Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Eleftheriades, Ο. Modern Greek: A Contemporary Grammar.
Κώστας Κανάκης
Eleftheriades, Olga. Modern Greek: A Contemporary Grammar. Palo Alto: Pacific Books. Σελ. 546.
Η γραμματική της ελληνικής της Eleftheriades, γραμμένη στα αγγλικά, είναι ένα περιεκτικό έργο αναφοράς που απευθύνεται κυρίως σε μαθητές της ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Η συγγραφέας καταθέτει την πολυετή εμπειρία της από τη διδασκαλία της ελληνικής σε ξένους αλλά και Έλληνες σε αυτό το βιβλίο, που αναγνωρίζει τις οφειλές του στις θεωρητικές αρχές του Τριανταφυλλίδη (ο οποίος υπήρξε δάσκαλός της) και του Τζάρτζανου ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τις εξελίξεις στη νεοελληνική και έχει χρηστικό αλλά και παιδαγωγικό χαρακτήρα για την ομάδα-στόχο του. Η συγγραφέας επιχειρεί μια λεπτομερή περιγραφή των γραμματικών επιπέδων της ελληνικής με παραδοσιακούς όρους, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί συχνά την αντιπαραβολή με την αγγλική για την πληρέστερη κατανόηση των φαινομένων. Όμως, το βιβλίο της Eleftheriades αποτελεί ουσιαστικά μια παραδοσιακή ρυθμιστική γραμματική. Εκδομένο την ίδια εποχή με το έργο του Mackridge, Η νεοελληνική γλώσσα, σηματοδοτεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις νεοελληνικές σπουδές και την εκμάθηση της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας.
Αντί εισαγωγής, υπάρχει μια σύντομη ιστορία της ελληνικής γλώσσας που παρουσιάζει σε πολύ αδρές γραμμές τις εξελίξεις από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η αναφορά στον αττικισμό θεωρώ ότι βοηθά τον αναγνώστη στην κατανόηση των καταβολών του γλωσσικού ζητήματος από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και μετά. Παρότι δεν γίνεται ρητή αναφορά σε «διγλωσσία» ή «διμορφία» [diglossia], η σύντομη συζήτηση για τη δημοτική και την καθαρεύουσα είναι χρήσιμη για την εξήγηση της πολυτυπίας αλλά και των λόγιων στοιχείων που, ενώ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ΚΝΕ (κοινής νεοελληνικής), δεν ακολουθούν τη γραμματική της δημοτικής, περιπλέκοντας έτσι την περιγραφή της σύγχρονης μορφής της γλώσσας.
Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί μια προσπάθεια λεπτομερούς περιγραφής του φθογγολογικού συστήματος (φωνολογίας και φωνητικής). Η συγγραφέας εδώ χρησιμοποιεί τη γλωσσολογική διάκριση φωνήματος και αλλοφώνου αντιπαραβάλλοντας το σύστημα της ΚΝΕ με εκείνο της αγγλικής για σαφέστερη παρουσίαση και κατανόηση των ήχων. Δίνει επίσης έμφαση στη συλλαβική δομή, τον τονισμό και τον επιτονισμό, τα συμφωνικά συμπλέγματα και την κατανομή τους αλλά και στα πάθη των συμφώνων και των φωνηέντων. Το δεύτερο κεφάλαιο που αφορά το σύστημα της γραφής λειτουργεί συμπληρωματικά με το πρώτο· εστιάζει στις (αν)αντιστοιχίες ήχων και γραμμάτων, ενώ παρέχει και μια εκτενή παρουσίαση των ιδιαιτεροτήτων της γραπτής αναπαράστασης της ΚΝΕ και των προβλημάτων της ιστορικής ορθογραφίας. Παρότι γίνεται σύντομη αναφορά και στο πολυτονικό ακολουθείται το μονοτονικό σύστημα. Ωστόσο, αν και δίνεται έμφαση στη διάκριση προφοράς και γραπτής μορφής, η ενότητα (2.7) για την προφορά του «σ (ς)» (βλ. σμήνος, τις λίμνες) προκαλεί σύγχυση, αφού ανήκει μάλλον στο πρώτο κεφάλαιο.
