ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος
Αρφανούλα
ΑΡΦΑΝΟΥΛΑΚαὶ τὴν πρωΐαν ἐκείνην, κατὰ τὴν συνήθειάν της ἡ Ἀρφανοῦλα, πρὶν μεταβῇ εἰς τὸ ἐργοστάσιον, διερχομένη, ἐμβῆκεν εἰς τὴν Καπνικαρέαν, κ' ἐλαφρὰ − ἐλαφρά, ὡς πτηνὸν βηματίζουσα, μὲ τὴν ἐλαιόχρουν κοντὴν μπερτίτσαν της καὶ μὲ τὸ ἐκ μαύρου ψαθίου καπελάκι της, ἤναψε κηρίον εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, ἠσπάσθη εὐλαβῶς τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ρίψασα βιαστικὰ βλέμματα πρὸς τὸ βάθος ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Θεία Μυσταγωγία, ἔκαμε πεντέξ σταυροὺς ἀκόμη, βιαστικά, κ' ἐξῆλθε πάλιν, ἐλαφρὰ − ἐλαφρὰ βηματίζουσα ὡς πτηνόν, ἡ Ἀρφανοῦλα μὲ τὴν κοντὴν μπερτίτσαν της, κατευθυνομένη μὲ σπουδήν, πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ, εἰς τὸ ἐργοστάσιον, ὡς πτηνὸν κυνηγημένον. Ἔξω τοῦ Ναοῦ, παρὰ τὸ Ἅγιον Βῆμα, κατὰ σειράν, ἱκαναὶ ἤδη τράπεζαι παιγνιοπωλῶν ἐστολίζοντο, παρατασσομένων ἐπ' αὐτῶν ἐν σωρῷ διαφόρων παιγνιδίων, καὶ ἀθυρμάτων ἐκ τῶν εὐθηνῶν, τὰ ὁποῖα ἀγοράζουσιν ἰδίως οἱ παῖδες τοῦ λαοῦ. Ἐξημέρωνεν ἡ παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Ἡ ὁδὸς Ἑρμοῦ ἦτο ἔρημος ἀκόμη διαβατῶν· καὶ μόνον οἱ ὑπάλληλοι τῶν πλουσίων τῆς ὁδοῦ ταύτης καταστημάτων, ἀγρυπνήσαντες ὅλην τὴν νύκτα, παρεσκεύαζον τὰ πλούσια κομψοτεχνήματα τῆς Πρωτοχρονιᾶς μὲ προσοχὴν ἐξαιρετικήν, ὡς νὰ ἔστηναν παγίδας νὰ συλλάβωσι κοσσύφους, κ' ἐκάλλυνον ἐν παρατάξει τὰ χρυσόλαμπρα ἀθύρματα ἐντὸς τῶν προθηκῶν, αἵτινες ὁμοιάζουσι μὲ τὰ βέλα πολλῶν κυριῶν, διακοσμοῦντες αὐτὰ οὕτως ὥστε μία ἁπλῆ ἐπιθεώρησις αὐτῶν ν' ἀρχίζῃ ἀπὸ περιέργειαν καὶ νὰ τελειώνῃ εἰς ἴλιγγον, ὁποῦ ὁ ἀγοραστὴς νὰ μὴ γνωρίζῃ τὶ θὰ δώσῃ καὶ τὶ θὰ πάρῃ. Ἄρτι δὲ καὶ οἱ διευθυνταὶ καὶ οἱ κύριοι τῶν καταστημάτων, πρωῒ − πρωῒ ἐλθόντες ἀπὸ τὰς οἰκίας των, ἔστεκον ἀκόμη εἰς τὰ προαύλια, ἐν μέσῳ ἀνοιγμένων κασσῶν καὶ στιβάδων χαρτίου καὶ ἀχύρου, θεωροῦντες ἄνω τὸν οὐρανὸν ὡς οἱ σταφιδοκτήμονες, ὁποῦ ἔχουν ἁπλωμένην τὴν σταφίδα των. Ὁ καιρὸς ἦτο τῳόντι βροχερός. Ἂν καὶ προέβη ἡ ἡμέρα, οὔτε μία ἀκτὶς ἡλίου δὲν εἶχε λάμψει ἀκόμη. Ὑγρασία παγερὰ κατέβαινεν ἀπὸ τοὺς βρεγμένους τοίχους τῶν ὑψηλῶν οἰκιῶν, ἐνῷ ἄλλη παγερωτέρα ἀνέβαινεν ἀπὸ τοῦ μουσκευμένου ἐδάφους τῆς στενοχωρημένης αὐτῆς μεγάλης ὁδοῦ. Ἡ Ἀρφανοῦλα, κάμψασα τὴν ἀριστερὰν γωνίαν τοῦ ναοῦ, ἅμα ἐξελθοῦσα ἐπροχώρησε πρὸς τὰς κοσμουμένας τραπέζας τῶν παιγνιοπωλῶν καὶ προσεγγίσασα μετὰ θάρρους πρὸς μίαν αὐτῶν εἶπε: − Καλημέρα Σπῦρο! Ὁ Σπῦρος, ἕνας ὑψηλὸς καὶ γεροντώδης ἄνθρωπος, μὲ πρόσωπον μαλακὸν ὡς προζύμιον καὶ μὲ χεῖρας πλαδαρὰς ὡσαύτως, προσεπάθει ἀγωνιῶν, ἱδρόνων, ζαλισμένος, νὰ τακτοποιήση τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης του συσσωρευμένα παίγνια καὶ ἀθύρματα, μὲ ἀδέξιον ὅλως τρόπον, καὶ μὲ ὕφος ἀπαρεσκείας, ὡς νὰ ἔλεγε μέσα του: − Τί τρελλὸς ποῦ εἶνε αὐτὸς ὁ κόσμος! Καὶ βλέπων πάλιν πρὸς τὸ στῆθός του, ὡς νὰ συνεπλήρωνε τὴν δοξασίαν του, μετ' ὀλίγον ἐπέλεγε: − Καὶ τί τρελλότερος ποῦ εἶμαι ἐγώ! Ἀκούσας τὴν φωνὴν τῆς Ἀρφανούλας, ἀνεσήκωσε τὰ ὄμματά του κ' ἐνεθαρρύνθη ὀλίγον. 'Σὰν νὰ ἔπηξε κατά τι τὸ λυωμένον πρόσωπόν του, σὰν νὰ ἐνευρώθησαν αἱ χεῖρές του, αἱ ξεβιδωμέναι: − Καὶ σὲ εἶχα 'ς τὸ νοῦ μου, καϋμένη! Εἶπε. Καὶ ἐνῷ ἡ Ἀρφανοῦλα, πεταχτὰ − πεταχτὰ ἤρχισεν ἀμέσως νὰ τακτοποιῇ τὰ ποικίλα ἐκεῖνα ξύλινα καὶ μετάλλινα ἀθύρματα, μὲ χάριν καὶ δεξιότητα, μὲ παίζοντας τοὺς δύο μαύρους ὀφθαλμούς της, ὡς τοῦ ἀστρείτου τοῦ ὄφεως, ὁ Σπῦρος ἀπομείνας μὲ κρεμασμένας τὰς χεῖρας, ἐν ᾗ στάσει ἐρωτοῦσι τοὺς ποιμένας μερικοὶ εἰρηνοδῖκαι, ἔλεγε: − Καὶ ξέχασα ὅλως διόλου καϋμένη, τὰς τιμάς! Πῶς μοῦ τὰ εἶπες; Τἄκαμα ὅλα σαλάτα μέσα 'ς τὸ κεφάλι μου, ὅπως κι' ἐπάνω 'ς τὸ τραπέζι μου. Ἐδῶ ἔγεινε, βλέπεις, σωστὸ ἐμπορικό. − Δὲν μοῦ εἶπες πῶς τὰ θυμᾶσαι ψές, ποῦ σου τὰ εἶπα πέντε φοραίς; Ὅλως διόλου ἀδέξιος, καϋμένε Σπῦρο; Γι'αὐτὸ τὰ πρόκοψε ' ς τὸ ἐμπορικάκι. − Μὰ ἕνα σωρὸ πράγματα! Ἀνακατώθηκαν 'ς τὸ κεφάλι μου ὅπως καὶ 'ς τὸ τραπέζι μου. Πόσα μοῦ εἶπες ᾑ ροκάναις ᾑ μεγάλαις, πόσα ᾑ μικραὶς καὶ πόσα ᾑ σφυρίκτραις; Ποῦ νὰ θυμηθῶ; Ἡ Ἀρφανοῦλα τὸν εἶδε μὲ βλέμμα λύπης καὶ ἀπελπισίας, ἔσεισε τὴν κεφαλήν της καὶ εἶπεν. − Ἄκουσέ τα λοιπὸν πάλιν γλήγωρα, γιατὶ βιάζομαι. Πενῆντα ᾑ μεγάλαις ᾑ ροκάναις, τριάντα ᾑ μικρότεραις, εἶκοσι ᾑ πειὸ μικραίς. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὴν διέκοψαν ξηρὰ πατήματα ἐγγύς, τὰκ − τὰκ, ὡς κτυπᾷ θλιβερῶς παράθυρον τὴν νύκτα, κινούμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου κανονικῶς: τὰκ − τάκ. Ἐστράφη καὶ εἶδεν ἡ Ἀρφανοῦλα τὸν θεῖόν της, τὸν μπάρμπα Σταυρῆ: − Καλὰ ποῦ ἦλθες! Τώρα κατάλαβα πῶς μᾶς ἀγαπᾷς. Πές του, μπάρμπα −Σταυρῆ, τὰς τιμάς, εἶπεν ἡ Ἀρφανοῦλα, γιατὶ σήμερα −ἡμέρα ποῦ εἶνε − ἔχω 'ς τὸ ἐργοστάσιον σωρὸ δουλειὰ καὶ βιάζομαι. Νὰ ζήσῃς, μπάρμπα−Σταυρῆ. Ξέρεις ἐσύ, γιατὶ εἶχες μιὰ φορὰ ψιλικατζίδικο. Ἐγὼ θὰ σὲ παρακαλοῦσα ἀπὸ τὰ χθές, ἀλλὰ ντράπηκα. − Ἔννοια σου, Ἀρφανοῦλα μου, ἔννοια σου. Μποροῦσα ἐγὼ νὰ σᾶς ἀφήσω! Καὶ ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς μὲ τὸν ἕνα ξύλινον πόδα του, μὲ δύο ξύλινα ραβδία ἐπιστηριζόμενος ἐπροχώρει πρὸς τὴν τράπεζαν, ὅπου ἡ Ἀρφανοῦλα ἐτακτοποίει ἀκόμη τ' ἀθύρματα· ἔκυψε τὴν τριγωνικὴν μεγάλην κεφαλήν του − τὴν βάσιν πρὸς τὰ ἄνω καὶ τὴν κορυφὴν τοῦ τριγώνου πρὸς τὰ κάτω − ἀκούμβησεν εἰς τὰ δύο ξύλινα ραβδία του, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἰπῇ τὸν Ἁη − Βασίλην, καὶ ἤρχισεν ἀμέσως ν' ἀπαριθμῇ τὰς τιμὰς τῶν διαφόρων ἀθυρμάτων πρὸς τὸν ἐκθάμβως χαίνοντα ἀνεψιόν του. Οἱ γαμπροὶ ἐδῶ οἱ ξύλινοι, μιὰ δραχμὴ ὁ ἕνας, ᾑ νύμφες αὐταῖς ἕνα δίδραχμο. Τὰ κουκλάκια τριάντα λεπτά! − Καλά, μπάρμπα−Σταυρῆ, καλά, εἶπεν ὁ Σπῦρος, σείων θλιβερῶς τὴν κεφαλήν του, φθάνει, μὴ κουράζεσαι. Ἡ Ἀρφανοῦλα ἔρριψεν ἀκόμη ἕνα τελευταῖον χέρι εἰς τὴν τακτοποίησιν καὶ ἕνα τελευταῖον βλέμμα εἰς τὴν ἐστολισμένην πλέον τράπεζαν τοῦ Σπύρου, ἥτις ἔστιλβεν ὡς κάνιστρον πλῆρες ἀγροτικῶν ἀνθέων καὶ ἀπῆλθεν εὐχαριστημένη ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητον παρουσίαν ἐκεῖ τοῦ θείου της, εὐχηθεῖσα «καλὴν πούλησιν». Καὶ μὲ τὴν κοντὴν μπερτίτσαν της καὶ τὸ μαῦρο ψάθινον καπελλάκι της ἀπῆλθε βιαστικά, ὡς πτηνὸν κυνηγημένον καὶ εἰσέδυσεν εἰς τὸ ἐγγὺς ἐκεῖ ἐργοστάσιον γυναικείων πίλων καὶ ψευδοστεφάνων, ἐνῷ ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ἐξηκολούθησε: − Πέντε δραχμαὶς αὐτὴ ἡ βλαχοπούλα, καὶ μιὰ δεκάρα ὁ κάθε γαμπρὸς ὁ γύψινος. Αὐτὴ ἡ κεφαλὴ ἡ ἄδεια πενῆντα λεπτά, αὐτὴ ἡ κεφαλὴ γεμάτη ἀέρα μιὰ δραχμή… Μιὰ πεντάρα ἡ πάπια, μιὰ πεντάρα ἡ χήνα, μιὰ πεντάρα ὁ πετεινὸς. Ὅλα τὰ πουλερικὰ μιὰ πεντάρα. Κι' ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα καὶ τὰ ἀνθρωπάκια μιὰ δεκάρα. − Τώρα τὤκαμες ρόϊδο! Στάσου νὰ τὰ γράψω. − Τί κουτὸς ποῦ εἶσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Ὅσα θέλεις λέγε, και ὅσα θέλεις παῖρνε. − Ἔ, τώρα κατάλαβα. Ἔτσι, πές μου ντέ! − Μόνον νὰ θυμᾶσαι πρῶτα−πρῶτα νὰ λὲς τὰ πειὸ πολλὰ ἀπὸ ὅ,τι περιμένεις νὰ πάρῃς. Ταὶς ἄλλαις ἡμέραις οἱ ἔμποροι λένε ὅ,τι βαστᾷ ἡ ψυχή τους, σήμερα λένε ὅ,τι τοὺς κατέβη… − Τώρα κατάλαβα. Ἔννοια σου! Ὁ μπάρμπα − Σταυρῆς ἐγνώριζεν ἀπὸ τὸ ψιλικατζίδικο ὁποῦ εἶχε μιὰ φορὰ κ' ἕνα καιρόν, ἀλλ' ἐγνώριζεν ἀσφαλέστερον ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιον, ὅπου εἰργάζετο ἡ ἀνεψιά του Ἀρφανοῦλα, συχνὰ ἐπισκεπτόμενος τοῦτο, διότιαὐτὸς τὴν συνώδευε μικρὰν εἰς τὴν ἐργασίαν κ' ἔβλεπε καὶ ἤκουεν ἐκεῖ τὰς τιμὰς τῶν γυναικείων πίλων καὶ πτερῶν καὶ πτηνῶν καὶ ἀνθέων, μεταξὺ τῶν ἀθυρμάτων καὶ ψευδοπαιγνίων κατατάσσων καὶ τὸ εἶδος τοῦτο τοῦ γυναικείου στολισμοῦ. Καὶ ἐξηγήσας εἰς τὸν Σπῦρον ὅλα πάλιν ἐκ νέου, τὰκ − τάκ, ἔλαβε πάλιν τὸν ξύλινον πόδα του καὶ τὰ δύο ξύλινα ραβδία του καὶ ἀπῆλθεν εἰπὼν πρὸς τὸν ἀνεψιόν του: − Πάρε τώρα μιὰ ροκάνα καὶ γύριζε. Καὶ ἐτράπη πρὸς τὰ κηράδικα ὁ μπάρμπα − Σταυρῆς, ἐνῷ κατόπιν του ἔφθανον θρηνώδεις καὶ πένθιμοι οἱ βραχνοὶ τῆς ροκάνας τοῦ Σπύρου κροταλισμοί, θαρρεῖς κ' ἔκρωζον μαῦροι κόρακες ἄνω τοῦ λευκοῦ ἄστεως, μοιρολογοῦντες τὴν τελευταίαν ἡμέραν τοῦ ἔτους. Ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, τοῦ περιφήμου κηπουροῦ τῶν Σεπολίων, ὅστις πρῶτος ἐκαλλιέργησε φράουλαις ἐν Ἀθήναις, λαβὼν τὸν σπόρον ἀπὸ τὰ ἐξακουστὰ περιβόλια τοῦ Βοσπόρου, ἦτο πρεσβύτερος ἀδελφὸς τῆς Ἀρφανούλας. Ἀλλ' ὅσον αὐτὸς ἦτο πλαδαρὸς καὶ ξεβιδωμένος καὶ ἄγαρμπος σἂν μονόκλαδος βάτος, τόσον ἡ Ἀρφανοῦλα ἦτο ἐπιδέξια καὶ δραστηρία εἰς κάθε ἔργον της ἐπισπῶσα τὴν συμπάθειαν καὶ τοὺς ἐπαίνους. Μικρὸς ὁ Σπῦρος ἐπήγαινεν εἰς τὸ σχολεῖον κ' ἐδείκνυειν ὅτι θὰ ἔστρωνεν, ὡς μερικὰ σκολιὰ φυτά, τὰ ὁποῖα σὺν τῇ ἀναπτύξει ὀρθοῦνται εὔμορφα· ἀλλ' ἀποτόμως ἐσταμάτησεν εἰς τὴν δευτέραν τοῦ γυμνασίου, χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσῃ καὶ ὁ ἴδιος· ἐκάθητο ἔπειτα ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὴν δροσερὰν ἐξοχήν, ἀναγινώσκων ἐφημερίδας καὶ μυθιστορήματα καὶ ἐκλέγων τὰς εὐχυμωτέρας ὀπώρας τοῦ πατρικοῦ κήπου. − Βρὲ Σπῦρό μου, βρὲ Σπυράκη μου, βρὲ Σπυρέτο μου! τῷ ἔλεγεν ὁ γέρω − Λαχανᾶς, ἕνας χαρωπὸς γέρων, μὲ λάμπουσαν ἐξ ἀγαθότητος ψυχὴν ὡς τὸ λαμπρὸν πρόσωπόν του, πνιγμένος μέσα εἰς τὸν ἱδρῶτα, μὲ τὴν σκαπάνην εἰς τὰς χεῖρας, μέσα εἰς τὰ χώματα τῶν αὐλακίων μέχρι γονάτων. Δὲν κάνεις καλά, βρὲ Σπυράκο μου! Ἀλλ' αὐτὸ μόνον ἔλεγε. Καθὼς ὁ γέρων Ἠλεὶ τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς. Δὲν ἔπαιρνε καὶ κανένα ξύλο ἀπὸ τὸν κῆπόν του. Καὶ κατόπιν ὁ μὲν