Η ΠΕΡΔΙΚΑ.
Βόσκουνε ᾑ ἄλλαις πέρδικες ἢ λούζονται στὸ αὐλάκι,
Καὶ μιὰ στὰ νύχια περπατεῖ ἐπάνω σὲ κοτρώνι,
Καὶ γέρνει πίσω καὶ τηρᾷ μικρὸ ἕνα περδικάκι,
Καὶ πότε τοῦ γλυκομιλεῖ καὶ πότε τοῦ μαλλόνει.
«- Ἄκω τῆς μάννας τὴ λαλιὰ, καὶ ἀνέβα στὸ λιθάρι,
Γιατί ἡ καρδιά μου λαχταρεῖ, μονάκριβο πουλί μου.
- Γιά 'δὲ, μαννοῦλα, τὸ νερὸ ποῦ βρέχει τὸ θυμάρι,
Γιὰ 'δὲ τὰ συνομίληκα πῶς παίζουν ἄντικρύ μου.
- Ἔχουν ᾑ μάνναις τους πολλά! Ἔλα, πουλί, κοντά μου,
Κ' εἶδα τὸν ἴσκιο γερακιοῦ ἐδῶ σιμὰ στ' αὐλάκι.
- Πᾶμε, μαννοῦλα, στὰ νερὰ νὰ βρῶ τὴν συντροφιά μου·
Αὐτὸ ἦταν σύννεφο μικρό, δὲν ἤτανε γεράκι.»
Καὶ ὁ ἴσκιος πάλι ἐφάνηκεν ἐπάνω στὰ λιθάρια,
Καὶ κατεβαίνει ἡ πέρδικα ζητῶντας τ' ἀκριβό της.
Καὶ αὐταὶς ποῦ ἦταν στὸ ῥίζωμα τρυπῶσαν στὰ θυμάρια…
Ἐκεῖθε ὁ ἴσκιος πέρασε τοῦ γερακιοῦ προδότης.
Καὶ ἀκούσθη ἕνα φτερούγισμα, μιὰ ταραχὴ, μιὰ ἀντάρα,
- Ὁπὤχει τὸ μονάκριβο ἔχει πικρὴ τὴν τύχη! -
Σκούζει, χτυπιέται ἡ πέρδικα μὲ τρόμο, μὲ λαχτάρα,
Καὶ τὸ ἀκριβό της σπαρταρᾷ στοῦ γερακιοῦ τὸ νύχι.
ᾙ μάνναις τῶν παιδιῶνε μας γεράκι δὲν φοβοῦνται
Τὸ μυριοχαϊδεμμένο τους στὰ νύχια του νὰ πάρῃ…
Ἀπὸ ἄλλα βάσανα σκληρὰ στὸν κόσμον τυραννοῦνται-
Ἔχουν ἀρρώστειες φοβερὲς καὶ Χάρο μακελλάρη.
|