Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειοχειρουργός
1 εγγραφή
αγγειοχειρούργος ο [angioirúrγos] Ο18 θηλ. αγγειοχειρούργος [angioirúrγos] Ο35 & αγγειοχειρουργός ο [angioirurγós] Ο17 θηλ. αγγειοχειρουργός [angioirurγós] Ο34 : χειρούργος ειδικευμένος στις επεμβάσεις σε αγγεία.

[λόγ. αγγειο- 2 + χειρούργος, χειρουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες