Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Màspero, Francesco. 1976. Grammatica della lingua greca moderna.
Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου
Màspero, Francesco. 1976. Grammatica della lingua greca moderna. Μιλάνο: Gisalpino-Goliardica. Σελ. 239.
Η Γραμματική απευθύνεται σε ιταλούς αναγνώστες που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν ή να διδαχτούν τη νέα ελληνική. Είναι γραμμένη στην ιταλική με πλήθος ελληνικών παραδειγμάτων που αποδίδονται στην ιταλική.
Στην εισαγωγή με τίτλο "Il bilinguismo greco" (Η ελληνική διγλωσσία) ο συγγραφέας αναφέρεται στο φαινόμενο της κοινωνικής διγλωσσίας που χαρακτήρισε την ελληνική, στη συνύπαρξη, δηλαδή, της καθαρεύουσας και της δημοτικής γλώσσας. Ο όρος bilinguismo (διγλωσσία), ωστόσο δεν είναι ο καταλληλότερος για τη συνύπαρξη της υψηλής και της χαμηλής ποικιλίας στη γλώσσα, μιας και το φαινόμενο της ελληνικής είναι γνωστό ότι περιγράφεται ως diglossia.
Η χρονολογία έκδοσης του έργου απαιτούσε μια ιδιαίτερη αναφορά στο γλωσσικό ζήτημα, τόσο γιατί ο συγγραφέας θέλει να αιτιολογήσει τις επιλογές του ως προς τη μορφή της ελληνικής που παρουσιάζει, όσο και γιατί ήθελε να κάνει αναφορές σε αντίστοιχα φαινόμενα κοινωνικής διγλωσσίας στην ιστορία της ιταλικής γλώσσας. Στην εισαγωγή γίνονται σύντομες αναφορές στα πρώτα γραπτά κείμενα της νεοελληνικής γλώσσας, καθώς και στις βασικές απόψεις των πρωταγωνιστών του γλωσσικού ζητήματος. Ο συγγραφέας επίσης δηλώνει (σελ. 3) ότι στο έργο του «θέλησε να αποφύγει τις ακραίες θέσεις, ακολουθώντας κυρίως τον Τριανταφυλλίδη, αλλά συγχρόνως προσπαθώντας να επιλέξει από τα γραπτά κείμενα και από τη γλώσσα του καθημερινού προφορικού λόγου εκείνες τις χρήσεις που φαίνονταν περισσότερο σταθερές και οριστικές».
Η Γραμματική διαιρείται σε τρία μεγάλα μέρη (Φωνητική, Μορφολογία και Σύνταξη) και ολοκληρώνεται με ένα επίμετρο ιστορικής γραμματικής της ελληνικής.
Στο τμήμα της Φωνητικής (σελ. 7-24) περιλαμβάνονται πληροφορίες για τη γραφή και την προφορά από την οπτική γωνία πάντοτε του ιταλού αναγνώστη, καθώς και πληροφορίες για τον τονισμό, για τα φαινόμενα συνεκφοράς φωνηέντων και συμφώνων, για τον χωρισμό των συλλαβών.
Η αφετηρία της πραγμάτευσης της σχέσης ορθογραφίας και προφοράς είναι η ορθογραφία δηλαδή δίνονται ερμηνείες για το πώς διαβάζονται τα γράμματα. Σε μια πιο σύγχρονη θεώρηση, βέβαια, θα αναμενόταν η αφετηρία να είναι η προφορά, μιας και αυτή είναι πρωτογενής, ενώ η γραφή και η ορθογραφία είναι δευτερογενείς. Έτσι η ορθογραφία παρασύρει σε χαρακτηρισμούς που επιστημονικά είναι ελέγξιμοι, όπως π.χ. ο χαρακτηρισμός των αυ,ευ (ηυ) ως διφθόγγων (σελ. 13), ενώ είναι γνωστό ότι οι συγκεκριμένες ακολουθίες γραμμάτων είναι διγράμματα. Ο συγγραφέας επισημαίνει βέβαια ότι αναφέρεται στη σύγχρονη προφορά των αρχαίων διφθόγγων. Παρ' όλα αυτά δεν λείπουν και πληροφορίες επιστημονικά ορθές και χρήσιμες για τον αλλόγλωσσο που μαθαίνει ελληνικά, όπως π.χ. αυτές για το ημίφωνο της νέας ελληνικής (σελ. 8) σε λέξεις όπως καρδιά, γυαλί. Για την αποτύπωση της φωνητικής προφοράς δεν χρησιμοποιείται το φωνητικό αλφάβητο αλλά το λατινικό με προσαρμογή τέτοια που να πλησιάζει την προφορά των φθόγγων, π.χ. η λέξη γάλα μεταγράφεται ως ghala. Σε κάθε περίπτωση είναι αξιοσημείωτη και χρήσιμη η αναφορά στη φωνητική πραγματικότητα των ελληνικών, καθώς και ο τονισμός της διαφοράς μεταξύ προφοράς και ορθογραφίας. Σε αυτό είναι σωστό να υποθέσουμε ότι έχει συμβάλει η εμπειρία του ιταλού συγγραφέα της Γραμματικής, καθώς τόσο τα ιταλικά εγχειρίδια Γραμματικής όσο και τα λεξικά περιλαμβάνουν ορθοφωνικές πληροφορίες. Δεν λείπουν, βέβαια, ορισμένα λάθη (π.χ. σελ. 12 εκδόση για την έκδοση) που μαρτυρούν ότι το κείμενο δεν έχει ελεγχθεί από έλληνα φυσικό ομιλητή.
