Ιστοριες της Ελληνικής γλώσσας 

Κοπιδάκης, Μ., επιμ. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 

Μάρω Κακριδή- Φερράρι 

Κοπιδάκης, Μ. Ζ. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Σελ. 437.

Εξώφυλλο

Η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (στο εξής: ΙΕΓ) εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1999 από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), υπό την επιστημονική εποπτεία του Μ. Ζ. Κοπιδάκη, και γνώρισε συνεχείς επανεκδόσεις (επανεκτυπώσεις) μέχρι το 2003. Η σύλληψη και ο βασικός στόχος του έργου εκτείνονται σε τρεις άξονες, οι οποίοι ορίζουν τα εξωτερικά και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του: πρόκειται για την πρώτη συλλογική προσπάθεια να αποτυπωθεί η ιστορία της ελληνικής στο σύνολό της, από το ινδοευρωπαϊκό της παρελθόν μέχρι τις πιο πρόσφατες εξελίξεις και κάποιες προβλέψεις για το μέλλον της, με τρόπο όμως ώστε να απευθύνεται στον «γενικό» (μέσο) αναγνώστη, να είναι δηλαδή προσιτή στο ευρύ κοινό. Τούτο το τρίτο στοιχείο είναι και το αποφασιστικότερο.

Το φιλόδοξο εγχείρημα, βασιζόμενο στη χορηγία δύο ιδιωτικών φορέων, έχει ως αποτέλεσμα έναν εξωτερικά ιδιαίτερα ελκυστικό τόμο μεγάλου σχήματος, σε πολυτελή εκτύπωση, όπου συγκεντρώνονται 160 δισέλιδα, στην πλειοψηφία τους, κεφάλαια: είναι γραμμένα από 66 έλληνες επιστήμονες από τον χώρο της αρχαίας, βυζαντινής και νεότερης φιλολογίας, της γλωσσολογίας, της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της επιγραφικής κλπ., ακόμα και της κοινωνιολογίας. Τα κεφάλαια αυτά συνοδεύονται από ιδιαίτερα πλούσια εικονογράφηση και μεγάλο αριθμό μικρών παραθεμάτων από κείμενα σχετικά με το θέμα που παρουσιάζεται κάθε φορά. Με αυτόν τον τρόπο, το ευρύ κοινό μπορεί να προσεγγίζει εποπτικά τα επιμέρους ζητήματα που συζητούνται στις πέντε ιστορικές περιόδους τις οποίες καλύπτει η ΙΕΓ (Αρχαιότητα, Ελληνιστική Κοινή, Βυζάντιο, Μετά την Άλωση, Νεότερη εποχή) και ο κάθε αναγνώστης να επιλέξει αν θα διαβάσει την ιστορία αυτή στη συνέχειά της ή αποσπασματικά, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του και τη συνήθη πρακτική σε τέτοια ογκώδη και «πολυσυλλεκτικά» εγχειρήματα. Συγχρόνως όμως, ο πλούτος της εικονογράφησης και των παραθεμάτων που τη συμπληρώνουν φιλοδοξεί να αποτελέσει, αν χρειαστεί, και αυτόνομη πηγή πληροφόρησης και τέρψης: όποιος αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον επιστημονικό λόγο καθεαυτόν μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερα στην ποικιλία των μικρών ψηφίδων που αποκαλύπτουν το μωσαϊκό μιας μακρόχρονης γλωσσικής ιστορίας και του κόσμου που την περιβάλλει.

