ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Καμπύσης, Γιάννης

ΑΝΑΤΟΛΗ
(απόσπασμα)

ΑΝΑΤΟΛΗ

Ἡ σάλα ἑνὸς παλατιοῦ ἔρημου κοντὰ σὲ μιὰν ἀκρογυαλιά. Ἡ θάλασσα κάτου εἶναι ταραγμένη καὶ μουγκρίζουν τὰ κύματά της. Εἶναι πιὰ νυχτωμένο καὶ στὸν οὐρανὸ μαῦρα σύγνεφα κρύβουν τὸ Φεγγάρι καὶ τ' ἄστρα. Κάπου κάπου ἀστράφτει κ' ἡ λάμψη χώνεται ἀπὸ τἀνοιχτὰ παράθυρα μέσα στὸ παλάτι.

Ἀπὸ μιὰ πόρτα μπαίνει μ' ὁρμὴν ἡ ΜΑΡΩ τρομασμένη, στέκεται λίγο, ταλαντεύεται καὶ τέλος ὁρμάει στὸ παράθυρο καὶ φωνάζει.

Η ΜΑΡΩ

Μάνα!.. Μάνα!.. Μάνα, μὴ φεύγεις!.. Ἔλα πίσω·
φοβᾶμαι!.. Μάνα μου γύρισε στὸ παιδί σου!..
Μάνα!.. Μάνα!.. Μάνα, μονάχη μὴ μἀφίνεις!..
Εἶν' ἔρημο τὸ σπίτι!.. Ἐνύχτωσε!.. Μανούλα,
μανούλα, ἡ θάλασσα μουγκρίζει κ' εἶμαι μόνη·
ἀστράφτει καὶ βροντάει στὸν οὐρανὸν ἀπάνω.
Φοβᾶμαι!.. Μάνα μου, γύρισε στὸ παιδί σου.
Μανούλα μου γλυκειά!.. Μανούλα μου γλυκειά!..

(γυρίζει ἀπὸ τὸ παράθυρο).

Ἄχ! ἔφυγε, ἔφυγε καὶ δὲν μἀκούει πιά!..

(σταυρόνει τὰ χέρια της· σὲ λίγο ξεσπάει καὶ μὲ λυγμοὺς).

Ἄχ!.. Ἄχ! δὲν εἶναι καὶ Θεὸς γιὰ νὰ μἀκούσει!..
Ποὺ βρίσκομαι; ποὺ νὰ εἶμαι; τί θὰ γένω τόρα;
σὲ ποιοῦ Δράκοντα, σὲ ποιᾶς Λάμιας τὸ παλάτι
μἔσπρωξε ἡ Μοίρα νὰ ἔμπω καὶ νὰ κλείσει ἡ πόρτα
καὶ πιὰ νὰ μαρμαρόσει νὰ μὲ φυλακόσει;

Ἄχ! μάνα μου, ὅσο τὴ φωνή σου ἄκουα ἀπόξω
κι ὅσο τὰ κλάηματά μας τὴ μαρμαρωμένη
τὴν πόρτα ἐδιάσκιζαν κ' ἐσμήγαν σ' ἕνα κλάημα
θάρρευα στὴν ἀγάπη σου, μάνα, κ' ἐζοῦσα…
καὶ τόρα σὺ ἀπολπίστηκες καὶ μἀπαράτησες
καὶ συντροφιὰ μ' ἀφίνεις νύχτα κἐρημιά!..

Ποὺ βρίσκομαι!.. ποὺ νὰ εἶμαι! Τί θὰ γένω τόρα;
Ἄχ! Δράκοντα εἶναι τὸ παλάτι καὶ σὲ λίγο
ἀφ τὰ κυνήγια του ποὺ θὰ ξαναγυρίσει
θἀκούσω τὴ φωνή του: «Κρέας μοῦ μυρίζει
ἀνθρωπινό!..» νὰ πεῖ καὶ θὰ παγόσω ἐγώ!..

(Ἀκούγεται τρομερὴ βουὴ στὰ ὑπόγεια τοῦ παλατιοῦ).

