ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Περεσιάδης, Σπυρίδων

Σκλάβα: Δράμα εις πράξεις τέσσαρας, μετ' ασμάτων και εθνικών χορών
(απόσπασμα)

ΤΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΔΑΞΑΝΤΕΣ

Καπετὰν − ΚαλογραίαςΑ. Στρουμπούλης
Ξάνθω} θυγατέρες τουἈρ. Ζάμπου
Χρύσω}Κικὴ Ἀρνιωτάκη
Θάνος, μνηστὴρ τῆς ΞάνθωςΘ. Πεταλᾶς
Βλάσης, ἐραστὴς τῆς ΧρύσωςΚ. Βονοσέρας
Θύμνιος, ἀγροφύλαξΧαλκιόπουλος
Μαλάμω, σύζυγός τουἙλένη Ἀρνιωτάκη
Χορὸς ἐξ ἀγροτῶν
Χορὸς ἐξ ἀγροτίδων
Διάφοροι ἠθοποιοί

Ἡ Σκηνὴ ὑποτίθεται ἐν Νωνάκριδι κατὰ τὸ ἔτος 1831.

Ἡ πρώτη ἀπὸ σκηνῆς ἐμφάνισις τῆς Σκλάβας ἐγένετο τὴν 9 Ἰουνίου 1895 ἐν τῷ θεάτρῳ "Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ" ὑπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ καθηγητοῦ τῆς τότε δραματικῆς σχολῆς κ. Μ. Ἀρνιωτάκη. Ἐσημείωσε δὲ κατὰ τὴν τρίμηνον ἐκείνην θεατρικὴν θερινὴν περίοδον τὴν πεντηκοστὴν τετάρτην διδασκαλίαν της.

Πᾶσα ἀπὸ σκηνῆς παράστασις ἄνευ τῆς ἀδείας τοῦ συγγραφέως ἀπαγορεύεται.

ΣΚΛΑΒΑ

ΠΡΑΞΙΣ Α

Ἡ σκηνὴ παριστᾷ ἁλώνιον μὲ κρήνην εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ.

ΣΚΗΝΗ Α

ΧΡΥΣΩ καὶ ΒΛΑΣΗΣ

Βλάσης (πρὸς τὴν παρὰ τὴν κρήνην καθημένην Χρύσω, ἀναμένουσαν τὴν πλήρωσιν τῆς ὑδρίας της).

Νεράϊδα ἡλιοστάλαχτη τῆς ῥούγας μας καμάρι
καὶ τοῦ χωριοῦ βασίλισσα, γειά σου, χαρά σου.

Χρύσω (ἐγειρομένη περίτρομος)

Βλάση!

Βλάσης

Γιατί γλυκειὰ τριανταφυλλιά, τ' ἀγκάθια σου μοῦ δείχνεις;
Τί σὤφταιξα, ποῦ χόλιασες;

Χρύσω

Ἐδῶ τί θέλεις, ποὖρθες;

Βλάσης

Τί θέλω δῶ; καὶ τὸ ῥωτᾷς; Ἐδῶ δυὸ βρύσαις τρέχουν·
ἡ μιὰ στῆς ἄλλης τὸ πλευρό. Ἡ μιὰ τὴ δίψα σβένει,
κι' ἡ ἄλλη σβένει τὸ λαυρό, καρδιαῖς ποῦ ξελαυρίζει.

Χρύσω

Μά, Βλάση, διάβαιν' ἀπὸ δῶ.

Βλάσης

Μὰ φεύγει ἡ βελόνη
ἀπ' τὸ μαγνῆτι, ποῦ τὸ θὲς νὰ φύγ' ἀπὸ σιμά σου;
Ἡ χαραυγὴ κι' ὁ αὐγερινὸς πότε ἐχωρισθῆκαν,
ποῦ θέλεις χώρια νἄμαστε;

Χρύσω

Μὰ ἡ χαραυγὴ καὶ τ' ἄστρο,
δὲν ἔχουν γείτοντας κακοὺς γιὰ νὰ τοὺς γλωσσοτρῶνε.
Ἔχουν ἀστέρια χωριανούς, γειτόνισσα τὴ Πούλια
καὶ τὸ φεγγάρι τ' ἀργυρὸ γιὰ παραγείτονά τους.

Βλάσης

Τόσο πολὺ σὰν σκιάζεσαι, θὰ εἰπῇ μὲ τὴν καρδιά σου δὲν μ' ἀγαπᾷς.

