Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

Βόρειες διάλεκτοι

Σ
τα κείμενα που παρατίθενται τηρήθηκε το σύστημα μεταγραφής των αντίστοιχων πηγών. Δίνονται οι φωνητικές αντιστοιχίες (IPA) των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

ι̮ [i̯], ε̮ [e̯] λ̑ [ʎ], ν̑ [ɲ], χ̑ [ç], σ̑ [ʃ], ζ΄ [ʒ], κ΄ [ts], ξ΄ [kʃ]

Περιεχόμενα

1. Στερεά Ελλάδα

α. Αγρίνιο

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 175. Από το περιοδικό Λαογραφία Β (1910): 195.

…Πά' σ' ναι 'κλησά, μπαίνου μέσα, κάν' έτσι', γλέπ' ένα κρεμανταλά τ' νι̮α μεριά κ' έναν τ'ν άλλη κι κόβουνταν μύτ' με μύτ', κάτ' διαολόπ'λα, έπαιρναν κουβέντα απ' τ'ν έναν, λέγαν στουν άλλουν. Δεν είν' καλή δ'λειά τούτ', είπα, λέω να δώκω νι̮α σκι̮αχκι̮ά μη μι γράψ'ν κι̮ουτή κι στάθηκα κόκκαλο στον τόπο. 'Κει π'στέκομαν, κάν' έτσ', γλέπω έναν τραογέν' κι πιτι̮έτ' απ' τ'ν ακρ'νή πορτοπούλα με νι̮α σιδιροσφιντόνα στο χέρ' κι κάμπουσου καπνό μέσα, κάπνισι κάτι κόκκινα σανίδια, τα καπίν'σι κι παίρν̑' σ'ν αράδα, τ'ς ανθρώπ'ς κι τ'ς καπνίζ' κι τ'ς έλεϊ «στέκ'ς;» στέκου ου ένας, «στέκ'ς;» στέκου ου άλλους, έρχιτι κι σ' μένα, «στέκ'ς;» μ' λέει, «στέκου; ούστ!» τ' λέου, «φέγ' απ'ιδώ μη μι καπίν̑'ς». Σαν τ'ς καπίν̑'σι ούλ'ς, μπήκι μέσα κι κατί λέει, κατί λέει, κατί λέει, τουν γλέπου βάν̑' νι̮ά πουδιά απού πίσου, ένα σαγάν̑' στου κιφάλ̑' κ' ένα τσ'κάλ̑' στα χέρια κι πιτι̮έτ' απ' τ'ν ακρινή πόρτα, «κάτ' τα κιφάλια», τ'ς λέει, του βιο τ' διαόλ' ούστ! Κι τα βάλαν κάτ' τα κιφάλια. Ιγώ στάθ'κα κόκκαλου στουν τόπου…

β. Δωρίδα

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 175. Από το βιβλίο του Ν. Πολίτη Παραδόσεις, 1ος τόμ., 87.

Ήταν δυο αδιρφοί κ' έγκριναν ποιος να φέρ' του νιρό απ' του Νιζιρό. Κι τ' απουφάσ'σαν ου ένας να πάη για του νιρό, κι' ου άλλους να φκε‿ιάσ' του κάστρου τς Ουριάς. Αυτήνη η Ουριά ήταν νια Ιλλήνισσα, κ' ήθιλι να χτίσ' του κάστρου που 'ν' στου Στινό τ' Λιδωρικιού. Τ' αδέρφια αυτάνα ζήλιψαν συτήν' τ'ν Ουριά, κι' ήθιλαν κι τα δυο να τ'ν πάρ'νι γ'ναίκα. Αυτήν̑ τς είπε: «Ιγώ δι σας χαλάου του χατίρ', αλλά να κάμουμι νι̮α συφουνία. Ου ένας από σας θα πάη να φέρ' του νιρό τ' Νιζιρού, ου άλλους θα χτίσ' του κάστρου. Όποιους απ' τς δυο τιλε‿ιώσ' μπροστύτιρα τη δ'λειά τ' εκείνους θα νά 'ν ου άντρας μ'». Ου ένας τότινι πάει για του νιρό να του φέρ' απ' κάτ' μιριά, απού κει που 'ν' του κάστρου, του Στινό, κι ου άλλους αρχίν'σι να χταίν' του κάστρου. Αυτήνους πόμεινε πίσου τόχτ'σι ούλου του κάστρου κι έλ̑'πι ένα λ̑'θάρ' για να τιλε‿ιώσ'…

2. Θεσσαλία

α. Ασπροκκλησιά Χασίων

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. Αθήνα. Σελ. 176. Από το βιβλίο του Γ. Μέγα Θεσσαλικαί οικήσεις, 60.

