ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας
Eideneier, H. Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο έως σήμερα, από τη Ραψωδία στο Ραπ.
Δώρης Κ. Κυριαζής
Eideneier, H. 2004. Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο έως σήμερα, από τη Ραψωδία στο Ραπ. Μτφρ. Ευ. Θωμαδάκη. Αθήνα: Παπαδήμα. Τίτλος πρωτοτύπου: Von Rhapsodie zu Rap. Aspekte der griechischen Sprachgeschichte von Homer bis heute (Tübingen: Gunter Narr Verlag, 1999).
Καθώς η τελευταία δεκαπενταετία εμφανίζεται ιδιαίτερα παραγωγική σε βιβλία που καταπιάνονται με την ιστορία της ελληνικής, αναρωτιέται κανείς αν η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε λόγους εκδοτικής συγκυρίας ή είναι απόρροια της ανάγκης αναπροσαρμογής και διεύρυνσης του ερευνητικού ορίζοντα υπό το φως νέων στοιχείων και απόψεων. Και αν -δεδομένου του κύρους και της μακράς θητείας των συγγραφέων τους στα ελληνικά γράμματα- ισχύει απ' ό,τι φαίνεται το δεύτερο, κατά πόσο διαφοροποιούνται μεταξύ τους και τί ποιοτικά καινούριο προσθέτουν οι νέοι αυτοί τίτλοι;
Το τελευταίο ερώτημα εκφράζει ιδίως τον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος, εκτός από τρεις γραμμένες στη γλώσσα του ιστορίες της ελληνικής, (ο λόγος για τη συλλογική έκδοση του ΕΛΙΑ σε επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκη (2000) και του ΚΕΓ σε επιμέλεια Α.-Φ. Χριστίδη, (2001) καθώς και για το βιβλίο του Α.-Φ. Χριστίδη (ΙΝΣ, 2005)) έχει στη διάθεσή του και τις μεταφράσεις άλλων πέντε (με σειρά εμφάνισής τους στην Ελλάδα τις ιστορίες των Browning (1991, μετάφραση της αναθεωρημένης αγγλικής έκδοσης του 1983˙ η μετάφραση της πρώτης έκδοσης του 1969 κυκλοφόρησε το 1972), Tonnet (1995, γαλλ. έκδ. 1993), του Adrados (2003, ισπ. έκδ. 1999), Eideneier (2004, γερμ. έκδ. 1999) και του Horrocks (2006, αγγλ. έκδ. 1997)) προορισμένων αρχικά για το αντίστοιχο αγγλόφωνο, γαλλόφωνο, ισπανόφωνο και γερμανόφωνο κοινό.
Ο «μάλλον εμπρηστικός» -όπως ο ίδιος ο Eideneier τον χαρακτηρίζει (σελ. 22)- τίτλος του βιβλίου αποτυπώνει με σαφήνεια την πρόθεση του συγγραφέα και απαντά στα ερωτήματα που μόλις θέσαμε: διαχρονική προσέγγιση (από τον Όμηρο έως σήμερα) όψεων της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, με σταθερό σημείο αναφοράς την έννοια της προφορικότητας («από τη Ραψωδία στο Ραπ»), η οποία εξετάζεται με «την επιστημονική ματιά της σύγχρονης ευρωπαϊκής αντίληψης» (σελ. 135). Η λέξη όψεις αντικατοπτρίζει την πρόθεση του συγγραφέα να μην επιχειρήσει μια συνολική περιγραφή και ανάλυση του αντικειμένου, και ταυτόχρονα του δίνει την ευχέρεια να εστιάσει σε ζητήματα που του είναι πιο οικεία ή που πιστεύει ότι έχουν ανοίξει νέους δρόμους στην έρευνα. Μέσα «από επανεπεξεργασμένες σκέψεις, εν μέρει ίσως ακόμη και από προκλητικά αναδρομικά συμπεράσματα σχετικά με το παρελθόν που βασίζονται στο παρόν» (σελ. 21), ο Eideneier έρχεται να ταράξει τα «αργοκίνητα νερά» ενός χώρου που δίνει την εντύπωση ότι έχει εξαντλήσει πολλά από τα ερευνητικά του περιθώρια.