Ἄχ! ἔρχεται!.. Μάνα!.. Μάνα!.. Μάνά μου πού εἶσαι;
Δράκοντα, εἶμαι φτωχή, ἀρφανὴ μοναχοκόρη!
Λυπήσου με! Ἄσε τὴ Ζωὴ κἔχε με σκλάβα!..

(Ἡ ταραχὴ δυναμόνοντας ὁλοένα κορυφοῦται).

Δρακοντοβασιληᾶ, γονατίζω μπροστά σου!..

(γονατίζει).

Ἀπὸ μιὰ πόρτα μπαίνει σιγὰ σὰ νὰ σέρνεται μιὰ μαρμαρωμένη μορφὴ καὶ προχωρεῖ στὴ σάλα ψαίλνοντας παράδοξα καὶ πονετικά.

Η ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΗ ΜΟΡΦΗ

Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
νὰ μαρμαρόσει!..
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
πὼς θὰν τὸ σώσει
μιὰ δυνατὴ Ψυχὴ ποὺ θἄρθει ἀπὸ τὰ ξένα μέρη
νὰ καρτερέσει
ἀκοίμηστη κι ἀφόβητη ν ὢς ποὺ νὰ ξημερώσει
καὶ νἄβγει ὁ Γήλιος!..
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ …

(ἐξακολουθῶντας ὁλοένα τὸ διάβα του βγαίνει ἀπὸ μιὰν ἄλλη πόρτα, ἐνῶ ἡ φωνή του ἀκούγεται ἀκόμα σβυνόμενη σιγὰ σιγὰ)

ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
πὼς θὰν τὴν πάρ…

(χάνεται κ' ἡ φωνή).

Η ΜΑΡΩ (σαστισμένη).

Τί ἀκουσα; νἆναι ἀλήθεια τάχα ἢ φαντασιά μου;!
Εἴταν τὸ Βασιλόπουλο τὸ μαρμαρωμένο
κἐγὼ στὸν πύργο βρίσκομαι τὸ μαγεμένο;!
Ἐγὼ εἶμαι τάχα ἡ Μάρω ἀπὸ τὰ ξένα μέρη
ποὺ δυνατὴ Ψυχὴ θἀρθεῖ νὰ καρτερέσει
ἀκοίμηστη κι ἀφόβητη ὢς ποὺ νὰ ἔβγει ὁ Γήλιος;!

(ἄξαφνα).

Ναί! Γώ εἰμαι ἡ Μάρω καὶ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω!..

(σηκόνεται· γυρίζει· ψάχνει προσεχτικά).

Δὲ μὲ φοβίζουν οἱ ἀστραπὲς τόρα καθόλου
καὶ τὸ βοητὸ τοῦ Ὠκεανοῦ σύντροφο τὄχω
κ' εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ἔφυγες, μανούλα!..
Θέλω τ' ὅ,τι ξανοίχτη ἐντός μου νὰν τὸ βγάλω…
Ὅταν ὁ Γήλιος τὸν Ὠκεανὸ γυρίσει,
τὴν πρώτη ἀχτίδα στὸ παλάτι θὰν τὴ ρίξει
καὶ μὲ τὸ Φῶς του περασμένο ἀφ τὴν Ψυχή μου,
ἀπάνω στὸ μαρμαρωμένο Βασιλόπουλο
θὰ πέσει νιότη καὶ Ζωὴ νὰν τοῦ χαρίσει!
Κ' ἐγώ εἰμαι Ἐκείνη ποὺ θὰ ξαφνιστεῖ μπροστά του!
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μάρω καὶ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω!..