Του ισιάζουμι καλά του φούρνου, του ζεμετάμι με νερό, του πατάμι κι' ύστιρα βάν'μι άχυρου σωρό, για να σταματάν τα πλιθιά. Τα πλιθιά τα φκιάν'μι κείν' την ώρα με μπόλ̑'κου άχυρου κι τα βάν'μι ένα μεγάλου πλιθί και τ' αλείφ'μι μι λάσπ' απόξου. Για να γέν' του στόμα, βάν'μι ομπρός τη σίτα που κοσκινίζουν το αλεύρι. Δεν καίμι ένα κ' ένα τ' άχυρα, γιατί ου φούρνους είναι βριμένους ακόμα κι σκάζ'. Τον αφήν'μι πρώτα να στεγνώξ' καλά απόξω κ' ύστιρα θα τον κάψ'μι. Βγάνμι τη σίτα κ' ύστιρα τούν δίν'μι φουτχιά. Αφού καούν τ' άχυρα, θα τραβήξ'μι τη στάχτ' κι θα βάλ'μι και ξύλα. Θέλ̑' καλή φουχτιά. Ύστιρα ψήν̑' κι ψουμί κι' αρνί ακόμα.

β. Γραλίστα Καρδίτσας

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 176. Από το βιβλίο του Ν. Πολίτη Παραδόσεις, 1ος τόμ., 581.

Μια φουρά, δεν είνι κι πουλλά χρόνια, ήταν μια' ρουστι̮ά στου χουριό μας, κι πέθαναν πουλλοί άθρουποι, κι άντρις κι γυναίκις. Πέθαν' ου μακαρίτ'ς ου Τσέλιους, η Ρεντζάκινα κι' άλλοι. Αυτοί οι ίδιοι, ου Τσέλιους κ' η Ρεντζάκινα - ου Θιός να μι σχουρέση - αμαρτουλοί ήσαν, τί ήσαν δεν ηξέρου, έγιναν βρουκόλακις. Μα θέλησ' ου Θιός κι προφτάστη του κακό. Γιατί άμα είδαμι τις φουτιές του βράδ', του προυί του εβγάλαμι στου χουριό. Την άλλη βραδιά, ου μακαρίτ'ς ου Θανάσης Γώγους, άθρουπους μι μυαλό, μας διάταξι και βγήκαμι πάλι μι τα ντουφέκια, κι φυλάξαμι να λαγαρίσουμι καλά, τί είνι αυτές οι φουτιές, φουτιές είνι ή τίπουτι κουλουφουτιές. Του λοιπό βγήκαμαν κι τ'ν άλ̑λ̑' τη βραδιά, κι φυλάξαμαν κι' αληθινά λαγαρίσαμαν καλά πως ήταν βρουκουλάκια˙ γιατί είδαμαν τις φουτιές, απ' βγήκαν απ' τα μνήματα, κι βάδισαν τα ίσια, η μία στου σπίτι του Τσέλιου, η άλλη στου Ρέντζου. Φοβηθήκαμι πουλύ να μην κάμουν τίποτι σι μας, κι' αρχίσαμι ούλοι να μουρμουρίζουμι: «Μπήκι του γουμάρι στα σκόρδα», γιατί μι τα λόγια αυτά αρατίζουνται κι δε ζυγώνουν τουν άνθρωπου. Του προυί μουλουγήσαμι στου χουριό τί είδαμαν του βράδ'.

γ. Μπλάσδο Καρδίτσας

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 177. Από το βιβλίο του Ν. Πολίτη Παραδόσεις, 1ος τόμ., 366.

Η μιγάλους η παγανός δεν ήταν πάντα κ'τσός. Ηκ'τσάθ'κι απού μια συφουρά π' τραύηξι απού 'να κουρίτσ', που του λέγαν Μάρου. Ευτούνου του κουρίτσ' αρφάνιψι μικρό απ' τη μάννα τ' κ' η πατέρας τ' ξαναπαντρεύτ'κι, κι πήρι μια πουλύ κακιά γ'ναίκα. Η μητρυιά τς Μάρους, δεν τς έφτανι που τουραγνούσι του προυγόν' τς κι τού 'βανι να κάν' ούλις τις δουλειές τ' σπιτιού, μουν βάλθκι κι να του κιξάν̑'. Τα Χ'στούγιννα π' βγαίνιν τα παγανά, λέει στουν άντρα τς να πάη η Μάρου στου μύλου ν' αλέση, μι του σκουπό να τ'φαν τα παγανά. Η άντρα τς, π' άκ'γι ό,τι τού 'λεγι η γ'ναίκα τ', παραδέχτ'κι, κι φόρτουσι τ' άλουγου καλαμπό͡κ', κι τού 'δουκι στου κουρίτσ', να π'γαίν̑' να τ' αλέσ'.

Πάει η Μάρου στου μύλου κι δε βρήκι κανένα, γιατί απ' του φόβου τ' κ' η μυλουνάς ήτανι φιβγάτ'ς. Κάθ'σι κι' άλιθι μουνάχη τς, γιατί ήξιρι απού μύλου.

δ. Πορταριά Πηλίου

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 178. Από το βιβλίο του Ν. Πολίτη Παραδόσεις, 1ος τόμ., 334 - 335.

Λένε πως τα Καρκαντσέλια γένονταν ό,τ' θέλαν, κι παρουσιάζονταν τς αντρώποι κι τα γλέπαν μι τα μάτια τς. Βάναν άσπρα σ'κάκια, σαρίκια άσπρα, κόκκινα, γαλάζια κι πράσινα στο κεφάλι τς. Είχαν νταούλια στα χέρια, κι από το στόμα τς έβγαναν φουτιές. Άλλα γένονταν τραε̮ά, άλλα σα γ'ναίκις κι' άλλα σα δισποτάδις μι γένια. Μαζώνουνταν τις περισσότερις φουρές στα ρέματα κι στις μούσγις, κι χόρευαν ολοτρουϋρ' λουγι̮ού ντι λουγι̮ού χουροί.

