ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Μποέμ (Χατζόπουλος, Μήτσος)
Τα σιγάρα του Τριανταφυλλίδου
ΤΑ ΣΙΓΑΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥΘὰ συγκατένευε νὰ τὸν νυμφευθῇ ὑπὸ ἕνα τιποτένιον μέν, ἀλλὰ τόσον δύσκολον, καὶ διὰ τοὺς δύο ὅρον. Νὰ παύσῃ νὰ καπνίζῃ εἰς τὸ μέλλον. Καὶ τὴν ἰδιοτροπίαν του ταύτην τὴν ἐνίσχυε περισσότερον ἡ … πενθερά του. Δι' αὐτήν, ἡ ἀποφορὰ τοῦ καπνοῦ − οὔφ! καλὲ τὶ ἀηδία − ἦτο μαρτύριον. Καὶ εὑρέθη ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰ στενά· μανιώδης αὐτὸς καπνιστής, νὰ τοῦ ἐπιβληθῇ μία γυναῖκα, ἕνα κοριτσάκι, νὰ κόψῃ τὸ σιγάρο… Ἀλλὰ διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ, ἐνέδωκεν, ἔπαυσε νὰ καπνίζῃ καὶ ἐνυμφεύθησαν. Μετὰ τὸ ἀπαραίτητον ταξεῖδι τοῦ γάμου, ὁ γαμβρὸς γεμάτος δροσιὰ καὶ ὑγείαν ἔφερεν εἰς τὸ σπίτι τῆς πενθερᾶς του πολὺ μελαγχολικὴν τὴν κόρην της. Καὶ ἡ μήτηρ μὲ πολὺ μεγάλην ἔκπληξίν της, ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ γαμβρός της καθ' ὅλον τὸ μακρὸν ταξεῖδι, ὑπῆρξε καλὸς καὶ εὔθυμος φίλος, ἀλλὰ τίποτε περισσότερον! Καὶ ἡ ἀτυχὴς κόρη ἦτο τόσον ὠχρὰ καὶ τόσον περίλυπος! Ἐξεμάνη ἡ πενθερὰ καὶ μετὰ τὸ γεῦμα εἰς μίαν γωνίαν τῆς αἰθούσης ἐπετίμησε ζωηρῶς τὸν γαμβρόν της. Ἐκεῖνος ὕψωσεν ἀδιαφόρως τοὺς ὤμους του, καὶ εἶπε μὲ στεναγμόν, παρακολουθῶν διὰ μελαγχολικοῦ βλέμματος τὰ πυκνὰ νέφη τοῦ καπνοῦ τῶν σιγάρων τῶν λοιπῶν συνδαιτυμόνων ποῦ ἔπνιγαν τὴν κομψὴν αἴθουσαν. − Μὰ εἶνε δυνατόν! Δὲν ἐννοεῖτε, ὅτι ὅποιος ἐκάπνιζε μιὰ φορὰ καὶ δὲν καπνίζει πλέον… Κόρη καὶ μήτηρ τότε ἠναγκάσθησαν νὰ ἐνδώσουν. Ἡ δευτέρα μάλιστα ἐφώναξε τὸν ὑπηρέτην ἀμέσως: − Πήγαινε, γρήγορα ἐδῶ στὸ καπνοπωλεῖο τοῦ Τριανταφυλλίδου, ὁδὸς Σταδίου, βιζαβὶ στοῦ Λουμπιὲ καὶ πάρε ἕνα μικρὸ πακετάκι σιγαρέττα. Εἰς δύο ὥρας διήρκεσε ἡ μετὰ τὸ γεῦμα μικρὰ συναναστροφή, ὁ γαμβρὸς ἐξέκαμε καὶ τὰ 12 ἀρωματώδη σιγαρέττα τοῦ πακέτου ὑπομειδιῶν εὐφροσύνως. Τὴν ἑπομένην ἦτο περασμένο μεσημέρι ἤδη − ἡ πενθερά του ἐναγωνίως ἀνέμενε τὴν ἀφύπνισιν τοῦ νεαροῦ ζεύγους. Ἦλθον τέλος εἰς τὴν τράπεζαν. Πόσον τώρα ἦτο ὠχρὸς ἐκεῖνος, καὶ πόσον ἦτο ροδαλὴ αὕτη. Εἰς μίαν στιγμήν, μήτηρ καὶ κόρη συνεννοήθησαν, καὶ ἡ πενθερὰ ἀνέπνευσεν εἰς τὸ ψιθύρισμα τῆς κόρης της συνοδευόμενο ἀπὸ πονηρὸν χαμόγελον: − Μαμᾶ, εἶχε δίκαιον ὁ καϋμένος ὁ ἀνδρούλης μου. Ἄχ, τὶ λαμπρὰ σιγάρα! Καὶ ἡ πενθερὰ τότε πρὸς τὸν ὑπηρέτην χαμηλόνουσα τὴν φωνήν. − Παιδί, πήγαινε γρήγορα στὸ καπνοπωλεῖο τοῦ Τριανταφυλλίδου βιζαβὶ στοῦ Λουμπιὲ καὶ πάρε δύο μεγάλα πακέτα σιγαρέττα, ἀπὸ τὰ ἴδια ποῦ πήρατε χθὲς, ἕνα γιὰ τὸν κύριον καὶ ἕνα γιὰ… τὸν πενθερόν του! |
Μποέμ,Διηγήματα του ποδόγυρου, Αθήνα, τυπογ. Μ. Σαλίβερου, 1899, σ.σ. 59−60