Ως προς τα εσωτερικά γνωρίσματα του τόμου τώρα, η πρόσβαση στο ευρύτερο κοινό θέτει και πάλι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν και οι άλλοι δύο άξονες που προαναφέραμε. Έτσι, η θεματολογία της ΙΕΓ προσπαθεί να θίξει, με όση πληρότητα επιτρέπει μια πραγματιστική αντίληψη για την έκταση του τόμου, τα πολλά και ποικίλα ζητήματα της τρισχιλιετούς ιστορίας της ελληνικής, που είτε τίθενται από την ίδια την επιστήμη (ινδοευρωπαϊκή προέλευση, μείζονες γλωσσικές μεταβολές στην κοινή, γλωσσικές αλληλεπιδράσεις κ.ά.), είτε θεωρείται ότι ενδιαφέρουν και γενικότερα τον κόσμο (οι διάλεκτοι της αρχαίας λογοτεχνίας, οι γλωσσικές διαμάχες ανά τους αιώνες, τα νεοελληνικά ιδιώματα, δάνεια -καθαρισμός κ.ά.). Ορισμένα από αυτά θίγουν λιγότερο γνωστές πτυχές της γλωσσικής ιστορίας (π.χ. για τις θεωρίες των αρχαίων σχετικά με τη γλώσσα, την τάση του ασιανισμού, τις αρχαιοπρεπείς μετονομασίες ως «λείψανα αρχαίας πολυτελείας», τα ελληνικά των ομογενών), αυξάνοντας έτσι το αναγνωστικό ενδιαφέρον του τόμου. Αναγκαστικά, βέβαια, τα κείμενα είναι σύντομα και ενημερωτικά, για να μην «τρομοκρατούν» τον μέσο αναγνώστη με το μέγεθός τους, ενώ είναι αναπόφευκτο το ότι σπάνια υπεισέρχονται σε θεωρητικές δυσκολίες, ερμηνευτικά κενά και επιστημολογικές παγίδες: η αφήγηση επιλέγεται να είναι γραμμική και αρκετά «στρογγυλεμένη». Στα θετικά της σημεία προσμετράται αναμφίβολα το διακριτικό χιούμορ, η γλαφυρότητα της γραφής και οι τολμηροί παραλληλισμοί παλαιότερων φαινομένων με σημερινά (π.χ. γελοιογραφίες και κόμικς που βασίζονται στον Αριστοφάνη, σελ. 62-63, παρεμβολές ελληνικών λέξεων σε κείμενα Λατίνων συγκριτικά με τους «'μακαρονισμούς' του Κλικ και των διαφημιστικών 'σποτ'», σελ. 104, κ.ά.), στοιχεία που ελαφρύνουν το κείμενο με παιγνιώδη και διαφωτιστικό τρόπο.

Η διάταξη του υλικού που ακολουθείται προτάσσει σε κάθε ενότητα μια πιο εκτεταμένη εισαγωγή, με τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου, ώστε να υπάρχει και συνοπτική της παρουσίαση. Η ιστορική περίοδος που παρουσιάζεται κάθε φορά χωρίζεται σε θεματικές ενότητες, ενώ δεν χάνεται η λογική της χρονολογικής σειράς.