Με κεντρικό άξονα την οπτική που αναφέρεται στην ενότητα λόγου, μέλους και ρυθμού, ο Eideneier εκθέτει σε χρονολογική σειρά τα γλωσσικά δεδομένα των διαφόρων εποχών, δίνοντας τη γενική εικόνα για την καθεμιά (ελληνιστική, πρώιμο Βυζάντιο, όψιμος Μεσαίωνας, μεταβυζαντινή Tουρκοκρατία, «νεοελληνική περίοδος», μελλοντικές προοπτικές). Η εικόνα αυτή ενισχύεται από ένα ή περισσότερα δείγματα κειμένων και από τα ανάλογα γλωσσοϊστορικά σχόλια, που είναι είτε εισαγωγικά είτε συμπερασματικά. Τα πρώτα προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τη συζήτηση που ακολουθεί στα επιμέρους κεφάλαια, ενώ με τα δεύτερα επιχειρείται ένα είδος ανακεφαλαίωσης της έως τώρα έρευνας, που οδηγεί συχνά στη διατύπωση νέων ερευνητικών υποθέσεων.
Έτσι, η συνεισφορά του βιβλίου «…μπορεί να ορίζεται από την οπτική που αποκτά ο φιλόλογος όταν ασχολείται με προφορικότητα και γραπτό λόγο, με «κύκλο αναγνωστών», τρόπο ανάγνωσης και «κύκλο ακροατών» της ελληνικής λογοτεχνίας του παρελθόντος (σελ. 20).
Οι προλογικές και προγραμματικές αυτές κατευθύνσεις -όπου έγκειται και η πρωτοτυπία του βιβλίου- αναπτύσσονται περαιτέρω στην εκτενή Εισαγωγή (η οποία αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο), που επιμερίζεται σε δύο ασύμμετρες από πλευράς έκτασης υποενότητες: «Από την αρχαία ελληνική στη νέα ελληνική: Αρχές διαίρεσης σε περιόδους» (σελ. 25-28) και «Προφορικότητα έναντι γραπτού λόγου» (σελ. 29-62).
Στην πρώτη υποενότητα, χωρίς αξιώσεις πρωτοτυπίας (μας έχει ήδη προειδοποιήσει ότι σε τέτοιου είδους θέματα υιοθετεί τα πορίσματα της νεότερης έρευνας), ο συγγραφέας αναφέρεται επιγραμματικά στην μετεξέλιξη της ελληνικής από αρχαία σε νέα με ενδιάμεσο σταθμό την ελληνιστική κοινή, και βρίσκει εύλογη τη σύνδεση της γλωσσικής ιστορίας με εξωτερικά ιστορικά γεγονότα (σελ. 27). Ωστόσο, επειδή κατά την περίοδο αυτή το είδος των πηγών αλλάζει ριζικά, είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε με τη δέουσα προσοχή τα απλά αφηγηματικά κείμενα, όπου βρίσκουμε «για πρώτη φορά γλωσσικά φαινόμενα, των οποίων οι απαρχές ή η προηγούμενη εξάπλωση δεν μπορεί να αποτιμηθεί ή να αποδειχτεί» (ό.π.). Το ίδιο συμβαίνει αργότερα και με τα πρώτα δείγματα της δημώδους ποίησης του 12ου αιώνα, οι νεωτερισμοί των οποίων δεν μαρτυρούνται από παλαιότερες γραπτές πηγές. Άξια προσοχής είναι και τα «…προβλήματα ορισμού [που] προκύπτουν από την ποικιλία υφολογικών επιπέδων που χαρακτηρίζει όλες τις περιόδους της μακράς ιστορίας της ελληνικής γλώσσας», καθώς «τα επίπεδα αυτά εξελίσσονται παράλληλα το ένα με το άλλο, διατέμνονται, συμφύρονται και στη συνέχεια διαχωρίζονται ξανά» (σελ. 27).
Σε αντίθεση με την προηγούμενη, η β΄ υποενότητα μας οδηγεί σε άγνωστους και δύσβατους, εξερευνημένους μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, τόπους, των οποίων η προσεκτική περιδιάβαση θα διευρύνει την οπτική γωνία του αναγνώστη, εφοδιάζοντάς τον με το αναγκαίο υπόβαθρο για την κατανόηση των υπόλοιπων κεφαλαίων.
Κατά τον συγγραφέα, «από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν [ελληνικά] γραπτά κείμενα, ποιητικά ή πεζά, δεν αποτελούσαν απλώς καταγραφές, αλλά έργα τέχνης που μπορούσαν να αναπαραχθούν και τα οποία προσλαμβάνονταν ακουστικά από τους αποδέκτες τους μέσω της καλλιτεχνικής τους εκφοράς» (σελ. 29). Επρόκειτο για έντεχνο λόγο που, σε αντιδιαστολή με την καθημερινή γλώσσα του λαού, είχε τη δική του μετρική ή ρυθμική δομή, απαραίτητη για την προφορική εκφορά του. Με άλλα λόγια, οι συνθήκες (ανα)παραγωγής και πρόσληψης του έντεχνου γραπτού λόγου καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την έννοια της προφορικότητας.
Από την άλλη, «ο συγγραφέας, ως συνθέτης, χρησιμοποιούσε ένα σημειακό σύστημα [γερμ. Notenschrift], που εκφραζόταν από τα ίδια τα γραφήματα του ελληνικού αλφαβήτου» (σελ. 32). Στη συνέχεια ο Eideneier θέτει προς διεξοδική συζήτηση το ερώτημα «Για ποιο σκοπό χρειάζονταν οι αρχαίοι Έλληνες το αλφάβητο», για να απαντήσει, ακολουθώντας τον Powell, ότι το εφηύραν «για να καταγραφεί ο Όμηρος» (σελ. 44), και αυτό, ως γνωστόν, το πέτυχαν δίνοντας φωνηεντική αξία σε ορισμένα σύμβολα του συμφωνικού φοινικικού αλφαβήτου. Κατά τον Eideneier, η ελληνική γραφή υπήρξε και συνέχισε να είναι ένα σύστημα αλφαβητικής απόδοσης, αρχικά της «μετρικής» ποίησης και, στη συνέχεια, του «ρυθμικού» πεζού λόγου (σελ. 44). Μια σύνοψη των επιχειρημάτων που υποστηρίζουν την άποψη ότι με το αλφάβητο αποδίδεται μόνον η γλώσσα της λογοτεχνίας επιχειρείται στη σελ. 54 του βιβλίου.
Επειδή και ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί ότι οι θέσεις αυτές δεν έχουν κερδίσει αναγνώριση από την κλασική φιλολογία (σελ. 44), θα μπορούσε να αντιταχθεί πως δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς κλασικός φιλόλογος για να έχει επιφυλάξεις σχετικά με την ουσία αλλά και τον σχεδόν απόλυτο τρόπο διατύπωσης της θεωρίας αυτής. Όπως γράφει η R. Thomas (2001, 237), «από τον καιρό που οι Έλληνες πήραν το αλφάβητο από τους Φοίνικες (8ος αι. π.Χ.) χρησιμοποίησαν τη γραφή για πρακτικές λειτουργίες της καθημερινής ζωής και ποτέ αυτή δεν έγινε αποκλειστική δεξιότητα κάποιας κλειστής τάξης γραφέων». Εξάλλου «η θεωρία αυτή στηρίζεται στην αναπόδεικτη παραδοχή ότι τα ομηρικά έπη είναι τα παλαιότερα ελληνικά κείμενα», αφού τουλάχιστον για την Ιλιάδα υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συντέθηκε γύρω στα μέσα του 7ου αι. ή λίγο αργότερα (Βουτυράς 2001, 215-16).
Πριν περάσουμε στην παρουσίαση των επιμέρους κεφαλαίων, είναι ανάγκη να επαναλάβουμε ότι η κατανόηση του βιβλίου προϋποθέτει τη νοερή απαλλαγή μας από τη σύγχρονη συνήθεια της σιωπηλής (ά-φωνης) ανάγνωσης: «Ο "μοναχικός αναγνώστης" εμφανίζεται αποδεδειγμένα μόνον μετά την εισαγωγή της τυπογραφίας, όχι στην κλασική εποχή, ούτε σε καμιά μεταγενέστερη περίοδο της εξέλιξης του ελληνικού πολιτισμού» (σελ. 39).