Το τρίτο κεφάλαιο εισάγει τον αναγνώστη στη μορφολογία και τη σύνταξη. Παρότι επισημαίνει τη σχετική αξία τέτοιων διακρίσεων, η συγγραφέας υιοθετεί για πρακτικούς λόγους την παραδοσιακή διάκριση σε δέκα μέρη του λόγου. Επίσης, ενώ αναφέρεται ονομαστικά σε όλες τις κλιτικές κατηγορίες, επιλέγει να συζητήσει εδώ μόνο το γένος, τον αριθμό και την πτώση (παραπέμποντας τον αναγνώστη σε επόμενα κεφάλαια για τα υπόλοιπα), ίσως επειδή τα αμέσως επόμενα κεφάλαια πραγματεύονται τα άρθρα, τα ουσιαστικά και τα επίθετα. Το γένος και ο αριθμός εξετάζονται ακροθιγώς, ενώ περισσότερη προσοχή δίνεται στις πτώσεις και ειδικά στη γενική (3.9) και την αιτιατική (3.10). Τέλος, γίνεται σύντομη αναφορά σε απολιθωμένες εκφράσεις σε δοτική.
Το οριστικό και το αόριστο άρθρο αποτελούν το αντικείμενο του ολιγοσέλιδου τέταρτου κεφαλαίου. Επισημαίνονται οι ιδιαιτερότητες της χρήσης των άρθρων με πολλά παραδείγματα, κυρίως σε αντιπαραβολή με την αγγλική, και δίνεται βάρος στην αόριστη αναφορά χωρίς αόριστο άρθρο.
Τα ουσιαστικά εξετάζονται στο πέμπτο κεφάλαιο. Εδώ γίνεται η παραδοσιακή διάκριση των ουσιαστικών σε υποκατηγορίες βάσει σημασιολογικών χαρακτηριστικών και επισημαίνεται επιγραμματικά ο συντακτικός τους ρόλος, ενώ το βάρος πέφτει στην κλίση τους, όπως είναι φυσικό σε μια κλιτή γλώσσα με σύνθετη μορφολογία. Η κλίση των ουσιαστικών οργανώνεται με βάση τρεις διακρίσεις: α) το γένος, β) τον αριθμό των συλλαβών (ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα) και γ) τον βαθμό διαφοροποίησης των πτώσεων σε κάθε αριθμό. Έτσι προκύπτουν οι επιμέρους ομαδοποιήσεις βάσει των συγκεκριμένων καταλήξεων. Οι πίνακες, τα παραδείγματα και τα σχόλια βοηθούν την παρουσίαση. Επισημαίνεται η πολυτυπία στις διάφορες μορφές της (π.χ. γονέας/γονιός, γραμματέας/γραμματεύς, βράχοι/βράχια), όμως σε ορισμένες περιπτώσεις δίνονται σπάνιοι ή διαλεκτικοί τύποι (π.χ., οι κάβουροι ή οι καβούροι, το δάκρυ ή το δάκρυο), χωρίς αυτό να δηλώνεται καθαρά. Επίσης, στο τέλος της παρουσίασης των ουσιαστικών του κάθε γένους υπάρχει μια χρήσιμη υποενότητα με γενικές παρατηρήσεις καθώς και μια ενότητα για τις ανωμαλίες των ουσιαστικών. Θεωρώ, όμως, ότι θα έπρεπε να γίνει περισσότερη συζήτηση για τον ρόλο του γένους (βλ. και κεφ. 3).
