Πρακτικά Ημερίδας 

Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης 

Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998 

ΤΑΚΗΣ ΚΑΓΙΑΛΗΣ, Η μετάφραση της ποίησης στον μοντερνισμό: Κέντρο και περιφέρεια

Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι η διερεύνηση ορισμένων βασικών αντιλήψεων γύρω από τη μετάφραση της ποίησης, οι οποίες αναπτύσσονται στο πλαίσιο του αγγλοσαξονικού και του ελληνικού μοντερνισμού. Θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε δύο ποιητές-μεταφραστές, καθένας εκ των οποίων κατέχει κεντρική θέση στο οικείο μοντερνιστικό περιβάλλον: στον Έζρα Πάουντ και τον Γιώργο Σεφέρη. Οι τοποθετήσεις των δύο ποιητών ασφαλώς δεν αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το φάσμα των αντιλήψεων περί ποιητικής μετάφρασης που εκδηλώνονται, αντιστοίχως, στον αγγλοσαξονικό και τον ελληνικό μοντερνισμό. Εντούτοις, η μεταφραστική θεωρία και πρακτική καθενός κατέχει θέση παραδείγματος, αφού η απήχησή της είναι ισχυρή τόσο στον άμεσο περίγυρο του ποιητή όσο και στις μεταγενέστερες γενιές.[1] Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι δύο θεωρήσεις είναι ισοδύναμες ή συγγενικές. Αν η μεταφραστική θεωρία και πρακτική του Πάουντ έχει αναγνωριστεί ως σταθμός στην ιστορία της μετάφρασης,[2] ο ομόλογος προβληματισμός του Σεφέρη έχει, πιστεύω, καθοριστική επίδραση στο, περιορισμένο όμως, βεληνεκές των νεοελληνικών γραμμάτων. Συγκρινόμενη εξάλλου με την προκλητική μεταφραστική αισιοδοξία του Πάουντ, η τοποθέτηση του Σεφέρη απέναντι στη μεταφρασιμότητα της ξενόγλωσσης ποίησης αποκαλύπτεται επιφυλακτική και αμφίθυμη. Με αυτούς τους όρους, τα παραδείγματα που θα εξετάσω μας επιτρέπουν να διακρίνουμε δύο αντιθετικές, εν πολλοίς, στάσεις απέναντι στα προβλήματα της ποιητικής μετάφρασης, οι οποίες εκδηλώνονται αντιστοίχως στο κέντρο και την περιφέρεια του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ζητούμενο της συνεξέτασης δεν είναι βέβαια η εύρεση της "ορθής" στάσης, αλλά η ανίχνευση των δεδομένων που προϋποθέτει και των συνεπειών που συνεπάγεται καθεμιά από τις δύο θεωρήσεις στο πολιτισμικό περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται.

Ι.