Το δεύτερο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Διάλεκτοι-Κοινή-Διάλεκτοι». Ο συγγραφέας θεωρεί την κοινή ως «μια γραπτή μορφή γλώσσας, που υπάκουε … στις βασικές προδιαγραφές του γραπτού λόγου, ο οποίος πρώτ' απ' όλα έπρεπε να εξασφαλίζει τη δυνατότητα πρόσληψης του κειμένου από ακροατές…» (σελ. 68). Το αν, «παράλληλα με τη γραπτή κοινή, υπήρξε και μια ομιλούμενη κοινή δεν είναι καθόλου βέβαιο, και επιστημονικά είναι δύσκολο να αποδειχτεί» (ό.π.). Στο σημείο αυτό, εφαρμόζοντας πιο χαλαρά κριτήρια ορισμού, θα ήταν ίσως χρησιμότερο να μιλάμε για την ύπαρξη μιας προφορικής κοινής με χαρακτηριστικά διατοπικής (οριζόντιας) και διαστρωματικής (κάθετης) ποικιλομορφίας, αλλά και με έναν υποτυπώδη έστω κοινό ιστό, που τροφοδοτούνταν και από την επίδραση της γραπτής κοινής στην ομιλουμένη, στο πλαίσιο της αμφίδρομης σχέσης τους. Άλλωστε, η επισήμανση του συγγραφέα ότι «… πρέπει να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών εκείνων, στις οποίες ομιλούνταν ελληνικές διάλεκτοι, και σε εκείνες, στις οποίες ομιλούνταν μη ελληνικές τοπικές γλώσσες» (σελ. 69), οδηγεί στη σκέψη πως στις περιοχές με αλλόγλωσσο υπόστρωμα επικράτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την εμφάνιση της ομιλούμενης κοινής.
Σχετικά με το ζήτημα της σχέσης της ελληνιστικής κοινής με τις αρχαίες και τις νέες ελληνικές διαλέκτους, ο συγγραφέας σημειώνει ότι δεν ευσταθεί πλέον η παλαιότερη άποψη (του Γ. Χατζιδάκι κ.ά.) σύμφωνα με την οποία οι αρχαίες διάλεκτοι υποχωρούν αφήνοντας στη θέση τους την κοινή, ενώ μέσα από τους κόλπους της κοινής ξεπηδούν νέες διάλεκτοι, που δεν σχετίζονται με τις αρχαίες. Η γραπτή κοινή της ελληνιστικής εποχής αντικατοπτρίζει μια γλωσσική κατάσταση σε εξέλιξη (σελ. 75), όπου διαπιστώνουμε πως, γενικά, πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις αποκλίσεων προαναγγέλλουν μεταγενέστερες κανονικότητες (σελ. 78).
Το τρίτο κεφάλαιο αφιερώνεται στο «Πρώιμο Βυζάντιο» και αρχίζει με κάποιες επισημάνσεις γύρω από την «γραπτή προφορικότητα». Ο συγγραφέας υιοθετεί την άποψη της Fleischmann ότι ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας χαρακτηριζόταν από «προφορικότητα», με την έννοια ότι το γραπτό κείμενο γραφόταν καθ' υπαγόρευση και το διάβασμα ισοδυναμούσε με ανάγνωση viva voce, και ότι «αν ο αναγνώστης ήθελε να κατανοήσει κείμενο καταγεγραμμένο σε χειρόγραφο… ήταν υποχρεωμένος να το εκφωνήσει δυνατά» (σελ. 92). Αν, επομένως, «δεχτούμε την άποψη ότι ο μεσαιωνικός γραφέας, ακριβώς όπως οι προκάτοχοί του στην αρχαιότητα, έγραφε "τραγουδώντας"» (σελ. 93), είναι ανάγκη «να επισημάνουμε τις συνέπειες τέτοιων προβληματισμών σχετικά με τις καταγραφές κειμένων που μας παραδόθηκαν από το βυζαντινό μεσαίωνα» (ό.π).
Έτσι, καθώς η μεταβολή της προφοράς επέβαλε τον επαναπροσδιορισμό των ποσοτικών διαφοροποιήσεων, οι οποίες πλέον δεν αντιστοιχούσαν στα αρχαία μέτρα που ήταν συνδεδεμένα με την ιστορική ορθογραφία, καθώς επίσης άλλαζε μάλλον η ίδια η μελογραφία, «για τη δήλωσή της δεν επαρκεί η υπάρχουσα ιστορική ορθογραφία», αλλά «καθίσταται απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν νέα, επιπρόσθετα "εκφωνητικά" βοηθητικά σημεία» (σελ. 94). Πρόκειται για τα νεύματα, τα οποία εμφανίζονται στη νέα, εκκλησιαστική ποίηση. Για την καλλιτεχνική παρουσίαση μεσαιωνικών ελληνικών πεζών κειμένων, το βασικότερο από τα οποία ήταν το Ευαγγέλιο, παρότι δεν κρίθηκε απαραίτητη η χρήση πρόσθετων βοηθητικών σημείων, η ορθή εκφώνησή τους «βοηθείται από τη ρυθμιστική σηματοδότηση είτε του τέλους της φράσης με τον επονομαζόμενο "νόμο της φραστικής απόληξης (clausula)", είτε της αρχής της φράσης, κυρίως με τη βοήθεια μορίων που εμφανίζονται στην πρώτη ή τη δεύτερη θέση της προτασικής δομής» (ό.π.).
Ύστερα από την εξέταση δειγμάτων κειμένων (Ακάθιστος Ύμνος, Βίος του Αγίου Συμεών του δια Χριστόν Σαλού), ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι και κατά τη μεσαιωνική περίοδο ο ελληνικός ποιητικός και πεζός λόγος εξακολουθούν να εκφέρονται προφορικά μπροστά σε ακροατήριο (σελ. 111).
Το τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ακμή Βυζαντίου και Φραγκοκρατία», ξεκινάει με έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην «πολυπολιτισμική και πολυεθνική βυζαντινή αυτοκρατορία» και τη σημερινή γλωσσική κατάσταση στη δυτική Ευρώπη, ως προς τον ρόλο της ελληνικής τότε και της αγγλικής σήμερα, για να υπογραμμιστεί πως «η εκμάθηση και η κατοχή μιας κυρίαρχης διοικητικής γλώσσας δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η γραπτή πολιτισμική παράδοση αυτής της κυρίαρχης γλώσσας αποτελεί και όργανο λογοτεχνικής έκφρασης για όλους όσους δεν έχουν τη γλώσσα αυτή μητρική τους» (σελ. 113).
Κείμενα της περιόδου αυτής, όπως τα Πτωχοπροδρομικά ή τα Ακριτικά, δίνουν αφορμή στον συγγραφέα να επαναφέρει το ζήτημα της σχέσης των αρχαίων διαλέκτων με τις επόμενες φάσεις της ελληνικής. Γράφει πως οι ΑΕ διάλεκτοι, στον βαθμό που επιβίωσαν, «αποτελούσαν το υπόστρωμα της προφορικής γλώσσας του μεσαίωνα» (σελ. 117). Από την άλλη, υπήρχε «μια μορφή "ποιητικής κοινής", που… προσαρμοζόταν στις εκάστοτε τοπικές συνθήκες…, αλλά παρ' όλ' αυτά χαρακτηριζόταν κατά κύριο λόγο από στοιχεία αυτής της Κοινής, παρά από στοιχεία της εκάστοτε τοπικής διαλέκτου» (σελ. 117). Ωστόσο, καθώς η βυζαντινή αυτοκρατορία περιορίζεται στον ελληνόφωνο χώρο γίνεται όλο και πιο ισχνό και το αίτημα για λογοτεχνική παραγωγή που κινείται σε υπερτοπικό και πολυεθνικό επίπεδο (σελ. 128). Ύστερα από το 1204, και κυρίως μετά το 1453, με τη συρρίκνωση των δυνατοτήτων μόρφωσης στη λόγια ελληνική, αυξάνεται αντίστοιχα ο αριθμός έργων που γράφονται και παραδίδονται σε δημώδη γλώσσα (βλ. Χρονικό του Μορέως).
Ενδιαφέρουσες είναι και οι παρατηρήσεις του συγγραφέα σχετικά με τις εκδόσεις δημωδών κειμένων, η ορθότητα και η αυθεντικότητα των οποίων «δεν ισοδυναμεί με ένα αποκαταστημένο πρωταρχικό κείμενο», όπως συμβαίνει με τα κείμενα λόγιας παράδοσης (σελ. 120). Κατά τον Eideneier πρέπει να επιχειρείται χωριστά η έκδοση των διαφορετικών εκδοχών ενός κειμένου, αφού «σε κάθε εκδοχή κωδικοποιείται η μορφή που είχε το κείμενο μιαν ορισμένη εποχή» (σελ. 134).