Χρύσω

Γιὰ 'δὲς ἐκεῖ, ἀπ' τὸ χορό, μᾶς βλέπουν.

Βλάσης

Μὰ δὲν μᾶς ὑπονοιάζονται, γλυκειά μου συμπεθέρα,
τί κρύβετ' ἡ ἀγάπη μας πίσω ἀπ' τὴ συγγένεια.

Χρύσω

Ἀπὸ τοῦ γαύρου τὸ ζουμὶ κι' ἀπ' τῆς συκιᾶς τὸ γάλα,
κρατιέται ἡ συγγένεια μας, ὅταν τὴν ἀδερφή μου,
τὴ σκλαβωμένη Ξάνθω μας, πὤχ' ὁ ξεναδερφός σου
ἀρρεβωνιάσει, στὴ σκλαβιὰ τέσσαρα χρόνια λείπει.
Μὴ μοῦ 'ντροπιάζεις, Βλάση μου, τὸ ἶρτζι, τὴν τιμή μου,
γιὰ νὰ σὲ πάρω ἄσεμε μὲ τὴν ὑπόληψί μου,
μὲ τοῦ γονειοῦ μου τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ Θεοῦ τὴ στράτα.

Βλάσης

Τόσο πολύ, σὰν σκιάζεσαι, τόσο πολύ, σὰν τρέμεις,
σ' ἀφήνω, Χρύσω μου γλυκειά, καὶ τρέχω 'στὴ Μαλάμω,
προτοῦ προβάλῃ 'στὸ χορό, νὰ τὴν παρακαλέσω,
αὐτὸ ποῦ βουληθήκαμε, σ' ἐνέργεια νὰ τὸ βάλῃ.
Καὶ ἔτσι δά, νὰ σωριαστῇ, νὰ γκρεμιστῇ ὁ βράχος,
δυὸ ἀγαπημέναις θάλασσαις ποῦ πικροξεχωρίζει,
ποῦ ξεψυχᾶν 'στὰ πόδια του, λιγοθυμᾶν μπροστά του
τὰ γαλανά τους κύματα.

Χρύσω

Τὸ πόσο σ' ἀγαπάει
καὶ σὲ πονεῖ, χρυσέ μ' ἀητέ, μιὰ πέρδικα, ποῦ στέργει
στὰ διαπλατά σου τὰ φτερὰ νὰ χτίσῃ τὴ φωλῃά της,
τὸ μαρτυράει, τὸ λαλεῖ τὸ ψέμα, ποῦ σ' ἐνέργεια
βαλθήκαμε νὰ βάλουμε… Καμμιά, δὲν τὸ πιστεύω,
νὰ βρέθη κόρη 'στὸν ντουνιά, νὰ μπῇ σὲ τέτοιο κρῖμα.
Ὅσο τὸ κρῖμα εἶναι πλατύ, τὸ ψέμα μας μεγάλο,
τόσο μεγάλη καὶ πλατειὰ εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη,
γιὰ σὲ ποῦ νοιώθω 'στὴν καρδιά!!…

Βλάσης

Νά· ἔρχετ' ἡ Μαλάμω.

Χρύσω

Ἐγὼ θὰ πάω Βλάση μου….

Βλάσης

Καὶ 'στὸ χορὸ δὲν θἄρθῃς;

Χρύσω

Τὸ βράδυ−βράδυ θὲ νὰ 'ρθῶ.

Βλάσης

Γιατὶ χρυσὸ θ' ἀργήσῃς;
Μὴ θέλεις τότε γιὰ νὰ βγῇς μὲ τ' ἀργυρὸ φεγγάρι;
κ' ἔτσι φεγγάρια δυὸ μαζύ, τὸ ἕνα ἀπ' τὰ οὐράνια
καὶ τ' ἄλλο 'δῶ ἀπὸ τὴ γῆ, νὰ βγαίνουνε 'στὸν 'κόσμο,
σἂν νἆν' ἀδέρφια 'γκαρδιακά!

