Ιστοριες της Ελληνικής γλώσσας 

Tonnet, Henri. 1995. Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας: Η διαμόρφωσή της. 

Αμαλία Μόζερ 

Tonnet, Henri. 1995. Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας: Η διαμόρφωσή της. Μτφρ. Μ. Καραμάνου & Π. Λιαλιάτσης. Eπιμ. Χ. Χαραλαμπάκης. Αθήνα: Παπαδήμα. Τίτλος πρωτοτύπου Histoire du grec moderne: la formation d' une langue (Παρίσι: L'Asiathèque, 1993)

Εξώφυλλο

Η καταγραφή της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας παρουσίασε μια εντυπωσιακή άνθηση την τελευταία δεκαπενταετία· στα λιγοστά παλιότερα έργα, τα περισσότερα από τα οποία περιορίζονταν στην ιστορία της αρχαίας και μάλιστα της κλασικής ελληνικής, ήρθαν να προστεθούν οι Ιστορίες του Tonnet (1993), του Horrocks(1997), του Adrados (1999), του Eideneier (1999), του Α.-Φ. Χριστίδη (2005) και οι δύο μεγάλοι τόμοι, του Ε.Λ.Ι.Α. με επιμέλεια του Μ. Κοπιδάκη (2000) και του Κ.Ε.Γ. με επιμέλεια του Α.-Φ. Χριστίδη (2001). Οι περισ­σότερες καλύπτουν όλη την ιστορία της γλώσσας, με εξαίρεση εκείνες του Χριστίδη, που αφορούν την ελληνική μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, και το βιβλίο του Τοnnet, που ξεκινά από την ελληνιστική κοινή και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Η μόνη ανάλογη με του Tonnet μελέτη είναι το παλαιότερο Medieval and Modern Greek του Robert Browning (1969, 19832), το οποίο κυκλοφορεί από το 1972 μεταφρασμένο από τη Μαρία Κονομή, επίσης από τις εκδόσεις Παπαδήμα.

Το βιβλίο του Tonnet γράφτηκε για ένα συγκεκριμένο κοινό και με συγκεκριμέ­νους στόχους. Το κοινό στο οποίο απευ­θύνεται είναι δύο κατηγοριών: αφενός οι (γαλλόφωνοι) φοιτητές που μαθαίνουν νέα ελληνικά και αφετέρου οι ελληνιστές κλασικοί φιλό­λογοι, οι οποίοι αγνοούν τη νέα γλώσσα και αναρωτιούνται ποια είναι η σχέση της με την αρχαία· στην πορεία το έργο διαμορφώ­θηκε με στόχο ένα ευρύτερο κοινό που θα ενδιαφερόταν να μάθει κάτι για τη νεότερη Ελλάδα και τη γλώσσα της. Θα περίμενε ίσως κανείς ότι ένα βιβλίο γραμμένο με αυτές τις προδιαγραφές δεν θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος, εκτός από την άμεση επα­φή με τη νεότερη Ελλάδα και τη γλώσσα της, έχει ήδη αρκετές γνώσεις -και ιδεολογικές απόψεις- για τη σχέση της νέας γλώσσας με την αρχαία. Η πραγματι­κότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική: η ιστορία του Tonnet είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και συχνά συναρπαστική για τον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος κατά κανόνα αγνοεί τις ενδιάμεσες φάσεις της εξέλιξης της γλώσσας (από την ελληνιστική εποχή μέχρι το τέλος της βυζαντινής περιόδου), καθώς δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη εκπαιδευτική διαδικασία, ίσως λόγω της απαξίωσής τους σε σχέση με την αρχαία ελληνική γραμματεία.

Αντικείμενο του συγγραφέα άλλωστε, όπως επανειλημμένα τονίζει ο ίδιος, δεν είναι να συγκρίνει τη νέα γλώσσα με την αρχαία (η οποία ούτως ή άλλως δεν είναι ενιαία, καθώς ποικίλλει ανά διάλεκτο και εποχή), αλλά να παρακολουθήσει τη διαμόρφωση της νέας από την εποχή της κοινής μέχρι σήμερα.

