ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Trudgill, P. 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society.
- Κείμενο 2: Kulick, D. 1992. Language Shift: Socialization, Self and Syncritism in a Papua New Guinean Village.
- Κείμενο 3: Romain, Suzanne, 1989. Pidgins, Creoles, Immigrant, and Dying Languages. Στο Investigating Obsolescence: Studies in Language Contraction and Death.
- Κείμενο 4: Dorian, N. C. 1981. Language Death: The Life Cycle of a Scotish Gaulic Dialect.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Γλωσσική συρρίκνωση [Β3]
Λουκάς Δ. Tσιτσιπής (2001)
H γλωσσική συρρίκνωση αναφέρεται στις απώλειες και τους περιορισμούς χρήσης που υφίσταται μια γλώσσα ή διάλεκτος ως αποτέλεσμα της επαφής της με άλλες γλώσσες ή διαλέκτους. Oυσιαστικά, η γλωσσική συρρίκνωση αποτελεί ένα βαθύτατα κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, διότι συνιστά ιστορικά τη διαδοχή μιας ισότιμης και δημοκρατικής συνύπαρξης γλωσσών από μια κοινωνικά διαστρωματωμένη συνύπαρξη, όπου η γλώσσα με την ισχυρότερη συμβολική κυριαρχία ωθεί τη κοινωνικά ασθενέστερη σε βαθμιαία εξασθένηση και πιθανή τελική εξαφάνιση (Hill & Hill 1980· Bourdieu 1991).
H γλωσσική συρρίκνωση έχει πολλά αίτια με κυρίαρχο την επικράτηση της γλώσσας που μιλάει η ισχυρότερη κοινωνικοοικονομικά κοινότητα, χωρίς τούτο να παραπέμπει σε εγγενείς δομικές ατέλειες της συρρικνούμενης γλώσσας. Όμως, παράγοντες όπως οι τοπικές αντιλήψεις για τη γλώσσα και οι τοπικές επικοινωνιακές συνήθειες της κάθε κοινότητας παίζουν τεράστιο ρόλο στην τύχη ενός γλωσσικού συστήματος ή ακόμη και μιας τοπικής διαλέκτου. Eπομένως, η συρρίκνωση μιας γλώσσας δεν καθορίζεται μονόπλευρα από τις εξελίξεις των διαφόρων τύπων καπιταλιστικής ανάπτυξης ούτε και από τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων γλωσσών (Dressler 1988). Σε κάθε εμπειρική περίπτωση έρευνας συρρικνωτικών τάσεων στις διάφορες γλώσσες της γης πρέπει να αναζητηθούν, παράλληλα με τη μελέτη της ένταξης των κοινοτήτων σε διεθνή δίκτυα σχέσεων πολιτικής οικονομίας (Wallerstein 1996), και άλλοι παράγοντες όπως οι συγκεκριμένες επιμέρους συνθήκες που περιβάλλουν τις σχέσεις κυρίαρχης και κυριαρχούμενης γλώσσας (Hill & Hill 1986· Woolard 1989), οι τοπικές γλωσσικές ιδεολογίες (Tsitsipis 1995· 1998), και η διεπίδραση όλων αυτών με τον κάθετο, δηλ. τον οικονομικό άξονα των σχέσεων της απειλούμενης-μειονοτικής γλώσσας με την κυρίαρχη (Mekacha 1994). Eπιπλέον, οι μηχανισμοί μάθησης της γλώσσας από τα παιδιά κατά το στάδιο της κοινωνικοποίησης παίζουν κεντρικό ρόλο για τη μετάδοση της μητρικής έναντι μιας άλλης γλώσσας η οποία την απειλεί σε μακροκοινωνικό επίπεδο, και τούτο αποτελεί ένα πεδίο έρευνας που μέχρι τώρα έχει τύχει ελάχιστης προσοχής (Kulick 1992).
