Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Προσωδία [Α11]
Θεόφιλος Τραμπούλης (2001)
Aν προσπαθήσουμε να διαβάσουμε ένα απόσπασμα αυθόρμητου προφορικού λόγου, όπως το (1), χωρίς να "διορθώσουμε" τις ανακολουθίες, τους αναδιπλασιασμούς και τις επαναδιατυπώσεις, που αποτελούν αυτονόητα και απαραίτητα στοιχεία της προφορικότητας, θα συναντήσουμε προβλήματα στην κατανόησή του.
(1) από τη στιγμή που και εμένα στη συγκεκριμένη περίπτωση που έλεγα χθες για τη που έλεγα ότι δεν μπορώ να κλείσω το τηλέφωνο σε τέτοιες περιπτώσεις είχα μια φίλη η οποία στην έχω πει στο χω πει μια κυρία μάλλον μεγάλη ε πενηντάρα πολύ συμπαθητική πολύ έξυπνη πολύ όλα όλα με τάσεις αλκοολισμού ε και η οποία είχε χωρίσει κάνα δυο φορές στη ζωή της είχε κάνει κάνα δυο παιδιά τέλος πάντων είχε μείνει μόνη της αυτή την περίοδο και η οποία ήτανε χρόνια σε αν σε ψυχανάλυση και νια νια νια ε και τελικά αυτοκτόνησε
Αντίθετα, αν ακούσουμε το ίδιο απόσπασμα, θα αντιληφθούμε τη συνοχή του και θα αποκαταστήσουμε την ιεράρχηση των δομικών του συστατικών. Το σύνολο των ακουστικών παραμέτρων που επιτελούν λειτουργικό ρόλο στην οργάνωση και τη διάρθρωση του προφορικού λόγου ονομάζεται προσωδία.
Η προσωδία είναι το αποτέλεσμα της κινητοποίησης ενός φυσικού μηχανισμού στον οποίο συμμετέχουν ποικίλα όργανα. Σε γενικές γραμμές, η φωνή ξεκινά στους πνεύμονες, οι οποίοι εκπνέουν μια συγκεκριμένη ποσότητα αέρα, που κάνει τις φωνητικές χορδές να πάλλονται. Ανάλογα με το σημείο της αντήχησης, τη μορφή της στοματικής κοιλότητας και τα εμπόδια που θα συναντήσει -τη γλώσσα, τα δόντια, τον ουρανίσκο κλπ.-, κοντολογίς ανάλογα με τον τόπο και τον τρόπο της άρθρωσης, η φωνή θα διαμορφωθεί με τρόπο ώστε να σχηματιστούν οι φθόγγοι. Έτσι, η ποσότητα και η διάρκεια της εκπνοής καθορίζουν αντίστοιχα την ένταση και τη διάρκεια του ηχητικού σήματος, η συχνότητα με την οποία πάλλονται οι φωνητικές χορδές συνιστά τη θεμελιώδη συχνότητά του, ενώ ο τόπος και ο τρόπος της άρθρωσης διαμορφώνουν τα φασματογραφικά χαρακτηριστικά του. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε τις παύσεις, δηλαδή την εσκεμμένη ή ασυναίσθητη διακοπή της ροής του ηχητικού σήματος, και τον ρυθμό, ο οποίος, ανάλογα με τη γλώσσα, είναι συνάρτηση του αριθμού των συλλαβών που εκφωνούνται ανάμεσα σε δύο παύσεις και της εναλλαγής των τονούμενων και άτονων συλλαβών. Στο σχ. 1 παρουσιάζονται η ένταση και η θεμελιώδης συχνότητα ενός αποσπάσματος του παραδείγματος (1) -πρώτη και δεύτερη καμπύλη αντιστοίχως (…είχα μια φίλη η οποία στην έχω πει στο χω πει μια κυρία μάλλον μεγάλη ε πενηντάρα πολύ συμπαθητική πολύ έξυπνη πολύ όλα όλα…), ενώ στο σχ. 2α μεταγράφεται η θεμελιώδης συχνότητα και στο σχ. 2β τα φασματογραφικά χαρακτηριστικά του παραδείγματος (2).
