ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Λυκούδης, Εμμανουήλ

Ιεραί συγκινήσεις των κάτω άκρων (απόσπασμα)

Αλλὰ μοῦ συνέβη νὰ συναντήσω καὶ κάτι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον. Συνέπεσε νὰ ἴδω αὐτόπτης, μίαν ἀτομικὴν ἁπλῶς δυστυχίαν, ἡ ὁποία οὔτε εἶχε κἄν γενικώτερον χαρακτῆρα, ὄχι νὰ προκαλέσῃ ἐκ συγκινήσεως τὴν ἀνάγκην τοῦ γλεντιοῦ, ἀλλὰ τοὐναντίον νὰ τὸ κόψῃ, νὰ τὸ τερματίσῃ, τὸ γλέντι, μὲ μίαν γενικωτέραν ἐπέκτασιν τῆς ψυχολογίας τοῦ ποιητοῦ, ὅστις ἀπαιτεῖ νὰ τὴ διώχνει ἡ λύπη τὴ χαρά, καὶ νὰ σωπαίνουν τὴ βιολιά, ὅταν νεκρὸς περνάει.

Εἶπον κατ' ἐπέκτασιν τῆς ψυχολογίας τοῦ ποιητοῦ διότι, σημειώσατε δὲν ἐπρόκειτο κἄν περὶ κανενὸς νεκροῦ· ἁπλῶς περὶ ζώσης δυστυχίας καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰς συνήθεις, ἐὰν θέλετε.

Ἀλλ' αὐτὴ ἡ ἀνεξήγητος ἐπίδρασις μιᾶς ξένης δυστυχίας ἐπὶ τῶν καρδιῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς τὸ ἀπόγειον τοῦ γλεντιοῦ, εὐτυχεῖς καὶ φαιδροί, ἐννοεῖται, χωρὶς νὰ εἶναι καμμία ἀνάγκη νὰ τὸ εἴπω, ὅτι εἶχεν ἐκδηλωθῆ εἰς τοὺς ἀντίποδας τῶν κοινωνικῶν κύκλων, διὰ τοὺς ὁποίους ὡμίλησα ἀνωτέρω, εἰς μίαν συντροφιὰν ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ κοσμάκη, ὅλως διόλου τῆς κάτω τάξεως.

Ἡ τρελλὴ ἀποκρηὰ εἶχε λήξει ἀπὸ τῆς προτεραίας. Καὶ λόγῳ τῆς κεκτημένης ταχύτητος, καὶ κατ' ἐφαρμογὴν τοῦ φυσικοῦ νόμου τῆς ἀδρανείας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπίσης καὶ ὀλίγον ψυχολογικὸς νόμος, ἐξηκολούθουν τὰ ᾄσματα, οἱ κύκλοι καὶ οἱ ὑπαίθριοι χοροὶ τῆς καθαρᾶς δευτέρας.

Ἦτο ἡ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Καὶ ὁ κώδων μιᾶς ἐκκλησίας εἰς τὴν Πλάκαν ἐκάλει τοὺς πολὺ ἀραιοὺς πιστοὺς νὰ εἰσέλθουν διὰ νὰ ἀκούσουν τὸ «Κύριε τῶν Δυνάμεων».

Εἰς μίαν γωνίαν τῆς ὁδοῦ κατέκειτο εἷς παράλυτος ἄνθρωπος, μὲ τὰ κάτω ἄκρα τελείως νεκρά. Ἡ νεκρωμένη μορφή του, τὸ ἀπολύτως ἄτονον βλέμμα, ἡ τρομακτικὴ ἀτροφία, τὴν ὁποίαν ἐξήγγελλον τὰ νεκρωμένα ὀστᾶ, ὡς ἕτοιμα νὰ διατρυπήσουν τὸ δέρμα προέδιδον τὴν θανάσιμον νόσον τοῦ νωτιαίου μυελοῦ. Δὲν ἦτο, ὄχι, συνήθης ἐπαίτης. Ἦτο ἐκ τῶν τραγικωτέρων ναυαγίων τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀποκλείσῃ ἀπὸ τὸν λιμένα τοῦ Ἀσύλου τῶν Ἀνιάτων ἡ ἀπορία τοῦ ἱδρύματος.

