ΔΙΠΛΟΣ ΠΟΝΟΣ
Χρυσῆ ἀράχνη μυστικὰ τὸν ἔρωτά μου ὑφαίνει
κ' εἶν' ἡ ἀγάπη μου κρυφὴ κ' ἐντροπαλὰ κρυμμένη.
Κ' ἡ πειὸ λεπτὴ ἀναπνοὴ ὅπου 'ςτὸν κόσμο ἐστάθη
ἄν τὴν φυσήσῃ μιὰ στιγμὴ ἐσχίστηκε κ' ἐχάθη.
Μόνον ἐκείνη π' ἀγαπῶ 'ςτὸ πλάϊ μου διαβαίνει
καὶ σἄν νὰ βλέπῃ κἄτι τι μὰ δὲν καταλαβαίνει,
γιατὶ ποτὲ δὲν ἔμαθε κι' οὔτε ποτὲ θὰ μάθῃ
πῶς κρύβω τὴν εἰκόνα της μέσ' 'ςτῆς καρδιᾶς τὰ βάθη.
Κι' ὅταν σιμά μου ἔρχεται καὶ χίλια λόγια ἀρχίζει,
τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἀγάπη μου 'μπροστά της ξεχειλίζει
καὶ θέλει μ' ἕνα δάκρυο 'ςτὰ μάτια νὰ φανῇ,
Φεύγω προτοῦ τὸ δάκρυ μου 'ςτὰ βλέφαρά μου φθάσῃ,
γιατὶ ἐκείνη ἅμα τὸ 'δῇ 'μπορεῖ καὶ νὰ γελάσῃ,
κ' ἔτσι διπλὸς ὁ πόνος μου, διπλὸς θὲ νὰ γενῇ.
|
Ιωάννης Πολέμης, Χειμωνανθοί, Αθήνα, Σιδέρης, χ.χ.έ., σ. 12