(2) το σηκώνω ένας κύριος γάλλος τέλος πάντων
Η προσωδία είναι καθολικό χαρακτηριστικό της γλώσσας: όχι μόνον γιατί κάθε γλώσσα διαθέτει προσωδιακή δομή, αλλά και γιατί πολλές από τις γλωσσικές λειτουργίες των προσωδιακών συστημάτων φαίνεται πως είναι κοινές σε γλώσσες με ολότελα διαφορετική καταγωγή. Έτσι, σε όλες τις γλώσσες η άνοδος της θεμελιώδους συχνότητας υποδηλώνει πως το εκφώνημα δεν έχει ολοκληρωθεί -πολλές φορές, για παράδειγμα, έχουμε την αίσθηση πως ο ομιλητής πρόκειται να συνεχίσει τον λόγο του, μολονότι ήδη μεσολαβεί εκτεταμένη παύση (πρβ. σχ. 3, παράδειγμα (3): τέλος πάντων κάποια στιγμή κάποια πρωτοχρονιά οι γονείς της λείπουνε κι ο μεγάλος της αδερφός έχει καλέσει τους φίλους του για να περάσουν την πρωτοχρονιά· η ομιλήτρια εκφέρει το λείπουνε σε υψηλό επιτονιστικό επίπεδο, για να δηλώσει πως η αφήγηση συνεχίζεται, όπως φαίνεται και από την εισαγωγή της συνέχειας με το συνδετικό και)· αντίθετα, η μεγάλη πτώση της θεμελιώδους συχνότητας σημαίνει και το οριστικό τέλος του λόγου (πρβ. σχ. 4ε και τελικά αυτοκτόνησε). Επίσης, ορισμένες εκφωνηματικές πράξεις εκφέρονται συστηματικά στις ίδιες προσωδιακές συνθήκες: έτσι, η αναφώνηση, όπως και η συγγενική της προσταγή, παρουσιάζουν συνδυασμένη αύξηση της έντασης και της συχνότητας της φωνής, ενώ τα παρένθετα εκφωνήματα -παρεκβάσεις, διευκρινίσεις, σχόλια (πρβ. σχ. 4 κάποια πρωτοχρονιά)- παρατίθενται σε χαμηλότερη συχνότητα σε σχέση με τον κύριο λόγο. Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η προσωδία είναι το πρώτο στοιχείο της γλώσσας το οποίο αποκτούν τα νεογνά -πειράματα έχουν δείξει πως τέσσερις μέρες μετά τη γέννηση, το βρέφος είναι ικανό να διακρίνει τον επιτονισμό της μητρικής του γλώσσας- καθώς επίσης και το τελευταίο το οποίο χάνεται είτε σε περιπτώσεις αφασίας είτε κατά την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας.