Στο πρώτο μέρος καλύπτεται η περίοδος της Αρχαιότητας, από την αρχική διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας μέχρι την εμφάνιση της κοινής. Παρουσιάζεται πρώτα ο ινδοευρωπαϊκός κόσμος και τα ερωτήματα που θέτει η διερεύνησή του, γενικότερα ως προς την ενότητα και τη διάσπασή του, ειδικότερα ως προς τις μετακινήσεις που οδήγησαν ένα μέρος του στην ελλαδική χερσόνησο, με αποτέλεσμα τη συνάντηση εκεί με ένα μη ελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και τη διαμόρφωση της ελληνικής. Η γνωστή διάκριση της ελληνικής των ιστορικών πια χρόνων σε διαλεκτικές ομάδες και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους συνιστούν την επόμενη θεματική ενότητα. Τα επιγραφικά και άλλα παραθέματα που συμπληρώνουν τα σχετικά κεφάλαια, πάντα με μετάφραση και σχόλιο, καθίστανται πολύτιμοι βοηθοί κατανόησης. Την παρουσίαση της οριζόντιας διάταξης των γεωγραφικών ποικιλιών ακολουθεί η κάθετη των κοινωνικών (Δημώδης και καθομιλουμένη, Η γλώσσα του κράτους), ιδιαίτερα σημαντική και σχετικά άγνωστη, και κατόπιν αυτή των κειμενικών (γραμματειακών) ειδών της αρχαίας γραμματείας: παρουσιάζονται τα γνωρίσματα, η γλώσσα και οι κυριότεροι εκπρόσωποι του κάθε είδους, κυρίως όμως η ιδιάζουσα σχέση των κειμενικών αυτών ειδών με τις διαλέκτους όπου πρωτογράφτηκαν και στη συνέχεια αντιστοιχήθηκαν. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η αναφορά, σε ξεχωριστή ενότητα, στις γλωσσολογικές απόψεις των αρχαίων: Πλάτων, Αριστοτέλης, στωικοί, γραμματικοί θέτουν τον πρώτο προβληματισμό για τη σχέση της γλώσσας με τα πράγματα (φύσει ή θέσει), που θα απαντηθεί οριστικά (θέσει), ως βασική αρχή της γλωσσολογίας, στις αρχές του 20ού αιώνα από τον θεωρητικό της πατέρα, τον Saussure.

Στη σημαντικότατη περίοδο της Ελληνιστικής Κοινής, όπου διαμορφώνονται τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της γλώσσας μέχρι σήμερα, εξετάζονται οι μεταβολές στη δομή της γλώσσας ανά επίπεδο (φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, λεξιλογικό) και η γλώσσα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, μια που μέσω αυτών πραγματοποιείται η συνάντηση ελληνικής και χριστιανισμού. Επιπλέον, παρουσιάζεται, φυσικά, και ο αττικισμός, επιστροφικό ρεύμα το οποίο, με ποικίλες μορφές και στόχους, έμελλε να σφραγίσει τη γλωσσική μας ιστορία μέχρι και τον 20ό αιώνα. Στοιχεία για την πρώτη συστηματική γραμματική, του Διονυσίου του Θρακός, και για την ερασμική προφορά κλείνουν την ενότητα.

Στην τρίτη περίοδο που παρουσιάζεται, το Βυζάντιο, η γλωσσική ιστορία εξετάζεται πάλι κυρίως μέσα από κειμενικά είδη: αγιολογικά και υμνογραφικά κείμενα, ακριτικά τραγούδια, ρητορική, δημώδης λογοτεχνία και μυθιστορήματα, επιστολογραφία, επιστήμες. Την περίοδο αυτή όμως, προφορικός και γραπτός λόγος βρίσκονται σε σαφή διάσταση, αν όχι σε σχεδόν εμπόλεμη σχέση, και το γεγονός αυτό, μετεξέλιξη του αττικισμού, εξετάζεται, στη χρονολογική του συνέχεια, σε διάφορα αυτοτελή κεφάλαια. Οι γλωσσικές αλληλεπιδράσεις των μέσων χρόνων με τους Άραβες, τους Σλάβους, τους Φράγκους, τους Βενετσιάνους, και τους Τούρκους αποτελούν ενδιαφέρουσα θεματική ενότητα, όπου όμως είναι σαφής μια τάση εθνοκεντρικής αξιολόγησης των ελληνικών στοιχείων: η υπεροχή που τους αποδίδεται, ρητά και υπόρρητα, διαταράσσει τη δέουσα επιστημονική αποστασιοποίηση της παρουσίασής τους (πρβλ. Χριστίδης 2001β, όπου ο τρόπος παρουσίασης των γλωσσικών επαφών στους αρχαίους χρόνους προφυλάσσει από τέτοιες κακοτοπιές). Ξεχωρίζουμε εδώ την αντίστροφης κατεύθυνσης παρατήρηση (σελ. 177) για τη μεγάλη εκφραστική δύναμη τουρκικών λέξεων καθημερινής ομιλίας έναντι των αντίστοιχων ελληνικών: εργένης, ρουσφέτι, τεμπέλης, ζόρι κ.ά.

