ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Αινιάν Δημήτριος
«Η διδασκάλισσα»
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΣΣΑὉ πατήρ μου ἦτο Ταγματάρχης, ὅστις εἶχε μὲν στρατιωτικὰς ὑπηρεσίας ἀρκετὰς, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ κάμῃ ἐπίδειξιν αὐτῶν, οὐδὲ τρόπον ἁρμόδιον εἰς τὸ νὰ πλησιάσῃ τὴν αὐλὴν διὰ νὰ ἀπολαύσῃ καὶ τὰ ἐκ τῆς εὐνοίας αὐτῆς ἀγαθά· ἐλάμβανε λοιπὸν μόνον τὸν μισθὸν τοῦ πρεσβύτου. Περιουσίαν πατρικὴν δὲν ἐκληρονόμησε· διότι οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ χωρικοί, οὐδὲ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐπαναστάσεως ἀπέκτησε· διότι οἱ δοθέντες παρὰ τῆς Κυβερνήσεως μισθοὶ ἦσαν ἀσήμαντοι· δὲν ἔτυχε δὲ νὰ παρευρεθῇ εἰς ἅλωσιν τινὸς Φρουρίου, ἢ καταστροφὴν πόλεως διὰ ν' ἀπολαύσῃ ὡς ἄλλοι. Εἶχε δὲ πέντε τέκνα, δύω ἄρσενα καὶ τρία θυγάτρια, τῶν ὁποίων πρωτότοκος ἤμουν ἐγώ. Ἤμουν δωδεκαετής, ὅταν ἐστερήθην τὴν μητέρα μου, ὁ δὲ πατήρ μου, μὴ δυνάμενος νὰ διαμένῃ διαρκῶς εἰς τὴν οἰκίαν· διότι ἀναλέμβανεν ἐπιχειρήσεις τινας διὰ νὰ ἀναπληρόνῃ τὰς ἀνάγκας του· καὶ μὴ θέλων νὰ ἀφήσῃ τὴν φροντίδα τῆς ἀνατροφῆς μου εἰς ἁπλῆν ὑπηρέτριαν ἐστοχάσθη κατάλληλον νὰ μὲ εἰσάξῃ εἰς τὸ ἐκπαιδευτικὸν τῶν κορασίων σχολεῖον, τὸ παρὰ τῆς φιλεκπαιδευτικῆς ἑταιρείας συστηθέν. Μεταβὰς εἰς Ἀθήνας ἐπ' αὐτῷ τῷ σκοπῷ προσέπεσεν εἰς πολλοὺς τῶν σημαντικῶν, καὶ μετὰ ἑξαμήνους προσπαθείας κατώρθωσε τέλος πάντων νὰ γένῃ δεκτὴ ἡ αἴτησίς του. Ἀπὸ τὴν πενιχρὰν οἰκίαν τοῦ πατρός μου μετέβην εἰς τὸ κατάστημα τῆς ἑταιρείας, τὸ ὁποῖον μοῦ ἐφάνη λαμπρότατον παλάτιον, ἕνεκα τῆς μεγίστης διαφορᾶς μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς νέας μου κατοικίας· τὸν χωρικὸν τρόπον τῆς ζωῆς διεδέχθη ὁ ἐξευγενισμένος, ὅστις εἰσήχθη ἤδη εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ἀπὸ τὴν πατρικὴν ἔνδειαν κατεστάθην εἰς ἀφθονίαν ὄχι εὐκαταφρόνητον ὡς πρὸς ἐμέ. Ἡ ἐντύπωσις, τὴν ὁποίαν ἡ μεγάλη αὕτη μεταβολὴ ἐπέφερεν εἰς ἐμὲ, ὑπῆρξε μεγίστη. Ἐλησμόνησα ἀμέσως καὶ τὸ χωρίον καὶ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συγγενεῖς