Ο συγγραφέας ξεκινά με μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της αρχαίας γλώσσας (Κεφ. 2, Σύντομη ιστορία της γραφής· Κεφ. 3, Η αρχαία ελληνική γλώσσα) και μπαίνει στο κυρίως θέμα του στη σελ. 36, με το κεφάλαιο Η ελληνιστική κοινή. Η πραγμάτευσή του της ιστορίας της γλώσσας τελειώνει την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, την τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα, καθώς, όπως δηλώνεται στην Εισα­γωγή, «οι περιπέτειες της επίσημης γλώσσας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είναι περισσότερο ιδεολογικές, ή και πολιτικές, παρά καθαρά γλωσσολογικές» (σελ. 19).

Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο εξαιρετικά εύληπτο και κατορθώνει μέσα σε 180 περί­που σελίδες να δώσει μια πολύ καλή εικόνα της εξέλιξης της γλώσσας· μεγάλο επίτευγμα του συγγραφέα είναι ότι ο μέσος αναγνώστης μπορεί να το διαβάσει σχεδόν σαν μυθιστόρημα ή τουλάχιστον σαν απλά γραμμένη ιστορική μελέτη.

Μία από τις κυριότερες αρετές του είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της γλώσσας μέσα από αποσπάσματα αυθεντικών κειμένων της κάθε εποχής και μάλιστα κειμένων επιλεγμένων βάσει της εγγύτητάς τους στον προφορικό λόγο. Τα ίδια τα κείμενα είναι χαριτωμένα και συχνά γραφικά για τα μάτια του σύγχρονου αναγνώστη· ενδεικτικά αναφέρουμε τα αποσπάσματα από τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα, τη μετάφραση της Πεντατεύχου της Κωνσταντινουπόλεως του 1547 (και ήτον οι δυο τους γυμνοί, ο άνθρωπος και η γεναίκα του, και δεν αντρέπουνταν· Γένεσις ΙΙ, 25) και τις οδηγίες για «νὰ εὐγάλης ὄφιν ἀπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἄλλους σκώληκας» (από το Γεωπονικόν του Αγαπίου Λάνδρου του 17ου αιώνα), μία από τις οποίες έχει ως εξής:


καμπόσον γάλα ζέστανε. καὶ κρέμασε ἀπὸ τοὺς πόδας τὸν ἄνθρωπον, νa εἶναι ἡ κεφαλήτου σιμᾶ εἰς τὸ τζουκάλι τοῦ γάλακτος νὰ ἀνεβαίνει ἡ εὐωδία εἰς τὴν κοιλίαντου, καὶ ἄς χάσκει καλὰ τὸ στόματου. καὶ εὐγένει ὁ ὄφις συρόμενος ἀπὸ τὴν μυρωδίαν τοῦ γάλακτος.

Ο σχολια­σμός των κειμένων είναι αναλυτικός χωρίς να γίνεται φλύαρος, οι παρα­τηρήσεις ενδιαφέ­ρουσες και συχνά ιδιαίτερα διορατικές, πολλές φορές μάλιστα διορθώνει εσφαλμένες αλλά διαδεδο­μένες αντι­λήψεις:


«Η σημασιολογική εξέλιξη που οδήγησε ένα τοπικό επίρρημα [όπου] να γίνει ένα άκλιτο αναφορικό [που] πρέπει πρώτα να παρου­σιάστηκε σε φράσεις του τύπου: τ' οσπίτιον όπου κατοικείς. Η μετάθεση του τόνου στη λήγουσα, οπού, που παρατηρείται συχνά στο δισύλλαβο τύπο, αποτελεί απλώς ένδειξη ότι η λέξη, όντας εγκλιτική, συμπρο­φερόταν με τη λέξη που ακολουθούσε, ήταν δηλαδή άτονη» (σελ. 74).