Κόρη δέκα ἐτῶν περίπου, ἐγγόνη του, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὠχρὰ ὠς ἐκεῖνος μὲ τὴν σφραγίδα τῆς πείνης, τὴν ὁποίαν καμμία ἀγυρτικὴ προσπάθεια δὲν ἠμπορεῖ νὰ πλαστογραφήσῃ, ῥακένδυτος ὡς ἐκεῖνος, ἔτεινεν ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν χεῖρα εἰς τὸ ἔλεος τῶν διαβατῶν.

Τὸν εἶχε ξαπλώσει ἐκεῖ ἡ μικρά, διότι ἐκεῖθεν ἦτο ἡ διάβασις τῶν εὐσεβῶν διὰ τὸν ἑσπερινόν.

Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ καθαρὰ δευτέρα ἦτο στεῖρα εἰς ἔλεος. Εἴτε ἀναλγησία, εἴτε διότι, ἕνεκα τῆς πλημμύρας τῆς ἐπαιτείας, εἶναι πολὺ δύσκολον νὰ διακρίνῃ κανεὶς τὴν ἀληθινὴν δυστυχίαν, ὅλοι ἀντιπαρήρχοντο πρὸ τοῦ δυσμοίρου τούτου.

Ἀντιπαρῆλθε ἐπίσης πρὸ αὐτοῦ, κωφὴ εἰς τὰς επικλήσεις τῆς μικρᾶς, μία εὐσεβὴς Δέσποινα, ἕν μέλος τοῦ Συλλόγου τῆς Ἀναπλάσεως, καὶ εἷς μεγαλοπρεπεστάτου ἐξωτερικοῦ ἀρχιμανδρίτης.

Καὶ ἐνῶ ἐκρούετο ὁ κώδων τοῦ ναοῦ, εἷς ἀσεβὴς ὅμιλος ἀπὸ δύο νέους τῆς συνοικίας ἐν μέθῃ, μὲ δύο μικρὰς ῥαπτρίας ἐξαδέλφας (ἀληθινὰ ἐξαδέλφας) τοῦ ἑνὸς ἐξ αὐτῶν διῆλθεν ᾄδων.

Ἡ μικρὰ κόρη, τοῦ παραλύτου ἡ συνοδός, προσέβλεψε μετ' ἀνεκράστου ὀδύνης τὸν φαιδρὸν ὅμιλον.

Ἀλλὰ καὶ ὁ παράλυτος εἶχε φαίνεται εἰς τὸ βλέμμα του τὸ ὑελῶδες πολὺ τὸ τραγικόν.

Τότε ἡ φαιδρὰ συντροφιὰ ἐστάθη κύκλῳ τῶν δύο τούτων ὄντων· ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἐστάθη, προκειμένου περὶ τῶν δύο νέων δὲν εἶναι κυριολεξία, διότι προσεπάθουν μόνον νὰ σταθοῦν, ἀλλ' ἐκλονίζοντο ὡς κλυδωνιζόμεναι λέμβοι.

Μία ἀπὸ τὰς δύο συνοδούς των ἐψιθύρισε τότε μὲ φωνὴν βραχνὴν ἀπὸ τὰ τραγούδια:

−Τὸ καϋμένο τὸ κορίτζι ἀποκρηὰ ποῦ τὴν κάνει.

Καὶ εἰς τὴν φωνὴν αὐτὴν ἀπήντησεν ὡς ἠχώ, πολὺ περισσότερον βραχνὴ ἡ φωνὴ τοῦ ἑνὸς συντρόφου των.

−Γι' ἄλλους τὰ γλέντια κ' ἡ χαραῖς.

Καὶ γι' ἄλλους τέτοιαις συμφοραῖς.

Δὲν ἐχρειάζετο περισσότερον.

−Τί τὴ θέλουμε τώρα τὴ μπύρα εἶπεν ὁ ἄλλος; Σώνει πλειὰ τὸ γλέντι. Ἕνας περίπατος, ὡς τῆς Κολόνναις, γιὰ φρεσκάρισμα, καὶ ἔπειτα διάλυσις. Γιὰ τὴν ὥρα ἀδειάστε τῆς τσέπαις σας.

−Μπράβο Μῆτσο, εἶπε ἡ μία ἀπὸ τὰς δύο ῥαπτρίας. Ἔτσι σὲ θέλω!