Μετά την Άλωση έρχεται η περίοδος όπου τοποθετείται και η πρώτη αρχή της νεοελληνικής, με τη σταθεροποίηση παλαιότερων χαρακτηριστικών και τάσεων, παρουσιάζονται στοιχεία για τις νεοελληνικές διαλέκτους και τα ιδιώματα που πρωτοεμφανίζονται. Συγχρόνως, «αχτίδες φωτός» στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα χαρακτηρίζονται και παρουσιάζονται πάλι συγγραφείς, κειμενικά είδη ή συγκεκριμένες εκφάνσεις τους: η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της δημώδους πεζογραφίας, του δημοτικού τραγουδιού, της λαϊκής λογοτεχνίας, οι πρώτες γραμματικές της κοινής νεοελληνικής, με σημαντικότερη αυτή του Νικόλαου Σοφιανού, η γλωσσική διδασκαλία στα σχολεία της Τουρκοκρατίας. Το «γλωσσικό ζήτημα», με το όνομα πια που σφράγισε τη σύγχρονη ιστορία, αποτελεί ξεχωριστή ενότητα: παρουσιάζονται οι πρώτες γνωστές διαμάχες, οι ιδεολογικές τους προεκτάσεις και οι πρωταγωνιστές τους, Ευγένιος Βούλγαρις, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Δημήτριος Καταρτζής, Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ιωάννης Βηλαράς και, βέβαια, Αδαμάντιος Κοραής και Παναγιώτης Κοδρικάς.

Η Νεότερη Εποχή, την οποία ο τόμος παρουσιάζει ιδιαίτερα εκτεταμένα, περιλαμβάνει 7 θεματικές ενότητες, κάπως δυσανάλογα κατανεμημένες σε σχέση με τη σημασία τους για την ιστορία της γλώσσας: για τον «λόγο στα χρόνια του αγώνα» (4 κεφ.), οπωσδήποτε και πάλι για τις «γλωσσικές διαμάχες» (7 κεφ.), για τα «χρειώδη» γραμματικά βοηθήματα (4 κεφ.), τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (3 κεφ.), και τη «γλώσσα σήμερα» (11 κεφ.). Συγχρόνως όμως περιλαμβάνονται και δύο ενότητες για τη «λογοτεχνία του ελεύθερου κράτους» (6 κεφ.) και τη «γλώσσα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα» (16 κεφ.). Σε σχέση με τη συνολική εικόνα της φυσιογνωμίας της γλώσσας σήμερα, η τόσο εκτεταμένη εδώ εικόνα της λογοτεχνίας απαντά μεν στο ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη, αλλά είναι σαφώς υπερτιμημένη γλωσσολογικά, δεδομένου ότι για τη σύγχρονη εποχή δεν μπορεί κανείς να επικαλεστεί έλλειψη ερευνών ούτε στον γραπτό (μη λογοτεχνικό) ούτε στον προφορικό λόγο. Αντίθετα, θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό οι λειτουργικές ποικιλίες της νεοελληνικής που παρουσιάζονται, στο τέλος της ενότητας για τη «γλώσσα σήμερα» να εξετάζονταν με περισσότερα στοιχεία, μεγαλύτερη εμβάθυνση και νηφαλιότερη επεξεργασία, πέρα από εύκολες απαξιωτικές κρίσεις, που δεν έχουν θέση σε μια επιστημονική περιγραφή και σίγουρα δεν βοηθούν στην ερμηνεία των φαινομένων.

Τον τόμο συμπληρώνουν τρία παραρτήματα, για την επίδραση της αρχαίας ελληνικής στις ευρωπαϊκές γλώσσες, για τη γραφή και για τη μετρική (από τα 15 συνολικά κεφάλαιά τους, μόνο ένα αναφέρεται μερικώς στη νέα ελληνική), καθώς και βιβλιογραφία, η διάταξη της οποίας ακολουθεί αυτήν του βιβλίου.