γέρω − Λαχανᾶς μετέβαινε εἰς ἄλλα αὐλάκια, ὁ δὲ Σπῦρος ὁ υἱός του ἐγύριζε ἄλλην σελίδα τοῦ εἰς χεῖράς του μυθιστορήματος, ἢ ἀνήρχετο εἰς ἄλλον δένδρον. Τὰ δύο ἐκεῖνα λόγια τοῦ γέρω − Λαχανᾶ ἔμβαινον εἰς τὸ ἕνα αὐτί του καὶ ἔβγαιναν ἀμέσως ἀπὸ τὸ ἄλλο, χωρὶς νὰ ἐπιψαύσωσι διόλου τὸν ἐγκέφαλόν του, κλεισμένον μέσα εἰς χονδρὰ κόκκαλα. Ὥστε μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του ὁ Σπῦρος εὑρέθη, εἰκοσιδύο ἐτῶν νέος, χωρὶς ἐργασίαν καὶ χωρὶς ἐπάγγελμα. Χωρὶς διόλου νὰ τὸ καταλάβῃ καὶ ὁ ἴδιος πῶς συνέβη αὐτὸ τὸ παράδοξον. Ἡ μητέρα τῶν δύο παιδίων εἶχε προαποθάνει. Τότε ἕνας θεῖός των ἐφρόντισε καὶ τὸ μὲν περιβόλιον παρέδωκεν εἰς ξένον κηπουρὸν ἐπὶ μισθώματι, τὴν δὲ Ἀρφανοῦλαν δεκαπενταέτιδα πλέον κορασίδα, εἰσήγαγεν εἴς τι μέγα ἐργοστάσιον γυναικείων πίλων καὶ ψευδοστεφάνων. Ὁ θεῖός των αὐτός, ἀδελφὸς τῆς μητρός των, ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ἦτο ἕνας τετραπέρατος ἄνθρωπος. Μὲ τὸ ξύλινον ποδάρι του στηριζόμενος εἰς δύο ραβδία περιήρχετο ὅλας τὰς ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν καθ' ἑκάστην, μανθάνων ὅλα τὰ νέα καὶ βλέπων ὅλα τὰ περίεργα, ἐνῶ ἐξ ἄλλου ἔχων τετραγωνικὸν νοῦν εἰς μίαν μεγάλην τριγωνικὴν κεφαλὴν − τὴν βάσιν πρὸς τἄνω καὶ τὴν κορυφὴν πρὸς τὰ κάτω −, ἔκρινεν εὐφυῶς καὶ ἀσφαλῶς, ἄλλος γέρω −Νῖκος τοῦ Πηλίου, ἔξω ἐκεῖ εἰς τὰ Σεπόλια, ὁ Ξυλόσοφος ἀποκαλούμενος διὰ τὰ ξύλα ἴσως ὅπου ἔφερεν ἐπάνω του, τὸν ἕνα πόδα καὶ τὰ δύο ραβδία. Εἶδεν αὐτὸς ὅτι ὁ ἀνεψιός του ὁ Σπῦρος δὲν ἦτο διὰ τίποτε. Τὸν ἔβλεπεν αὐτὸς ἀπὸ πολλοῦ αὐξανόμενον κατὰ τὸ ἀνάστημα ὡς λεύκαν τοῦ περιβολίου των ἄνευ τῆς παραμικρᾶς ἐλπίδος νὰ καρποφορήσῃ, ἕνας κρεμανταλᾶς καὶ ἀνάξιος, κ' ἔλεγεν εἰς τὸν γέρω−Λαχανᾶ: − Δὲν ἐφύτευες, καϋμένε, κανένα πεῦκο νὰ σοῦ κάνῃ τοὐλάχιστον κουνέλια γιὰ τὸ ρετσινᾶτο νὰ τὰ ρίχνῃς εἰς τὰ βαρέλια νὰ μοσχοβολοῦν; Διὰ τοῦτο ὁ μπάρπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος ἐφρόντισε κ' εὗρεν ἕνα καλὸν κηπουρὸν ἐργατικὸν καὶ δραστήριον πρὸς ὃν ἐμίσθωσε τὸ περιβόλιον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαθοῦ κηπουροῦ. Κατὰ δὲ τοὺς περιπάτους του ἐν Ἀθήναις ἀνεκάλυψεν ὅτι τὸ ἀρτιπαγὲς ἐμπόριον τῶν γυναικείων πίλων καὶ ψευδοσταφάνων θὰ προέβαινεν εἰς θαμβωτικὴν προκοπὴν εἰς μίαν πόλιν ὅπου τὰ ἀθύρματα καὶ τὰ ψεύδη τιμῶνται πολὺ ἀκριβώτερα ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ σταθερότητα, καὶ εἰσήγαγε τὴν Ἀρφανοῦλαν εἰς τὸ ἐργοστάσιον τῶν γυναικείων πίλων καὶ ψευδοστεφάνων, ὅπου ἡ δροσογενὴς Σεπολιώτισα δεξιὰ τὸν νοῦν, μὲ δύο μαῦρα μάτια, ὡς τοῦ ἀστρείτου τοῦ ὄφεως παίζοντα, ἐγένετο μετ' ὀλίγα ἔτη ἀρχιεργάτρια, αὐτὴ δίδουσα ὅλα τὰ σχέδια τῶν πίλων καὶ ψευδοστεφάνων. Ἀπὸ μικρὰ ἡ Ἀρφανοῦλα βλέπουσα τοὺς θαυμασίους συνδυασμούς τῶν χρωμάτων εἰς τὰ ἀγριολούλουδα τῶν Σεπολίων· μελετῶσα τὰς ὡραίας καὶ καλλιτεχνικὰς συμπλοκὰς καὶ περιπτύξεις κισσῶν καὶ γιασεμιῶν, ἁγιοκλήματος καὶ ἀγριάμπελης, ἐμβαθύνουσα δ' εἰς τὰ μυστήρια τῶν ἀνθοφόρων κλάδων τοῦ κήπου των, κατήρτιζε, σύν τῇ μικρᾷ συνδρομῇ τῶν εὐρωπαϊκῶν φιγουρινίων, θαυμάσια συμπλέγματα ψευδοστεφάνων καὶ ὑπέρκαλα στολίσματα ἀνθοφόρων πιλιδίων. Καὶ εἶχεν ἡ Ἀρφανοῦλα τὸ σχέδιον, σύμφωνα μὲ τὰς ἰδέας τοῦ μπάρμπα−Σταυρῆ, μὲ τὸν καιρόν, ν' ἀνοίξῃ ἴδιον ἐργοστάσιον, ὥστε νὰ μὴ καρποῦται ἄλλος τὰ κέρδη τῆς εὐφυΐας της. Ἀλλ' ὁ Σπῦρος ὁ ἀδερφός της, ἀργὸς ἀπὸ πρωΐας ἕως ἑσπέρας, ἐγένετο πάντοτε κώλυμα ἀνυπέρβλητον εἰς τὰ σχέδιά της ἐκεῖνα. Πῶς νὰ τὸν ἀφήσῃ; Τὸν ἀγαποῦσε. Τὸν ἐπροστάτευεν. Εἶχε κληρονομήσῃ τὴν βλαπτικὴν ἁπλότητα τοῦ γέρω−Λαχανᾶ καὶ ἡ Ἀρφανοῦλα, καὶ δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ τὰ χαλάσῃ μὲ τὸν ἀδελφόν της. Νὰ μὴν τὸν πικράνῃ. Ὁ θεῖός της ὅμως, ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ἐλυπεῖτο δι' αὐτὸ καὶ προέβλεπεν ἀτυχήματα: − Βρὲ κορίτσι μου, ἔλεγε. Γιατί χαλνᾶς τὰ λεπτά σου; − Μὰ τί νὰ κάμω; − Νὰ τὸν διώξῃς!… − Καὶ ποῦ νὰ πάγῃ; − Ν' αὐρῇ δουλειά! Ἡ φράουλα μετά τινα ἔτη εἶχε διαδοθῇ καὶ εἰς ἄλλα προάστεια. Τὸ δὲ μεγαλείτερον κέρδος τοῦ περιφήμου κήπου τοῦ γέρω−Λαχανᾶ ἐμειώθη. Ἐμειώθη καὶ τὸ μίσθωμα. Μία δύο πλημμύραι πρὸς τούτοις εἶχον καταστρέψει μέρος τοῦ περιβολίου, ἀφορία δὲ ἄλλη καὶ ξηρασία ἔβλαψαν τὰ λαχανικά. Τὸ ἔτος ἐκεῖνο δὲν ἔδωκε μίσθωμα ὁ ἐνοικιαστής. Ὁ Σπῦρος ἐκάθητο μίαν πρωΐαν ἀνοίξεως συλλογισμένος. Εἰς τὸ προαύλιον τοῦ οἰκίσκου των τοῦ ἐξοχικοῦ διεχύνοντο μεθυστικὰ ἀρώματα διαφόρων ἀνθέων, τὰ ὁποῖα ἐκεῖ παραπέρα ἔλαμπον εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου μὲ ἀνεκλαλήτους χρωματισμούς, ὀνειρώδους λειμῶνος Ζωΰφια ἐβόμβουν κύκλῳ, πτηνὰ ἐκελάδουν ἐπὶ τῶν δένδρων. Ὁ Σπῦρος ἀνεπόλει διαφόρους ἀναγνώσεις του, θεωρῶν τὰ περὶ αὐτὸν φαιδρὰ ἀντικείμενα. − Ποῖος ἐνδύει