Όποιους έβγινι τη νύχτα όξου απ' του σπίτι τ', τουν έπιαναν απ' του χέρ', κι τον ανάγκαζαν θέλουντας κι μη θέλουντας να χουρέψ'. Όντας χόριβι, έπρεπι να μη κουβιντι̮άζ' καθόλ', γιατί αν κουβέντι̮αζι θάλα τουν πάρουν τα Καρκαντσέλια τη συντ'χιά τ'. Όντας πάλι έγλιπαν τ' νύχτα κανένα άντρωπου νά 'χη μαζί τ' ή γουμάρ' ή bλάρ' ή άλογου, τότις χαλούσαν του χουρό κι πάηναν κουντά στου ζώ κι τ' αμπόδ'ζαν˙ δεν τ' άφηναν να πιρπατήσ' κι του πιδίκλουναν, για ν' αναγκάσουν τουν άντρωπου να κουβεντι̮άση, για να τουν πάρουν τη συντ'χιά τ'. Κακό τα Καρκαντσέλια πουτέ δεν κάναν στουν άντρωπου, κι όντας χόρευε μαζί τ'ς.

3. Μακεδονία

α. Μεσολακιά Σερρών

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 179. Από το βιβλίο του Ν. Πολίτη Παραδόσεις, 1ος τόμ., 128.

Έναν κιρό η νήλιους κι του φιgάρι ήταν αδέρφια κι πάηναν μαζί στους δρόμους. Μια μέρα θυμών' η νήλιους κι του καημένου του φιgάρ' τόβγαλι του μάτ'. Τότι του φιgάρ' γύρ'σι πίσου κι πάει κλαίουντας στη μάνα τ'. Η μάννα τ' κάθιτι στην άκρα τόπ', ικεί που βασιλεύ' η νήλιους. Κι αυτή σαν είδι του φιgάρ', ένα κι ένα δάκρυα την περιχύθ'καν κι μόν' φουρτουνίζουdαν κ' ήλιγι: «Φουρτούνα μ', κουρ'τσούδι μ' καλό, τί έπαθις; Τί γαίματ' έν' αυτά; Αχ, του κουρ'τσούδι μ', πάει του ματάκι τ'! Τίς έν' αυτός που σ' έκαμιν αυτό του κακό, που να μην τουν σταυρώσ' η χρόνους;» - «Αχ, μαννίτσα μ', μη βλαστημάς, γιατί δεν μι τό 'καμι κάνας ξένους, μι τό 'καμι έθι η αδιρφός μ'». - «Αμ' πώς, κουρίτσι μ' έγινε;» « - Να, ικεί που παηνάμα στου δρόμου νέσχια νέσχια, δεν ξέρου τί τουν είπα κι 'κει που ήμαν ξιμέτουχ̑', μ' έδουκι μια που μι φάν̑'κι η γι - ουρανός, σφιdύλ'. Ένα κι' ένα bιλαdάρουσα καταγής κι δεν ένοιουθα πού βρίσκουμαν. Όdας ξιπουζαλίστηκα κι σ'κώθ'κα, του ματάκι μ' ήταν ξιχυμένου».

β. Μελίκη Ημαθίας

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 179. Από το βιβλίο του Γιώργη Μελίκη Αρραβώνας στο Ρουμλούκι (Θεσσαλονίκη, 1977), 62.

Τηράτι να μη κάμ'τι αλάθουν' απ' τ'ν αρχή δα σας βάνου να του παραματίζ'τι. Μνι̮α ν̑'χι̮ά πλασίδ' ήμαν, κόρ', όντας μ' έμαθιν να παραματίζου η μανιά η Σούλου η Τζικούδα κ' η μάννα μ' ικεί στουν αργαλειό. Να μι μάθ' πώς γέν'τι οι πιρασιές, πώς γέν'τι τ' αδίμ'τα, στα πόσα πάσματα βγαίν' του ζ'νάρ, πόσους πήχις πααίνουν για τουν κάθι σαε̮ά. Πέρνα σιτζίφ στου σαε̮ά, κέντα του γκιλντί στου π'κάμ'σου, πέρνα φουτόσκ'νου στ' πουδιά κι του πλέξ'μου μη τ' απαρατάς απ' τα χέρια σ' χ'μώνα - καλοκαίρ, ίσια - ίσια να πλέγ'ς φτέρνις τ'ς άντρ' κι πότι να ξιράσ' μετάξ' η bουdίνους να του τραβήξουμι για να κάνουμι κουκ'λάρ'κα προικιάτ'κα μιταξουτά σιντόνια. Αν πης πάλι απού ζ'μώματα κι πλασίματα άλλου τσασίτ': δικουχτώ πλαστά τ'ν ιβδουμάδα. Όχ' ιμείς π' σας έχουμι καλουμαθ'μένις κι είστι όλου γκιζέρια κι μασλάτχια. Αμά ισείς, τώρα καταλαβαίνου ιγώ, αλλού μι τρίβεις, γέρουντα, κι αλλού μι σφάζ' ου πόνους.