Η διασημότερη θέση του Πάουντ γύρω από τη λογοτεχνική μετάφραση είναι αναμφίβολα ο αφορισμός βάσει του οποίου η μετάφραση ορίζεται ως μία από τις κατηγορίες της λογοτεχνικής κριτικής (Pound 1960, 74). Αυτή η τοποθέτηση έρχεται σε αντίθεση με την ισχυρή "μιμητική" παράδοση, που ζητά από τον μεταφραστή να απέχει από την ερμηνεία και να περιορίζει τη φιλοδοξία του στην κατασκευή ενός όσο γίνεται πιστότερου απεικάσματος του ξενόγλωσσου κειμένου. Ο Longfellow π.χ. ― που, παρεμπιπτόντως, ήταν και μακρινός συγγενής του μοντερνιστή ποιητή (βλ. Carpenter 1988, 22, 151) ― σημείωνε, αναφερόμενος στη μετάφρασή του της Θείας Κωμωδίας (1867), ότι "η μοναδική αξία του βιβλίου μου είναι ότι προσφέρει ακριβώς αυτό που λέει ο Ντάντε, και όχι εκείνο που ο μεταφραστής φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είχε πει, αν ήταν 'Aγγλος. […] Η δουλειά του μεταφραστή είναι να αναφέρει τι λέει ο συγγραφέας, όχι να εξηγήσει τι εννοεί˙ αυτό είναι δουλειά του σχολιαστή" (De Sua 1964, 65). Αν, όπως αντιπρότεινε ο Πάουντ, η μετάφραση είναι μια κριτική ανάγνωση που ορίζεται από την οπτική γωνία, τα ενδιαφέροντα και τις αντιλήψεις του μεταφραστή (και της εποχής του), τότε το μεταφρασμένο κείμενο πρέπει να κριθεί βάσει της πρότασης που το ίδιο συνιστά και όχι βάσει των δεδομένων του πρωτοτύπου ή της "πιστότητας" προς αυτό. Υπ' αυτήν την έννοια, η αντιμετώπιση της μετάφρασης ως κριτικής αναθεώρησης του προϋπάρχοντος έργου προάγει τη θεώρηση του μεταφρασμένου κειμένου ως νέας και κατ' ουσίαν αυτόνομης λογοτεχνικής δημιουργίας (ο Πάουντ εξάλλου αναγνωρίζει ως δραστική μορφή κριτικής και την πρωτότυπη ποίηση).[3] 'Oπως έγραφε ο μοντερνιστής ποιητής (Anderson 1983, 5), η μετάφραση είναι "είτε η έκφραση του μεταφραστή, κατ' ουσίαν ένα νέο ποίημα, είτε κάτι σαν φωτογραφία, όσο γίνεται ακριβέστερη, της μιας πλευράς του αγάλματος".

Η κατάλυση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στη μετάφραση και την πρωτότυπη γραφή προκαλεί ανακατατάξεις και σε ό,τι αφορά τη θέση των μεταφράσεων στην ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας. Σύμφωνα με τον Πάουντ (1960, 34-35), η "αυτόχθων" αγγλική ποίηση περιορίζεται "στο Seafarer, το Beowulf και τα υπόλοιπα αγγλοσαξονικά αποσπάσματα"˙ όπως υποστηρίζει ο ποιητής, "ύστερα από αυτήν την περίοδο [δηλαδή από τον 14ο αιώνα και εφεξής] η αγγλική λογοτεχνία ζει από τη μετάφραση, τρέφεται με τη μετάφραση˙ κάθε καινούριος πλούτος, κάθε καινούριο φανέρωμα προκαλείται από τη μετάφραση, κάθε υποτιθέμενη μεγάλη εποχή είναι εποχή μεταφράσεων, αρχής γενομένης από τον Geoffrey Chaucer, Le Grand Translateur, μεταφραστή του Romaunt of the Rose, παραφραστή του Βιργιλίου και του Οβιδίου, συμπυκνωτή παλαιών ιστοριών που είχε βρει στα λατινικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά". Βάσει αυτής της θεώρησης, ο Πάουντ (1960, 34) υποστηρίζει ότι "η μελέτη της Ιστορίας της Αγγλικής Λογοτεχνίας", όπως αυτή διδάσκεται, είναι άσκοπη. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ιστορίες της ισπανικής και της ιταλικής λογοτεχνίας πάντοτε λαμβάνουν υπόψη τους τους μεταφραστές. Οι ιστορίες της αγγλικής λογοτεχνίας πάντοτε παρακάμπτουν τη μετάφραση ― υποθέτω από σύμπλεγμα κατωτερότητας ― παρ' ότι ορισμένα από τα καλύτερα αγγλικά βιβλία είναι μεταφράσεις". Ο Πάουντ παραθέτει κατάλογο μεταφράσεων "που είναι καλύτερα αναγνώσματα από την 'πρωτότυπη ποίηση' της εποχής τους", ενώ υποστηρίζει ότι μία από αυτές (η μετάφραση της Αινειάδας από τον Gavin Douglas [1533]) είναι "καλύτερη από το πρωτότυπο" (Pound 1960, 35).