Ἐν παρενθέσει δὲ σημειώνω ὅτι ὁ Μῆτσος οὗτος, ὁ ὁποῖος τόσον ἐνθουσίασε τὴν μικράν, ὥστε νὰ ἐκχειλίσῃ ἐλαφρὰ πλημμύρα δακρύων εἰς τὰ μάτια της, δὲν ἦτο ὁ ἐξάδελφός της.

Ἀμέσως τότε ἀνεστράφησαν τσέπαις γελέκων καὶ τσέπαις περισκελίδων. Ὁ ἔρανος ἀπέφερε 10 καὶ 70, τὰς ὁποίας ἔθεσαν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ παραλύτου.

−Πάρτα, καϋμένε γέρο, εἶπεν ὁ Μῆτσος. Δὲν μᾶς χρειάζεται μπύρα· ἐσένα ὅμως καὶ τοῦ κοριτζιοῦ σᾶς χρειάζεται ψωμί.

Ὁ δυστυχὴς ἄνθρωπος δὲν ἐπίστευε τοὺς ὀφθαλμούς του, δὲν ἐτόλμα νὰ ἀποσύρῃ τὴν χεῖρα τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑπερπληρώσει ὁ θησαυρὸς τῆς ἐλεημοσύνης. Ἡ μικρὰ ἐγέλα καὶ ἐκτύπα τὰς παλάμας. Εἷναι, φαίνεται, καὶ αὐτὸ τρόπος ἐκδηλώσεως τῆς εὐγνωμοσύνης, ὅταν συμπέσῃ ποτὲ νὰ ἦναι ἀληθινή.

Καὶ ὁ φαιδρὸς ὅμιλος ἐξεκίνησεν.

Ἀλλ' αἱ δύο μικραὶ τῆς συντροφιᾶς ἐφαίνοντο πολὺ πεισμωμέναι. Αἴσθημα ἐντροπῆς καὶ λύπης, ὅτι δὲν εἶχαν καὶ αὐταὶ νὰ δώσουν τίποτε, ἦτο ἡ αἰτία αὐτοῦ τοῦ πείσματος.

Ἔξαφνα ἐστάθησαν καὶ ἐκρυφομίλουν. Καὶ ἀμέσως ἡ μία ἐξ αὐτῶν εἶπεν εἰς τοὺς καβαλιέρους

Γυρίστε πίσω.

Ἐπέστραψαν ἐκεῖνοι· καὶ πρὶν προφθάσουν καλὰ καλὰ νὰ ἀντιληφθοῦν τὶ θέλουν αἱ μικραί, ἡ μία ἐξήγαγεν ἀπὸ τὸν δάκτυλόν της ἕν μικρὸν δακτυλίδι χρυσό, πενιχρὸ πρωτοχρονιάτικο δῶρον τοῦ Μήτσου τὸ ὁποῖον ἦτο ὁ πρόδρομος τοῦ δακτυλίου τοῦ ἀρραβῶνος των, καὶ τὸ ἐφόρεσεν εἰς τὸν δάκτυλον τῆς μικρᾶς συνοδοῦ τοῦ παραλύτου· ἡ ἄλλη ἔκαμε τὸ αὐτὸ μὲ τὰ δύο μικρά της σκολαρίκια.

Καὶ χωρὶς νὰ ἀναμείνουν στιγμὴν διὰ νὰ ἀκούσουν τὰς εὐχὰς τῶν εὐεργετηθέντων, ἐστράφησαν καὶ μὲ φαιδρὸν βῆμα ἀπεμακρύνθησαν. Φαίνεται δὲ ὅτι αὐτό ποῦ ἔκαμαν τοὺς ἐμέθυσε περισσότερον τοὺς νέους. Διότι ἤρχισαν πάλιν τὸ τραγοῦδι μὲ πολὺ περισσοτέραν διάθεσιν.

Δὲν θέλω νὰ δουλεύῃς καλέ, Δὲν θέλω νὰ δουλεύῃς νὰ βασανίζεσαι

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην διῆλθε πρὸ τοῦ γέροντος καὶ τῆς μικρᾶς, εἷς ἐλλόγιμος καθηγητὴς τῶν Ἱερῶν. Ἀλλ' οὔτε αὐτὸς τοὺς εἶδεν, οὔτε ἐκεῖνοι ἐφρόντισαν νὰ τείνουν τὴν χεῖρα.