γ. Νάουσα Ημαθίας

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 180. Από την εφημερίδα Φωνή της Ναούσης, 29 - 09 - 1975.

Αχίρισιν του κυνήγι κι' ου Νάσους ήταν μέσ' του σικλέτι. Βάρισιν ιδώ, βάρισιν ικεί, πουθινά δεν αμπουρούσιν να βρη σκυλλί καλό.
- Αρά, να μας φύγη κι' άλλη Κυριακή δίχους σκυλλί; Έτσι μι έρχιτι να βάλου τα κλιάματα.
- Μην, αρά, μην κάμνεις έτσι, τουν λέει ου Νικόλας. Δα σι βρούμι σκυλλί. Νά, ου φίλους μου απ' τη Σαλουνίκη έχει πιθιρό στη Θράκη μι τρία σκυλλιά. Δα μας πάνη να πάρουμι ένα.
Συνουήθηκαν μι του φίλου απ' τη Σαλουνίκη κι κίνησαν για του σκυλλί. Μούgι που δε βρήκαν τουν πιθιρό ικεί, να συμφουνέσουν κι' η πιθιρά δε dαλνούσιν να δώση του σκυλλί. Ου γαμπρός πάλι δεν ήθιλιν να φύγουν δίχους σκυλλί. Δεν έφτανιν αυτό, αμά γνοιάστηκιν να μάθη κι ποιο απ' τα τρία ήταν του καλύτιρου. Κι του πήριν κι ας φώναζιν η πιθιρά.
- Μη, πιδί μου, θέλεις να μι σκουτώση ου πιθιρός σου;
- Καντίπουτας δε θα σι φκειάση. Δεν αμπουρώ να φύγου μι άδεια τα χέρια. Μια μέρα δρόμου εφκειασάμι μι τους φίλους μου. Δα σ' αφήκου κι τις παράδις.
Του βράδυ έφτασαν Σαλουνίκη μι του σκυλλί. Δεν πρόλαβαν να ξαπουστάσουν κι βγαίνει στου τηλέφουνου ου πιθιρός.
- Να μι του φέρης ουπίσου του σκυλλί, τουν λέει του γαμπρό του αψουμένους.
Θυμώνει κι' ου γαμπρός:
- Τη θυγατέρα σου τη φέρνου πίσου. Του σκυλλί δεν του φέρνου.
Σικλιτίστηκαν ου Νάσους κι ου Νικόλας.
- Αμάν, να μη χαλαστήτι για τ' ιμάς. Ιξίκι να γένη του σκυλλί κι του καλό του.
- Τίπουτας. Δα του πάριτι του σκυλλί κι' ας χτυπήση τουν κόλου του απού καταγής.
Του πήραν του σκυλλί κι' ήρθαν στη Νιάουστα μαύρα μισάνυχτα. Την ώρα που χώριζαν ου Νάσους ήταν σικλιτισμένους.
- Αρά τί έχεις; Δεν είσι ιφχαριστημένους;
- Πώς, είμι. Μούgι που εκάμαμι ένα λάθους. Τι φκειάνουν τώρα;
- Ουμίλα, αρά, τί συλλουγιέσι;
- Νά μωρέ. Ξαστοχησάμι να ρουτήσουμι πώς του λέν του σκυλλί. Μι τί όνουμα δα του φουνάζουμι τώρα; Πέ μι αν αμπουρείς.
Τουν τηράει καλά καλά ου Νικόλας κι τουν απαντάει:
- Να σι πω, δεν αμπουρώ, αμά θέλει να σι δώσου κανάν σάτουν να ιφχαριστηθώ.

δ. Βελβεντός Κοζάνης

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 182. Από τη διατριβή του Α. Μπουντώνα Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβενδού (Κοζάνης) και των περιχώρων αυτού (Αθήνα, 1892), 118.