τόσον μεγαλοπρεπῶς τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ὁποῦ οὐδὲ ὁ μέγας Σολομὼν μὲ ὅλην τὴν σοφίαν του δὲν ἠμπόρεσε νὰ ἐνδυθῇ μὲ τέτοιαν λάμψιν; Ποῖος τρέφει τὰ πουλάκια τὰ μικρά; Διατί καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ εἶνε στολισμένος ὡς τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ; Διατί νὰ σκάπτη τὴν γῆν; Διατί νὰ ἱδρώνῃ καὶ νὰ κρυώνῃ; Νὰ πεινᾷ; Νὰ κλαίῃ; Διατί νὰ μὴ τραγουδῇ πάντοτε ὡς τὰ πτηνά; Ποῖος τὸν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπον, τὸ ἐκλαμπρότερον δημιούργημα, σκοτεινόν, χωρὶς ἄρωμα, χαμερπῆ, γυμνόν, πειναλέον… Ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος ἐρχόμενος καὶ ἀκούσας, τὰς τελευταίας λέξεις τοῦ Σπύρου, ἐπροχώρησε μὲ τὸν ξύλινον πόδα του, τὰκ−τάκ, καὶ καθίσας πλησίον τοῦ Σπύρου, ἐθώπευσεν αὐτὸν πατρικῶς εἰς τοὺς ὤμους καὶ εἶπε: − Ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ πῶ, Σπῦρέ μου, ποῖος τὸν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπον γυμνὸν καὶ πειναλέον. Τὸν ἔκαμεν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Ξέρεις τὶ λέγανε μιὰ φορὰ οἱ παππούδες μας; Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὴν αὐγή, γύμνια καὶ πεῖνα τὴν Λαμπρή!… Ὁ Σπῦρος ἐγέλασε καὶ εἶπε: − Καλὰ σὲ εἴπανε ξυλόσοφο! − Τὸ ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, ἐξηκολούθησεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος. Λυπᾶσαι γιατὶ χάλασε τὸ μισὸ περιβόλι καὶ φθονεῖς τὰ πουλιὰ καὶ ζηλεύεις τὰ λουλούδια! Μόλις ἔπαθες μιὰ μικρὴ ζημία καὶ κάθεσαι καὶ συλλογιέσαι. Καὶ ποῦ νἀκούσῃς τί δυστυχίαις μαγελείτερες μᾶς περιμένουν. Ἤμουνα σήμερα, παιδί μου, εἰς τὸ βιβλιοπωλεῖον τοῦ Νάκη καὶ ἦταν ἐκεῖ ἕνας ροδοκόκκινος γέρος, μὲ γελαστὰ μάγουλα καὶ γελαστὰ μουστάκια καὶ γελαστὰ γένεια, καὶ τοὺς ἐδιάβαζε τὸν Χρονογράφον καὶ τοὺς ἔλεγε γιὰ τὴν Πόλι ὅτι πλησιάζει ὁ καιρός της καὶ τοὺς ἔκαμεν ὅλους νὰ συλλογίζωνται. Καὶ τοὺς εἶπεν ὕστερα ὅτι στὴν Ἀθήνα θἀρθοῦν ἀκρίβειαις μεγάλαις, θἄρθουν δυστυχίαις, θἀρθῇ πεῖνα καὶ κακὴ ἀσθένεια. Θἀρθοῦν − ἔλεγεν ὁ Χρονογράφος − θἀρθοῦν ἀπὸ τὴν Πόλι καὶ ἀπὸ τὴν Λόντρα οἱ «ὁμογενεῖς» στὴν Ἀθήνα, καὶ θὰ μᾶς φέρουν ἀκρίβεια καὶ τὴν κακὴ ἀσθένεια καὶ θὰ μᾶς φέρουν πεῖνα καὶ θ' ἀκριβήνουν ὅλα τὰ πράγματα. Θ' ἀκριβήνουν τ' αὐγά, θ' ἀκριβήνουν ᾑ κότταις. Θὰ συνάξουν ἀπὸ τὸν κόσμον τὰ «ὑπέρπυρα» καὶ θὰ τὸν φορτώσουν μὲ «πτυκτά». Καὶ τὴν κακὴν ἀσθένειαν ὅπου ἔλεγεν ὁ Χρονογράφος, ἐκεῖνος ὁ γέρος ὁ γελαστὸς τὴν ἐξηγοῦσε ὅτι εἶνε τὰ λοῦσα τὰ μεγάλα ποῦ θὰ μᾶς φέρουν οἱ «ὁμογενεῖς», γιατὶ τὰ λοῦσα εἶνε κακὴ ἀσθένεια κολλητικὴ σὰν τὴν πανοῦκλα. − Καὶ τί εἶνε τάχα αὐτοὶ οἱ «ὁμογενεῖς»; Ἠρώτησεν ὁ Σπῦρος, συγκινηθεὶς ὀλίγον καὶ ἀκούων μετὰ προσοχῆς. − Ποιὸς ξέρει, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς. Ὁ γέρος ὁ γελαστὸς ποῦ ξηγοῦσεν ἐκεῖ τὸν Χρονογράφον, δὲν εἶπε τίποτε. Μὰ ἐγὼ θαρρῶ πῶς θενᾶνε, παιδί μου, τίποτε ἀνθρῶποι. Θηρία ἁρπακτικὰ δὲν πιστεύω νὰ εἶνε οἱ ὁμογενεῖς. Θενᾶνε τίποτε φαγάδες, τίποτε μπερεκετλῆδες καὶ θἀρθοῦν εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ θὰ μᾶς πάρουν τὰ «ὑπέρπυρα» δηλαδὴ τὴς λίραις, τὸν χρυσόν, ποῦ λάμπει περισσότερον ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ θαμβόνουν τὰ ἀσυνήθιστα μάτια τῶν ἑλλήνων, καὶ θὰ μᾶς φορτώσουν μὲ τὰ «πτυκτὰ» δηλαδὴ μὲ μετοχὰς καὶ χρεώγραφα, τὰ ὁποῖα εἶνε πτυκτὰ χαρτιά, διπλωμένα ὤμορφα. Ἔτσι τὰ ἐξηγῶ αὐτά. Γιατὶ οὔτε ὁ «Χρονογράφος» τὰ ξεκαθαρίζει, οὔτε ὁ γέρος ὁ γελαστὸς ἤξευρε νὰ τὰ ἐξηγήσῃ. − Καὶ γιατί μοῦ τὰ λέγεις αὐτά, μπάρμπα−Σταυρῆ; Παρετήρησε πειραγμένος ὀλίγον ὁ Σπῦρος. − Ὁ νοῶν νοείτω! ἀπήντησεν ὁ Ξυλοπόδαρος κτυπήσας μὲ κρότον εἰς τὴν γῆν τὸν ξύλινον πόδα του. − Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω, ἐπανέλαβεν ὁ Ξυλοπόδαρος καὶ κτυπήσας ἄλλην μίαν φορὰν τὸν ξύλινον πόδα του ἔλαβε τὰ δύο ξύλινα ραβδία του, καὶ τὰκ−τὰκ ἀπῆλθε νὰ περιέλθῃ κατὰ τὴν συνήθειάν του τὰς συνοικίας τῆς πόλεως, ἐνῷ τὰ ποικιλόχρωμα ἄνθη τοῦ κήπου διέχυνον τὸ μεθυστικὸν ἄρωμά των περὶ τὸν ἔκθαμβον ἀπομείναντα υἱόν τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, καὶ τὰ πτηνὰ ἐκελάδουν ἐπὶ τῶν δένδρων τὴν αἰωνίαν πρὸς τὸν Πλάστην μελῳδίαν των. Καὶ ἐνῷ ὁ μπάρμπα Σταυρῆς ἔκλειε τὴν αὐλόπορταν σταθεὶς εἶπε: − Καλὸ εἶνε παιδί μου, τὸ καθησιό, μὰ τὸ ξάπλωμα εἶνε ἀκόμα καλλίτερο! − Δὲν θὰ σ' ἐνοχλῶ πλειά, Ἀρφανοῦλά μου, εἶπε μὲ χαρὰν μίαν ἑσπέραν μετὰ ταῦτα ὁ Σπῦρος πρὸς τὴν ἀδελφήν του. Μ' ἐσύστησαν εἰς τὸν κὺρ Νῖκον, τὸν ὑποψήφιον βουλευτήν, νὰ διαβάζω τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους στῂς ἡμέραις τῶν ἐκλογῶν καὶ νὰ σημειώνουν οἱ κομματάρχαι ποιοὶ εἶνε ζωντανοὶ καὶ ποιοὶ εἶνε πεθαμένοι. Θὰ τρώγω μεσημέρι−βράδυ 'ς τὸ σπίτι του. Καὶ ὅταν ἐπιτύχῃ 'ς τὴς ἐκλογαίς, θὰ μὲ διορίσῃ. Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐχάρη κ' ἐδόξασε τὸν Θεόν. Πρώτην φορὰν ἔβλεπε αὐτὸ τὸ θαῦμα, τοῦ ὁποίου ἐργάτης βεβαίως ἦτο ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ὁ νέος θαυματουργὸς τῶν Σεπολίων μὲ τὸν ξύλινον πόδα του καὶ μὲ τὴν ὡς ραβδίον πλήττουσαν ξύλινην φιλοσοφίαν του. − Μοῦ εἶπε νὰ μὲ διορίσῃ ἀπὸ τώρα, ἐξηκολούθησεν ὁ Σπῦρος, τελωνοφύλακα. Ἀλλὰ ποῦ νὰ τρέχω καὶ νὰ ξενυχτῶ γιὰ τὰ λαθρεμπόρια. Μοῦ εἶπε νὰ μὲ βάλῃ στὸ Καπνοκοπτήριο, μὰ ὁ καπνὸς μοῦ μυρίζει καὶ δὲν βαστάω διόλου. Ἐγὼ τοῦ εἶπα ὅτι προτιμῶ νὰ μὲ στείλῃ ἐπόπτην ἐκεῖ ποῦ θὰ φορτώνουν τὴν σταφίδα 'ς τὴν Πάτρα, νὰ στέκωμαι καὶ νὰ βλέπω. Αὐτὴν τὴν ὑπηρεσίαν, κὺρ Νῖκο, τοῦ εἶπα, σοῦ ὑπόσχομαι νὰ τὴν κάμω καλλίτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον. Δυστυχῶς ὅμως ὁ Νῖκος ἀπέτυχεν εἰς τὰς ἐκλογὰς καὶ ὁ Σπῦρος ἔμεινε πάλιν ἄνευ ἔργου, ὑπότροφος τῆς ἀδελφῆς του. Ἀλλ' ὅταν μία καταστρεπτικὴ πλημμύρα τοῦ Κηφισσοῦ, ἡ ὁποία κατέστρεψεν ὅλας σχεδὸν τὰς ἐξοχὰς τῶν Ἀθηνῶν, ἐξηφάνισεν ὁλοτελῶς καὶ τὸ περίφημον περιβόλιον τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, τὰ δὲ παιδία μόλις ἐσώθησαν ἐπὶ τῆς στέγης τῆς οἰκίας των, ὁ Σπῦρος ἤρχισε νὰ συλλογίζηται πάλιν ὡς καὶ τὴν ἄλλην φορὰν καὶ νὰ θέλῃ νὰ φιλοσοφήσῃ ἐπὶ τῶν καταιγίδων καὶ τῶν πλημμυρῶν. −Τώρα τί νὰ κάμωμεν! Εἶπεν ἡ Ἀρφανοῦλα πρὸς τὸν ἀδελφόν της. − Λὲς νὰ γλύτωσεν ἡ Βουλὴ ἀπὸ τὸν φοβερὸν αὐτὸν καταποντισμόν; εἶπεν ὁ Σπῦρος, ἀναμένων πάντοτε ἐκλογάς. − Ἐθεμέλιωσεν ὁ γέρως, Σπῦρο μου, ἐθεμέλιωσε. Δὲν πέφτει, ἔλεγεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, ἐκεῖ παρών, μόνον κύτταξε νὰ πιάσῃς τὴν τσάπα τοῦ γέρω Λαχανᾶ. Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέγω! − Καὶ τί νὰ σκαλίσω; Τὰ χαλίκια ποῦ μοῦ χάρισεν ὁ ποταμός; − Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέγω! Εἶχε μαλακυνθῆ ὅλως διόλου ὁ δυστυχὴς ἀπὸ τὴν ἀργίαν. Αἱ σάρκες του ἦσαν ἁπαλαί, αἱ παρειαί του ὡς ἐκ προζυμίου, αἱ χεῖρές του ὡς ξεβιδωμέναι. Αἱ τρίχες τῆς κόμης του ἄσπρισαν καὶ αὐταί. Τί νὰ κάμῃ; Ἡ ἀδελφή του, τῇ ἐπιμόνῳ παρατηρήσει τοῦ μπάρμπα Σταυρῆ εἶχε σκληρυνθῆ ὀλίγον. − Τὸν παίρνεις στὸν λαιμόν σου, ἄφησέ τον, τῆς ἔλεγεν ὁ Ξυλοπόδαρος. Ἀργὸς μὴ ἐσθιέτω! Θὰ σὲ κανονίσῃ ὁ παπα−Μεθόδιος. Δὲν πᾷς νὰ ἰδῇς; Ἀργὸς μὴ ἐσθιέτω! Εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν χέρι μὲ χέρι ὅλα γίνονται. Πάρε δουλειά, νὰ φαΐ… Ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἐκείνῃ ἀνάγκῃ ὁ Σπῦρος προσεκολλήθη παρά τινι συμβολαιογραφείῳ, ν' ἀντιγράφῃ συμβόλαια ἀντὶ δραχμῆς ἀπὸ πρωΐας μέχρι νυκτός. Τὸ βράδυ, ὅτε ἐπέστρεφεν ἡ Ἀρφανοῦλα ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιον, μὲ λύπην της τὸν ἔβλεπε τὸν ἀδελφόν της κατακομμένον ὡς νὰ ἔσκαπτε, μὲ τοὺς δακτύλους τῆς δεξιᾶς του πληγωμένους καὶ καταμελανωμένους. Ἀλλὰ δὲν ὡμίλει, μήπως καὶ συνειθίσῃ. Οὔτε ὁ Σπῦρος ὡμίλει μήπως καὶ συνειθίσῃ. Πλὴν μετὰ μίαν ἑβδομάδα ἡ Ἀρφανοῦλα ἔξαφνα ἀκούει τὰ παραπονά του: − Τί νὰ σοῦ κάμω, Ἀρφανοῦλα μου; Ἐσὺ πιστεύεις τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ καὶ δὲν πιστεύεις ἐμένα. Μὲ κυνηγᾷ ἡ ἀτυχία καϋμένη. Τί νὰ σοῦ κάμω! Τὸ συμβολαιογραφεῖο τὸ ἔκλεισαν διὰ μίαν κατάχρησιν τοῦ συμβολαιογράφου! Τότε ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς λυπούμενος περισσότερον τὴν Ἀρφανοῦλαν τὸν συνέστησεν εἰς ἄλλο συμβολαιογραφεῖον. Ἀλλὰ μετὰ δύο ἡμέρας ἦλθεν ὁ Σπῦρος ἔξω φρενῶν. − Μἔβαλες σ' αὐτὸν τὸν μασῶνον, σ' αὐτὸν τὸν ἄθεον!… Ὁ τετράγωνος νοῦς τοῦ μπάρμπα−Σταυρῆ, ὁ περικλειόμενος μέσα εἰς τὴν τριγωνικὴν κεφαλήν του ἐξήναψε μετὰ ταῦτα ἄλλην ἰδέαν φαεινὴν καὶ εἶπεν. − Ὁ γέρως ἐθεμελίωσε, παιδί μου. Δὲν εἶνε ἐλπὶς νὰ πέσῃ καὶ νὰ διαλυθῇ ἡ Βουλή. Ἄνοιξέ μου ἕνα καφενεῖο, ἐκεῖ κατὰ τὴν Βάθεια. Περνῶ ἐγὼ ἀπὸ κεῖ καὶ βλέπω ὅτι εἶνε μεγάλη ἀνάγκη. Δὲν ὑπάρχει κανένα καφενεῖον σ' ἐκείνη τὴν γειτονιά, καὶ ἀναγκάζονται οἱ νοικοκυραῖοι νὰ φεύγουν εἰς τὰ μακρυνά, εἰς τὰ Χαυτεῖα, καὶ φωνάζουν οἱ γυναῖκές τους γιατὶ τοὺς ἀλλαργεύουν πολὺ οἱ ἄνδρες τους καὶ ἔχουν καρδιοχτῦπι τὴν νύκτα μεγάλο, μὴ πάθουν τίποτε οἱ καϋμένοι… Ἀφοῦ μάλιστα ἡ ἰδέα προήρχετο ἀπὸ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν, ὁ Σπῦρος εὑρέθη μετ' ὀλίγον εὐκόλως διευθυντὴς ἑνὸς ὡραίου καφενείου εἰς τὴν Βάθειαν, μὲ μίαν μεγάλην λεύκαν ἐμπρός. «Εἰς τὴν Λεύκα» μὲ τὸ ὄνομα. Ὁ νταμπῆς ἔψηνε τοὺς καφέδες, ὁ σερβιτόρος τοὺς ἐμοίραζε, καὶ ὁ Σπῦρος ἐκάθητο ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ στὸν μπάγκο ἀναγινώσκων ἐφημερίδας καὶ διαλεγόμενος περὶ ἐκλογῶν. Ὁσάκις δὲ ἐγίνετο λόγος περὶ ἐργασιῶν ἢ θέσεων ἔλεγε πρὸς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν, ὅστις