Η ύπαρξη ενός κεφαλαίου αφιερωμένου εξ ολοκλήρου στο γλωσσικό ζήτημα συγκαταλέγεται επίσης στις αρετές του βιβλίου. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα σημεία όπου αναφέρεται στην ανάγκη ρύθμισης της γλωσσικής κατάστασης με την προ­οπτική ίδρυσης του νέου κράτους και στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Καταρ­τζή, ο οποίος είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό. Υπάρχουν όμως ενδιαφέρουσες πληρο­φορίες και για τον γνωστό μεν σε όλους, αλλά συνήθως μονόπλευρα γνωστό, Κοραή. Όπως έχουμε σημειώσει και αλλού (Μόζερ & Μαρκοπούλου 2001), είναι ιδιαίτερα χρή­σιμες για το ελληνικό κοινό οι αναλύσεις του γλωσσικού ζητήματος από ξένους, καθώς κανένας Έλληνας δεν είναι απαλλαγμένος από τις ιδεολογικές φορτίσεις που συνδέονται με το φαινόμενο αυτό, το οποίο ταλάνισε και, όπως σωστά παρατηρεί ο Τonnet, εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία. Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει η διασύνδεση με τον Αττικισμό, με στόχο την επισήμανση των ομοιοτήτων και κυρίως των διαφορών, καθώς είναι εκείνες που σχεδόν ποτέ δεν εντοπίζονται, πράγμα που με επιτυχία, πιστεύω, κάνει ο Horrocks (1997, 79-86)· ο συγγραφέας πάντως δεν ήταν υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει αυτή τη σύγκριση, καθώς ρητά -και με επιχειρήματα- επιλέγει να αναφερθεί αποκλειστικά στην περίοδο από τον 18ο αιώνα ως το 1821.

Ενδιαφέρουσα είναι η επιλογή του Τοnnet να χρησιμοποιήσει μονοτονικό για να αποδώσει τα κείμενα της κοινής και της μεσαιωνικής ελληνικής: είναι κάτι που κανείς δεν έχει κάνει μέχρι τώρα και που επομένως ξενίζει τον αναγνώστη, αλλά το στηρίζει θεωρητικά στην κατάργηση της προσωδίας, η οποία πρέπει να είχε ήδη συντελεστεί την εποχή της κοινής, αφού μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ανάγκη δημιουργίας από τους γραμματικούς της εποχής γραφηματικών συμβόλων των τόνων και των πνευμάτων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η μετάφραση είναι πολύ καλή, με τη γλώσσα να ρέει, δια­τηρώντας έτσι τον ευκολοδιάβαστο χαρακτήρα του βιβλίου· δεν αξίζει να γίνει εδώ αναφορά στα ελάχιστα σημεία όπου θα μπορούσε να προτείνει κανείς ακριβέστερη απόδοση του πρωτοτύπου, πράγμα που συμβαίνει σε κάθε μετάφραση.