Η παουντική τοποθέτηση γύρω από την αυτονομία του μεταφρασμένου κειμένου προκαλεί το ερώτημα κατά πόσον το "νέο ποίημα" που "εκφράζει" κυρίως τον μεταφραστή και εντάσσεται στο γραμματολογικό πεδίο της δικής του λογοτεχνίας μπορεί να λειτουργεί συγχρόνως και ως όχημα διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Στον βαθμό που το μεταφραζόμενο κείμενο χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή νέου ποιητικού έργου, στον βαθμό δηλαδή που η κριτική αναθεώρηση αποδεικνύεται τόσο δραστική ώστε να υποκαθιστά (και ενδεχομένως να ακυρώνει) το πρωτότυπο, η μετάφραση μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως διαδικασία ενίσχυσης της οικείας λογοτεχνίας παρά ως μέσο επαφής με τον αλλόγλωσσο ή ιστορικά απόμακρο πολιτισμό. Αν όμως αυτή η επισήμανση δημιουργεί επιφυλάξεις για τις πολιτισμικές συνέπειες της μεταφραστικής θεωρίας του Πάουντ (οι οποίες ενδέχεται να είναι και αντίστροφες από τις αισθητικές), πρέπει να σημειωθεί ότι η διαμετρικά αντίθετη στάση (εκείνη που υπερασπίζεται την ακεραιότητα και την πολιτισμική διαφορά του πρωτοτύπου) δεν εγγυάται με περισσότερη αξιοπιστία την επικοινωνία με το ξένο. Η άποψη του ποιητή Robert Browning (βλ. Connolly [1998], 15) π.χ., σύμφωνα με την οποία η ποιητική μετάφραση "πρέπει να γίνεται απολύτως κατά λέξη, δίνοντας στις λέξεις την ακριβή, κυριολεκτική ερμηνεία τους και [τοποθετώντας τες] στην ίδια σειρά και θέση που κατέχουν και στο πρωτότυπο" προάγει μάλλον τη διακωμώδηση παρά το κύρος του πρωτοτύπου. Στον βαθμό, εξάλλου, που οι επιφυλάξεις για το εφικτό της λογοτεχνικής μετάφρασης οδηγούν σε αποχή από το μεταφραστικό εγχείρημα, ο "σεβασμός" προς το πρωτότυπο φαίνεται μάλλον να εξασφαλίζει παρά να αντιμάχεται τη διαπολιτισμική αποξένωση.

Η αντινομία που μόλις επισημάναμε ευθύνεται ίσως και για τις θεμελιώδεις αντιφάσεις που συχνά αναδύονται στον θεωρητικό προβληματισμό περί ποιητικής μετάφρασης. Ο 'Eλιοτ (1970, 73-74) π.χ. φαίνεται να συμμερίζεται τη θέση του Πάουντ για τη μετάφραση ως είδος κριτικής, όταν παρατηρεί ότι η μετάφραση του Baudelaire από τον Arthur Symons αποδίδει με ακρίβεια τον τρόπο που ο γάλλος ποιητής διαβάστηκε από τη γενιά του μεταφραστή και σημειώνει ότι οι μοντερνιστές, που διαβάζουν τον Baudelaire διαφορετικά, θα τον μετέφραζαν και διαφορετικά. Ταυτοχρόνως όμως ο 'Eλιοτ ([ 7 ]1984, 19) εκφράζει επιφυλάξεις για το εφικτό της ποιητικής μετάφρασης και προκρίνει την άμεση επαφή με το ξενόγλωσσο πρωτότυπο, όταν υποστηρίζει ότι "χάνουμε πολύ λιγότερα διαβάζοντας ένα μεταφρασμένο μυθιστόρημα από ό,τι ένα ποίημα", δεδομένου ότι "καμία τέχνη δεν είναι πιο πεισματικά εθνική από την ποίηση".[4]