Το έκτο κεφάλαιο πραγματεύεται τα επίθετα και ακολουθεί γενικά τον ίδιο τρόπο παρουσίασης: αναφέρεται στα σημασιολογικά και μορφολογικά τους χαρακτηριστικά και τη χρήση τους, επισημαίνοντας ότι συχνά χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά (π.χ. τα νέα), ενώ ενδέχεται επίσης να είναι δυσδιάκριτα από ουσιαστικοποιημένα επίθετα (π.χ. ξένος, λεβέντης, γενναίος). Γίνεται αναφορά στη συμφωνία επιθέτων με τα ουσιαστικά σε γένος, αριθμό και πτώση αλλά και στη θέση που παίρνει το επίθετο σε μια ονοματική φράση (π.χ. ο καλός δάσκαλος, ο δάσκαλος ο καλός, ο καλός ο δάσκαλος). Ως προς την κλίση των επιθέτων, η συγγραφέας επισημαίνει ότι σε γενικές γραμμές τα επίθετα ακολουθούν το κλιτικό παράδειγμα των ουσιαστικών με ίδια κατάληξη, παρά τις διαφορές που παρατηρούνται στον τονισμό τους, ενώ ορισμένα αρσενικά (π.χ. τα σε -ύς και -ης) κλίνονται διαφορετικά. Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση της κάθε κατηγορίας με βάση τις καταλήξεις και υπάρχουν χρήσιμα σχόλια για κοινά επίθετα που ακολουθούν το κάθε κλιτικό παράδειγμα, αναφορές στις εξαιρέσεις και συγκεντρωτικοί πίνακες. Τέλος, παρουσιάζονται λεπτομερώς τα παραθετικά των επιθέτων, προθήματα που σχηματίζουν εκφράσεις αντίστοιχες των απόλυτων υπερθετικών (π.χ., πανάκριβος, ολοφάνερος, κατάχλωμος) και επιτατικά εννοίας των παραθετικών (π.χ. του κόσμου, που υπάρχει).
Τα αριθμητικά εξετάζονται διεξοδικά σε ξεχωριστό κεφάλαιο (κεφ. 7). Αναφέρεται ότι σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται τόσο επίθετα (π.χ. δεύτερος) όσο και ουσιαστικά (π.χ. εκατομμύριο) και, εάν είναι κλιτά, ακολουθούν την κλίση των ουσιαστικών και των επιθέτων με τα οποία έχουν την ίδια κατάληξη. Γίνεται διάκριση σε απόλυτα, τακτικά, πολλαπλασιαστικά, σχετικά και συλλογικά αριθμητικά, τα οποία εξετάζονται σε επιμέρους ενότητες. Θεωρώ πολύ χρήσιμες τις μικρές ενότητες που αφορούν ειδικές χρήσεις των απόλυτων και τακτικών αριθμητικών για αναφορά στην ώρα, την ημερομηνία και την ηλικία όπως και την παρουσίαση των γραμμάτων του αλφαβήτου ως αριθμητικών.
Το όγδοο κεφάλαιο αφορά τις αντωνυμίες οι οποίες εξετάζονται ως προς τη μορφή και τη χρήση τους και διακρίνονται στις παραδοσιακές κατηγορίες βάσει σημασιολογικών κριτηρίων. Δίνεται έμφαση τόσο στις κλιτές μορφές τους όσο και στον συντακτικό τους ρόλο σε διάφορες δομές με πολλά εύληπτα παραδείγματα και διευκρινιστικά σχόλια. Παράλληλα, η διδακτική εμπειρία της συγγραφέως είναι καλός οδηγός στις παρατηρήσεις για περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία όπως, π.χ., το που και το κανένας/κανείς/κάνα(ς). Θεωρώ επίσης σημαντικό ότι επισημαίνονται ιδιωματικές χρήσεις (π.χ. οι δικοί μου (= οι συγγενείς μου), και στα δικά σου) και δεν αποσιωπάται η πολυτυπία (π.χ. αυτού-αυτουνού, μόνος του-μονάχος του-μοναχός του). Όμως, η παρουσίαση του υλικού αυτού συχνά δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα σχόλια ως προς τους κοινωνιογλωσσικούς (υφολογικούς) περιορισμούς που διέπουν τη χρήση των τύπων και έτσι ενδέχεται να παραπλανήσει τον ξενόγλωσσο αναγνώστη.