Στο κεφάλαιο της Μορφολογίας (σελ. 25-149) παρουσιάζονται τα μέρη του λόγου με όλες τις πληροφορίες που αφορούν την κλίση τους.
Η διάκριση των ουσιαστικών σε κλίσεις ακολουθεί την αντίστοιχη διάκριση της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη (ΝΕΓ) και σύμφωνα με αυτή η πρώτη κλίση περιλαμβάνει τα αρσενικά ουσιαστικά, η δεύτερη τα θηλυκά και η τρίτη τα ουδέτερα. Οι κλίσεις διακρίνονται περαιτέρω σε τάξεις ανάλογα με το κλιτικό τους μόρφημα και στο εσωτερικό αυτών τα ουσιαστικά διακρίνονται σε ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα. Δίνονται επιπλέον πληροφορίες για τον τόνο των ουσιαστικών και τη διαίρεσή τους με βάση αυτόν. Παρόλο που η Γραμματική ακολουθεί γενικά το πνεύμα της ΝΕΓ, σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζει λόγιους τύπους (π.χ. η ελπίς, η μήτηρ). Με βάση τη ΝΕΓ γίνεται και η παρουσίαση του επιθέτου και των παραθετικών του, των αριθμητικών και των αντωνυμιών.
Τα ρήματα διακρίνονται στις δύο συζυγίες, την πρώτη των παροξύτονων ή ασυναίρετων και τη δεύτερη των οξύτονων ή συνηρημένων. Παρουσιάζονται οι διαθέσεις, οι εγκλίσεις και οι χρόνοι, δίνονται τόσο οι καταλήξεις σχηματισμού των ρημάτων όσο και παραδείγματα κλίσης. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να παραθέτει πληροφορίες που βοηθούν τον ιταλό χρήστη της Γραμματικής τονίζοντας τα σημεία διαφοροποίησης της ελληνικής από την ιταλική· π.χ. (σελ. 89) επισημαίνει ότι στην ελληνική ο πληθυντικός ευγενείας (εσείς) είναι λιγότερο συχνός, ενώ ο ενικός (εσύ) είναι πιο συνηθισμένος συγκριτικά με την ιταλική.
Τα ρήματα κατηγοριοποιούνται με βάση το θέμα τους, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον σχηματισμό του άσιγμου και του σιγματικού αορίστου. Το τμήμα του ρήματος κλείνει με κατάλογο των ανώμαλων ρημάτων, ο οποίος ταυτίζεται με τον αντίστοιχο της ΝΕΓ.
Το κεφάλαιο της Μορφολογίας ολοκληρώνεται με τη σύντομη παρουσίαση των επιρρημάτων, των προθέσεων, των συνδέσμων, των επιφωνημάτων, καθώς και των εκφράσεων χαιρετισμού.