Σε αντίθεση προς τον 'Eλιοτ, που έδωσε ελάχιστο μεταφραστικό έργο, ο Πάουντ ασχολήθηκε με την ποιητική μετάφραση συστηματικά και με τρόπο απολύτως συμβατό προς τις θεωρητικές του τοποθετήσεις. Το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό της μεταφραστικής μεθόδου του ποιητή είναι η αδιαφορία για την "πιστότητα" προς το πρωτότυπο. 'Oπως έχουν δείξει οι μελέτες πολλών συνοφρυωμένων ειδικών (λατινιστών, μεσαιωνολόγων, σινολόγων και άλλων), ο Πάουντ μεταφράζει (από γλώσσες που γνωρίζει καλά, αλλά και από άλλες που γνωρίζει ελάχιστα, καθώς και από προϋπάρχουσες μεταφράσεις) αδιαφορώντας για τα ιστορικά, γλωσσικά και ποιητολογικά δεδομένα που καθορίζουν το νόημα του πρωτοτύπου. Μεταφράζοντας το "Seafarer" π.χ., ο ποιητής απαλείφει ένα "ηθικιστικό" τμήμα, καθώς και όλες τις χριστιανικές αναφορές του έργου, ενώ παρερμηνεύει (πιθανότατα εκ προθέσεως) βασικά γλωσσικά δεδομένα (η φράση "mid englum" π.χ. αποδίδεται "ανάμεσα στους 'Aγγλους" αντί "ανάμεσα στους αγγέλους").[5] Ακόμη δραστικότερες είναι οι παρεμβάσεις του μοντερνιστή ποιητή στο Cathay, μολονότι το κείμενο επί του οποίου εργάστηκε δεν ήταν το ξενόγλωσσο πρωτότυπο, αλλά η αυτολεξεί μετάφραση και οι σημειώσεις του Ernest Fenollosa (ο Πάουντ δεν ήξερε κινέζικα όταν μετέφραζε το έργο˙ βλ. Steiner 21992, 375). Ο Πάουντ μεταφράζει συναιρώντας στίχους από διαφορετικά ποιήματα, εντάσσοντας στο σώμα του ποιητικού κειμένου (υπό μορφή στίχων) ερμηνευτικές σημειώσεις του Fenollosa, και βέβαια προσθέτοντας δικούς του στίχους (βλ. Carpenter 1988, 267˙ πβ. Bush 1985). Το αποτέλεσμα αυτής της μεθόδου είναι αφαλώς ένα νέο ποιητικό έργο, το οποίο όμως εκλαμβάνεται ως πρωτοφανώς αυθεντική μεταφορά του "πνεύματος" της κινέζικης ποίησης στην αγγλική γλώσσα. Αυτό το παράδοξο συνήθως αποδίδεται στην αναπτυγμένη "διαίσθηση" του ποιητή. Στον βαθμό που δεν μας ικανοποιούν μεταφυσικού τύπου εξηγήσεις, θα πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα κάπως προσεκτικότερα.