Θέλω τ' ὅ,τι ξανοίχτη ἐντός μου νὰν τὸ βγάλω
γιατί θυμοῦμαι ἀπὸ παιδούλα τὰ ὀνειρά μου.
Ἀπάνου στὰ παιχνίδια μου τὰ κορασίσια
καὶ μὲς τὶς φιλενάδες καὶ συντρόφισσές μου
τὸ μακρινό μου τὄνειρο τὸ ἀπιαστο τότες
ἐρχόταν ἄξαφνα καὶ μοῦ ἔσφιγκε τὰ φρένα
καὶ μοῦ εἰταν τὰ παιχνίδια μου κ' οἱ φιλενάδες
ἀπόξενες, μικρές, φτωχὲς καὶ τιποτένιες·
κ' ἡ μάνα ποὺ μὲ γέννησε κάποτες μοῦ εἰταν
κ' ἐκείνη ταπεινὴ κ' ἡ δίχως χάρη ἀπ' ὅλες!..
Κ' εἶπα μιὰ μέρα: «Μάνα, μοῦ εἶναι τὸ χωριό μας
μικρό, νὰ ζήσω πιὰ ἐδὼ πέρα δὲ μπορῶ!..»
κι' αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη της ἦρθε μαζί μου
καὶ τριγυρνούσαμεν ἔτσι μέρα καὶ νύχτα
γι' ἄγνωστον πόθο ἐγὼ κι αὐτὴ γιὰ φύλαξή μου,
ὢς ποὺ βρεθήκαμε σ' αὐτὸ μπρὸς τὸ παλάτι.
Ἡ ξώπορτά του ὁλάνοιχτη μᾶς καρτεροῦσε
κ' εἴταν τριαντάφυλλα στὸ περιβόλι πλῆθος
κ' ἐδίψασα τὴ μυρουδιά τους νἀγροικήσω.
Ξέγνοιστη μπῆκα μόνη μου στὸ περιβόλι
κι ὅτι ἄγκιζα νἀδράξω ἕνα μπουμπούκι ὡραῖο
κλείστηκε ἡ πόρτα ξάφνου μὲ μεγάλον κρότο
κι ἀπὸ τὴ μάνα μου βρέθηκα χωρισμένη,
φυλακισμένη ἐγὼ κ' ἐκείνη ἀπόξω μόνη!..
Μὲ φώναζε! τῆς φώναζα!.. Οἱ φωνὲς τοῦ κάκου!..
Μαρμάρωσεν ἡ πόρτα!.. Ἐκλαίγαμε κ' οἱ δυό μας!..
Ἦρθεν ἡ νύχτα!.. Τὰ τσακάλια, οἱ λύκοι οὐρλιάζαν!..
Ὁ οὐρανὸς συγνέφιασεν, ἄστραφτε, ἐβρόντα!..
Ὁ ὠκεανὸς ἀντάρευε!.. Κ'εἴταν τρομάρα!..
Ἡ μάνα μου ἀπολπίστηκε, δείλιασε τότες
καὶ πιὰ δὲ μὲ θυμήθη κἔφυγε τρεχάτη…
εὐλογημένη ἡ ὥρα καὶ μακαρισμένη,
γιατί εἰμαι νἀναστήσω ἐδὼ τὸ Βασιλόπουλο,
γιατί εἰμαι Ἐκείνη, ποὺ θὰ πάρει σὰν ξυπνήσει!..
Ἐγώ εἰμαι ἡ Μάρω καὶ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω!..

Θέλω τ' ὅ,τι ξανοίχτη ἐντός μου νὰν τὸ βγάλω!..
Θέλω νὰ τραγουδήσω καὶ μὲ τὰ τραγούδια μου
τὰ σύγνεφα νὰ λυόσω καὶ στὸν οὐρανὸ
νὰ στήσω τὸ Φεγγάρι ὁλόγυιομο καὶ γύρο
νἀπλώσω μιὰ λαμπρότατη φωτοχυσία
κ' Ἀφέντισσα ἔτσι τῶν πνευμάτων τῶν ψαλτάδων
νὰν τὰ καλέσω ἐδὼ καὶ νὰν τοῦ βαυβακαλίσουν
τὸν ὕπνο του τὸ λίγο πιὰ μ' ὄνειρα κ' ἔργα!..

(ξαστερόνει ὁ Οὐρανὸς καὶ λαμπρότατη φωτοχυσία σκορπιέται ἀπὸ τὸ Φεγγάρι).

Ἐλᾶτε πνεύματα ψαλτάδες, τόρα!.. Ἐλᾶτε!..