μου, καὶ ἀπήλαυον μεγίστην εὐχαρίστησιν. Μόνη λύπη, τὴν ὁποία ᾐσθάνθην κατ' ἀρχὰς, ἦτον ἡ πηγάζουσα ἀπὸ τὰ ἀποδιδόμενα εἰς ἐμὲ περιγέλια διὰ τὸν ἀδέξιον τρόπον μου, καὶ διὰ τὰς χωρικάς μου ἐκφράσεις, καὶ τὴν παράξενον προφορὰν, τὰ ὁποῖα ἐπαναλάμβανον συνεχῶς αἱ περιγελαστικώτεραι ἐκ τῶν συμμαθητριῶν μου· ἀλλ' ἡ προσοχή, τὴν ὁποίαν κατέβαλον, ἐπέφερεν ὀγλίγωρα καὶ τούτου τὴν θεραπείαν. Ἀφοῦ συνεμορφώθην καθ' ὅλα μὲ τὸν τρόπον, καθ' ὃν ὅλα τὰ ἐν τῷ καταστήματι κοράσια ἐπολιτεύοντο,καὶ ἀπέκτησα φίλας ἐξιδιασμένας, δὲν εἶχον πλέον οὐδεμίαν φροντίδα, οὐδεμίαν αἰτίαν λύπης, ἢ δυσαρεσκείας, ἐκτὸς ἐκείνων, τὰς ὁποίας ἐπιφέρει ἡ διδασκαλία· ἀλλ' ἐγὼ ἤμην ἱκανῶς ἐπιμελὴς, ὥστε σπανιώτατα νὰ δίδω ἀφορμὰς διὰ νὰ μοὶ ἐπιβάλλωσι τιμωρίας. Ἓξ ἔτη πλήρη διέτριψα εἰς τὸ κατάστημα, χωρὶς νὰ ἐξέλθω ποτὲ ἀπὸ αὐτό· διότι τὸ χωρίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκατοίκει ὁ πατήρ μου, ἦτο πολὺ μακρὰν, καὶ δὲν εἶχε ποτὲ ἀποφασίσει νὰ μὲ μεταφέρῃ ἐκεῖ κατὰ τὸ διάστημα τῶν διακοπῶν. Ὅταν δὲ ἐτελείωσεν ἡ προθεσμία τῶν ἓξ ἐτῶν, καθ' ἣν ἀπεπερατώθησαν ὅλα τὰ μαθήματα, μὲ ἐπῆρεν ὁ πατήρ μου, καὶ μὲ μετέφερεν εἰς τὸ χωρίον. Ἡ μεταβολὴ ἀπὸ τὴν λαμπρότητα, καὶ ἀφθονίαν, εἰς ἣν ἔζων, εἰς τὴν εὐτέλειαν καὶ ἔνδειαν, εἰς ἣν μετέβαινον, ἐγένετο διὰ μιᾶς, ὥστε ἡ ἐντύπωσις ὑπῆρξεν εἰς ἐμὲ ζωηροτάτη, καὶ προήγαγεν ὅλως ἀντίθετα αἰσθήματα, τῶν ὅσα κατὰ τὴν πρώτην μεταβολὴν τοῦ βίου μου αἰσθάνθην. Εἰσῆλθον εἰς μίαν λασπόκτιστον οἰκίαν, ἔχουσαν μόνον δύω χωρίσματα. Δύω παλαιὰ κιβώτια (κασέλαι), ἑνὸς τῶν ὁποίων ἦτον χωρισμένον τὸ σκέπασμα, ἦσαν αἱ μόναι σκευοθῆκαι τῶν ἐνδυμάτων. Δὲν ὑπῆρχε κλίνη, οὔτε τράπεζα, καὶ κατὰ συνέπειαν οὐδὲ σκαμνία. Εὑρέθην λοιπὸν ἀναγκασμένη νὰ κάθωμαι χαμηλὰ ἐπάνω εἰς ἓν στρῶμα· αἱ σανίδες τοῦ πατώματος ἦσαν ἀπλάνισται, καὶ ἴσως ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς κατασκευῆς των ποτὲ δὲν ἐπλύθησαν. Ὁ πατήρ μου εἶχε διατάξει νὰ κάμωσιν πρὸς χάριν μου ἀφθονώτερα φαγητά. Ἐκαθήσαμεν τριγύρω εἰς μίαν χαμηλὴν στρογγύλην τράπεζαν, εἰς τὸ μέσον τῆς ὁποίας ἔθεσαν τὰ φαγητά. Ἔλαβον εἰς χεῖρας τὸ πηροῦνι· ἀλλ' εἶχε τόσας ἀκαθαρσίας μεταξὺ τῶν ὀδόντων του, ὥστε ἐβιάσθην νὰ τὸ καθαρίσω μὲ ὀλίγον ψωμὶ, διὰ ν' ἀποφύγω τὴν ἀηδίαν, καὶ οὕτω νὰ τὸ μεταχειρισθῶ. Ὅταν δὲ ἠθέλησα νὰ πίω νερὸν, μοῦ ἐπρόσφερον ἓν λαγήνιον, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευε διὰ τοὺς πίνοντας ὕδωρ, καὶ τὸ ὁποῖον πρὸ καιροῦ ἐκυκλοφοροῦσεν εἰς τὴν ὁμήγυριν· διότι τὸ ποτήρι ἦτον ἓν καὶ μόνον, καὶ τοῦτο ἦτον εἰς κυκλοφορίαν διὰ τοὺς πίνοντας κρασί. Εἶχε δὲ ἱκανῶς γνωριστικὰ σημεῖα τῆς τοιαύτης χρήσεως· διότι ὁ πάτος του καὶ τὸ κάτω μέρος τῶν πλευρῶν του εἶχον πρὸ πολλοῦ ἀποκτήσει τὸ μελανὸν χρῶμα τοῦ οἴνου. Τὰ δὲ φαγητὰ τοσοῦτον ἀντίθετα ἦσαν τῶν ὅσα ἐσυνειθίζαμεν εἰς τὸ κατάστημα, ὥστε μ' ὅλην τὴν πεῖναν, ἡ ὁποία μ' ἐκυρίευε, μὲ δυσκολίαν ἠμποροῦσα νὰ τὰ καταπίω. Ὁ πατήρ μου ἠγάπα ὑπερβολικὰ τὸ πιπέρι, καὶ ἡ ὑπηρέτρια διὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἴσως νομίζουσα ὅτι εὐχαριστεῖ καὶ ἐμὲ πλειότερον, μὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν τὸ ἔβαλεν, ὥστε ἡ γλῶσσά μου ἐφλογίσθη. Ὁ πατήρ μου, βλέπων ὅτι δὲν ἔτρωγον, ὡς οἱ λοιποὶ συνδαιτημόνες, μὲ παρεκίνει συνεχῶς, νομίζων ὅτι ἀπὸ συστολὴν, ἕνεκα τῆς μακρᾶς ἀπουσίας μου, δὲν ἔτρωγον. Πρὶν ἔτι τελειώσει ἡ τράπεζα, ἐβιάσθην νὰ σηκωθῶ· διότι ἐκαθήμην σταυροπόδι καὶ ἐμούδιασαν οἱ πόδες μου μαζευμένοι, ἐπῆγα δὲ καὶ ἐκάθησα εἰς τὸ κιβώτιον. Ὁ πατήρ μου ἐκάθησεν ἀκόμη ἀρκετὴν ὥραν πίνων, καὶ ἐτραγούδησε καὶ δύω τρία κλέφτικα τραγούδια, τὰ ὁποῖα τόσον παράξενα μοῦ ἐφάνηκαν, ὥστε δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὰ ὑποφέρω· μοῦ ἤρχετο ὡς νὰ μοῦ ἐξέσχιζαν τὰ αὐτία. Ἀφοῦ ἐσηκώθη ἡ τράπεζα, καὶ ἐπέρασεν ὀλίγη ὥρα, ἀπεφασίσθη νὰ πλαγιάσωμεν. Τὸ ἓν χώρισμα ἦτον προσδιωρισμένον διὰ τοὺς ἄνδρας, τὸ δὲ διὰ τὰς γυναῖκας. Μετέβην λοιπὸν εἰς τὸ δι' ἡμᾶς ὡρισμένον δωμάτιον· ἡ ὑπηρέτρια ἔστρωσε δύω βελέντζας κατὰ σειρὰν, καὶ ἔβαλε τινὰ προσκέφαλα μάλινα· ἡ μία ἄκρα ἦτον δι' ἐμὲ, ἡ ἄλλη διὰ τὴν ὑπηρέτριαν, καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἔμελλον νὰ τοποθετηθῶσιν αἱ ἀδελφαί μου, τὰ δὲ σκεπάσματα ἦσαν τζέργαι· εὐτυχῶς ὅμως ἐγὼ εἶχον τὸ πάπλωμα, τὸ ὁποῖον εἶχον ὅταν ἐξῆλθον τοῦ καταστήματος. Μόλις ἦτον ὀδγόη ὥρα μετὰ μεσημβρίαν, καὶ εἶδον ὅλους νὰ πλαγιάσωσιν, καὶ ἀποκοιμηθέντες ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου νὰ ῥουχνίζωσιν, ἡ δὲ ὑπηρέτρια σβύσασα τὸν λύχνον ἔπεσε καὶ αὐτὴ, καὶ δὲν ἐβράδυνε νὰ μοῦ φανερώσῃ μὲ ἓν ἀρκετὰ δυνατὸν ῥούχνισμα, ὅτι δὲν ἦτο τόσον δύσκολος εἰς τὰ θέλγητρα τοῦ ὕπνου. Ἐγὼ εἶχον μὲν ἐξαπλωθῆ, ἀλλ' ἦτον δυνατὸν νὰ μὲ κυριεύσῃ ὕπνος; Ἤμην συνειθισμένη νὰ κοιμῶμαι περὶ τὸ μεσονύκτιον, καὶ τώρα ἤμην ἀναγκασμένη νὰ πλαγιάσω τόσον νωρίς. Ἐκοιμώμουν εἰς στρῶμα παχὺ ἐπάνω εἰς κλίνην ὑψηλὴν, καὶ τώρα μόνον ἡ βελέντζα ἀνεπλήρονε καὶ τῆς κλίνης καὶ τοῦ στρώματος τὸν τόπον. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ὕπνος δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ μὲ κυριεύσῃ, ἤρχισα τοὺς συλλογισμούς· τοσαύτην δὲ λύπην μοῦ ἐπροξένησεν ἡ τοιαύτη μεταβολὴ τῆς ζωῆς, ὥστε δι' ὅλης τῆς νυκτὸς τὰ δάκρυα δὲν ἐξέλιπον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου. Ὅταν μάλιστα ἐπονοῦσαν τὰ κόκκαλα, καὶ ἠναγκαζόμην νὰ γυρίζω συνεχῶς, ταῦτα ἔτρεχον ἀφθονώτερα. Μόλις περὶ τὰ ἐξημερώματα, ἀφοῦ ἔστρωσα τὸ ἥμισυ πάπλωμά μου, θέσασα μίαν ἄκραν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ προσκεφάλου διὰ νὰ μὴν μοῦ τρίβῃ τὸ μάγουλον, ἐσκεπάσθην δὲ τὸ ἄλλο ἥμισυ, ἠδυνήθην νὰ ἀποκοιμηθῶ, ἀλλ' ὁ ὕπνος μου δὲν διέμεινεν ἐπὶ πολὺ ἀτάραχος· διότι οἱ ἄλλοι, κοιμηθέντες ἐνωρὶς, καὶ χορτάσαντες τὸν ὕπνον, ἐξύπνησαν, πρὶν ἔτι ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος· ἠναγκάσθην κ' ἐγὼ νὰ σηκωθῶ, καί τοι μὲ πολλήν μου δυσαρέσκειαν. Τοιοῦτος ἦτον ὁ τρόπος τῆς ζωῆς καὶ τὰς ἐπιλοίπους ἡμέρας, ὥστε ἀντὶ νὰ συνειθίσω, ἐκυριεύθην ἀπὸ τοσαύτην λύπην, ὥστε ἐφάνη ἐπαισθητὴ βλάβη εἰς τὴν ὑγείαν μου. Ὁ πατήρ μου πρὸ πολλοῦ εἶχε σχεδιάσει νὰ μὲ ὑπανδρεύσῃ μὲ ἕνα νέον χωρικὸν τοῦ ἰδίου χωρίου, ἔχοντα μὲν περιουσίαν, ἀλλ' ἀμαθῆ καὶ ἐργαζόμενον καὶ μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας. Μοῦ ἐγνωστοποίησε τὸν σκοπόν του, καὶ μοῦ ἔδειξε τὸ ὑποκείμενον. Μ' ὅλον ὅτι δὲν εἶχον πολὺ θάῤῥος πρὸς τὸν πατέρα μου, φοβούμενη ὅμως μὴν ὑποχρεωθῶ εἰς τὸ συνοικέσιον τοῦτο, ἐτόλμησα νὰ ἐναντιωθῶ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ πατήρ μου ἐπέμενε πολὺ, θεωρῶν καὶ πολὺ καλὸν καὶ ὠφέλιμον τὸ συνοικέσιον τοῦτο, ἀπεφάσισα νὰ ἀντισταθῶ. Ἐπειδὴ δὲ δὲν εἶχον μητέρα, οὔτε ἄλλην τινὰ συγγενῆ, δι' ἧς νὰ ἐκθέσω πρὸς τὸν πατέρα μου τὰ δικαιολογήματά μου, ἠναγκάσθην νὰ τὰ ἐκθέσω μόνη μου. Τὸ κυριώτερον αὐτῶν ἦτον, ὅτι ἐγὼ ἐκπαιδευθεῖσα ὁπωσοῦν δὲν ἠμποροῦσα ν' ἀποδώσω εἷς ἕνα χωρικὸν καὶ ἀμαθῆ ἄνθρωπον τὸ σέβας καὶ τὴν ὑπόκλισιν τὴν ὁποίαν γυνὴ ὀφείλει πρὸς τὸν σύζυγον αὐτῆς. Ἀλλ' ἐκτὸς τούτου ἐγὼ εἶχον καὶ ἄλλον λόγον· διότι δὲν ἤθελον ν' ἀποκατασταθῶ εἰς τὸ χωρίον, ὅπου ἡ ζωὴ μοῦ ἐφαίνετο ἀφόρητος, ἀλλὰ τὸν λόγον τοῦτον δὲν ἐτόλμων νὰ τὸν ἐξηγήσω εἰς τὸν πατέρα μου. Ὁ πατήρ μου ἀπελπισθεὶς τοῦ νὰ μὲ πείσῃ, καὶ μὴ θέλων νὰ μὲ λυπήσῃ ἀναγκάζων με νὰ δεχθῶ σύζυγον ἐναντίον τῆς ἀρεσκείας μου, ἐστοχάσθη νὰ ἐνδώσῃ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν μου. «Παιδί μου, μοῦ εἶπεν, ἔσφαλες νὰ μὴν παραδεχθῇς τὴν πρότασιν ταύτην. Τὴν σήμερον αἱ ὑπανδρεῖαι δὲν εἶναι εὔκολοι. Οἱ καλοὶ νέοι, ὁποίους ἐννοεῖς ἐσὺ, ζητοῦν προῖκας, τὰς ὁποίας ἡμεῖς δὲν ἔχομεν. Εὔχομαι, ὥστε ὅταν μετανοήσῃς, νὰ μὴν ᾖναι τοσοῦτον ἀργὰ, ὥστε ἡ μετάνοιά σου νὰ ἀποβῇ ἀνωφελής.» Ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν ταύτην, ὁ πατήρ μου ἀσθενήσας ἀπέθανε, καὶ ὅλαι αἱ οἰκιακαὶ φροντίδες ἐγκατελείφθησαν εἰς ἐμέ. Πρὸς ἐπίμετρον τῆς δυστυχίας μου καὶ ἡ γυνὴ, ἥτις ἐξεπλήρονε τὰ ἔργα τῆς ὑπηρετρίας, ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ἡμᾶς προτείνουσα, ὅτι ἔμελλε νὰ ὑπανδρεύσῃ τὸν υἱόν της, καὶ ἤθελε νὰ ἀποκατασταθῇ εἰς ἐδικήν της οἰκίαν. Εἴτε πραγματικῶς εἶχεν αὐτὸν τὸν σκοπὸν, εἴτε ὡς πρόφασιν τὸν μετεχειρίσθη· διότι δὲν ἤλπιζεν ἀπὸ ἐμὲ ἀμοιβὴν τῶν κόπων της, δὲν