Μολονότι ο φυσικός μηχανισμός είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους και μολονότι ορισμένες προσωδιακές δομές, όπως είδαμε, είναι κοινές σε όλες τις γλώσσες, η κάθε γλώσσα αξιοποιεί διαφορετικά τις παραμέτρους που συνθέτουν το ηχητικό σήμα. Πολύ συχνά είμαστε σε θέση να διακρίνουμε μια γλώσσα από μια άλλη, ακόμη κι αν δεν τις γνωρίζουμε, από τη γενική εντύπωση που μας αφήνουν οι μελωδίες τους. Πολύ συχνά επίσης συγχέουμε γλώσσες οι οποίες δεν έχουν καμία γενετική συγγένεια, μόνο και μόνο γιατί μοιάζουν κάποια προσωδιακά τους χαρακτηριστικά. Πειράματα π.χ. έχουν δείξει πως ομιλητές οι οποίοι καλούνταν να διακρίνουν σε ποια από τις τρεις γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά ή ιαπωνικά, ανήκαν ηχητικά σήματα από τα οποία είχαν αφαιρεθεί τα τεμαχιακά στοιχεία (οι λέξεις) δίσταζαν πολύ περισσότερο να επιλέξουν μεταξύ αγγλικών και ιαπωνικών παρά μεταξύ αγγλικών και γαλλικών, αν και από γενετική άποψη δεν υπάρχει καμία συγγένεια μεταξύ αγγλικών και ιαπωνικών. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως όχι μόνον η κάθε γλώσσα, αλλά και ο κάθε ομιλητής ξεχωριστά, μπορεί να αξιοποιήσει τα προσωδιακά χαρακτηριστικά που έχει στη διάθεσή του, ακόμη κι αν η γλώσσα του δεν προβλέπει για αυτά κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην κατασκευή του προφορικού λόγου: έτσι, μολονότι τα ελληνικά δεν προσδίδουν καμιά ιδιαίτερη αξία στην διάκριση μεταξύ ένρινου και άρρινου φωνήεντος, ο ομιλητής μπορεί σε συγκεκριμένες συνομιλιακές περιστάσεις να ρινικοποιήσει ορισμένα φωνήεντα, για να μιμηθεί κάποιο ύφος (π.χ. του ακκισμού) ή να επιτελέσει κάποια εκφωνηματική λειτουργία (να καταστήσει σαφέστερο λ.χ. πως εκφέρει πλάγιο λόγο μιμούμενος την προφορά κάποιου άλλου προσώπου).
Στο εσωτερικό της κάθε γλώσσας, οι προσωδιακές παράμετροι δεν επιτελούν όλες τον ίδιο ρόλο. Η θεμελιώδης συχνότητα -ο επιτονισμός- λ.χ., για να μείνουμε σε μία μόνον από αυτές, έχει ως κύρια λειτουργία τη διάρθρωση των δομικών μονάδων του εκφωνήματος. Έτσι, το σχ. 1 μας δίνει μια σαφή εικόνα του τρόπου με τον οποίο η επιτόνιση του εκφωνήματος οργανώνει τον λόγο: η ομιλήτρια ξεκινά να αφηγηθεί μια ιστορία και εδώ μας συστήνει την ηρωίδα της. Η αρχή του αποσπάσματος εκφέρεται σε υψηλή συχνότητα (είχα μια φίλη η οποία), όταν όμως διευκρινίζει στον συνομιλητή της πως η ιστορία τού είναι γνωστή, το επιτονιστικό επίπεδο κατεβαίνει (στην έχω πει στο χω πει)· ανεβαίνει πάλι για να παραθέσει τα συστατικά του προσώπου (μια κυρία μάλλον μεγάλη ε πενηντάρα πολύ συμπαθητική πολύ έξυπνη πολύ όλα όλα με τάσεις αλκοολισμού). Είναι χαρακτηριστικό πως κάθε ένα από αυτά ολοκληρώνεται με μια σημαντική άνοδο της θεμελιώδους συχνότητας, στο μάλλον, στο μεγάλη, στο πενηντάρα, στο όλα όλα, αλκοολισμού· είναι επίσης χαρακτηριστικό πως καμία άνοδος δεν είναι τόσο υψηλή όσο η προηγούμενή της. Αυτό το φαινόμενο της σταδιακής πτώσης του επιτονιστικού επιπέδου, το οποίο είναι γνωστό ως κατάθεση, οφείλεται στη φυσιολογία της ανθρώπινης φωνής, έχει όμως μια σαφή γλωσσική συνέπεια: κάθε στοιχείο που εκφέρεται χαμηλότερα, εξαρτάται από το προηγούμενό του. Λειτουργεί, έτσι, στον προφορικό λόγο ένας ακουστικός μηχανισμός υπόταξης των δομικών συστατικών του.