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΨΑΛΤΑΔΩΝ

Ποιά εἰνε τὰ μάγια ποὺ μᾶς δεσμεύουν
στὸ κάλεσμά σου πιστὰ νὰ ἐρθοῦμε;
Πετᾶμε, γυρνοῦμε…
Μᾶς κράζουν, μᾶς γυρεύουν
καὶ μεῖς μόνο ἀκοῦμε
τὸν Ἄριελ. Μὴν εἶσ' ἡ Μιράντα;

Η ΜΑΡΩ

Ἡ Μάρω εἰμαι καὶ θά εἰμαι πάντα!..

Ο ΠΟΥΚ (μὲ χαρά).

Ἐδὼ ἐπαιζ' ὁ Ὄμπερον, ἐδὼ ἡ Τιτάνια!..
Ἐδὼ κ' ἐμεῖς, ἀφ τὴν ἀφάνεια
πρὶν γύρει στὴ Ζωὴ ὁ νεκρός,
θὰ κάμουμε ἀδερφὴ τὴ Μάρω
γιὰ νὰ νικήσουμε τὸ Χάρο
καὶ στὸ χορό μας τόρα… Ἐμπρός!..

ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ (ἀρχίζοντας τὸν ἀνάερο χορό τους).

− Δόστε τὰ χέρια
πάνω στἀστέρια
τὰ ὀντα τὰ αἰθέρια…
− Ὁ μάγος Στίχος!..
− Τὸ Φῶς!..
− Ὁ Ἦχος!..
− Λαῦρα καὶ Ψῦχος!..
− Μῦρα, ὅλα τόρα
σὲ ὀνείρων χώρα
μᾶς σμήγει ἡ ὥρα!..
− Μὲς τὴ μαγεία
τοῦ Γαλαξία
λούζεται ἡ Ἀντρεία!..
− Κεῖ περα κλώθει
Φῶς ἀφ τὰ σκότη
μὲ μάγια ἡ Νιότη!..
− Ποιὸς εἶναι γέρος
σ' αυτὸ τὸ μερος
ποὺ παίζει ὁ Ἔρως;!..
− Ἐδὼ τὸ Χρόνο
γὼ ταρταρόνω
καὶ καμαρόνω!..
− Μέσα στὰ Χάη
δὲν σταματάει
τ' ὅ,τι περνάει!..
− Ἡ Ζωὴ περνᾶ!..

Ο ΠΟΥΚ

Ὠσαννά!.. Ὠσαννά!..

Ο ΧΟΡΟΣ

Ὠσαννά!.. Ὠσαννά!..

(Ἀκούγεται πάλε ἡ ταρχὴ καὶ τὰ Πνεύματα χάνονται. Σὲ λίγο μπαίνει σὰν πρὶν τὸ Μαρμαρωμένο Βασιλόπουλο).

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
νὰ μὴν πεθάνει!..
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
νὰν τὸ ἔλκει ἡ Νιότη!..
Κι ὅταν ἡ Ἀγάπη του γερνάει κ' ἡ δύναμή της παύει
νὰ μαρμαρόνει!..
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα

(βγαίνει σὰν πρὶν)

νὰ μαρμαρόσει!..

(σβύνει σιγὰ ἡ φωνή του).

Η ΜΑΡΩ

Τὸ ἀθάνατο τὸ μαγεμένο Βασιλόπουλος
ξανανιωμένο, ζωντανὸ θὰ μοῦ προβάλει
σὲ λίγες ὧρες ἀφ τὸ μαρμαρένιον ὕπνο.
Ἐγώ εἰμαι ἡ Νιότη καὶ στὸ Φῶς θὰ σὲ τραβήξω,
Λεβέντη, ποὺ σὲ δέσμεψεν ἡ ἀθανασία.
Ἡ Ἀγάπη μου κ' ἡ Δύναμη θὰ ξεφαντόσουν
τῆς Μοίρας μας τὸ θέλημα σφιχτὰ νὰ δέσουν.
Ζωὴ σταλάζω καὶ περσότερον ἀντρειεύω
στερεὰ νὰ σμήξω μὲ τῆς Νιότης τὴ λαχτάρα
τὸ αἰώνιο καὶ τὸ ἀθάνατο ποὺ θἀναζήσω!..
Ἀδέρφια ἔχω τὰ πνεύματα ποῦ ἐτραγουδοῦσαν
κ' ἐγὼ μὲ μάγια Φῶς ἀπὸ τὰ σκότη κλώθω!..