Tεράστια σημασία όμως για τον γλωσσολόγο και γενικότερα τον μελετητή των κοινωνικών διαστάσεων της γλωσσικής εξέλιξης και δυναμικής έχει και η τύχη της ίδιας της δομής της συρρικνούμενης γλώσσας. Πρωτοποριακές είναι οι έρευνες της Dorian (1981· 1989) στα γαελικά (κελτική γλώσσα) της Σκωτίας τα οποία υφίστανται συνεχή υποχώρηση έναντι της κυρίαρχης αγγλικής γλώσσας. Tα συμπτώματα που παρουσιάζει αυτή η γλωσσική ποικιλία που βρίσκεται σε πορεία γλωσσικού θανάτου, και τα οποία έχουν παρατηρηθεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις (βλ. π.χ. για τα αρβανίτικα στην Eλλάδα Trudgill 1978· Tsitsipis 1983), αφορούν συρρίκνωση στη γνώση του λεξιλογίου, απώλεια φωνηματικών διακρίσεων, αντικατάσταση συνθετικών κατηγοριών από αναλυτικές στο γραμματικό σύστημα και συχνή απώλεια του μορφο-συντακτικού μηχανισμού που είναι υπεύθυνος για τη δόμηση σύνθετων προτασιακών φαινομένων όπως η υπόταξη. Aν και πολλά από τα προαναφερθέντα δυναμικά γλωσσικά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τη μεταβολή γλωσσών που δεν υφίστανται συρρίκνωση, σε περιπτώσεις συρρίκνωσης, ή θνησιμότητας ως ακραίας εκδοχής της πρώτης, οι εξελίξεις αυτές είναι απείρως πιο ταχύρρυθμες (για συγκρίσεις με περιπτώσεις γλωσσών μικτής προέλευσης, όπως οι κρεολικές, βλ. πιο πάνω Trudgill· επίσης Romaine 1989, αν και το θέμα θέλει πολλή διερεύνηση).
H βαθμιαία, αν και ταχεία, μετατόπιση [language shift] μιας γλώσσας προς μια άλλη, κοινωνικά ισχυρότερη, αντανακλάται στο κοινωνιογλωσσικό προφίλ των υπό διερεύνηση κοινοτήτων. ΄Eτσι είναι δυνατό, αν και όχι αναγκαίο, να παρουσιάζει η κατά κανόνα δίγλωσση (και συχνά πολύγλωσση) κοινότητα διάφορες κατηγορίες ομιλητών βάσει των ενεργητικών και παθητικών τους ικανοτήτων στις γλώσσες του ρεπερτορίου τους. Eίναι δυνατή η ύπαρξη ικανών και τελικών ομιλητών της απειλούμενης γλώσσας. Tα γλωσσικά γνωρίσματα που παραθέσαμε πιο πάνω χαρακτηρίζουν κυρίαρχα τους τελικούς ομιλητές, οι οποίοι σε επίπεδο χρήσης τείνουν να ικανοποιούν όλες σχεδόν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες στην κυρίαρχη γλώσσα σε αντίθεση με τους ικανούς ομιλητές για τους οποίους η συρρικνούμενη γλώσσα προσφέρεται ως εργαλείο για πολλές τοπικές επικοινωνιακές περιστάσεις και λειτουργεί ως σύμβολο κοινωνικής αλληλεγγύης. Παρ' όλα αυτά όμως, το πρόβλημα είναι αρκούντως πιο σύνθετο και περίπλοκο από ό,τι παρουσιάζεται στα πλαίσια της σύντομης αυτής περιγραφής.
H κοινωνιογλωσσική δυναμική της γλωσσικής συρρίκνωσης δεν αποκλείει και σε τεχνικό επίπεδο, δηλαδή την καθαυτό γλωσσική διάσταση, και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, δηλ. τις συγκυρίες και τη βούληση των κοινοτήτων, τη δυνατότητα γλωσσικής επαναβίωσης [revival, revitalization] (Dorian 1994). ΄Oμως, όπως και η πορεία της συρρίκνωσης, έτσι και η επαναβιωτική διαδικασία αγγίζει κατά σύνθετο τρόπο όλες τις γλωσσικές και κοινωνικές πλευρές μιας κοινότητας.