Απαντώντας στις συχνές διαμαρτυρίες των φιλολόγων για τις μεταφραστικές του αυθαιρεσίες, ο Πάουντ (1971, 149) υποστήριζε ότι εκείνο που τον ενδιέφερε δεν ήταν ο ακριβής μεταγλωττισμός, αλλά "να ξαναφέρω έναν πεθαμένο στη ζωή, να παρουσιάσω μια ζωντανή μορφή". Εντούτοις, η παουντική μετάφραση δεν μαρτυρά απλώς ελευθερία απέναντι στο "γράμμα" του πρωτοτύπου (όπως ενίοτε παρουσιάζεται από την κριτική),[6] αλλά ελεύθερη χρήση του ξενόγλωσσου κειμένου ως υλικού για νέα δημιουργία, με γνώμονα το δημιουργικό ένστικτο και τις αισθητικές επιδιώξεις του μοντερνιστή ποιητή. 'Oπως σχολιάζει ο Alfred Kazin (1984, 324), "ο Πάουντ ως μεταφραστής κάνει αυτό που μπορεί να επιτύχει μόνο ο χαρισματικός ποιητής: μιμείται τους ήχους και τον ρυθμό ενός ποιήματος γραμμένου σε γλώσσα που κατά τα άλλα τού είναι άγνωστη. […] 'Hταν μια αφομοιωτική μεγαλοφυΐα, ένας εγγαστρίμυθος ικανός να αναπαράγει ξένες και αρχαίες φωνές, ρυθμούς, τρόπους ― συχνά με θεληματική άγνοια του πραγματικού περιεχομένου" (πβλ. Steiner 21992, 378). Η παράδοξη πειστικότητα της "μιμητικής" αυτής μεθόδου (το γεγονός ότι η αυθαιρεσία εκλαμβάνεται ως γνήσια πολιτισμική μεταφορά) οφείλεται κυρίως σε έναν λόγο. Παρ' ότι ο Πάουντ εργάζεται με απόλυτη ελευθερία, οι μεταφράσεις του δεν υπακούουν στους καθιερωμένους ποιητικούς κώδικες της εποχής του. Απεναντίας, δημιουργούν έντονα την αίσθηση του αρχαϊκού ή του ανοίκειου, μιαν απατηλή εντύπωση "πιστότητας" προς κάτι ξένο και απόμακρο (το οποίο στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτο).[7] Η παουντική μετάφραση ξενίζει προγραμματικά τον αναγνώστη, αποσκοπώντας στην υπονόμευση ορισμένων θεμελιακών προτύπων της οικείας παράδοσης (όπως είναι π.χ. η "λατινότροπη" έκφραση του Μίλτον) και στην αντικατάστασή τους με αρχές της μοντερνιστικής ποιητικής.[8] Εκείνο που εισπράττει ο αναγνώστης ως αυθεντική μεταφορά του ξένου είναι μια μοντερνιστική επινόηση˙ προβάλλοντας το δικό του πρόσωπο στο απόμακρο ξένο, ο μοντερνισμός διαμορφώνει μια πλασματική παράδοση αδιαμφισβήτητης "αυθεντικότητας" (έναν αρχέγονο "μοντερνιστικό" πολιτισμό), βάσει της οποίας διεκδικεί τη δική του ιστορική και πολιτισμική αξιοπιστία.[9]

Σύμφωνα με μια καίρια παρατήρηση του 'Eλιοτ (Pound 1928, xvii), ο Πάουντ είναι "ο εφευρέτης της κινέζικης ποίησης για την εποχή μας". Το ρήμα "εφευρίσκω" σημαίνει βέβαια κάτι διαφορετικό από το "ανακαλύπτω". Ο Πάουντ μεταχειρίζεται με απόλυτη ελευθερία τα υλικά της κινέζικης παράδοσης για να δημιουργήσει μιαν εναλλακτική "κινέζικη ποίηση", προσαρμοσμένη στις μοντερνιστικές αισθητικές επιδιώξεις. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες του μεταφράσεις, από το "Seafarer", τα γιαπωνέζικα "No", τους τροβαδούρους του μεσαίωνα ή το αρχαιοελληνικό δράμα. Η "ξενότροπη" στρατηγική του Πάουντ, δηλαδή η χρήση της μετάφρασης ως εργαλείου "για την αμφισβήτηση και την αλλαγή των κυρίαρχων λογοτεχνικών προτύπων" προς όφελος της μοντερνιστικής ποιητικής (Gentzler 1993, 28), αποδείχτηκε, από αισθητική άποψη, εξαιρετικά επιτυχής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παουντική μετάφραση δημιουργεί συνθήκες επικοινωνίας με τον απόμακρο πολιτισμό. Η μετάφραση του Cathay π.χ., όπως παρατηρεί ο George Steiner (21992, 377, 378, 412), "άλλαξε την αίσθηση της [αγγλικής ποιητικής] γλώσσας και έθεσε το ρυθμικό σχήμα της μοντέρνας ποίησης"˙ η επιτυχία αυτή ωστόσο δεν οφείλεται στο ότι "ο ποιητής ή ο αναγνώστης του γνωρίζουν πολλά, αλλά στο ότι αμφότεροι γνωρίζουν ελάχιστα" γύρω από τον πολιτισμό της Κίνας. Αν η πολιτισμική επικοινωνία είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την αισθητική επιτυχία της μοντερνιστικής μετάφρασης, είναι εμφανές ότι η καταξίωση της τελευταίας βαθαίνει και παγιώνει το πολιτισμικό έλλειμμα. Η μοντερνιστική μετάφραση, μ' άλλα λόγια, δεν λειτουργεί ως μέσο εξοικείωσης με τον απόμακρο πολιτισμό, αλλά ως υποκατάστατό του. Για να κατανοήσουμε πληρέστερα αυτήν την κρίσιμη παράμετρο πρέπει να ανιχνεύσουμε την ιστορική και ιδεολογική καταγωγή των μεταφραστικών αντιλήψεων του Πάουντ.