Στα πλεονεκτήματα του τόμου συγκαταλέγεται σίγουρα, όπως αναφέραμε παραπάνω, και η «καινοφανής», για την εποχή εκείνη (πρβ. αργότερα Χριστίδης 2001β), επιλογή «σύμπραξη[ς] μιας πλειάδας ερευνητών που διατηρώντας στο ακέραιο τις επιστημονικές (και ιδεολογικές τους) πεποιθήσεις ολοκλήρωσαν το προκείμενο έργο» (σελ. κγ΄). Πράγματι, σε σύγκριση με τα πιο «μοναχικά» εγχειρήματα των Τριανταφυλλίδη (1981), Thomson (1989), Browning (1991), Tonnet (1995), Μπαμπινιώτη (2002) και Χόρροκς (2006), βλέπουμε εδώ τη συμβολή 66 ελλήνων ερευνητών, περισσότερο από διαφορετικούς κλάδους και λιγότερο από διαφορετικές θεωρητικές παραδόσεις - στο γλωσσολογικό μέρος πάντως όχι ισόποσα μοιρασμένους. Στην περίπτωσή μας, το γνωστό αίτημα για ευσύνοπτο και προσιτό κείμενο αφήνει κάπως στο περιθώριο την προσπάθεια να προκύψει κάποια σφαιρικότερη εικόνα, στον υποψιασμένο έστω αναγνώστη, από την πολυπρισματική προσέγγιση που συνεπάγεται η σύμπραξη πολλών ερευνητών. Οι εισαγωγές σε κάθε ιστορική περίοδο θα έπρεπε ίσως να δίνουν κάποιες παραπάνω ενδείξεις για το πώς πρέπει να αναγνώσει κανείς την πολυφωνία: πόσο συνδιαλέγονται μεταξύ τους τα κείμενα και οι εκτιθέμενες οπτικές γωνίες; ποια είναι τα επιστημονικά κεκτημένα που αποτελούν τον συνεκτικό ιστό στην έρευνα αυτής της ιστορικής πορείας και ποια σημεία της προσεγγίζονται διαφορετικά από τις διάφορες τάσεις, σχολές και ερευνητικές (και ιδεολογικές) παραδόσεις;

Από μια πιο μακροσκοπική οπτική γωνία, πάλι, μια σειρά από ερωτήματα αναζητούν την απάντησή τους στις επιλογές του σχεδιασμού που υπόκειται σε κάθε τέτοια ιστορική γλωσσική περιγραφή.

Το πρώτο αφορά την αντίληψη για τη γλώσσα ως γενικότερο φαινόμενο, τη φύση της, τα χαρακτηριστικά της, τα επίπεδα που τη συγκροτούν, τις μεθόδους έρευνας και περιγραφής τους, τους μηχανισμούς και τα στάδια της εξέλιξής της μέσα στο χρόνο κ.ά., το γλωσσολογικό υπόβαθρο δηλαδή που στηρίζει τα εκτιθέμενα ερευνητικά πορίσματα. Εδώ έχουμε να παρατηρήσουμε δύο πράγματα.