Τα ρήματα παρουσιάζονται στο ένατο κεφάλαιο που είναι και το μεγαλύτερο του βιβλίου. Ο πρώτος άξονας της παρουσίασης αφορά τα σημασιολογικά κριτήρια βάσει των οποίων κατατάσσονται σε κατηγορίες (ενεργητικά, παθητικά, μέσα, συνδετικά και απρόσωπα). Αυτή η παραδοσιακή προσέγγιση συμπληρώνεται από τον δεύτερο άξονα που εστιάζει στα τυπικά χαρακτηριστικά, δηλαδή στα ρήματα ως κλινόμενους τύπους, τα βασικά στοιχεία του σχηματισμού τους και τις κλιτικές τους κατηγορίες (πρόσωπο, αριθμό, φωνή, ποιόν ενεργείας, χρόνο κλπ.). Μπορεί να πει κανείς ότι γίνεται μια προσπάθεια συνδυασμού της παραδοσιακής σημασιοκεντρικής οπτικής με την τυπική περιγραφή που χαρακτηρίζει τη γλωσσολογική προσέγγιση. Όμως, όπως επισημαίνει η συγγραφέας (σελ. 269), αυτές οι ταξινομήσεις δεν είναι ανάλογες, εφόσον βασίζονται σε διαφορετικές αρχές. Έτσι, π.χ. ο χαρακτηρισμός ενός ρήματος ως ενεργητικού ή παθητικού με σημασιολογικά κριτήρια δεν συμπίπτει με την ανάλογη κατηγοριοποίηση βάσει της μορφολογίας του. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και στην ανάλυση του ποιού ενεργείας (συνοπτικό και μη συνοπτικό) καθώς και στην έγκλιση (διάκριση οριστικής και «υποτακτικής»), που αποτελούν γνωστά προβλήματα στην ελληνική. Γενικά, η Eleftheriades αντιμετωπίζει τα προβλήματα στην ανάλυση του ρήματος της ελληνικής επιλέγοντας την παραδοσιακή οδό, χωρίς να αγνοεί τις σύγχρονες γλωσσολογικές μελέτες. Ουσιαστικά, όμως, αυτό συνεπάγεται δύο παράλληλες (άλλοτε αλληλοσυμπληρούμενες και άλλοτε συγκρουόμενες) οπτικές που, ενώ υπηρετούν την πληρότητα, ενδέχεται να δυσκολέψουν τον αναγνώστη που έχει πρακτικούς στόχους. Αντίθετα, μπορεί να έχει περισσότερο ενδιαφέρον για τον ειδικό. Πάντως, το ρήμα εξετάζεται εξονυχιστικά με πολλούς πίνακες που λειτουργούν ως μοντέλα κλίσης και πλήθος παραδειγμάτων ως προς τη χρήση. Τέλος, υπάρχει ένας εκτενής αλφαβητικός κατάλογος ανώμαλων ρημάτων με τους τύπους-κλειδιά για την κλίση τους.
Το δέκατο κεφάλαιο πραγματεύεται τα επιρρήματα. Γίνεται διεξοδική αναφορά στον σχηματισμό και τις χρήσεις τους, και επισημαίνεται η μεγάλη συντακτική τους ευελιξία, ενώ ταξινομούνται παραδοσιακά βάσει σημασιολογικών κριτηρίων στις γνωστές κατηγορίες (τοπικά, χρονικά, τροπικά, ποσοτικά κλπ.). Οι λίστες επιρρημάτων που δίνονται είναι περιεκτικές και υπάρχουν πολλές χρήσιμες παρατηρήσεις. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους τύπους σε -α και -ως που μπορεί να απαντούν κατά περίπτωση με την ίδια (άδικα-αδίκως) ή διαφορετική (ακριβά-ακριβώς) σημασία.[1] Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να επισημανθεί ότι η σημασιολογική διαφοροποίηση βασίζεται σε μια γενικότερη υφολογική διάκριση (λόγια και καθομιλούμενη γλώσσα). Τέλος, αναφέρονται επιρρήματα που αναδιπλασιάζονται για έμφαση (γύρω γύρω, κάτω κάτω, πλάι πλάι).