Η μεταφραστική θεωρία και πρακτική του Πάουντ αποτελεί μετεξέλιξη του βικτωριανού μεταφραστικού εξωτισμού. 'Oπως έγραφε ο ποιητής (Pound 1960, 33-34), η αγγλική λογοτεχνία "κρατήθηκε ζωντανή κατά τη διάρκεια του περασμένου [δηλ. του 19ου] αιώνα από μια σειρά εξωτικών ενέσεων. Ο Swinburne διάβαζε ελληνικά και πήρε το αγγλικό μέτρο στα χέρια του˙ ο Rossetti έφερε τους ιταλούς πρωτόγονους˙ ο FitzGerald έφτιαξε το μόνο καλό ποίημα της εποχής που έφτασε στον λαό˙ αποκαλείται, και σε μεγάλο βαθμό είναι, μετάφραση ή παρα-μετάφραση [mistranslation]". Η μεταφραστική παράδοση στην οποία αναφέρεται εγκωμιαστικά ο μοντερνιστής ποιητής βασίζεται στην έμφαση στο "παράξενο", στην απόδοση του απόμακρου πολιτισμικού στοιχείου μέσω αρχαϊσμών και άλλων γλωσσικών ιδιοτροπιών τόσο εκτεταμένων, ώστε τα προϊόντα της μετάφρασης να γίνονται "δυσανάγνωστα και συχνά σκοτεινά" (Bassnett 21991, 68). Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι την εποχή που μετέφραζε το Cathay, ο Πάουντ διάβαζε δύο μνημεία του βικτωριανού εξωτισμού: το Travels in Arabia Desertaτου Charles Montagu Doughty (1888) ― έργο γραμμένο σε "περίτεχνα αρχαϊκή ελισσαβετιανή πρόζα, η οποία εντείνει τόσο το άγριο φως και τη ζέστη της ερήμου, όσο και τη δυσκολία της απόλαυσης" (Sampson 31972, 703)˙ και τις εξίσου αρχαϊκές μεταφράσεις του William Morris από τα ισλανδικά έπη (βλ. Carpenter 1988, 265).[10] 'Eνα ισχυρό μεταφραστικό πρότυπο για τον μοντερνιστή ποιητή ήταν ο Dante Gabriel Rossetti˙ όπως έγραφε ο Πάουντ, παρουσιάζοντας τις μεταφράσεις του από τον Cavalcanti, "ο Rossetti είναι ο πατέρας και η μητέρα μου" (Anderson 1983, 14). Πολλά χρόνια πριν τον Πάουντ, ο Rossetti (που επίσης όριζε τη μετάφραση ως "την πιο άμεση μορφή σχολιασμού")[11] μετέφρασε μεσαιωνική ιταλική ποίηση, χρησιμοποιώντας ένα αρχαϊστικό ιδίωμα που λειτουργούσε "ταυτοχρόνως ως μέσο ανασύνθεσης [του απόμακρου ποιητικού παρελθόντος] και ως κανονιστικό πρότυπο, αφού φιλοδοξούσε να μετατρέψει τον παλαιό τρόπο σε σύγχρονο ιδεώδες" (Steiner 21992, 353). Εξίσου ισχυρό πρότυπο για τον Πάουντ ήταν ο περίφημος βικτωριανός μεταφραστής του Ρουμπαγιάτ, ο Edward FitzGerald. 'Oπως έγραφε ο Πάουντ (1960, 36), "η επαφή μας με την ποίηση της Ανατολής αρχίζει με το Ρουμπαγιάτ του FitzGerald" ―ένα έργο που "αξίζει όσο ένας ολόκληρος αιώνας περσικής φιλολογίας" (Pound 1978, 168). Υποστηρίζοντας την αξιοπιστία του Cathay, ο Πάουντ (1971, 61) ισχυριζόταν ότι το κείμενό του είναι "πιο κοντά [στο πρωτότυπο] από ό,τι το Ρουμπαγιάτ"˙ η παουντική, εξάλλου, θεώρηση της μεταφραστικής ελευθερίας ως όρου για την αναβίωση "μιας ζωντανής μορφής" θυμίζει έντονα το σχόλιο του FitzGerald, σύμφωνα με το οποίο η μετάφραση είναι προτιμότερο να δώσει ένα ζωντανό σπουργίτι, παρά βαλσαμωμένο αετό (Bassnett 21991, 70-71).