Ως προς το συνολικό γλωσσολογικό υπόβαθρο του τόμου, η εντύπωση που δίνεται είναι πως δεν επιδιώκεται ιδιαίτερα να φωτιστούν γλωσσολογικές έννοιες και φαινόμενα που, αντίθετα με άλλα, δεν έχουν σχεδόν καθόλου συζητηθεί στο σχολείο. Ο μέσος αναγνώστης π.χ. δεν είναι εξοικειωμένος με την αντίληψη της γλώσσας ως προφορικού επικοινωνιακού συστήματος, όπου οι τρεις αυτές έννοιες, από κοινού και ξεχωριστά, αποτέλεσαν επανάσταση στην αντίληψή μας για το γλωσσικό φαινόμενο και τον τρόπο μελέτης του. Ούτε είναι εξοικειωμένος με τα γενικότερα δεδομένα και ερωτήματα που θέτει η εξέταση της γλωσσικής μεταβολής στη σύγχρονη γλωσσολογία: εσωτερικές (γλωσσικές) και εξωτερικές (κοινωνικές-ιστορικές) αιτίες, μηχανισμοί εισαγωγής και ενεργοποίησής της, στάδια, συνθετικές-αναλυτικές τάσεις, πορεία γραμματικοποίησης, αλυσιδωτές μεταβολές στα διάφορα επίπεδα κ.ά. Η επιλογή να μην επιβαρυνθεί το κοινό με νέες έννοιες και προσεγγίσεις φαίνεται να εμποδίζει τη συζήτηση της εξέλιξης να ενταχθεί στο νεότερο γλωσσολογικό της πλαίσιο, που αξιοποιεί τον ιστορικοσυγκριτικό, τον δομιστικό, τον μετασχηματιστικό, τον κοινωνιογλωσσολογικό και άλλους κλάδους της γλωσσολογίας σε μια σφαιρικότερη ερμηνεία. Για παράδειγμα, το θεωρητικό πλαίσιο μελέτης των αρχαίων διαλέκτων έχει ανάγκη να διευρυνθεί σημαντικά (βλ. Βrixhe 2001), ενώ το «γλωσσικό ζήτημα», ως έκφανση αφενός κοινωνικής διγλωσσίας (diglossia), αφετέρου, για την πιο σύγχρονη εποχή, φαινομένων επιλογής επίσημης «εθνικής» γλώσσας, στον αιώνα της εθνογένεσης, και του συνακόλουθου προβληματισμού για τη γλωσσική της τυποποίηση, εντάσσεται σε αντίστοιχες - εκτενέστατες - βιβλιογραφίες.

Έτσι, το βάρος του τόμου πέφτει κυρίως σε μια πιο φιλολογικού παρά γλωσσολογικού τύπου αφήγηση της γλωσσικής ιστορίας, όπου η συνεχής αναφορά, σε όλες τις περιόδους που παρουσιάζονται, στη χρήση της γλώσσας στα διάφορα κειμενικά είδη, τους συγγραφείς ή τις λογοτεχνικές σχολές παραπέμπει πολλές φορές περισσότερο σε επιλογές ύφους παρά σε τεκμήρια γλωσσικής εξέλιξης - παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις σε ορισμένα κεφάλαια. Αν αυτό παλαιότερα λίγο θα ενοχλούσε, σήμερα η εκρηκτική ανάπτυξη της γλωσσολογίας και τα ερωτήματα που απάντησε ή, έστω, έθεσε, επιβάλλουν μια τέτοια προοπτική στην επιχειρούμενη ενημέρωση, έστω και μόνο στη βιβλιογραφία. Φυσικά αυτό δεν ισχύει παντού, μια που τόσο οι γλωσσολόγοι που συμμετέχουν στον τόμο όσο και ορισμένοι άλλοι συγγραφείς προσεγγίζουν πολλές φορές το θέμα τους από γλωσσολογική σκοπιά. Η επισήμανσή μας αφορά τον γενικότερο προσανατολισμό της ΙΕΓ και ενισχύεται από την ύπαρξη σ' αυτήν κεφαλαίων που σαφώς αντιτίθενται, με τις αξιολογικές παρατηρήσεις τους, στα πορίσματα της γλωσσολογίας αλλά και της κοινωνικής ιστορίας (ενδεικτικά και μόνο, Ανοιχτοί λογαριασμοί, Ο γλωσσικός αχταρμάς (1888-1906), Η ξύλινη γλώσσα).