Οι προθέσεις αποτελούν το αντικείμενο του ενδέκατου κεφαλαίου. Η συγγραφέας αναφέρεται στις προθέσεις ως άκλιτο μέρος του λόγου και στις σημασιολογικές σχέσεις που εκφράζουν, τις διακρίνει ως προς τη μορφή τους σε απλές, σύνθετες και περιφραστικές, και δίνει βασικές συντακτικές πληροφορίες για τη δομή της προθετικής φράσης. Ενώ επισημαίνεται ο βασικός ρόλος της αιτιατικής πτώσης σε αυτές τις δομές, γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στη σύνταξη των προθέσεων με γενική. Αναφέρεται επίσης ο ρόλος των προθέσεων στον σχηματισμό σύνθετων λέξεων. Στη συνέχεια εξετάζονται διεξοδικά οι συνηθέστερες προθέσεις (με,σε, για, προς κλπ.) με έμφαση στη σύνταξή τους και δίνονται πολλά παραδείγματα απολιθωμένων εκφράσεων. Υπάρχει, επιπλέον, μια χρήσιμη ενότητα αφιερωμένη σε σπανιότερες προθέσεις λόγιας προέλευσης (άνευ, διά, υπέρ, πλην κλπ.) που δεν μπορούν να αγνοούν οι ομιλητές της ελληνικής. Το κεφάλαιο κλείνει με μια ενότητα για τα επιρρήματα που λειτουργούν και ως προθέσεις (π.χ. δίπλα από/σε).
Το δωδέκατο κεφάλαιο εξετάζει τους συνδέσμους διακρίνοντάς τους σε απλούς, σύνθετους και περιφραστικούς ως προς τη μορφή, και σε παρατακτικούς και υποτακτικούς ως προς τη σύνταξη. Γίνεται δε περαιτέρω διάκριση στις γνωστές κατηγορίες βάσει σημασιολογικών κριτηρίων. Θεωρώ ενδιαφέρουσα την παρουσίαση του και, που είναι ο πιο συχνός και εύχρηστος σύνδεσμος στα ελληνικά. Η συγγραφέας επισημαίνει τόσο την επιρρηματική χρήση του ως επιτατικού εννοίας (π.χ. κι αυτοί είναι καλεσμένοι) αλλά και τη χρήση του αντί υποτακτικών συνδέσμων όπως τα γιατί και διότι (π.χ. μη φωνάζετε και κοιμάται το μωρό) μεταξύ άλλων. Γενικά, κάθε κατηγορία συνδέσμων εξετάζεται προσεκτικά ως προς τη σύνταξη και υπάρχουν πολλά παραδείγματα και διευκρινιστικές παρατηρήσεις κυρίως όσον αφορά την εισαγωγή δευτερευουσών προτάσεων. Όμως, σε αυτό το κεφάλαιο θα μπορούσε επίσης να αποσαφηνιστεί η διαφορά μεταξύ υπόταξης στη σύνταξη και «υποτακτικής» έγκλισης στη μορφολογία - πράγμα που δεν συμβαίνει. Ενώ στα ελληνικά έχουμε υπόταξη, δεν είναι σαφές ότι έχουμε μορφολογικά διακριτή «υποτακτική» - η «υποτακτική» δηλώνεται συντακτικά με τη χρήση συνδέσμων ή μορίων όπως τα να,ότι κλπ.