Η συνάφεια της μεταφραστικής αντίληψης του Πάουντ με την παράδοση του βικτωριανού εξωτισμού εντοπίζεται σε μια σειρά από παραμέτρους: στη στροφή προς γεωγραφικά και ιστορικά απόμακρους πολιτισμούς και στην "ανακάλυψη" άγνωστων έργων˙ στην επιλογή μιας ανοίκειας, εμφατικά "παράξενης" και αρχαϊστικής μεταφραστικής γλώσσας, που δημιουργεί την απατηλή εντύπωση πιστότητας προς το απόμακρο πρωτότυπο˙ στην αδιαφορία προς το γράμμα και το (ιστορικά προσδιορισμένο) πνεύμα του πρωτοτύπου, δηλαδή στην ελεύθερη χρήση του προϋπάρχοντος έργου ως πρώτης ύλης για καινούρια λογοτεχνική δημιουργία˙ στην προγραμματική χρήση της μετάφρασης ως εργαλείου για την ανανέωση της οικείας λογοτεχνίας, μέσω της εγκαθίδρυσης νέων (υφολογικών αλλά και ευρύτερα πολιτισμικών) προτύπων.[12] Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το πλέγμα αυτών των μεταφραστικών αντιλήψεων δεν είναι δημιούργημα του μοντερνισμού (όπως συνήθως αντιμετωπίζεται), αλλά κληρονομιά της βικτωριανής παράδοσης˙ εξίσου σημαντικό είναι να εντοπίσουμε τη συνάφεια αυτού του πλέγματος με το ιδεολογικό περιβάλλον της αποικιοκρατίας.

Ο βικτωριανός μεταφραστής εργάζεται με τη νοοτροπία του συλλέκτη, που φιλοδοξεί, όπως έγραφε ο Rossetti, να "προικίσει" το έθνος του "με ακόμη ένα απόκτημα ομορφιάς"˙[13] ως "επιδέξιος έμπορος που προσφέρει εξωτικά προϊόντα σε εκλεκτούς πελάτες" (Bassnett 21991, 71). Παρά το δέος που εκφράζει για το μυστήριο που αποπνέει ο απόμακρος κόσμος του πρωτοτύπου ― ο Rossetti π.χ. παρομοιάζει το έργο του μεταφραστή με τον Αλαντίν στη μαγεμένη σπηλιά (βλ. Lefevere 1992a, 68) ―, ο βικτωριανός μεταφραστής θεωρεί δεδομένη τη δική του υπεροχή απέναντι στο "εξωτικό" κείμενο που μεταφράζει και στον πολιτισμό από τον οποίο εκείνο προέρχεται (τον οποίο εξάλλου κατά κανόνα γνωρίζει ελάχιστα)˙ γι' αυτό και επιτρέπει στον εαυτό του κάθε λογής ελευθερία στον χειρισμό του πρωτοτύπου, όντας βέβαιος ότι οι παρεμβάσεις του (ακόμα και οι πιο αυθαίρετες) το βελτιώνουν. 'Oπως έγραφε ο FitzGerald το 1857, "διασκεδάζω παίρνοντας όσες ελευθερίες μου κάνει κέφι με αυτούς τους Πέρσες, που (καθώς πιστεύω) δεν είναι αρκετά Ποιητές για να αποθαρρύνουν παρόμοιες εκδρομές, και πραγματικά χρειάζονται λίγη Τέχνη για να τους δώσει μορφή" (βλ. Lefevere 1992a, 80). 'Oπως εξάλλου παρατηρούσε το 1890 ένας κριτικός, αναφερόμενος στις μεταφράσεις του William Morris από την ισλανδική επική παράδοση, "η παράξενη αρχαϊκή αγγλική της μετάφρασης, που έχει ακριβώς τη σωστή δόση εξωτικού αρώματος" κατορθώνει "να καλύψει τις ανισότητες και τις ατέλειες του πρωτοτύπου".[14]