Μειονεκτήματα και ελλείψεις είναι δυνατόν να επισημάνει κανείς σε κάθε έργο, πόσο μάλλον σε μια συνοπτική παρουσίαση ενός θέματος, η οποία προϋποθέτει επιλογές και επομένως παραλείψεις. Είναι επόμενο να υπάρχουν διαφορές στις εκ­τιμήσεις για το τί πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει και για το τί μπορεί να λείπει. Πιστεύω π.χ. ότι τα δύο πρώτα σύντομα κεφάλαια μετά την πολύ καλή Εισαγωγή (Σύντομη ιστορία της ελληνικής γραφής, Η αρχαία ελληνική γλώσσα), παρά τις σημαντικές πληροφορίες που περιέχουν, δεν προσφέρουν στοιχεία ιδιαίτερα κρίσιμα για το κατεξοχήν μέρος του βιβλίου, την ιστορία της γλώσσας από την κοινή μέχρι τον 19ο αιώνα· υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για τις διαφορο­ποιήσεις της κλασικής ελληνικής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, ιδίως στο επίπεδο της φωνο­λογίας, και ακόμη περισσότερες για τα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά των διαλέκτων, οι οποίες όμως δεν επηρέασαν την ελληνιστική κοινή (ή τουλά­χιστον η επιρροή τους ήταν ελάχιστη και έμμεση, μια και η κοινή αποτελεί μετεξέ­λιξη της ιωνικής-αττικής). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τίποτε σε μια ιστορική διαδρομή δεν είναι χωρίς σημασία για την εξέλιξη των υπολοίπων - ο βασικός λόγος για τον οποίο τα στοιχεία αυτά φαίνονται περιττά είναι ότι δεν γίνεται ρητή σύνδεση με τα επόμενα· αυτό διορθώνεται βέβαια στα συμπε­ράσματα (Κεφάλαιο 9), όπου περιγράφονται συνοπτικά οι γενικότερες τάσεις κατά την ιστορική μεταβολή της ελληνικής, στις οποίες εντάσσονται και οι πρώτες αυτές αλλαγές, αλλά είναι πια κάπως αργά.

Υπάρχουν ακόμη ορισμένες παρατηρήσεις τις οποίες ένας γλωσσολόγος θα φρόντιζε κατά κανόνα να αποφύγει, επειδή προδίδουν μια ιδεολογική στάση που μπορεί να επηρεάσει την αντικειμενικότητα του μελετητή· βλ. ενδεικτικά τα «Όμως αν και ο λαός μπορούσε να εκτιμήσει μια λογοτεχνία γραμμένη στη γλώσσα του, δεν μπορούσε να τη δημιουργήσει» (σελ. 159) ή «Στον τομέα του λεξιλογίου η λαϊκή ελληνική γλώσσα [του 17ου αιώνα] δεν είναι πραγματικά φτωχή. Φαίνεται ότι της λείπει μόνο η ακρίβεια» (σελ. 142). Αποτελεί αξίωμα της σύγχρονης γλωσσολογίας ότι καμία γλώσσα δεν είναι φτωχή ούτε ανακριβής, δεδομένου ότι κάθε γλώσσα εξυπη­ρετεί όλες τις ανάγκες της γλωσσικής κοινότητας που τη χρησιμοποιεί· η λαϊκή γλώσ­σα της εποχής προφανώς δεν είχε τη δυνατότητα να εκφράσει επιστημονικές ή φιλοσοφικές έννοιες, γιατί λόγω των κοινωνικών συνθηκών (έλλειψη οργανωμένης παιδείας κλπ.) κανείς δεν τη χρησιμοποιούσε για τον σκοπό αυτό. Με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο ο λαός δεν μπορούσε να δημιουργήσει μια λογοτεχνία γραμμένη στη γλώσσα του, γιατί στη μεγάλη πλειονότητά του δεν κατείχε γραφή - είχε δημι­ουργήσει όμως μια πλουσιότατη προφορική λογοτεχνία, με εξαιρετικά εξελιγμένη και πλούσια γλώσσα.

Αυτά τα λίγα μειονεκτήματα -αναπόφευκτα σε κάθε έργο με τόσο ευρύ και πολύπλοκο αντικείμενο, του οποίου η παρου­σίαση γίνεται σε περιορισμένη έκταση και επομένως επιβάλλει συνεχείς επιλογές- δεν μειώνουν καθόλου την αξία του βιβλίου, καθώς αντισταθμίζονται από τα εξαιρετικά σημαντικά πλεονεκτήματα που ήδη αναφέρθηκαν.