συχνὰ τὸν ἐπεσκέπτετο. − Ὤχ, ἀδερφέ, βαρέθηκα νὰ κάθωμαι ἀπὸ τὸ πρωΐ ὡς τὸ βράδυ ἐδῶ στὸν μπάγκο. Ἐπόπτης εἰς τὴν σταφίδα. Ἐκείνη ἡ ἐργασία μοῦ ἀρέσει. Γλυκειά, σταφιδένια θεσοῦλα. Μὰ ποῦ θὰ μοῦ πάῃ. Δὲν θὰ τὸν ρίξουν τὸν γέρω καμμιὰ φορά… Ἂς παρεπονεῖτο ὁ Σπῦρος. Ἔτσι τὸ ἔκαμνε. Διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ, ὅτι ἐνδιαφέρεται πλέον διὰ τὰ ζωτικὰ ζητήματα, διὰ τὰ ζητήματα τῆς ἡμέρας, διὰ τὰ ζητήματα τοῦ ἑαυτοῦ του, διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἀδελφῆς του. Ἦτο πολὺ εὐχαριστημένος μὲ τὴν διεύθυνσιν τοῦ καφενείου. Καὶ ἡ Ἀρφανοῦλα ἦτο ὅλη χαρά. Κάθε βράδυ εἰς τὰς ἕνδεκα τῆς ἔφερνε πότε δέκα δραχμὰς καὶ πότε εἴκοσι, κέρδος. Ἀλλὰ μετὰ τρεῖς μῆνας ἔξαφνα ἔρχεται θυμωμένος ὁ Σπῦρος καὶ τῆς λέγει: − Πές του χαιρετίσματα τοῦ μπάρμπα−Σταυρῆ, Ἀρφανοῦλά μου. Ὁ Σπῦρος δὲν εἶνε τεμπέλης. Ἔχω τρεῖς μέραις νὰ πιάσω δεκάρα, καὶ χρεωστῶ μισθοὺς εἰς τὸν σερβιτόρο, καὶ χρεωστῶ τὸ ἐνοίκιον. Δὲν σ' ἀφίνει ὁ φθόνος, Ἀρφανοῦλά μου. Ἦλθε δίπλα μου ἕνας ἄλλος καὶ ἄνοιξεν ἄλλο καφενεῖο, καὶ μοῦ πῆρε ὅλους τοὺς μουστερῆδες. − Δὲν πάγαινες, κακομοίρη, παρακάτω, τῷ εἶπα. Τὸ μέλι ἔχει αὐτὴ ἡ θέσις; Ἀληθῶς ἄλλος τις φίλεργος καὶ δραστήριος, ἰδὼν τὴν ἀνάγκην ἐκεῖ τῆς συνοικίας, ἰδὼν καὶ τὸν Σπῦρον ἀπὸ πρωΐας ἕως νυκτὸς καθήμενον καὶ μὴ κινούμενον διόλου εἰς περιποίησιν καὶ κολακείαν τῶν πελατῶν, ἤνοιξεν ἄλλο καφενεῖον παραπλεύρως, καὶ μόνος περιποιούμενος τοὺς πελάτας προθύμως, ἀφῄρεσεν ὅλην τὴν πελατείαν τοῦ Σπύρου, ὅστις τέλος ἠναγκάσθη νὰ κλείσῃ τὸ καφενεῖόν του, πωλήσας τὰ ἔπιπλα εἰς εὐτελεστάτην τιμὴν καὶ ζημιώσας τὴν Ἀρφανοῦλαν ὑπὲρ τὰς χιλίας δραχμάς. Τότε καὶ ἡ Ἀρφανοῦλα ἤρχισε νὰ ἐξυπνᾷ. Ὅσα ἐξώδευε πρὸς διατροφὴν τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ πρὸς ἐνδυμασίαν, δὲν ὑπελόγιζεν. Ἀλλὰ νὰ ρίψῃ χιλίας διακοσίας δραχμὰς εἰς τὸ πηγάδιον… τοῦτο τὴν ἀφύπνισεν ἀπὸ τοῦ ληθάργου. −Ἔχει δίκαιον ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, εἶπεν. Ἀλλ' αὐτὴν τὴν φορὰν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ἠλέγχετο ὅτι αὐτὸς ἔγεινεν αἴτιος τῆς μεγάλης αὐτῆς ζημίας τῆς ὀρφανῆς κόρης. − Τί νὰ σοῦ κάμω, Ἀρφανοῦλά μου, ἔλεγε δικαιολογούμενος ὁ Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορὰ ποῦ ἐγελάσθηκα. Ἀλλὰ πάλιν δὲν ἐγελάσθηκα. Ἡ θέσις ἐκείνη ἤτανε ἀληθινὰ διὰ καφενεῖον. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον θέλει καὶ καφετζῆν. Ὁ Σπῦρος ἐνόμισεν ὅτι ὁ καφετζῆς πρέπει νὰ κάθεται· καὶ ἐδῶ εἶνε ποῦ τὴν ἔπαθε. Κανένας δὲν πρέπει νὰ κάθεται, Ἀρφανοῦλα μου, ὅταν ἔχῃ δουλειά. Καὶ ὁ ἐπόπτης τῆς σταφίδος θαρρεῖ ὁ Σπῦρος ὅτι κάθεται; δὲν πιστεύω νὰ κάθεται καὶ αὐτός. Κάτι θὰ κάμνῃ, κάτι θὰ σημειώνῃ· καὶ σταφίδα νὰ πάρῃ κανένα τσουβάλι, θὰ κουνηθῇ, θὰ δουλέψῃ. Ἐγνώριζα ὅτι ὁ ἀδελφός σου δὲν εἶνε γιὰ τίποτε, οὔτε γιὰ τὴν σταφίδα, ἀλλὰ ἔλεγα ὅτι σὲ ἕνα δύο χρόνια θὰ προφθάσῃ νὰ κερδίσῃ κἄτι τι στὴ Βάθεια νὰ πιάσῃ μαγιά. Ἀλλὰ βλέπεις, σήμερα, Ἀρφανοῦλά μου, στέκουν οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα νὰ χάψουν τὰς ἰδέας τῶν ἄλλων. Καὶ ἐδῶ πλέον χρειάζεται ταχύτης: Ὅποιος πρόφτασε τὸν Κύριον ἐδόξασεν. Ὅλα ἔγειναν σήμερον «ἠλεκτροπαραγωγά», εἶπεν ὁ Ξυλοπόδαρος, κτυπῶν τὰ τρία ξῦλά του εἰς τὴν γῆν μὲ τὴν νέαν αὐτὴν τοῦ συρμοῦ λέξιν. − Καὶ τώρα; ἠρώτησεν ἡ Ἀρφανοῦλα, περιδεής. − Τώρα; 'Σὰν τἀποτώρα! ἀπήντησεν ὁ Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ξύων τὴν βάσιν τῆς τριγωνικῆς κεφαλῆς του. Κάμε ὅ,τι θέλῃς. Μόνον νὰ μὴ ξεχάσῃς τὶ προφητεύει ὁ Χρονογράφος γιὰ τὴν Ἀθήνα· κ' ἔχε τὸν νοῦν σου. Καὶ κάμε λήγωρα νὰ ἀνοίξῃς δικό σου ἐργοστάσιο. Γιατὶ θἀρθοῦν ἀκρίβειαι εἰς τὴν Ἀθήνα, θἀρθοῦν ἀπὸ τὴν Πόλι οἱ ὁμογενεῖς καὶ ἀπὸ τὴ Λόνδρα καὶ θὰ φέρουν 'ς τὴν Ἀθήνα τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν κακὴ ἀσθένεια, ἤγουν τὰ λοῦσα. Ἔπειτα δὲν θὰ πανδρευθῇς κιόλας; Τὸ Σπῦρο θὰ κάθεσαι νὰ περετᾷς; Μὴ τὸν λυπᾶσαι. Ἡ ἀνάγκη θὰ τὸν κάμῃ νὰ κυττάξῃ ναὐρῇ δουλειά. «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς…» Οὔτε ὁ γέρως ὅμως ἔπεφτεν, οὔτε ἡ βουλὴ διελύετο. Μόνον τὰ ἱμάτια τοῦ Σπύρου διελύθησαν εἰς ράκη ἀπὸ τῆς ἐπονειδίστου «ἀεργίης». Ἡ Ἀρφανοῦλα πεισθεῖσα εἰς τὰς συμβουλὰς τοῦ «γέρω−Νίκου» τῶν Σεπολίων ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλίπῃ πλέον τὸν ἀδελφόν της. Μόνον τὸν ἔτρεφε. Φορέματα τίποτε. Δραχμὴν διὰ τὸ καφενεῖον, τίποτε. Κατ' ἀρχὰς ἐκεῖνος ἤρχισε νὰ τὴν ἀπειλῇ, ζητῶν νὰ μοιράσουν τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, τὸν παμπάλαιον οἰκίσκον τῶν Σεπολίων. Τὸν περίφημον κῆπον εἶχε μεταβάλει ὁ Κηφισσὸς εἰς κοίτην του. Ἐδέχετο δὲ νὰ ἔλθῃ εἰς συμβιβασμὸν μαζί της, ἂν τοῦ ἔδιδεν ὀλίγα κεφάλαια ν' ἀνοίξῃ ἕνα ἐμπορικάκι, ἐκεῖ κατὰ τὴν Ἁγίαν Μαρίναν. Ἦτο πληθυσμὸς παιδιῶν μικρῶν εἰς τὴν ἐργατικὴν ἐκείνην συνοικίαν κ' ἤλπιζε νὰ κερδίζῃ πολλὰ ὁ Σπῦρος ἀπὸ τὸ μικρὸν ἐμπορικάκι ψευτολογῶν τὰ μικρά. Ἀλλὰ ἡ Ἀρφανοῦλα ἦτο ἄκαμπτος. − Βάστα καλά! τῆς ἔλεγε καὶ ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς. Ἰδὼν τότε ὁ Σπῦρος ὅτι διὰ τῶν ἀπειλῶν οὐδὲν κατώρθου, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος ἐγίνετο, ἀπεφάσισε νὰ μεταχειρισθῇ τὰς δεήσεις. Εἰς τὰ τοιαῦτα, δεήσεις καὶ δάκρυα, οἱ ἀργοὶ εἶνε θαυμάσιοι· ἠμποροῦν νὰ μεταπείσουν καὶ αὐτὸν τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ νᾶ μεταβάλῃ γνώμην περὶ αὐτῶν, ὄχι τὴν γυναικεῖαν τῆς Ἀρφανούλας διάνοιαν, ἡ ὁποία ἐπείθετο ἀμέσως ὡς τὸ μικρὸν παιδίον. − Μὴ βλέπῃς, ἔλεγε κλαίων σχεδὸν ὁ Σπῦρος, μὴ ἀκούῃς. Ἀρφανοῦλα μου, μὲ κυνηγᾷ ἡ ἀτυχία. Ξέρω ἐγὼ τὴν δουλειά μου. Ἂς μὴν ἄνοιγε τὸ διπλανὸ καφενεῖο, καὶ θἄβλεπες σήμερα τὸν Σπύρο. Ἂς ἔπεφτε ὁ γέρως, νὰ διαλυθῇ ἡ βουλή, καὶ θἄβλεπες τὸν Σπύρο 'ς τὴν Πάτρα, 'ς τὴν σταφίδα νὰ γυρίσῃ πίσω μὲ χρυσᾶ ὡρολόγια. Γυνὴ ἦτο, ἀδελφή του ἦτο, εὐσπλαγχνικὴ φύσις ἦτο. Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐκάμφθη. Καὶ ὁ Σπῦρος μετά τινας ἡμέρας, ἐκεῖ παρὰ τὴν Ἁγίαν Μαρίναν, χωμένος μέσα εἰς ἕνα μικρὸν ἐμπορικάκι, γεμᾶτο ψιλικὰ ποικιλώνυμα, μὲ κατάστιχα, μὲ καλαμάρια, καὶ πέννες νὰ σημειώνῃ, μὲ ἀπομεινάρια τοῦ ἐργοστασίου τῆς Ἀρφανούλας διὰ τὰς πτωχὰς ἐκεῖ κορασίδας, ποῦ τρελλαίνονται γιὰ ἕνα φτερό, ἢ γιὰ ἕνα ψευδοάνθος, ἐπώλει, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ καὶ ὁ ἴδιος τί κάμνει. − Πῆγες καμμιὰ μέρα, νὰ ἰδῇς τί κάμνει ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός σου; Ἠρώτησε μετά τινας μῆνας τὴν Ἀρφανοῦλαν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, θυμωμένος διότι δὲν εἰσηκούσθη. − Εἶχα καιρόν; … Ἀπήντησεν ἡ Ἀρφανοῦλα. Ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὅμως, τὰκ−τὰκ περιερχόμενος ὅλας τὰς συνοικίας καθ' ἑκάστην, εἶχε καιρόν. Καὶ ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίναν ἄνοιξεν ἕνα ἐμπορικάκι ποῦ πωλεῖ φθηνά, πάμφθηνα, ποῦ δὲ ζητάει τὰ βερεσέδια ὁ ἐμποράκος, ποῦ δὲν σημειόνει, ποῦ τὸν γελᾶνε τὰ παιδάκια καὶ τὰ κοριτσάκια· ποὺ τοῦ κλέβουν τὰ κονδύλια καὶ τὴς πλάκαις καὶ τὴς κορδελίτσαις ἀπὸ μπροστὰ ἀπο τὰ μάτια του, καὶ τόσα ἄλλα. Ἡ Ἀρφανοῦλα τὰ εἶπεν αὐτὰ εἰς τὸν ἀδελφόν της, χωρὶς ν' ἀναφέρῃ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν. Ἀλλ' ὁ Σπῦρος τὰ διέψευδεν. Ἔλεγεν ὅτι τὰ διαδίδει αὐτὰ ἕνας φούρναρης ἐκεῖ δίπλα του, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ εἶδεν ὅτι τὸ μαγαζάκι του ἔκαμνε δουλειά, παρήγγειλε καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ ἔφκιασαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον μιὰ μόστρα καὶ ἔβαλε κάμποσα ψιλικὰ καὶ αὐτὸς καὶ τὰ κατέβασεν ἐλεεινά, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι τοῦ ἔκοψε τοῦ Σπύρου τοὺς μουστερῆδες. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε κατεργάρης καὶ ὅσα σπίτια δὲν στέλνουν τὰ παιδιά τους νὰ ψωνίσουν τὰ ψιλικὰ ἀπὸ αὐτόν, δὲν τοὺς δίνει ψωμὶ κρέντιτο. Νά, αὐτὰ εἶνε τὰ σωστά. Ὅτι δηλαδή, Ἀρφανοῦλα μου, ἡ ἀτυχία μὲ κυνηγᾷ· καὶ νὰ πῇς χαιρετίσματα εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν ὅτι ὁ Σπῦρος εἰμπορεῖ νὰ εἶνε ἄτυχος, τεμπέλης ὅμως δὲν εἶνε. Ἡ Ἀρφανοῦλα ἕνεκα συσσωρεύσεως παραγγελιῶν ἐν τῷ ἐργοστασίῳ, δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ φροντίσῃ ἐγκαίρως· καὶ οὕτως μὲ τὴν νέαν ἐπιχείρησιν τοῦ ἀδελφοῦ της ἐζημιώθη ἄλλας χιλίας δραχμάς. Ἐπῆγε νὰ σκάσῃ ἀπὸ τὸν θυμόν του ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς. Ἀλλ' ἐνόμιζε πλέον ὅτι ἡ Ἀρφανοῦλα ἔβαλε γνῶσιν, ὅτε τὴν παραμονὴν τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἐλθὼν νὰ χαιρετίσῃ τὴν ἀνεψιάν του διὰ τὰ Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει καὶ ἡτοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια καὶ ἀθύρματα πολλά, σωρὸν μεγάλον. Ὁ Σπῦρος ἔλειπε. − Τί εἶν' αὐτὰ Ἀρφανοῦλα; ἠρώτησεν ὁ θεῖός της. Κἄτι πολλὰ δῶρα θὰ κάμῃς ἐφέτος. Μήπως τὸν ἀρραβώνιασες τὸν Σπῦρο, κρυφὰ ἀπὸ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν; Νὰ σοῦ πῶ, δὲν θὰ ἦταν ἄσχημα. Ὁ γάμος εἶνε σἂν τὸ τυπογραφικὸ πιεστήριον καὶ μπορεῖ νὰ στρώσῃ καὶ ὁ Σπῦρος. Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐγέλασε. Καὶ διηγήθη εἶτα εἰς τὸν θεῖόν της τὰ συμβαίνοντα. −Τί νὰ σοῦ πῶ, μπάρμπα−Σταυρῆ. Τὸν λυπήθηκα. Δὲν βαστᾷ ἡ ψυχή μου. Δὲν ἔχει παντελόνι νὰ φορέσῃ. Ἔπεσε 'ς τὰ πόδια μου μὲ τὰ δάκρυα, σἂν μωρό, καὶ μοῦ εἶπεν. Ἀπ' τὸν Θεὸν καὶ στὰ χέρια σου, ἀδελφούλα μου. Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σὲ βαρύνω. Δάνεισέ μου ἕνα κατοστάρικο νὰ στήσω 'ς τὴν Καπνικαρέα ἕνα τραπέζι νὰ πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, νὰ βγάλω μιὰ φορεσιὰ ροῦχα τὸ ἐλάχιστο. Σὲ λίγαις ἡμέραις θὰ τὸν φᾶνε τὸν Γέρω, τέλος πάντων. Καὶ ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σὲ βαρύνω. Τὸ βλέπω κ' ἐγώ. Κοντζάμ ἄνδρας ὡς ἐκεῖ ἐπάνω, νὰ μένω χωρὶς δουλειά! Φταίει καὶ ὁ μακαρίτης ὁ γέρω−Λαχανᾶς. Ὅταν μοῦ ἔλεγε, βρὲ Σπυράκι μου, βρὲ Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αὐτὸς μέσα 'ς τὸν ἱδρῶτα καὶ τὰ χώματα, ἔπρεπε νὰ σηκώσῃ τὴν τσάπα του νὰ μοῦ κάμῃ μιὰ τρύπα 'ς τὸ ξερό μου, νὰ ἔμβῃ μέσα ὀλίγη γνῶσις. Καὶ ἔκλαιεν ὁ καϋμένος… Τὸν λυπήθηκα μπάρμπα−Σταυρῆ. Ἔπειτα νὰ ποῦμε καὶ τοῦ φτωχοῦ τὸ δίκαιο. Τὸν κυνηγᾷ καὶ ἡ κακοτυχία. Δὲν εἶνε μονάχη ἡ κακομοιριά. − Μὰ δὲν ξέρεις, κορίτσι μου, ὅτι ὅπου κακομοιριά, ἐκεῖ καὶ κακοτυχία;… Οὕτω λοιπὸν ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, μὲ τὴν πονηρίαν του καὶ μὲ τὴν φυσικὴν ἀγαθότητα τῆς Ἀρφανούλας τὰ κατάφερε πάλιν· καὶ τὸν εἴδομεν τὴν παραμονὴν τῆς πρωτοχρονιᾶς πρωῒ − πρωΐ, παρὰ τὸ Ἅγιον Βῆμα τῆς Καπνικαρέας, ἐμπρὸς εἰς μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα εὐθηνὰ ἀθυρμάτια, στρέφοντα, τῇ συμβουλῇ τοῦ θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν ἐκεῖ θρηνητικῶς, πρώτην − πρώτην αὐτήν, ὡς τὸ ἐγερτήριον τῆς μεγάλης ἐμπορικῆς ὁδοῦ, τὴν τρελλὴν ἐκείνην ἡμέραν. Ἀλλὰ μόλις ἐξηφανίσθη ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς μὲ τὰ τρία ξύλα του, ὡς εἴδομεν, καὶ ψεκάδες πυκναὶ ἤρχισαν νὰ πίπτουν. Ὁ ἄνεμος ἐτράπη πρὸς τὸ βορειοανατολικὸν τοῦ ὁρίζοντος καὶ μετ' ὀλίγον βροχὴ δαρτὴ ἤρχισε νὰ πίπτῃ. Θόρυβος ἐπηκολούθησε τότε καὶ ταραχὴ μεγάλη εἰς τὰς πέριξ ἐκεῖ ἄλλας τραπέζας τῶν παιγνιοπωλῶν, καὶ φωναὶ καὶ βλασφημίαι ἠκούσθησαν. Ἄλλοι μὲ λευκὰς σινδόνας ἐσκέπαζον τὰ πρὸς πώλησιν ἀθύρματα, ὡς νὰ τὰ ἐσαβάνοναν, καὶ ἄλλοι εἰσεκόμιζον τὰς τραπέζας των εἰς τὰ ἐγγὺς ἐμπορικά. Οἱ ἔμποροι, ἀπηλπισμένοι συνέκρουον τὰς χεῖράς των ὡς οἱ σταφιδοκτήμονες, βραχείσης τῆς σταφίδος. Οἱ ὑπάλληλοί των ἐγελοῦσαν σκαστά. Ὁ Σπῦρος τότε τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, ἀνοίξας τὴν ὀμβρέλλαν του, εἶχεν αὐτὴν τὴν πρόνοιαν, μὲ ὅλην τὴν ἀνικανότητά του ἦτο γεμάτος πονηρίαν, ἀνέμενε νὰ παύσῃ ἡ βροχὴ κ' ἐξηκολούθει νὰ συστρέφῃ τὴν τεραστίαν ροκάναν. Οὐδεὶς διαβάτης ἐτόλμησε νὰ προβάλῃ ἐπὶ τόσας ὥρας καὶ ἐκινδύνευε νὰ κηδευθῇ ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἔτους ἐκείνου ἄνευ τῆς προπομπῆς, ἀλλὰ μόνον μὲ τοὺς θρηνητικοὺς κρωγμοὺς τῆς ροκάνας τοῦ Σπύρου, τοῦ υἱοῦ τοῦ γέρω−Λαχανᾶ. Διότι ἀληθῶς μετ' ὀλίγον ὁρμητικὴ θύελλα ἐκραγεῖσα, θαρρεῖς καὶ ἀπέλυσεν ἐπὶ τῆς πόλεως ὁλόκληρον τροῦμπαν. Καταρράκται κατακλυσμοῦ ἀνοίχθησαν καὶ ρεῦμα μετὰ ἠχηρᾶς βοῆς κατῆλθεν ἀμέσως ἀπὸ τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖον παρέσυρε πᾶν τὸ προστυχόν. Οἱ ἔμποροι ἔσπευδον ν' ἀποσύρωσιν ἀπὸ τῶν θυρῶν των τὰ πρὸς πώλησιν πράγματα. Ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Σπύρου, μὴ προνοήσαντος νὰ τὴν εἰσαγάγῃ ἐγκαίρως εἴς τι ἐμπορικόν, ὡς ἔπραξαν πρὸ μικροῦ οἱ ἄλλοι παιγνιοπῶλαι, ἀνετράπη φεῦ! καὶ τὰ παίγνια ὅλα καὶ ὅλα τὰ ἀθύρματά του οἰκτρῶς παρεσύρθησαν ὑπὸ τοῦ χειμάρρου κ' ἐξηφανίσθησαν εἰς τὴν ἐκεῖ πλησίον μεγάλην καταβόθραν. Καὶ ἐσώθη μόνος ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, ὡς ὁ τελευταῖος ἄγγελος τοῦ Ἰώβ, ἵνα ἀναγγείλῃ τὴν θλιβερὰν εἴδησιν εἰς τὴν ἀδελφήν του. − Πὲς χαιρετίσματα εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ, εἶπε θρηνῶν ὁ Σπῦρος, πές του ποῦ ξέρῃ νὰ κάνῃ τὸ ξυλόσοφο, ὅτι ὁ Σπῦρος δὲν εἶνε τεμπέλης, ἀλλὰ τὸν κατατρέχει ἡ ἀτυχία… Κατόπιν, μετὰ μεσημβρίαν, ὁ οὐρανὸς τῆς Ἀττικῆς, ὁ ἀπατεών, ἐξαστέρωσε κ' ἔγεινεν ἀρκετὴ κίνησις, ὁ δὲ σχηματισθεὶς βόρβορος συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ ἀνυψώσῃ εἰς βακχικὴν τελετήν, τὴν γενομένην ἐκεῖνο τὸ ἔτος παρέλασιν τῶν Ἀθηναίων. − Δὲν ξεύρω, τέλος πάντων, ἔλεγεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ἐλθὼν τὴν ἐπαύριον νὰ χαιρετίσῃ τὴν Ἀρφανοῦλαν, δὲν ξεύρω ποῖος πταίει, ὁ ἀδελφός σου ἢ ἡ ἀτυχία του. Σοῦ τὸ εἶπα ὅμως καὶ ἄλλαις φοραίς. Ὅπου κακομοιριὰ ἐκεῖ καὶ ἀτυχία. Ἔπειτα ἐσὺ διαβάζεις βιβλία. Δὲν ξεύρεις ὅτι «κακομοίρης» θὰ πῇ ἄτυχος; Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε, ἐτελείωσεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, ὅτι ἂν ὁ Σπῦρος ἐπήγαινεν ἀπὸ μικρὸς σὲ κανένα Μοναστῆρι, μποροῦσε σήμερα νὰ εἶνε κάτι τι. Κ' ἐκτύπησε τὸν ξύλινον πόδα του κραταιῶς ἐπὶ τοῦ πατώματος, ὡς νὰ ἐκτυποῦσε τὴν κεφαλήν του, διότι δὲν τὸ εἶπεν αὐτό, ὅταν ἔπρεπε. |
Aλ. Μωραϊτίδης, Διηγήματα, πρόλ. Βλ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, Σιδέρης, 1921, σ.σ.161−180