ἠξεύρω, τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐγὼ ἐγκατελείφθην μόνη ἐπὶ ὅλων τῶν οἰκιακῶν ἐργασιῶν, ἀναγκασμένη νὰ ἀναδεχθῶ τὴν φροντίδα ὅλης τῆς οἰκογενείας. Μὲ πόσην δυσκολίαν ἔκαμα τὸ πρῶτον ζύμωμα, ἐντρέπομαι καὶ νὰ τὸ ὁμολογήσω, ὁ ἱδρὼς κατέβαινε κόμβους κόμβους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν μου, τὰ χέρια μου ἐκόπηκαν, τὰ γόνατά μου ἐτρύπησαν, ἀλλ' ὕστερον ἀπ' ὅλα ταῦτα ὁποῖον ἔγεινε τὸ ψωμὶ; Ἐνῷ δὲν ἀνακατώθη καλὰ, καὶ εὑρίσκοντο εἰς αὐτὸ βῶλοι ἀλεύρου, χωρὶς νὰ πνιγῶσιν ἀπὸ νερὸν, δὲν ἔβαλα καὶ ἅλας ἀνάλογον, ὥστε οὐδ' ἐγὼ ἡ ἰδία, ἥτις τὸ ἐζύμωσα, ἠμποροῦσα νὰ τὸ φάγω. Ὅταν δὲ ἐβιάσθην νὰ πλύνω, τὰ χέριά μου ἐπληγώθησαν καὶ αἱμάτωσαν, ὥστε διά τινας ἡμέρας δὲν ἠμποροῦσα νὰ πιάσω κᾀμμίαν ἐργασίαν. Παρατηρήσασα πόσον ἀνίκανος ἤμην εἰς ὅλας τὰς οἰκιακὰς ἐργασίας, ἠναγκάσθην νὰ ἐπικαλοῦμαι τὴν συνδρομὴν πότε τῆς μιᾶς, καὶ πότε τῆς ἄλλης τῶν γειτονισσῶν, ἐγὼ δὲ νὰ τὰς ἀνταμείβω μὲ ῥαψίματα καὶ ἄλλας ἐργασίας, τὰς ὁποίας αὖται δὲν ἐγνώριζον. Περιορισθεῖσα εἰς τὸ χωρίον, καὶ εὑρισκομένη εἰς καθημερινὰς ἀνάγκας, ἤρχισα νὰ συλλογίζωμαι καλήτερον, καὶ πολλοὶ καπνοὶ τῆς φαντασίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἤμην γεμάτη, ἤρχισαν νὰ διασκεδάζωνται· ἠσθάνθην πόσον ἔσφαλα καταφρονήσασα τὴν συμβουλὴν τοῦ πατρός μου, καὶ ἀπεφάσισα νὰ μεταχειρισθῶ κᾀνὲν μέσον διὰ νὰ κατορθώσω τὸ συνοικέσιον, τὸ ὁποῖον ἀπέβαλον, ἀλλὰ δυστυχῶς, ὅ,τι ὁ πατήρ μου ὑπώπτευσεν, ὅτι ἡ μετάνοιά μου θέλει ἀποβῇ ἀνωφελὴς, συνέβη πραγματικῶς. Ἡ περὶ τὰς οἰκιακὰς ἐργασίας ἀπειρία καὶ ἀνικανότης μου διεδόθη εἰς ὅλον τὸ χωρίον, περιγραφομένη μάλιστα μὲ πολὺ ζωηρότερα χρώματα, ὥστε ἀπώλεσα πᾶσαν ὑπόληψιν καλῆς οἰκοκυρᾶς. Ὅταν δὲ μία θεία μου, τὴν ὁποίαν εἶχον μεταχειρισθῇ μεσάζουσαν διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὴν διάθεσιν τοῦ νέου, τὸν ὁποῖον μ' ἐπροξενοῦσεν ὁ πατήρ μου, μ' ἔφερε τὴν εἴδησιν, ὅτι οὗτος ἀπεποιήθη, προτείνων ὅτι ἐγὼ εἶχον ἀνάγκην ὑπηρετριῶν διὰ νὰ μοῦ δώσουν ὡς καὶ τὸν καφέν μου, τὸν ὁποῖον δὲν ἤμουν ἀξία νὰ κάμω μόνη μου, κατήντησα εἰς μεγίστην