(δυνατὰ)

Ἥλιος νἀστράψει τὸ παλάτι μὲς τὰ σκότη!..

(ἀστράβει σὰν Ἥλιος τὸ παλάτι)

Κι ὁ Ἔρως νὰ ἔρθει!.. Ἀγάπη νὰ μοῦ φέρει!.. ἀγάπη!..

Ο ΕΡΩΣ (μὲ τὰ φαρέτρα του καὶ τὸ δοξάρι μαζεύοντας τὰ φτερά του καὶ πηδῶντας).

Μπὰ, καλῶς βλέπω τὴν Παρθένα (σκύβει εἰρωνικὰ) ποὺ μὲ κράζει
Μὰ τὄνομα τῆς μάνας μου τῆς Ἀφροδίτης
εἶναι ὤμορφη!.. εἶναι ὤμορφη!.. εἶναι ὤμορφη!..

(στὴ Μάρω)

Καὶ τί ζητάει ἀπὸ τὸν Ἔρωτα ἡ Παρθένα;

Η ΜΑΡΩ (ἀδιάφορα τάχα).

Νὰν τὸν ἰδεῖ μὲ τὸ δοξάρι πὼς σαϊτεύει…

Ο ΕΡΩΣ (γελῶντας).

Ἄ… γλήγορα νὰ σοῦ τὸ δείξω…

(κατεβάζει τὴ φαρέτρα καὶ τὸ δοξάρι του καὶ πέρνει μιὰ σαΐτα)

Καὶ σημάδι;

Η ΜΑΡΩ (τὸ ἴδιο, δείχνοντας τὴν καρδιά της).

Νά, κάμε τὴν καρδιά μου! (ἀστεία τάχα) θέλω νἀγαπήσω!..

Ο ΕΡΩΣ(προχωρῶντας κοντά της).

Κατεργαρούλα, μὲ τὸν Ἔρωτα δὲν παίζεις…

Η ΜΑΡΩ (χαηδεύοντας τὰ μαλλιά του).

Ὤ, τὸ καημένο τί καλὸ παιδὶ ποὺ εἶναι!..

Ο ΕΡΩΣ (ἀφαρπάζεται).

Κυρά μου, ἐγὼ δὲ σημαδεύω τὸν ποὺ θέλει…

(μὲ ὑπόκλιση)

Σ' ἀφίνω γειά…

(κινάει νὰ φύγει).

Η ΜΑΡΩ (πειραχτικά).

Καλέ, δυὸ λόγια ἀκόμα. Στάσου…

Ο ΕΡΩΣ (σταματῶντας).

Πὲς γλήγορα τί θές;

Η ΜΑΡΩ (μὲ χαμόγελο).

Θὰ ψάλλω ἕνα τραγοῦδι…

(Ὁ Ἔρως κινάει τοὺς ὤμους)

Ἔχω γλυκειὰ φωνή, δὲ θέλεις νὰ μἀκούσεις;

Ο ΕΡΩΣ

Πολὺ καλά! (κάθεται σταυροπόδι χάμου) Κ' εἶχα ὄρεξη κἄτι νἀκούσω.

Η ΜΑΡΩ (τραγουδιστά).

Εἴταν ἕνα παιδὶ τρελὸ κ' Ἔρωτα τὸ φωνάζαν…

Ο ΕΡΩΣ (πονηρά).

Γιὰ μέν' τὰ λὲς αὐτά;

Η ΜΑΡΩ(εἰρωνικά).

Τὤχεις παρμένο ἀπάνου σου
βλέπω, μικρὲ Ἔρωτα. Γιὰ σένανε; Ὄχι δά!..

(τραγουδιστὰ)

Εἴταν ἕνα τρελὸ παιδὶ κ' Ἔρωτα τὸ φωνάζαν
ποὺ νόμιζε πὼς ὤριζε τὸν κόσμο. Μὰ μιὰ ἡμέρα
κρύφτηκε πίσω ἀπὸ μιὰ ἐλιὰ καὶ πῆγε νὰ σαϊτέψει
καὶ μιὰ Παρθένα.