Απομένει να γίνει μια σύγκριση με το άλλο ανάλογο έργο για την ιστορία της νέας ελληνικής, την Ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα του Robert Browning. Η βασική διαφορά τους έγκειται στον τρόπο της παρουσίασης· οι απόψεις τους δεν διαφέρουν σε ουσιώδη σημεία και τα συμπεράσματά τους είναι ανάλογα, καθώς και η έκτασή τους. Ο Browning επιλέγει να παρουσιάσει συνοπτικά τις μεταβολές που πραγματο­ποιούνται στα επιμέρους επίπεδα της γλώσσας (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξι­λόγιο) σε κάθε περίοδο, χρησιμοποιώντας ορισμένα σύντομα αποσπάσματα, όπου τα θεωρεί απαραίτητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξιστόρησή του δεν έχει τη γλαφυρότητα εκείνης του Tonnet, με την παράθεση εκτενών αποσπασμάτων κειμένων· έχει όμως την αρετή της σαφήνειας και κυρίως της συστηματικότητας της παρουσίασης των στοιχείων, η οποία το κάνει πολύ χρήσιμο για τον αναγνώστη που ψάχνει να βρει συγκεκριμένες πληροφορίες είτε για ένα επίπεδο της γλώσσας (σε συγκεκριμένη περίοδο ή διαχρονικά) είτε για μια περίοδο της ιστορίας της. Τα δύο έργα λοιπόν λειτουργούν, πιστεύω, συμπληρωματικά: του Browning αποτελεί ένα πολύτιμο βιβλίο αναφοράς, του Tonnet ένα πιο ευκολοδιάβαστο βιβλίο, που προσφέ­ρεται για μια συνεχή ανάγνωση και για μια πιο έμμεση συλλογή πληροφοριών.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ηΙστορία της νέας ελληνικής γλώσσας είναι ένα πολύ αξιόλογο έργο, το οποίο περιέχει πληθώρα πληροφοριών, χωρίς όμως να βαραίνει τον αναγνώστη· αντίθετα, είναι εξαιρετικά προσιτό και εύληπτο, με το πολύ μεγάλο προσόν να μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ως το τέλος, σαν αφήγημα. Ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει σχετικά άκοπα, μέσα από την ανάλυση ευχάριστων κειμένων, πολλές και σημαντικές γνώσεις όχι μόνο για την ιστορία της ελληνικής, αλλά και γενικότερα για τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει οποιαδήποτε γλώσσα στη διάρκεια της ιστορίας της.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. adrados, f. r. 1999. Historia de la lengua griega de los origenes a nuestros dias. Μαδρίτη: Gredos. Eλλην. μτφρ. A. V. Lecumberra με τίτλο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας από τις απαρχές ως τις μέρες μας (Αθήνα: Παπαδήμα, 2003).
  2. browning, r. 1983. Medieval and Modern Greek. 2η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press. Ελλην. μτφρ. Μ. Ν. Κονομή με τίτλο Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα (Αθήνα: Παπαδήμα, 1972).
  3. eideneier, h. 1999. Von Rhapsodie zu Rap: Aspekte der griechischen Sprachge­schichte von Homer bis heute. Tübingen: Gunter Narr. Ελλην. μτφρ. Ευ. Θωμαδάκη με τίτλο Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο έως σήμερ, (Αθήνα: Παπαδήμα, 2004).
  4. horrocks, g. 1997. Greek: A History of the Language and its Speakers. Λονδίνο: Longman. Ελλην. μτφρ. Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου με τίτλο Ελληνικά: Ιστο­ρία της γλώσσας και των ομιλητών της (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006).
  5. kοπιδάκης, m. z., επιμ. 2000. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.).
  6. mόζερ, a. & δ. χειλά-μαρκοπούλου. 2001. Γλωσσική εξέλιξη και γλωσσική πραγματικότητα. Bιβλιοκριτικό άρθρο για το βιβλίο του Geoffrey Horrocks Greek: A History of the Language and its Speakers (Λονδίνο: Longman, 1997). Γλωσσολογία 13:145-173.
  7. χριστίδης, α.-φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  8. χριστίδης, α.-φ. 2005. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αρχαιογλωσσία και αρχαιογνωσία στη Μέση Εκπαίδευση 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελλη­νικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20