ἀδημονίαν. Ὅταν εὑρέθην εἰς τὴν κατάστασιν ταύτην, ἐσκέφθην περὶ τοῦ μέλλοντός μου· ἠμποροῦσα νὰ μετέλθω τὸ ἔργον τῆς διδασκαλίσσης, ἀλλὰ δυστυχῶς μὴ ἔχουσα σκοπὸν νὰ μετέλθω ἐξ ὑπαρχῆς τὸ ἔργον τοῦτο, δὲν ἐφρόντισα νὰ ἐξετασθῶ καὶ νὰ λάβω τὸ ἀναγκαῖον δίπλωμα· ἄνευ δὲ τούτου ἦτον ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχω διορισμὸν παρὰ τοῦ ἁρμοδίου ὑπουργείου. Μετενόησα λοιπὸν πολὺ διὰ τὴν ἀμέλειαν ταύτην· καὶ τόσον πλειότερον, καθ' ὅσον καὶ τὸ νὰ μεταβῶ εἰς Ἀθήνας ἦτον σχεδὸν ἀδύνατον, καὶ ἂν μετέβαινον, τὸ νὰ ἐπιτύχω εἰς τὰς ἐξετάσεις, ὕστερον ἀπὸ τοσαύτην διακοπὴν, μοῦ ἐφαίνετο πολὺ δύσκολον. Ἀπεφάσισα λοιπὸν ἐξ ἀνάγκης νὰ ἐπιχειρήσω τὸ ἔργον τῆς διδασκαλίσσης εἰς τὰ παιδία τοῦ χωρίου, ἄρσενα καὶ θήλεα. Μὲ τὸ ἔργον τῆς διδασκαλίσσης πορίζομαι ἤδη μὲ πολλὴν δυσκολίαν τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐμοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας μου, τρέμουσα καθ' ἡμέραν μήπως κανονισμός τις μοῦ ἀποστερήσῃ καὶ αὐτὸ τὸ ἔργον. Περιώρισα ὅλας τὰς ἰδέας καὶ τὰς φαντασίας μου εἰς τὸν μικρὸν κύκλον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπάρχω. Παρῄτησα πᾶσαν ἰδέαν περὶ ὑπανδρείας, ὡς ἀδύνατον νὰ πραγματοποιηθῇ, ἀλλ' εὑρίσκομαι εἰς παντοτεινὴν λύπην, τὴν ὁποίαν ἴσως δὲν ἤθελον ἔχει, ἐὰν δὲν συνέβαινεν εἰς ἐμὲ ἡ μεταβολὴ τῆς καταστάσεως, καὶ ἐὰν δὲν ἤθελον λάβει ἀνατροφὴν ἀνωτέραν τῆς τάξεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκον. Ἐξομολογοῦμαι δὲ τὴν κατάστασίν μου ταύτην διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς παράδειγμα καὶ εἰς ἄλλας νέας, ἂν εὑρεθῶσιν εἰς ἢν καὶ ἐγὼ εὑρέθην κατάστασιν. Πρὸ πάντων ὅμως εἰς τοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι δίδοντες ἀνατροφὴν εἰς τὰ κοράσιά των ἀνωτέραν τῆς τάξεως, τὴν ὁποίαν κατέχουν εἰς τὴν κοινωνίαν, νομίζουν ὅτι τὰ ἀποκατασταίνουν εὐτυχῆ, ἐν ᾦ ἐξ ἐναντίας καταστρέφουσι τὸ μέλλον των, καὶ πολλάκις γίνωνται αἴτιοι ν' ἀπολέσωσι καὶ τὴν ἰδίαν αὐτῶν ζωήν. |
Δημήτριος Αινιάν, «Η διδασκάλισσα», Η Βιβλιοθήκη του Λαού 1 (1852) 858-867