Μετά από ένα σύντομο κεφάλαιο (κεφ. 13) για τα επιφωνήματα που συνδέονται με εκφραστικές γλωσσικές πράξεις, περνάμε στην εξέταση λέξεων με περισσότερες από μία χρήσεις (κεφ. 14). Σε αυτή τη σύντομη ενότητα που υπερβαίνει τους συνήθεις στόχους μιας ρυθμιστικής γραμματικής παρουσιάζονται άκλιτες λέξεις (για,να, μα, που κλπ.) που είναι πολύσημες και δεν κατατάσσονται σαφώς σε μία γραμματική κατηγορία. Επανεξετάζεται, λοιπόν εδώ, το ζήτημα της διάκρισης των γραμματικών κατηγοριών που τέθηκε στην αρχή με επιλεκτική αναφορά σε λέξεις που παρουσιάστηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια ως επιρρήματα, προθέσεις ή σύνδεσμοι. Από αυτή τη συζήτηση απουσιάζει το και, ενώ η εξέταση του που θα μπορούσε να αναφέρεται και στη σχέση του με τα πως και ότι (π.χ. ξέρει που/ότι/πως τον περιμένουμε).
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα κεφάλαιο για τη σειρά των όρων στον σχηματισμό προτάσεων. Η συγγραφέας αναφέρει ότι η ανεπτυγμένη μορφολογία της ελληνικής παρέχει μεγάλη ελευθερία στη σύνταξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια αναγνωρίσιμη, βασική σειρά των όρων (βλ. υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο). Επισημαίνει επίσης σωστά ότι οι εναλλακτικές λύσεις σηματοδοτούν την ιδιαίτερη έμφαση που θέλουμε να δώσουμε σε κάποια λέξη ή φράση της πρότασης (βλ. η γειτονιά μας είναι ήσυχη, είναι ήσυχη η γειτονιά μας, ήσυχη είναι η γειτονιά μας κλπ.) και ότι η δυνατότητα μετακίνησης των όρων συνδέεται στενά με λεπτές αποχρώσεις σημασίας και ύφους στα συμφραζόμενα, και εξυπηρετεί ποικίλους ρητορικούς σκοπούς. Η συζήτηση αυτή είναι πολύ χρήσιμη ιδιαίτερα για τους προχωρημένους ξενόγλωσσους μαθητές της ελληνικής.
Τέλος, υπάρχει ελληνική και ξένη βιβλιογραφία (σελ. 531-535) που απηχεί τη φιλολογική παράδοση αλλά και τη νεότερη γλωσσολογική έρευνα, καθώς και ευρετήριο όρων (σελ. 537-546) που συμπληρώνει τον αναλυτικό πίνακα περιεχομένων (σελ. ix-xxiii). Ως προς τη μορφή, σε μια πιθανή μελλοντική έκδοση θα ήταν καλό να χρησιμοποιηθεί μια πρότυπη σύγχρονη γραμματοσειρά, δεδομένου ότι το δακτυλόγραφο κείμενο της παρούσας έκδοσης δυσχεραίνει την ανάγνωση.
Συνολικά, πρόκειται για μια γραμματική που αναφέρεται σε ξενόγλωσσους και επιχειρεί να αποδώσει το πνεύμα της παραδοσιακής, χρηστικής γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, κάνοντας όμως παραχωρήσεις και στην περιγραφική προσέγγιση της γλωσσολογίας. Παράλληλα, έχοντας μια ευρεία αντίληψη για την καθομιλούμενη ελληνική, εστιάζει στη δημοτική, χωρίς να αποσιωπά τα πολλά λόγια (και κάποια διαλεκτικά) στοιχεία που είναι είτε σε καθημερινή χρήση είτε αρκετά συχνά ώστε να οφείλει κανείς να τα συζητήσει. Επιπλέον, η συχνή και ισορροπημένη αντιπαραβολή των γραμματικών φαινομένων της ελληνικής με αντίστοιχα της αγγλικής ανταποκρίνεται στους πρακτικούς στόχους των σπουδαστών της ελληνικής ως ξένης γλώσσας.
1 Δίνονται επίσης ως αντίστοιχοι οι τύποι επιεικά (sic) και επιεικώς. Δεν έχω συναντήσει ποτέ τον πρώτο τύπο και θεωρώ ότι είναι αδόκιμος.