(εἰρωνικὰ κοιτάζοντάς τον)

Ἄς μὴν τὴν πῶ. Τὴν ξέρουμε κ' οἱ δυό μας·
μὰ κείνη ξάφνου ἀγρίεψε καὶ λέει στὸν παντοδύναμο:
«Σὲ πιάνω ἀπὸ τὸ πόδι σου καὶ σὲ πετάω στὸν Τάρταρο!..»

Ο ΕΡΩΣ (σηκώνεται μὲ θυμό).

Εἶναι μονάχη αὐτὴ ποὺ λές!..

Η ΜΑΡΩ

Μπά;!.. Λὲς ἀλήθεια
αὐτὴν τὴν ἐφοβήθηκες, τὴν ἄλλη ἐντράπης!..

Ο ΕΡΩΣ (σπάζοντας μιὰ σαΐτα).

Ποιὰν ἄλλη;..

Η ΜΑΡΩ (περήφανα).

Ἐμένα ποὺ σεμνὴ στέκομαι ἐμπρός σου
καὶ τραγουδάω καὶ σὲ νικάω μὲ τὸ τραγοῦδι!..

Ο ΕΡΩΣ(ὄξω φρενῶν).

Ἐσένα; καὶ τὸ πίστεψες στἀληθινά σου;
Δέξου λοιπόν! (τὴ σαϊτεύει)Μιά! δυό! τρεῖς!..θέλεις κι ἄλλες;

(ἐξακολουθῶντας ἀκόμα)

κι ἄλλες;

Η ΜΑΡΩ (μ' ἀνέκραστη χαρά, σηκόνοντας τὰ χέρια της σὰν πληγωμένη).

Ἄχ! Ἔρωτα σὲ νίκησα!.. ρίξε μου κι ἄλλες!..
Ἀγάπη φόρτωσέ με ποὺ δὲν εἶχα ἀκόμα…
Τόρα τὸ Βασιλόπουλο πιὰ δικό μου ἐγίνη!..

(πέφτει λιπόθυμη).

Ο ΕΡΩΣ(σαστισμένος καὶ νιώθοντας τὸ παιχνίδι· μὲ θυμό).

Μούσα;!.. Δὲ σέβομαι πιὰ τίποτες στὸν κόσμο!..

(φτερουγάει μ' ὁρμή).

(Λίγο προτήτερα ἀκούστηκε ταραχὴ στὴν ἀκρογυαλιά, σὰν καραβιοῦ ποὺ ἄραξε. Φωνὲς ἀπὸ κάτου ἀνακατωμένες).

Αη ΦΩΝΗ

Τί ἀρχοντικό εἰναι;

Βη ΦΩΝΗ

Πλήθια θἄχει τὰ διαμάντια!..

Γη ΦΩΝΗ

Ἔτσι νἀστράφτει; μαγικὸ παλάτι θἆναι!..

Δη ΦΩΝΗ

Ἐμένα νἀνεβᾶστε ποὺ ἐχω φυλαχτὸ
κι ὅ,τι ἴδω κι ὅ,τι ἀκούσω θὰ σᾶς τὸ μηνύσω…

Η Βη ΦΩΝΗ

Καλά εἰπε, πού εἰναι ἡ ἀνεμόσκαλα;..

Η Αη ΦΩΝΗ

Κεῖ πέρα…
Σημάδεψε ἴσα στὸ παράθυρο νὰ πέσει…

Η Γη ΦΩΝΗ

Ἔπιασε!..

Η Βη ΦΩΝΗ

Ἀνέβα γλήγορα καὶ ἰδὲς τί τρέχει.

(Ἐνῶ ὁ Ἔρως χάνεται καὶ τὸ παλάτι ξαναπέφτει στὸ σκοτάδι κι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια ξανακούγεται ὁ κρότος, σκαρφαλόνει ἀπὸ τὸ παράθυρο μιὰ Ἀράπισα).