Στο τρίτο κεφάλαιο, της Σύνταξης (σελ. 151-222), ο συγγραφέας επιλέγει ορισμένα συντακτικά φαινόμενα της ελληνικής και τα αναλύει σε περιορισμένη έκταση. Η επιλογή φαίνεται να έχει γίνει με βάση το τί μπορεί να είναι χρήσιμο στον αλλόγλωσσο που μαθαίνει την ελληνική και πιο ειδικά τον ιταλόφωνο. Π.χ. συζητά τη θέση του οριστικού και του αόριστου άρθρου στην ονοματική φράση ή την παράλειψη αυτού και επισημαίνει (σελ. 158) ότι στην ελληνική απουσιάζουν οι εμπρόθετοι έναρθροι τύποι των ουσιαστικών που στην ιταλική λειτουργούν και ως μεριστικό άρθρο. Ανάμεσα στα φαινόμενα που περιλαμβάνονται σε αυτό το κεφάλαιο είναι η χρήση των πτώσεων των ουσιαστικών, η συμφωνία ουσιαστικού και επιθέτου, οι αδύνατοι τύποι των αντωνυμιών, η σύνταξη και η σημασία των προθέσεων, ορισμένες ιδιαιτερότητες της χρήσης επιρρημάτων, καθώς και τα ρήματα που χρησιμοποιούνται και ως μεταβατικά και ως αμετάβατα, η χρήση των χρόνων και των εγκλίσεων του ρήματος. Δίνεται έμφαση σε φαινόμενα διαφοροποίησης της ιταλικής από την ελληνική, όπως π.χ. (σελ. 214) το «πώς μεταφράζονται στη νέα ελληνική τα ιταλικά απαρέμφατα» ή με τί αντιστοιχούν στην ελληνική οι περιφραστικές δομές της ιταλικής με το ρήμα stare + γερούνδιο που δηλώνουν τη διάρκεια μιας πράξης. Το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της ακολουθίας των χρόνων, του πλάγιου λόγου και της σειράς των λέξεων στην πρόταση.
Η Γραμματική συμπληρώνεται με ένα επίμετρο ιστορικής γραμματικής, στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει την ιστορική εξέλιξη ορισμένων φαινομένων από την αρχαία στη νέα ελληνική. Σε αυτά ανήκουν η σταδιακή αντικατάσταση της δοτικής από εμπρόθετες φράσεις, η εξέλιξη των εγκλίσεων του ρήματος, η απώλεια του απαρεμφάτου, η εξέλιξη ορισμένων προθέσεων, του αρνητικού μορίου κ.ά. Σε αυτό το σύντομο επίμετρο είναι προφανές ότι ο συγγραφέας απευθύνεται σε γνώστες ή μελετητές της αρχαίας ελληνικής που ενδέχεται να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την απόγονη μορφή της αρχαίας γλώσσας.
Στις ελλείψεις της γραμματικής θα πρέπει να αναφερθεί η απουσία κάποιας αναφοράς στη σύσταση του λεξιλογίου της νέας ελληνικής (κληρονομημένες λέξεις, δάνειες λέξεις, σημασιολογική εξέλιξη των αρχαίων λέξεων, παρουσία λόγιου λεξιλογίου), καθώς και στα φαινόμενα σύνθεσης και παραγωγής.
Συνοψίζοντας, η Γραμματική του Màspero φαίνεται ότι έχει γραφτεί από ξένο νεοελληνιστή που θέλει να διαδώσει και να κινήσει το ενδιαφέρον για τη νέα ελληνική. Σε όλο το έργο διακρίνεται το ενδιαφέρον και η γνώση του συγγραφέα για την ιστορία της ελληνικής, πράγμα που τον οδηγεί στο να ακολουθήσει πιστά τη ΝΕΓ στην παρουσίαση. Όλα αυτά τα στοιχεία ήταν ικανοποιητικά για το έτος έκδοσης της Γραμματικής.
Η μετάφραση της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη και στην ιταλική που ακολούθησε, καθώς και η αύξηση των διδακτικών εγχειριδίων για την ελληνική ως ξένη γλώσσα κάλυψαν έκτοτε πολλές από τις ανάγκες που επιδίωκε να ικανοποιήσει ο Màspero με τη Γραμματική του.
Ωστόσο, το έργο παραμένει μαρτυρία μιας εποχής που η νέα ελληνική τραβούσε το ενδιαφέρον των ευρωπαίων νεοελληνιστών ως τμήμα της ιστορίας μιας γλώσσας που έχει μακρύ παρελθόν, μιας γλώσσας στην οποία έχουν γραφτεί σημαντικά έργα της ανθρώπινης σκέψης, μιας γλώσσας με ευρύτερο κύρος. Αυτά τα στοιχεία καθιστούν το έργο γοητευτικό για τον αναγνώστη και στη σύγχρονη εποχή, ενώ παράλληλα παραμένει ένα χρηστικό και χρήσιμο εγχειρίδιο.