Παραμύθι: Πουτές καμνιά φουρά ψυχουπαίδ' να μημ πάρς

Μνια φουρά κ' ένα γκιρό ήταν ένας πατέρας, σα γκαλή ώρα… Αυτός ου πατέρας είχιν μούγκι ένα πιδί. Γένν'τσιν κι' άλλα, μα του μπέθαναν. Τι ήλιγιν κι' αυτός; Αυτό του πιδί, ου Θιός να μι του χαρίσ', δα του κάμου να ζήσ' άρχουντας, να του γλέπ' η κόσμους κι να του χαίριτι, κανένας να μην του λέη «παρέκ' στάσ'». Όντας τα 'λιγιν αυτά μι του νου τ', ή ήταν πινήντα χρουνών ή δεν ήταν ακόμα. Αχίρσιν απού τότι και δώθι να δλεύ' μι του παραπάν'. Δ'λειά τη μέρα, δ'λειά του βράδ', όλου δ'λειά. Πιρνάει μνια χρουνιά, δυό χρουνές, τρεις κι ακόμα παραπάν' κι' ακόμα δεμ είχιν απουλάψ' dίπ - τίπουτας. Μιρουδούλ̑' μιρουφάϊ, όλου έτσ' πάηνιν, κόντιβιν κι παράδις ακόμα δεν είχιν. «Θέ μ', Παναέ μ'!» γουνάτ'σι g' είπιν, «μακρύ 'ν' του χέρ' σ', κάμι του θάμα σ'» κι πάλιν δούλιβιν σα λτσ'τής. Έ, να μη ταμακραίνουμι, σήμιρα μνια πιντάρα, ένα δεκάρ' ταχιά, ένα κουσάρ' 'ν άλλ', έφκιασιν καμπόσις παράδις. Άμα, όσου νατς φκε‿ιάσ' είδι g' έπαθιν. Τώρα θέλτς απ' τα βάσανα, θέλτς απ' τα γιράματα (δεν ήταν κι μικρός μαθέ, ήταν ιξιντάρ'ς) αρρώστ'σιμ βαριά. Σήμιρα 'χαμνά, ταχιά βαρύτιρα, ήρθιν η ώρα να πιθάν̑'. Γιόμουσιν του σπίτ' απού γ'ναίκις, άντρ', μ'κρά πιδιά… Άλ̑λ̑' έκλιγαν, άλ̑λ̑' παρηγουρούσαν. Πού αυτός; αλλού κι σ' άλλου γκόσμουν. Α - hά, ικεί που κόντιβιν η ώρα, ξαναδι̮ανώθκιν κα - ψίχα, άγξιν μνια φουρά τα μάτια κι ζήτ'σιν του πιδί. Τ'ς τό 'δουκαν. Του παίρν̑' κουντά κι του λέει 'ς του 'φτι: «πιδί μ', γρόσκια πουλλά δε θα σ' αφήκου, έτσ' θέλτσιν ου Θιός. Κι 'γω κ' η σ'χουριμέν̑' η μάννα σ' δούλιψάμι, δούλιψάμι, τόσου ήταν η μοίρα μας. Αυτά που δα σι πω τώρα να τα φλάξ' κι' όλου κιρδιμένους δα βγής: Μι τουν τρανύτιρό σ' κουκκιά να μη σ'πέρς, τη γ'ναίκα σ' κρυφό να μημ πης, πουτές καμνιά φουρά ψυχουπαίδ' να μημ πάρς».

ε. Επαρχία Βοΐου

Πηγή: Χατζητάκη - Καψωμένου, Χ. 2002. Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι.
Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Σελ. 461. - Φ.Παπανικολάου, Λαογραφικά Βοΐου, 503 - 504 (Θεσσαλονίκη, 1999). © Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

Ο έξυπνος βασιλιάς και η τύχη του

Μια φουρά ήταν τρεις βασ'λιάδις. Ου ένας ήταν πουλύ έξυπνους. Οι άλλ' δεν 'ταν τόσου. Ήταν έξυπνους, μα σε κανέναν πόλιμου δε νικούσι.
Μια μέρα είπιν ου βασ'λιάς αυτός: «Θα πάου να βρω 'ν τύχη μ'».
Τουν ξιπρουβόδ'σαν κι έκαμι χρόνια φιβγάτους.
Φεύγοντας ου βασ'λιάς μπήκι σ' ένα δάσους.
Ικεί ήταν μια μπάμπου που έγνιθι μι τ' ρόκα τ'ς. 'Ν είδι κι φοβήθ'κι ου βασ'λιάς, κι σιούκουσι του τ'φέκι να τ'σκουτώσ'.
«Μη μι σκουτώντς!» τουν είπιν η μπάμπου. «Ιγώ είμι η τύχη σ'».
Πήγι κουντά κι 'ν καλημέρ'σι.
«Για πού μι το καλό, πιδί μ';»
«Πααίνου να βρω 'ν τύχη μ'».
Η μπάμπου τουν είπι: «Ιγώ είμι η τύχη σ'. Να πας πέρα ικεί, είνι ένα β'νό π' ανοίγει κι σφαλνάει. Άμα ανοίξ', να χουθείς μέσα».
Κίντσι κι αυτός κι πήγι. Αν'ξι του β'νό, έκαμε να σιβεί, μα πάλι φουβήθ'κι κι γύρ'σι πίσου στ' μπάμπου.
«Να κάμ'ς καρδιά», τουν είπιν η μπάμπου, «κι να ριχτείς».
Έκαμι καρδιά, κι άμα αν'ξι του β'νό, ρίχ'κι.
Ικεί μέσα ήταν οι Τύχις. Ήταν πουλύ όμορφα κουρίτσια κι είχαν πουλλά χαρτιά.
«Τι θελτς;» τουν ρώτ'σαν.
«Θέλου 'ν τύχη μ'» τ'ς είπιν.
Αράδιασαν όλα τα χαρτιά κι δε βρήκαν 'ν τύχη τ' πουθινά γραμμέν'.
Τότι τούν είπαν: «Θα σι δώσουμι ένα κουρίτσ' να 'νι γιουμάτου τύχη. Τ' μυλουνά του κουρίτσ'. Άμα του πάρ'ς, ούλου θα νικάς στουν πόλιμου. Κι να λες: «Νίκ'σιν η γυναίκα μ'».
Πήγι κι πήρι του κουρίτσ' τ' μυλουνά, που 'ταν γιουμάτου τύχη. Έκαμι τ' χαρά κι κάλισι ολ'νούς τ'ς βασ'λιάδις.
Κι όταν έκαμνι πόλιμουν, ούλου νικούσι.
Κι 'λιγι: «Νίκ'σι η γυναίκα μ'».

4. Θράκη

α. Καρωτή Έβρου

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 182. Από το περιοδικό Λαογραφία 25 (1967), 491.

Δυο ανθρώπ' ζέρβ', μονουνόματ' (μονάχα ένα όνουμα θα νά 'ναι μέσα στου χουριό, ένας Ηλίας, να πούμι, άλλουν Ηλία στου χουριό μας να μην έχ̑'), αυτοίν' οι ανθρώπ' θα παν στου bαϊρ, θα πάρ'ν δυο κουμμάτια κέδρου ξερό (π'άλλου ξύλου δε βγάζ'), θα τα τρυπήσ'ν απάν' απάν', θα τα χτυπήσ'ν στη γης θαν παλούκια κι θα πιράσ'ν στις τρύπις ένα άλλου κέδρου. Ύστιρα θα πάρ'ν μιαν αλ'σύδα κι θα την τ'λίξουν στον κέδρου 'κει κι θα καθίσ' ένας απουδώ κ' ένας απουκεί, αντίκρα κι̮ αντίκρα, κι τώρα ένας θα τραβάη καταδώ κι άλλους κατακεί. Συ θα τραβάς, 'γω θ' απουλνώ, θαν του πριγιόν̑'. Κι ένας άλλους θα έχ̑' του κάφ' (τ' γίσκνα). Απ' τον πουλύ τον τράβο κιιζdίζ', χ̑'νάει να βγάλ' καπνό, βάσκ' αυτός τότι του κάφ' κι χ'νάει κι' ανάφτ' του κάφ' κι πιάν' φουτιά. Κι άμα δε βγαίζ', τότε ξυdύνουdι αυτοίν' οι δυο. gόλι̮αβ' χωρίς ρούχα, τίπουτι, καθώς γεννι̮έτι 'πο τη μάννα τ', κι τραβούν την αλ̑'σίδα.

β. Μεγάλο Μπογιακλίκι (Ανατολ. Ρωμυλία)

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 183. Από το περιοδικό Λαογραφία 25 (1967), 498 - 499.

Πάαιναν σ' ένα σπίτ' παστρικό, να μη χωρατεύη γυναίκα γη άντρας κει μέσα, να μην έχ'ν κακό όνουμα, κι' έπιρναν δυο ξύλα απού χλαμπούρια κι τα κάρφουναν στα παραστόματα στο μέσα το χτήμα (στη μέσα τη θύρα του σπιτιού με το αμπάρ'). Λίγου τα κάρφουναν, για να μη φεύγουν τα ξύλα, κι̮ ένα άλλου ξύλου το χώνευαν καλά στις τρύπες, για να γυρίζ'. Έπειτα ένας θα κάτσ' 'πομέσ' απ' την πόρτα, ντάνταλος, γυμνός, κι άλλους ένας απέξω, ντάνταλος κι αυτός, κι οι δυο αρχινούν να τραβούν ένας 'πομέσα κι άλλους απέξου την τριχιά. Βάζουν και στην άκρα λίγο ίσκα. Τραβώντας το ξύλο χωνεύει, ανάβ' η φουτιά, φωνή δεν ακούηταν, λουφαχτά. Άμα μιλήσ'να, δε βγαίν̑' φουτιά. Έπειτα 'πο κείν'να τη φουτιά θα παν ν' ανάψουν όξου στου σταυρουδρόμ' μια τρανή φουτιά, να πιράσουν τα ζώα ούλα. 'Κόμα ήλιους δε θα γεν̑ν̑'θή, θα πιράσουν τ' αελάδια. Έπειτα θα παν οι κόσμ' ούλ' να παίρν απού κείν'να την κινούρια τη φουτιά ν' ανάψουν στην παραστιά.

5. Νησιά Β. Αιγαίου

α. Θάσος

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 184. Από το βιβλίο του A. Heisenberg,
DialekteundUmgangsspracheimNeugriechischen (Μόναχο, 1918), 38.

Α. Καλή μέρα 'ειτόν'σσα, τί κάν'ς; τί κάν τα πιδιά σ'; είν' καλά;
Β. Άφ'ς τα, καημέν', του μ'κρό ου Μήτσους είν' κουμμάτ' άρρουστου. Ιψές ούλ̑' νύχτα δεν κάλυψι καθόλ' μάτ', μι ξαγρύπνισι κι μένα, κι θαμάζουμι τί να κάνου.
Α. Μη στιναχουρε‿ιέσι, 'ειτόν'σσα, μουν πήγινι να γυρέψ' λίγου βουτάν̑' τ' Μαρίγια τ' Θιουδόσ', κι θαν έρτου να του καπνίσου.
Β. Μαρή Μαρίγια!
Γ. Τί, μαρή,
Β. Έεις λίγου βουτάν' να μι δώης να καπνίσου του πιδί μ' κι δε bουρεί;
Γ. Έχου, μαρή, έλα πάν' να πιης κανέν καφέ.
Β. Δεν bουρώ, καημέν', νάρτου, γιατί αφήκα του μικρό μουναχό τ' 'κει πέρα. Άλλη ώρα πίνου τουν καφέ.
Γ. Έ, αφού δε bουρείς νάρτ'ς απάν', έλα 'πουδουνά να σι δώσου του βουτάν̑', κι πήγινι 'κει πέρα κι θαν έρτου κ' εγώ να του δι̮ώ.
Β. Ειτόν'σσα, 'ειτόν'σσα, ού' ιτόν'σσα! άdι, έλα να του καπνίσουμ'.
Α. Φέρ' του θυμνιατό, κουμμάτ' γλήγουρα όμους γιατί θέλου να ζ'μώσου κιόλας σήμερα. - Νά, μαρή, απού μάτια είν' του πιδί 'σ. Του θυμνιατό πρατσανίζει, δεν έχ̑' τίπουτα, μη φουβάσι, θα γίν̑' καλά. Άdι, καλό βράδ', 'ειτόν'σσα.