Η ΑΡΑΠΙΣΑ (κοιτάζοντας γύρο της ἀλαφιασμένα).

Τί νἆναι αὐτὸ τὸ σπίτι;

(βλέποντας τὴ Μάρω λιπόθυμη)

Αὐτή εἰναι πεθαμένη;

(πάει καὶ τὴν ψηλαφεῖ. Μπαίνει τὸ μαρμαρωμένο Βασιλόπουλο).

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
νὰ μαρμαρώσει!..
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
πὼς θὰν τὸ σώσει
μιὰ δυνατὴ Ψυχὴ ποὺ θἄρθει ἀπὸ τὰ ξένα μέρη
νὰ καρτερέσει
ἀκοίμηστη κι ἀφόβητη ν ὢς ποὺ νὰ ξημερόσει
καὶ νὰ ἐβγει ὁ Γήλιος…
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ

(βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα)

τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
πὼς θὰν τὴν πάρ…

(σβένει ἡ φωνή του σὰν πρίν).

Η ΑΡΑΠΙΣΑ (σὲ λίγο).

Τί ἀκούω;!.. Σὲ λίγο ξημερόνει!.. Ποιὰ χαρά μου!..

(ἔρχεται στὸ παράθυρο καὶ φωνάζει δυνατὰ στοὺς κάτω).

Ἀδέρφια, μπάρκα καὶ στὴν Μπαρμπαριὰ τραβᾶτε.
Ἐδῶ τῆς Λάμιας τὸ παλάτι σᾶς προσμένει!..
Φευγᾶτε καὶ κανεὶς μὴν ἀνεβαίνει ἀπάνω…
μ' ἄδραξε ἀπὸ τὸ πόδι ἡ Λάμια!.. Ἐσεῖς σωθεῖτε!..

(γυρίζοντας τὸ κεφάλι πρὸς τὰ μέσα)

Τὰ δόντια σου τί τἀκονίζεις Στρίγγλα;

(Ἀκούγεται τὸ μπαρκάρισμα τῶν κάτω ποὺ φεύγουν).

Ἀδέρφια,
στὸ καλὸ καὶ τὴν ἀδερφή σας μὴν ξεχνᾶτε!..

(φεύγει ἀπὸ τὸ παράθυρο)

Καὶ τόρα ἐσύ, μικρούλα μου ἀποκοιμισμένη,
νὰ μοῦ χαλάσεις τὴ δουλειὰ δὲν τὸ πιστεύω.
Μὰ κάλλιο κι ἀπὸ σένα νἆμαι ἀσφαλισμένη.

(τὴ σηκόνει καὶ τὴν πάει σὲ μιὰ κάμερα καὶ τὴν κλειδώνει)

Τόρα θὰ καρτερέσω ὢς ποὺ νὰ ξημερόσει
κ' ὕστερα ἐγὼ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω…
Στὴν Μπαρμαριὰ τραβᾶτε ἐσεῖς κουτοὶ κουρσάροι
καὶ σύ, κυραδοπούλα, ξέγνοιαστη κοιμήσου!..

(Κάθεται σταυροπόδι ἀπάνου σἕνα σοφά).

Η ΜΑΡΩ (σὲ κάμποσο ἀπὸ τὴν κάμερα τραγουδάει, σιγὰ στὴν ἀρχή).

Στῆς θάλασσας τὰ βάθη
βρίσκεται τὸ κοράλλι
καὶ τὸ μαργαριτάρι·
καὶ στῆς καρδιᾶς μου τἄνθη
τριαντάφυλλο ἀναθάλλει
μἄλλη περίσσεια χάρη!..
Ἄχ! ἕνα Βασιλόπουλο
ποὺ ἐγὼ θὰν τὸ ἀναζήσω
μὲ ἀγάπη καὶ λαχτάρα
προσφέρει μου τὸ μῆλο
τῆς Γνώσεως νὰ γνωρίσω
τῆς Νιότης τὴ χαρά!..
Κι ἂν τόρα μονη ὑφαίνω
τὸ ἀμάραντο τραγοῦδι
ὅπου θὰ μᾶς σκεπάσει
μὰ τὴν αὐγὴ προσμένω,
σὰν τὸ ξεπεταροῦδι,
νἀρθεῖ νὰ μὲ ἀγκαλιάσει!..
Κοιμᾶσαι, ἀγαπημένε;
στὴν ἄσπρη μου ἀγκαλιὰ
σὲ λίγο θὰ ξυπνήσεις
καὶ τὰ ὀνειρά μου λένε
στὰ ρόδινα φιλιὰ
καὶ σὺ θὰ μἀγαπήσεις!..

