου, ὅστις λύσας εὐθὺς τῶν δεσμῶν μου μ' ἔφερεν εἰς τὴν πόλιν.

»Μεγάλην ἐντύπωσιν τὸ συμβὰν τοῦτο ἔκαμε εἰς ὅλων τὰ πνεύματα. Τῆς ἐρωμένης μου ὁ μνηστὴρ ἔγεινε ἄφαντος, μ' ὅλον ὅτι ἡ ἐξουσία τὸν ἐζήτει πρὸς ὅλα τὰ μέρη. Οἱ ἀντίπαλοί μου, καί τοι μὴ ἔχοντες, ὡς ἐπληροφορήθην, οὐδὲν εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην μέρος, κατέστησαν τόσον μισητοὶ, ὥστε δὲν ἠδύναντο νὰ ἐκτεθῶσι εἰς τοῦ πλήθους τὰ ὄμματα. Ἅπαντες ἐχειροκρότησαν διὰ τὴν σωτηρίαν μου, λαμπραὶ εὐωχίαι ἐδόθησαν πρὸς μνήμην τῆς ἡμέρας ταύτης ἀπὸ τὴν μητέρα μου, καὶ ἐν τῷ ἅμα εἰς τῶν παρθένων τὰ στόματα διῆλθε τοῦ λαοῦ ᾆσμα μὲ τὴν θερμοτέραν φαντασίαν περιγράφον τὸν ἔρωτά μας.

»Ἐντούτοις τί μὲ ὠφέλει τοῦ πλήθους ἡ συμπάθεια αὕτη ἀφοῦ δὲν ἠδυνάμην νὰ εἴδω καὶ ἐναγκαλισθῶ τὴν Χάϊδω; Μ' ὅλις ἀπὸ πολλὰς ἡμέρας ἔπειτα ἠδυνήθην νὰ πληροφορηθῶ, ὅτι ψευδὴς ἦτον ἡ περὶ τῆς ἀσθενείας της φήμη καὶ ὅτι ἀπεμάκρυναν αὐτὴν εἰς Ἀθήνας, εἰς θείας της τινὸς οἶκον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἰς τρομερὸν εὑρίσκετο περιορισμόν. "Βεβαίως, εἶπον κατ' ἐμαυτὸν, ἐκεῖ μόνη κυκλουμένη ἀπὸ σοβαρὰ καὶ ἄγνωστα πρόσωπα, ἅτινα διάφορα θέλουσιν ὑπονοεῖ ψεύδη πρὸ διαστροφὴν τῆς καρδίας της, δὲν θέλει δυνηθῆ νὰ διατηρήσῃ τὸ αἴσθημά της, ἢ θέλει ἀναγκασθῆ νὰ τὸ θυσιάσῃ. "

»Ἀκόμη ζωηρὰ ἦτον εἰς τὴν φαντασίαν μου ἡ τοῦ δυστυχήματός μου τούτου ἐντύπωσις, ὅτε τὰ πάντα συνώμωσαν νὰ μοὶ στερήσουν τὴν μικρὰν, τὴν ὁποίαν ᾐσθάνετο ἡ καρδία μου παρηγορίαν. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο, τοῦ Ἀλῆ ἡ ἐξουσία ἐξετάθη ἐπὶ τῆς πατρίδος μου, οἱ ἀντίπαλοί μας εὐνοούμενοι ἔγειναν ἰσχυροὶ, ὁ πατήρ μου ἀσθενὴς καὶ γέρων μὴ δυνηθεὶς νὰ ὑποφέρῃ τὸ ἄλγος του ἀπέθανε καὶ ἐγὼ εἰς στιγμὴν μίαν, ἐγκαταλειφθεὶς ἀπὸ τοὺς φίλους μου, στερηθεὶς τὴν ἐρωμένην μου, τῶν δυστυχιῶν μου τὴν παρηγορίαν, καὶ μείνας ὀρφανὸς τοῦ ἀγαθωτέρου πατρὸς, δὲν ἔπραττον ἄλλο, εἰμὴ νὰ ἑνώνω τὰ δάκρυά μου μὲ τὰ τῆς χήρας μητρός μου. Ξένος καὶ ἔρημος εἴμην ἐν τῷ μέσῳ τῆς πατρίδος μου, τῆς νηπιότητός μου οἱ κόλακες δὲν μ' ἐχαιρέτων ἤδη, καὶ οἱ εὐεργετηθέντες ἀπὸ τὸν οἶκόν μου μ' ὅλις μ' ἐγνώριζον. Οἱ ἐχθροί μου μὴ καταδεχόμενοι νὰ μὲ πολεμήσουν μὲ ἐπεριφρόνουν, τοῦ πατρός μου ἡ ἐνθύμησις εἶχε σβυσθῆ εἰς ὅλων τὰς καρδίας, μόνος δὲ ὁ πτωχὸς χωρικὸς διαβαίνων ἐπὶ τοῦ τάφου του ἐπαρακάλει τὸν οὐρανὸν ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τοῦ ἀγαθοῦ τούτου ἀνθρώπου.