β. Λήμνος, χωριό Σβέρδια

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 186. Από τη μελέτη του Γ. Μέγα Η λαϊκή οικοδομία της Λήμνου
(ανατύπωση στο Λαογραφία 26, 61 - 62).

…Απ' όσα χουράφια είχι τ' αφεντ'κό και τά 'σπιρνιν ου κιαχαγιάς τυμ'σάρ'κα, κρατούσιν ένα χουράφ' τ' αφεντ'κό και τόβαζι παρασπόρ', εντελώς θ'κό τ'. Ου κιαχαγιάς ήθιλι να του το σπείρ', να του το θερίσ' - η κιαχαγιάδινα μαζί - να του τ' αλουνίσ' μι τα θ'κά τ' τα ζώα, να του το πάη έτ'μου. Καμμιά βουλά τ' αφεντ'κό έβαζι παρασπόρ' του μιγαλύτιρού τ' του χουράφ'. Κι όταν πάλι ένας κιαχαγιάς πάη και μπαρεστήσ' μ' ένα αφεντ'κό να πάη σύντροφος κ' έχ̑' μόνε ου κιαχαγιάς πρόβατα, τ' αφεντ'κό δεν έχ̑', ου μιράς που γυρίζουν τα πρόβατα είνι τ' αφεντ'κού, όμως συμφωνούν να τουν πάη διαταμένα ένα τενεκέ τυρί, ένα τ' αρνί τ' Λαμπιργιά κ' ένα στου παναγύρ'. Τουν πάει κ' είκουσ' τυριά ξερά και στσ' δεκαπέντι μέρις 'πό 'να ταγίν̑': ένα κουρούπ' γάλα και δυο τυριά φράσκα κι' από 'να γουμάρ' ξύλα. Κι' αγγαρείες πουλλές είχαν πρώτα. Άμα πήγινι τ' αφεν'κού τ' του ταγίν', στου Κάστρου, θσ τουν έστιρνι να πα να τουν φέρ' έξ βαρέλια νιρό απ' τουν Αυλώνα, να γιμώσ' ούλις τις σφίδες κι τα π'θάρια για να πιράσ' τ'ς δεκαπέντι μέρις, όσου να ξανάρθ' ου κιαχαγιάς να τουν νιροκουβανήσ'. Νυχτών'ταν κόσμους, βρέγ'νταν. Σκλάβ', να σκλάβ'!

γ. Σαμοθράκη

Πηγή: Μ. Τριανταφυλλίδης [1938] 1991. Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα.
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Σελ. 253. © Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

Α. Αδέιφ', ιγώ απουφάϊσα να σ΄τείου dου bιδέϊα στου σκουιειό, να μάθ' δυότειεις ααδειές γάαμματα, να γράαφτ' τούνουμά τ' κι να βάζ΄ dαπουγααφή τ', να μάθ κ΄ι πέd - έξ ουουγαϊασμοί, να μη dουν jϊά ι jένας κ΄ι ι jάους. - Β. Ξέεις τα 'α σι πώ, αδέιφ'; Σα dου σ΄τείης του πιδί στου σκουειό αά του χαβάης κ΄ι jια 'ά γνουίζ΄ ποια τ' άσπαα κ΄ι ποια τα μαύαα. Μουν να τ' αφήης του πιδί ν' ακουουθά πεd' έξ΄ παjόjις κ΄ι παατίνις απ' jείν' κ΄ι ας j΄ήσ΄ κ΄ι αυτός όπους ζ΄ήσασ΄ οι γουν'οί μας κ΄ οι παpπούδις μας. - Α. 'Γω αά τα πάου γούα πουουφται̮μού, να του μάθου τα γάαμματα κ΄ι ότ' βέεξ΄ ας κατ'βάσ΄. Άου j - είν' σα gζέει πέd - έξ΄ γάαμματα κ΄ι άου σα δε γιικά καdίbουdα.

δ. Σάμος

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 189. Από το περιοδικό Αρχείον Σάμου 2, 157 - 158.