Το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικό και για έναν ακόμη λόγο. Δείχνει πως στον προφορικό λόγο, η προσωδία είναι αυτή που καθορίζει την ιεράρχηση των συστατικών στοιχείων της εκφώνησης, παράλληλα με τα συντακτικά σχήματα: έτσι το τροπικό επίρρημα μάλλον δεν προσδιορίζει την σημασία του επιθέτου μεγάλη, αλλά του ουσιαστικού κυρία, το οποίο διευκρινίζει και αντιδιαστέλλεται με το προηγούμενο επίθετο φίλη. Καθώς η ηλικία της ηρωίδας έχει μεγάλη απόσταση από την ηλικία της ομιλήτριας, αυτή η τελευταία προτιμά να κατατάξει το πρόσωπο της αφήγησής της στην κατηγορία "κυρίες", παρά στην κατηγορία "φίλες". Το μόνο γλωσσικό σημάδι που έχουμε γι' αυτή την ερμηνεία είναι το υψηλότερο επιτονιστικό επίπεδο του μάλλον, από το μεγάλη που ακολουθεί.
Εξάλλου, ο επιτονισμός ιεραρχεί διαδοχικά εκφωνηματικά μέρη, αλλά και το σύνολο του λόγου. Μπορούμε, έτσι, να παρακολουθήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το παράδειγμα (2) [πρβ. σχ. 2], χωρίς να λάβουμε καθόλου υπόψη μας τη σύνταξη: η παύση στο μέσο του παραδείγματος διακρίνει δύο διαδοχικά εκφωνήματα· εντούτοις, η υψηλή άνοδος πριν από την παύση δηλώνει πως τα δύο εκφωνήματα βρίσκονται σε σχέση υπόταξης. Η μεγάλη πτώση, τέλος, στα όρια του δεύτερου εκφωνήματος δηλώνει πως ένα "κεφάλαιο" της αφήγησης έχει κλείσει και πως η ενδεχόμενη συνέχεια του λόγου αυτονομείται. Η μελέτη, σε δεύτερο χρόνο, της σύνταξης και των διαλογικών δεικτών, μας επιτρέπει να περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο η προσωδία συλλειτουργεί με τα τμηματικά στοιχεία για την κατασκευή του λόγου. Ας παρατηρήσουμε εδώ πως μόνα τους τα συντακτικά στοιχεία δεν θα μας είχαν επιτρέψει να συμπεράνουμε τη λογική σχέση που συνέχει τα δύο εκφωνήματα· πράγματι, η κλασική γλωσσολογική περιγραφή θα είχε θεωρήσει το ύφος του συγκεκριμένου αποσπάσματος ως ασύνδετο ή ως παρατακτικό. Εντούτοις, η μελέτη της προσωδίας μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε πως η σύνδεση των δύο εκφωνημάτων επιτελείται σε ένα άλλο επίπεδο από αυτό της σύνταξης και πως ο επιτονισμός τα θέτει σε σχέση υπόταξης και όχι παράταξης.
Παρά τη θεμελιώδη σημασία που έχει η μελέτη της προσωδίας για την κατανόηση του γλωσσικού συστήματος, μόνο τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά την δεκαετία του '70, πολλαπλασιάστηκαν οι έρευνες γύρω από τα προσωδιακά φαινόμενα. Για το όψιμο αυτό ενδιαφέρον δεν ήταν άμοιρη η ανάπτυξη των νέων υπολογιστικών τεχνολογιών. Αφενός, γιατί με την ψηφιακή επεξεργασία της φωνής έγινε δυνατόν να επισημανθούν φαινόμενα ανεπαίσθητα μέχρι πρόσφατα στο αυτί των γλωσσολόγων, να τεθούν νέα ερωτήματα και να διευρυνθεί το πεδίο της ανάλυσης· αφετέρου, γιατί έγινε σαφές πως χωρίς τη λεπτομερή ανάλυση της προσωδίας κάθε γλώσσας δεν θα ήταν δυνατή ούτε η προφορική επικοινωνία ανθρώπου-μηχανής ούτε η αυτόματη μετάφραση δίχως τη μεσολάβηση ανθρώπινης διερμηνείας, ερευνητικές προτεραιότητες και οι δύο τόσο πανεπιστημιακών και κρατικών φορέων όσο και τηλεπικοινωνιακών οργανισμών και εταιρειών.