(Ἀκούγεται ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση της κ'ἦρθε νἀνοίξει τὴν πόρτα)

Ἐδὼ πὼς βρέθηκα;!.. Γιατὶ ἔκλεισε κ' ἡ πόρτα;..

(προσπαθῶντας νὰν τὴν ἀνοίξει)

Ἄνοιξε, πόρτα, γλήγορα, ἡ αὐγὴ πλησιάζει

(χτυπῶντας την)

κ' ἐγὼ τὸν ἀγάπητικό μου καρτερῶ
καὶ λαχταρῶ σὰν τὴν ψυχὴ ποὺ ζητάει σῶμα!..

Η ΑΡΑΠΙΣΑ

Ἂν δὲν βαριέσαι βρόντα στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα!..

Η ΜΑΡΩ

Ἄκουσα μέσα μιὰ φωνὴν ἀναγελάστρα!..

(δυνατὰ)

Σὺ ποιὰ εἰσαι; τί ζητᾶς; τί θέλεις τέτιες ὧρες;

Η ΑΡΑΠΙΣΑ

Νὰ ξημερόσει καρτεράω καὶ νὰ ἔβγει ὁ Γήλιος
γιατί τὸ Βασιλόπουλο θέλω νὰν τὸ παρω.

Η ΜΑΡΩ (δυνατά).

Ἐσύ;!..

Η ΑΡΑΠΙΣΑ

Ναὶ ἐγώ!..

Η ΜΑΡΩ

Ἐσὺ τὸν ἀγαπητικό μου;

(σειεῖ τὴν πόρτα καὶ ξανακούγεται ὁ κρότος τῶν ὑπογείων)

Τὴν πόρτα μὲ τὰ νύχια μου θὰν τὴν ξεσκίσω
καὶ σένα θὰ σὲ κοματιάσω ὁποια κι ἂν εἶσαι…

Η ΑΡΑΠΙΣΑ

Πολέμαε ἂν δὲ βαριέσαι…

(γυρίζοντας)

Ἄ! καὶ τὸ Βασιλόπουλο…

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ (μπαίνοντας σὰν πάντα)

Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
σὰν μαρμαρόνει,
μὲ τὰ ἡλιοβασιλέματα νὰ μαρμαρόνει ἡ πόρτα
τοῦ παλατιοῦ του
καὶ μὲ τὸ διάβα του νἀνοίγει ὅ,τι τοῦ ἐμποδίζει…

Η ΜΑΡΩ (δυνατὰ καὶ σύγχρονα).

Γλυκύτατε ἀγαπητικέ μου, λατρευτέ μου,
σ' ἀκούω καὶ μὲς τὰ σπλάχνα μου ἡ καρδιά μου σειέται
καὶ νιόθω ὁ κόσμος ὅλος κ' ἡ Ζωὴ σὺ νἆσαι!..

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ (χωρὶς νὰ διακοπεῖ).

Τὸ πέρασμά του…

(προχωρεῖ στὴν κάμερα πού εἶναι κλεισμένη ἡ Μάρω. Ἡ πόρτα ἀνοίγει ξάφνου δίφυλλη κα παρουσιάζεται μπρός του ἡ Μάρω καὶ σταματάει κοιτάζοντάς το, ἐνῶ τὸ Βασιλόπουλο προχωρεῖ τὸ δρόμο του)

Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα
νὰ μὴν τὸ ἀγγίζει
καμιὰ ψυχή… καμιὰ ψυχὴ πρῶτα ἄν δὲν τὸ ἀναζήσει!..

(σβένει κ' ἡ φωνή του).