Μια φουρά ήτανι μέσ' σ' αυτό του καράβ', το πετροκάραβο, ένας καλότατος καπιτάνιους, μα καυχησάρ'ς, μού 'λιι ου πατέρας - ι - μ, όσου φανταχτής. Μια χρουνιά, Σαρανταήμερου, έρdανι απ' κάτ' απ' τα ν̑'σιά. Τ'ν ώρα πού 'τανι στου μέρους π' του βλέπ'ς τώρα είπι σι καυκιό σ' ένα Σμυρνιό που 'τανι μέσα πως μπουρεί να π'ράσ' τουν ήλιου και του 'δειχνι τα πουδάρια τ'ν ήλ' που 'τανι μπρουστά στου καράβ'. Ου Σμυρνιός γέλασι και τού 'πι πως τνη παράκουψι. Τότις θύμουσι ου καπιτάνιους και μια και δυο τρέχ̑' και διατάζ' τ'ς ναύτις να σάσ'νι ούλα τα πανιά. Μα δεν πρόφτασι να κάτσ' στου τιμόν̑' και πέτρουσι ούλου του καράβ'.

6. Ήπειρος

α. Κουκούλι Ιωαννίνων

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 190. Από το χ/φο 1115 του ΙΛΝΕ, 358 - 359.

Ήταν μια φουρά κ' ένα γκιρό μια μάννα κ' είχι τρεις κουπέλις. Η μάννα ήταν άρρουστ' πουλύν κιρό. Οι κουπέλις οι δυο ήταν γιρές κι καλές. Αυτές έκαναν ό,τ' ήθιλαν στου σπίτ'. Η τρίτ' η κουπέλα ήταν όλ' την 'μέρα γκυλ'μέν̑' στ' στάχτ'. Γι' αυτό τ'ν ήλιγαν Σταχτουμπαμπαλι̮άρου. Αυτές έτρουγαν κι τς πέταζαν κι αφνής κάνα κουμμάτ' κι τς ήλιγαν: Να κι συ, Σταχτουμπαμπαλιάρου! Η μάννα η κακουμοίρα τάϊ 'γλιπι αυτά κι στινουχουριόταν, αλλά τί να 'κάνι; Αυτές όμους τ' βαρέθ'καν κι τ' μάννα τ'ς.
- Μωρέ, λέν, ως πότι θα τ' φ'λάμι μεις; Θα τ' bαχύνουμε κι θα τ' σφάξουμι να τ' φάμι.
Η μ'κρή η κουπέλα τα 'κουϊ αυτά κι τς ραϊζουνταν η καρδιά κι γι' αυτό όλου έκλιι.
- Τί κλαις, γιέ μ'; τ'ς ήλιι η μάννα τ'ς.
- Τί να μην κλάψου, μουρ' μαννούλα μ'. Θέλουν να σι σφάξουν.
- Ας μι σφάξουν… Ισύ μη γκλαίς.
Απού τα πουλλά, αφού ν' τάϊσαν κι λίγου καλά, τν έσφαξαν τ' μάννα τ'ς. Τν έσφαξαν κί τν έτρουγαν. Τ'ς πέταξαν κι' αφνής κάνα κόκκαλου κι τ'ς ήλιγαν: Νά, φάϊ κι σύ!
Αυτή μαζεύουνταν η Σταχτουμπαμπαλιάρου σι μια άκρα κ' έκλιι, έκλιι, κι κύτταζι π' πέταζαν τα κόκκαλα. Κι τα μάζιβι τα κόκκαλα όλα κι τα πήγι σι μια κ'φάλα στουν κήπου. Κάθι μέρα πάηνι κ' έκανι τ' bρουσιφχή τ'ς κι τα θυμιατούσε. Μια μέρα τ' γλέπ' τ' μάννα τ'ς στουν ύπνου τ'ς.
- Αύριου π' θα πας στ' g'φάλα, τ'ς λέει, να κ'τάξης κι κάτ' θα βρης.
Πάν' όπους πάηνι μι του θυμιάμα, κάν' έτσι' κι τί να βρή; Βρίσκ' μια καρσιλουπούλα. Τ' bαίρν', τ'ν ανοίει. Τί να βρη μέσα!… Έλαμψαν τα μάτια τ'ς. Ηύρι τρία φ'στάνια π' δεν ήταν τέτοια π'θινά στουν απάνου κόσμου. Του ένα ήταν η γη μι τα λουλούδια, τ' άλλου ου ουρανός μι τ' άστρα κι τ' άλλου η θάλασσα μι τα κύματα. Ήταν κι φλουριά γι̮ουμάτ' η κασέλα, σκ'λαρίκια, βραχιόλια, απ' όλα. Ήταν κ' ένα ζιβγάρ' παντόφλις, πατίκια. Τα παίν' αυτή αυτά κι ταβάν' σι μια μιριά κρυφά, να μην τα ιδούν οι αδιρφές τ'ς κι τ'ς τα πάρουν.
Μια μέρα, μια βραδυά, κάλισι όλις τ'ς νι'ές του βασιλόπ'λου για να διαλέξ' ικείν' π' θα πάρ' γυναίκα τ' σ' ένα χουρό πόκανι. Στουλίστ'καν οι δυο αδιρφές τ'ς κι πήγαν.
- Έρχισι κι συ, Σταχτουμπαμπαλιάρου; Τ' gουρόϊδιβαν. Αυτή δεν τ'ς έκρινι, παρά κάθουνταν μαζουμέν̑'. Ότ' έφ'καν αυτές σ'κώνιτι κι' αυτή κι ντιέτι…

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20