Το πέμπτο κεφάλαιο στρέφεται γύρω από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατά την οποία «τα σπουδαία έργα της κοσμικής λογοτεχνίας μεταφράζονται τώρα σε ένα γλωσσικό ιδίωμα, που είναι από όλους κατανοητό, και χαρακτηρίζονται ως "αφηγηματικά πεζά κείμενα σε δημώδη γλώσσα"» (σελ. 148). Παρά τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος, το νήμα που ενώνει την περίοδο αυτή με τις προηγούμενες φάσεις της ελληνικής παραμένει ακόμη διακριτό: «Τέτοιου είδους κείμενα, σημειώνει ο συγγραφέας, προϋπέθεταν προφορική παρουσίαση μπροστά σε ακροατήριο», και δομικό τους χαρακτηριστικό είναι τα «πάγια συντακτικά σχήματα», οι λεγόμενες λογοτυπικές φράσεις, που, «εκτός των καθαρά συντακτικών κανόνων, υπακούουν και σε μια "ρυθμική σύνταξη", όπως περίπου τα λογοτυπικά ημιστίχια υπακούουν σε μια ποιητική σύνταξη» (σελ. 149).
Εξετάζοντας διαδοχικές εκδοχές ενός μύθου του Αισώπου (Γυνή και γεωργός), που εκτείνονται σε χρονικό βάθος πολλών αιώνων, ο συγγραφέας-δάσκαλος δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να παρακολουθήσει διαχρονικά πώς το ίδιο περιεχόμενο χωράει σε διαφορετικά λεξιλογικά, μορφολογικά, συντακτικά και (προπάντων) υφολογικά καλούπια. Ο Eideneier παρατηρεί και πάλι πως «χαρακτηριστική για την εξέλιξη αυτή δεν είναι τόσο η αδιάκοπη επικράτηση όλο και πιο χαμηλού υφολογικού επιπέδου, όσο η εναλλαγή υψηλότερων και χαμηλότερων μορφών ύφους, ανάλογα με τις προτιμήσεις και το συρμό της εποχής» (σελ. 150). Αφού παραθέσει και σχολιάσει τις επιμέρους εκδοχές του μύθου, ο δάσκαλος-συγγραφέας εφαρμόζει την εξήγησιν. Πρόκειται για μέθοδο όπου «ο μαθητής μαθαίνει … συνώνυμα, ώστε να ανταποκριθεί στην απαίτηση "εμπλουτίζω και διευρύνω το λεξιλόγιό μου"» (σελ. 180). Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρόκειται επίσης για ένα υποδειγματικό πανεπιστημιακό μάθημα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας.
Το έκτο κατά σειρά και προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου φέρει τον τίτλο «"Modern Greek"», όπου τόσο τα εισαγωγικά όσο και η αγγλική διατύπωση αποτελούν σκόπιμη, πιστεύουμε, επιλογή του συγγραφέα, για να υπογραμμίσει πως επρόκειτο για ένα τεχνητό εν πολλοίς δημιούργημα που δεν βασιζόταν στη φυσιολογική εξέλιξη της γλώσσας.