Στα θετικά σημεία του τόμου πρέπει να σημειωθεί η εξέταση της ιστορίας της γλώσσας πάντα σε σχέση με τα εξωτερικά ιστορικά, πολιτικοκοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα που μπορεί να επηρεάζουν την εξέλιξή της. Η συνειδητοποίηση του συσχετισμού εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων στη γλωσσική μεταβολή αποτελεί ερευνητικό κληροδότημα των μεταπολεμικών δεκαετιών της γλωσσολογικής μελέτης. Αν και ο συσχετισμός αυτός στην ΙΕΓ δεν φαίνεται να αγγίζει τα σημεία όπου έχει φέρει πλήρη ανανέωση στη θεωρητική προσέγγιση (αξιοποίηση του φαινομένου της ποικιλίας στην ερμηνεία του μηχανισμού εισαγωγής και σταδιακής διάδοσης μιας γλωσσικής μεταβολής), οπωσδήποτε η παράλληλη συζήτηση εσωτερικών και εξωτερικών εξελίξεων ενισχύει την πεποίθηση ότι μόνο αν εντάξουμε τις μεταβολές της γλώσσας στο κοινωνικό τους πλαίσιο μπορούμε να έχουμε μια αξιόπιστη ερμηνεία της πορείας τους.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά την αντίληψη σχετικά με την ιστοριογραφία την ίδια, κυρίως ως προς τη χρήση των πηγών: τον έλεγχο και την αξιολόγησή τους, και, συνακόλουθα, τις επιλογές που επιβάλλουν στον σχεδιασμό. Εδώ, ο τόμος συνολικά δείχνει να έδωσε ξεχωριστό βάρος στις αναφορές στις πηγές, τη φερεγγυότητά τους ως ιστορικών τεκμηρίων, τις ελλείψεις και τις συνέπειες των ελλείψεων: οι σχετικές νύξεις των συγγραφέων, παντού όπου γίνονται, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές. Επιπλέον, σχετικά με τον προφορικό λόγο, πολύ κρισιμότερο για τη γλώσσα απ' ό,τι ο γραπτός, πολλές φορές αναφέρεται στις εισαγωγές και τα κείμενα ότι μόνο η έλλειψη πηγών ή ερευνών σχετικά με παλαιότερες αλλά και πρόσφατες μορφές του οδηγούν στην παραμέλησή του, όχι η παραγνώριση της κεφαλαιώδους σημασίας του.

Το τρίτο ερώτημα προς απάντηση αφορά τη σχέση των μερών που συνθέτουν την αφηγούμενη ιστορία, σύμφωνα με τους εμπνευστές της. Ξέρουμε ότι τόσο η κυρίαρχη αντίληψη όσο και η σχολική πρακτική, στις οποίες είναι εκτεθειμένος ο μέσος αναγνώστης (και όχι μόνο στην Ελλάδα), ρίχνει πάντα το βάρος στην αρχαία εκδοχή της ελληνικής, αντιμετωπίζει τη βυζαντινή περίοδο λίγο-πολύ σαν περίοδο απλής μετάβασης στη νεότερη μορφή της γλώσσας, ενώ το ενδιαφέρον της γι' αυτήν την τελευταία πέφτει κυρίως σε συγκρίσεις της με την αρχαία, με έμφαση στις ομοιότητες. Στον συγκεκριμένο τόμο έχει γίνει κατανοητό τόσο στις προγραμματικές δηλώσεις όσο και στο αποτέλεσμα της σχεδίασης ότι το βάρος λογικό είναι να πρέπει να πέσει στη νεότερη μορφή της γλώσσας. Πρόκειται για ισχυρό πλεονέκτημα της έκδοσης αυτής το ότι η επιθυμία προβολής της νέας ελληνικής διπλασιάζει σχεδόν τον αριθμό των κεφαλαίων που την πραγματεύονται και η φυσιογνωμία της ανιχνεύεται και σε νέους τομείς, πέρα από τον (πάντα κυρίαρχο στην ΙΕΓ) λογοτεχνικό: ομογενείς, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, περιθωριακά ιδιώματα, ΜΜΕ.