»Τί νὰ κάμω πλέον εἰς τὴν πατρίδα μου; εἰς τὰς φλέβας μου ἔῤῥεε τῆς οἰκογενείας μου αἷμα, καὶ ἡ φιλοτιμία μου ἦτον ἀκόρεστος. Εἰς μάτην ἐζήτουν νὰ λησμονήσω τὰ παρελθόντα καὶ νὰ συμμορφωθῶ μὲ τὰ νέα πρόσωπα καὶ νέαν τάξιν. Ἀπεφάσισα νὰ φύγω, ἀπεφάσισα νὰ σβύσω τὴν ἐνθύμησίν μου εἰς τὴν καρδίαν τῆς Χάϊδως, νὰ τὴν κάμω νὰ αἰσθανθῇ τῆς συζυγίας τὰς γλυκύτητας καὶ τῆς μητρὸς τοὺς πόνους. Ἄφησα κλαίουσαν τὴν μητέρα μου καὶ ἀπῆλθον εἰς γαίας μακρυνάς. Εἶδον τὰ παράλια τῆς Ἰωνίας, διέτρεξα τὰς χώρας τῆς Μεσοποταμίας καὶ τέλος ἠναπαύθην εἰς τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ὁ Νεῖλος πλημμυρεῖ κατ' ὡρισμένον καιρὸν τοῦ ἔτους. Εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Σατράπου της ὁμοῦ ἐζήσαμεν ἐν τρυφῇ καὶ πλούτῳ, ἀλλὰ καθ' ὅσον ἀφορᾶ ἐμὲ, ὄχι χωρὶς δακρύων. Πολλάκις τοῦ ἔτους εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ὑψηλοτέρας τῶν πυραμίδων ἀναβαίνων, ἀπέραντον κύκλω μου ἔβλεπον ἀμμώδη ἔκτασιν· ἡ ὅρασίς μου περιορίζετο ἀπὸ κυανὰς νεφέλας, ὄπισθεν τῶν ὁποίων φανταζόμενος τὴν πατρίδα μου καὶ τὴν ἐρωμένην μου ἔκλαιον.

»Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σοὶ εἴπω, πῶς ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἐρήμων ἐκείνων μᾶς μετοχετεύθη τῆς ἐπαναστάσεως τὸ μυστήριον, καὶ πῶς ἀμφότεροι προωρίσθημεν νὰ γίνωμεν τῆς ἐλευθερίας ὑπηρέται. Ἐστάθης μάρτυς καὶ τῶν προσπαθειῶν μου καὶ τῶν κινδύνων μου.

»Ἐντούτοις, φίλε, φανταζόμενος ὅτι μετὰ τριετῆ πολυώδυνον περιπλάνησιν θέλω εἰσέλθει ἄγνωστος εἰς τὴν πατρίδα μου, ὅπου οὐδὲν τῆς παρελθούσης εὐδαιμονίας μοὶ ὑπολείπεται λείψανον, ἐκτὸς μιᾶς μητρὸς, τὴν ὁποίαν δὲν ἠξεύρω ἂν θέλω εὕρει εἰσέτι ζῶσαν ὡς σκιὰν ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἐρημητικοῦ μου οἴκου, φανταζόμενος ὅτι θέλω ἴδει τὴν Χάϊδω μητέρα ἢ σύζυγον εὐτυχοῦς τινος ἀνθρώπου…………. Ἀ! . . αἰσθάνομαι τι τὸ ὁποῖον ματαίως θέλω ζητήσει νὰ σοὶ τὸ ἐξηγήσω.»