Χρύσω

Ἂν εἶμ' γὼ φεγγάρι,
σὺ εἶσαι, Βλάση μου, οὐρανὸς καὶ φωτεινό μου σκέπος·
ἂν ᾖσαι τὸ τριαντάφυλλο, εἶμαι ἡ ἐντροπή του·
κι' ἂν ᾖμαι 'γὼ ἡ πέρδικα, σὺ εἶσαι τὸ φτερό μου,
τὸ κρυονέρι τοῦ βουνοῦ, ὅπου δροσολογιέμαι (ἀπέρχεται)

ΣΚΗΝΗ Β

Βλάσης (μόνος)

Σἂν ὄνειρο περίμορφο, 'στὸ ξυπνητὸ ἀπάνω,
ποῦ σβένει καὶ σκορπίζεται, γιὰ 'δές τηνε πῶς φεύγει…
πῶς χάνεται διαβαίνοντας· γιὰ 'δές τηνε σἂν ἥλιος,
ποῦ γέρνει 'στὸ βασίλεμα, πῶς χάνεται 'στὴ στράτα
καὶ σκοτιδιάζουν τὰ βουνὰ κι' οἱ λόγγοι συθαμπόνουν.
Ὁ Ἥλιος εἶν' γιὰ τὸν ντουνιά· γιὰ μένανε δὲ λάμπει.
Ὁ Βλάσης ἔχει οὐρανὸ τὸ πρόσωπο τῆς Χρύσως,
τὸ χαμογέλοιο της αὐγή, τὰ μάτια της ἀστέρια.

ΣΚΗΝΗ Γ

ΜΑΛΑΜΩ καὶ ΒΛΑΣΗΣ

Μαλάμω (χαριέντως)

Μᾶς τὤτριξε ἡ διαστροῦλα μας· ἆ! πάρτο, κωλοβή μου.
Σἂν μὲ εἶδε, λάσπη τὤκοψε…

Βλάσης

Πολὺ 'ντροπή της τὤχει,
Σἂν ξέρει, πῶς ἐγνώρισες τὸ μυστικό μας πόνο.

Μαλάμω

Βρέ, ἆρα−μάρα, μακρῃά. Δὲν πρέπει ἡ μπαρούτη
καὶ τ' ἀναμμένο κάρβουνο γιὰ νὰ κοντοζυγόνουν.
Βρέ, ποῦ συγγένεια σήμερα… Καθὼς ἔγιν' ἡ πλάση,
τὸ θηλυκὸ ἡ μάνα του πρέπει γιὰ νὰ τὸ δένῃ
σφιχτὰ ἀπὸ τὴ μέση της, σἂν νἆ 'ναι προβατίνα·
ἀλλοιὼς ὁ λύκος τὤφαγε.

Βλάσης

Ἄφησ' αὐτὰ Μαλάμω
καὶ πές μου, τ' ἀπεφάσισες;

Μαλάμω

Τί νὰ σοῦ εἰπῶ, ῥὲ Βλάση.
Βρὲ σᾶς λυπᾶμε καψερά… γιατὶ τὸ ξέρω ἡ δόλια
πῶς τρέμει ἡ καρδούλα σας, τί τἄχω περασμένα
τοῦ ἔρωτα τὰ βάσανα… Μὰ ἔλα ποῦ φοβᾶμαι,
κἄνα καιρὸ μὴ μπᾷς καὶ 'ρθῇ, σἂν φάντης μπασουνάτος,
ἡ Ξάνθω ἀπὸ τὴν πικρὴ σκλαβιά… καὶ πάει τὸ στηλιάρι
τ' ἀρραποσίτι ἕνα λεπτό…

Βλάσης

Τὴν Ξάνθω ξέγραψέ την.
Εἶναι ἀπὸ τ' ἀδύνατα νὰ 'ρθῇ ἐκείνη πίσω.

Μαλάμω

Θαρρεῖς πῶς εἶν' παράξενο; Ἐγὼ πῶς ἦρθα τάχα;

Βλάσης

Καὶ 'γὼ σοῦ λέω, δὲν ἔρχεται ἡ Ξάνθω πίσω, ὄχι.
Ὅσαις ὡς τώρα ἤρθανε, καλὰ φερμέναις.

Μαλάμω

Ὄχι·
ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε· αὐτὸ Θεὸς τὸ ξέρει.
Μὰ 'γὼ τὸ ἀπεφάσισα, κι' ἂς γίνῃ ὅ,τι θέλει.
Μὰ δὲ θὰ εἰπῶ, πῶς πέθανε μέσ' τὴ σκλαβιά, νὰ ξέρῃς.