Πρέπει όμως παράλληλα να επισημανθεί ότι, αντίθετα, σε πολλά σημεία δεν αποφεύγεται η αντίληψη, εκφρασμένη μάλιστα ρητά, για την υπεροχή της αρχαίας γλώσσας έναντι είτε μορφών άλλων περιόδων της ελληνικής είτε άλλων γλωσσών. Το ευρύ κοινό ψάχνει πράγματι σε τέτοια εγχειρήματα την επιβεβαίωση της δεσπόζουσας ιδεολογίας σχετικά με την ανωτερότητα της ελληνικής λόγω του παρελθόντος της και της συνέχειάς της, που τη συνδέει ακόμα και σήμερα με αυτό. Έτσι εντάσσεται σε πολλά κεφάλαια του τόμου μια σαφής αυταρέσκεια στην εξύμνηση του «ελληνικού γλωσσικού μεγαλείου», η οποία όμως δεν έχει κανένα γλωσσολογικό στήριγμα, ενώ αντιβαίνει και στην επιθυμία πραγματικής (δηλαδή κριτικής) «αυτογνωσίας» που ευαγγελίζονται για το εγχείρημα αυτό οι εκδότες του.

Ίσως αυτό, μαζί με την έλλειψη έμφασης στο θεωρητικό υπόβαθρο αφήγησης της γλωσσικής ιστορίας, να είναι τα κύρια μειονεκτήματα ενός κατά τα άλλα τόσο αναγκαίου συμπληρώματος της σχετικής βιβλιογραφίας. Η ΙΕΓ, παρά τις όποιες παρατηρήσεις, καταφέρνει να δώσει στο κοινό μια ευσύνοπτη, συνολική και ενδιαφέρουσα εικόνα της ιστορίας της γλώσσας. Επιπλέον, και αυτό δεν είναι αμελητέο, δίνει στον καθηγητή ένα εργαλείο για την τάξη γεμάτο δυσεύρετα παραδείγματα, χαριτωμένες λεπτομέρειες, χρήσιμες επισημάνσεις και πλουσιότατη εικαστική τεκμηρίωση. Ευχής έργο θα ήταν να πραγματοποιηθεί η επιθυμία εκδοτών και επιμελητή για μελλοντική συμπλήρωση του τόμου με επιπλέον υλικό, μια που το υλικό αυτό διατίθεται πια πλούσιο στην επιστημονική παραγωγή, ελληνική και ξένη.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Brixhe Cl. 2001: «Μια σύγχρονη προσέγγιση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων». Στο Α.-Φ. Χριστιδησ (επιμ.) 2001β, 361-370.
  2. Browning R. 1991. Η Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική Γλώσσα. Μτφρ. Μ. Κονομής. Αθήνα: Παπαδήμας.
  3. Μπαμπινιωτης Γ. 2002: Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. Αθήνα.
  4. Thomson G. 1989. Η ελληνική γλώσσα αρχαία και νέα. Αθήνα: Κέδρος.
  5. Tonnet H. 1995: Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας. Μτφρ. Μ. Καραμάνου, Π. Λαλιάτσης. Επιμέλεια: Χρ. Χαραλαμπάκης. Αθήνα: Παπαδήμας.
  6. Τριανταφυλλιδης Μ. 1981 [1938]: Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή (Ανατύπωση με διορθώσεις). Άπαντα, 3ος τόμος. Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  7. Χορροκς Τζ. (Horrocκs G.) 2006: Ελληνικά. Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της. Εισαγωγή-μτφρ.: Μ. Σταύρου-Μ. Τζεβελέκου. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
  8. Χριστίδης Α.-Φ. 2001α: Ιστορίες της Ελληνικής Γλώσσας. Στο Α.-Φ. Χριστιδησ (επιμ.) 2001β, 3-18.
  9. Χριστίδης Α.-Φ., επιμ. 2001β: Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20