Ο Eideneier καταπιάνεται με τις συνθήκες γέννησης και διάδοσης του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και (σπάνιων) δειγμάτων της αστικής ποίησης, πάνω στην κοίτη της προηγούμενης προφορικής ποιητικής παράδοσης. Ταυτόχρονα αναλύει τα αίτια που οδήγησαν στη «διακοπή της βυζαντινής αφηγηματικής παράδοσης που μεταδιδόταν προφορικά», η οποία αρχίζει να συντελείται γύρω στα 1830 και σηματοδοτείται από τη μετατροπή του ακροατή ρυθμικών ενοτήτων σε αναγνώστη (σελ. 222). Στο σημείο αυτό γεννάται το ερώτημα αν η μετατροπή αυτή αποτελεί μια ιδιαιτερότητα του ελληνικού πολιτισμού ή παρατηρείται ενδεχομένως και σε άλλους λαούς και πολιτισμούς.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Προοπτικές: Έλληνες και Ευρώπη» διατυπώνονται σκέψεις για τη θέση της νέας ελληνικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο (βάσει του αριθμού ομιλητών της κατατάσσεται στις λεγόμενες «ασθενείς γλώσσες»), αλλά και επισημαίνεται ξεκάθαρα ο ιδεολογικός κίνδυνος «λανθασμένης αποτίμησης» της θέσης αυτής και γενικά της γλωσσικής πραγματικότητας που ισχύει σήμερα στην Ευρώπη (σελ. 246). Στο ολίσθημα αυτό μπορεί να οδηγήσει το γεγονός ότι «οι -αρχαίοι- Έλληνες εκπροσωπούνται γλωσσικά σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες με πολύ δυναμικό τρόπο», πράγμα που οφείλεται στον ιδεολογικό πυρήνα του ευρωπαϊκού ουμανισμού του 18ου και 19ου αιώνα και όχι στην παρέμβαση των σύγχρονων ομιλητών της ελληνικής (σελ. 246).
Με το βιβλίο αυτό ο καθηγητής H. Eideneier επανέρχεται σε θέσεις και προβληματισμούς που είχε αναπτύξει και σε παλαιότερα άρθρα του. Η πολλαπλή τεκμηρίωση όσων υποστηρίζονται αποτελεί μια από τις αρετές του. Το κάπως δασκαλίστικο ύφος -με την παράθεση πολλών παραδειγμάτων και παραθεμάτων- δεν κουράζει, αλλά, αντιθέτως, καθιστά πιο ενδιαφέρουσα τη (σιωπηλή) ανάγνωση.
Η προσεκτική επιλογή των εικόνων και φωτογραφιών, που με ασυνήθιστη για τέτοιου είδους εκδόσεις συχνότητα συνοδεύουν την ύλη του βιβλίου, προσδίδει στον τόμο χάρη και καλαισθησία και τον καθιστά πιο εύληπτο. Στο σημείο αυτό μπορεί να συγκριθεί με τις Ιστορίες της ελληνικής που εξέδωσαν τα τελευταία χρόνια το ΕΛΙΑ (1999) και τα ΚΕΓ & ΙΝΣ (2001). Πετυχημένη είναι επίσης και η επιλογή παραθεμάτων και ρήσεων από διάφορους συγγραφείς και ανθρώπους του πνεύματος, που εμφανίζονται στην αρχή κάθε κεφαλαίου προϊδεάζοντας για τη συζήτηση που ακολουθεί. Στην ελληνική έκδοση έγιναν κάποιες βιβλιογραφικές προσθήκες, που δεν αναιρούν τον επιλεκτικό χαρακτήρα της βιβλιογραφίας, η οποία περιορίζεται σε ουσιαστικές συμβολές στα ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να ακούσουν διαλέξεις του Eideneier βρίσκουν στο βιβλίο αυτό ίχνη της ζωντάνιας και ευρηματικότητας του προφορικού του λόγου (βλ. π.χ. την εκλογή της «Μις Ερωτόκαστρου» στη σελ. 135). Οι πρωτότυπες συμβολές, το πρωτοδημοσιευμένο υλικό (βλ. Το ποίημα της Νερίνης και του Φιλάντου, σελ. 210) και τα αντίστοιχα συμπεράσματα αποδεικνύουν σε τι βαθμό επωφελήθηκαν από αυτή την πολυετή και αμφίδρομη σχέση αγάπης τόσο ο συγγραφέας όσο και τα ελληνικά γράμματα.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην επιτυχία της ελληνικής έκδοσης της Ιστορίας του Eideneier συνέβαλε αναμφίβολα και η προσεγμένη μετάφραση της Ευ. Θωμαδάκη, που με τη σειρά της απέδειξε πόσο σημαντικό είναι τέτοιου είδους εργασίες να αναλαμβάνονται από θεράποντες του χώρου.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Βουτυράς, Ε. 2001. Η εισαγωγή του αλφαβήτου. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 210-217. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
- Thomas, R. 2001. Αλφαβητισμός και προφορικότητα στην κλασική περίοδο. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 237-246. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].