Βλάσης

Καὶ τότε τί ἀπεφάσισες;…

Μαλάμω

Μὰ ἄκου πρῶτα Βλάση·
δὲν εἶναι βρουβοβλάσταρα, σαλάτα νὰ τὰ φτιάσῃς,
οὔτε χηλὸς γιὰ νὰ τὸν φᾷς… Θέλει μυαλὸ γυναίκειο,
μὲ ἄλλους λόγους θηλυκό, ἐτούτη ἡ κουβέντα.
Ἂν 'πῶ ἡ Ξάνθω πέθανε, σὲ λύπη θὲ νὰ πέσουν
καὶ θὰ λυποκρατήσουνε δυὸ χρόνια καὶ ἀκόμα·
καὶ ἐν τῷ μεταξύν, ποῦ λές, γάμος δὲν πάει νὰ γίνῃ.
Καὶ ποῦ τὸ ξέρεις, Βλάση μου, ἀπὸ κουτσοῦ διαβόλου
καὶ μέσ' τὸ μεταξύν, ποῦ λές, ἡ Ξάνθω μᾶς προβάλλει;..
Καὶ τότε πιάσ' τὴν ὕστερη.

Βλάσης

Καὶ πῶς τὸ ἐστοχάσθης;

Μαλάμω

Νὰ εἰπῶ τὸ πῶς ἐτούρκεψε καὶ ἄνδρα πῆρε τοῦρκο·
πασᾶ γυναῖκα γίνηκε· καὶ τοῦτα καὶ τὰ ἄλλα.
Καὶ τότε ἀγναντεύετε· ἀντὶ γιὰ λύπη ἀμάχη
καὶ ἔχθρα ἀτελείωτη θὰ πιάσουνε τῆς Ξάνθως.
Καὶ ἔτσι θὲ νἄρθῃ βολετό, σἂν δὲν θὰ μποῦν σὲ θλίψι,
ὅταν θὰ πάῃ προξενητὴς 'στοῦ Γέρω−Καπετάνιου,
νὰ τὸ στερχθῇ ὁ γάμος σας, γοργὰ−γοργὰ νὰ γίνῃ.
Κατάλαβες πουλάκι μου, πῶς στήνουνται τὰ δύχτια;

Βλάσης

Μαλάμω μὲ ἀπόχτησες παντοτεινό σου σκλάβο·
καὶ ὅ,τι ὁ Βλάσης ἔταξε, κάνει ἀρχή, τὸ δίνει.

(δίδων πρὸς αὐτὴν νομίσματα)

Πάρε τριάντα σήμερα, ἀπάνω μου ποῦ ἔχω·
καὶ τὴν αὐγή, λόγῳ τιμῆς, πέρνεις τ' ἄλλα τριάντα.

Μαλάμω

Φέρτα μου 'δῶ, βρὲ καψερέ, νὰ μπαλωθῶ ἡ δόλια,
σ' αὐτοὺς τοὺς δύστυχους καιρούς, ποῦ βλέπω τὴν πεντάρα
σἂν νἄτανε πεντόλιρο. Καὶ νὰ μὴ λὲς πῶς τάχα
τὸ κάνω γιὰ τὰ τάλληρα… Ἆ! μπᾶ!.. Θεὸς φυλάξοι!!
Καὶ τ' ἀσημένια δὲ σοῦ λέω, κάπως τὰ λιανοθέλω.
Μὰ 'γὼ τὰ κάνω χάριν σας, σἂν εἶσθε μπερδεμένα.

Βλάσης

Μαλάμω, ξέρεις, τὸ γοργὸ μεγάλη ἔχει χάρι·
πρέπει τὸ γληγορώτερο ὁ Γέρω−Καλογραίας,
κι' ὁ Θάνος γιὰ νὰ μάθουνε, πῶς τούρκεψε ἡ Ξάνθω.

Μαλάμω

Μἄχω ἐλπίδα σήμερα, ὅπου τὸ Θάνο σμίξω,
νὰ τοῦ τὴ δώσω 'στὴν καρδιά, νὰ τοῦ φανῇ σφονδῆλι
ὁ Οὐρανὸς καὶ τὰ βουνὰ ἀδράχτια (βλέπουσα ἔξω) Ἆ! ὁ Θύμιος.
Ἔρχεται δῶ ὁ ἄντρας μου· μὴ σοῦ ξεφύγει λόγος·
τὴ γλῶσσα σου 'στὸ λάρυγκα· ἂν μυρουδιὰ μᾶς πάρῃ,
μᾶς ἔβγαλε 'στὰ δεκοχτὼ χωριά.

Βλάσης

Γιὰ 'δές τον, φέρνει
τὸ ζωντανό μου· φαίνεται θὰ τὤπιασε στὰ φύτρα.

Θύμιος (ἔξωθεν)

Ἆ! Οὔστ!

Μαλάμω

Μάγκανα θἄχουμε.

Θύμιος (ἔξωθι)

Στὸ λύκο ντὲ ῥημάδι.