Η παράδοση του βικτωριανού εξωτισμού επιτρέπει στον Πάουντ να μεταφράζει από γλώσσες που του είναι άγνωστες, αδιαφορώντας για τα λάθη και τις παρερμηνείες που αναπόφευκτα προκύπτουν. 'Oπως υποστήριζε ο ποιητής (Pound 1960, 37), "δεν χρειάζεται κανείς να μάθει μια γλώσσα ολάκερη για να καταλάβει μια ντουζίνα ποιήματα. Είναι συχνά αρκετό να καταλάβει πλήρως το ποίημα και καθεμιά από τις […] λέξεις που το συνθέτουν". Ο μεταφραστής δημιουργεί μιαν εξωτική επιφάνεια "διαφοράς", η οποία δεν βασίζεται σε βαθιά γνώση του ξένου πολιτισμού, δεν ανακλά την πραγματική διαφορά του από τον οικείο, ούτε βεβαίως προάγει τον σεβασμό προς αυτόν. 'Oπως είδαμε νωρίτερα, η "ξενοτροπία" της παουντικής μετάφρασης εντοπίζεται στην εκλεκτική χρήση ανοίκειων τρόπων της παλαιότερης αγγλοσαξονικής λογοτεχνικής παράδοσης, ζυμωμένων με στοιχεία του μοντερνιστικού ύφους (Steiner 21992, 371), και έχει ως στόχο την αποδυνάμωση των κατεστημένων ποιητικών συμβάσεων προς όφελος του μοντερνισμού. Στον βαθμό που αυτή η μέθοδος δημιουργεί ένα πλαίσιο γλωσσικής και πολιτισμικής "διαφοράς", η διαφορά αυτή ασφαλώς δεν προκύπτει από τον κόσμο του αλλόγλωσσου κειμένου, ούτε οδηγεί τον αναγνώστη προς εκείνον.

Η αναγνώριση των ιδεολογικών συμφραζομένων και των πολιτισμικών παρεπομένων της μεταφραστικής "ξενοτροπίας" μας επιτρέπει να ελέγξουμε και ορισμένες αντιλήψεις που τείνουν να αποκτήσουν χαρακτήρα συρμού στην περιοχή της σύγχρονης μεταφρασιολογίας. Σύμφωνα με μια δημοφιλή θεωρία, η οποία εισάγεται το 1984 από τον Antoine Berman και βασίζεται στις θέσεις που διατύπωσε ο Schleiermacher το 1813 (Berman 1984˙ βλ. και Venuti 1995, 19-20), η μετάφραση μοιράζεται σε δύο κατηγορίες, την "εθνοκεντρική" και τη "φιλόξενη" ή, σε διαφορετική ελληνική απόδοση, "ξενότροπη" (τον όρο χρησιμοποιεί η Σελλά 1996). Η πρώτη μεταφραστική μέθοδος εμφανίζεται να ιδιοποιείται ανενδοίαστα το ξένο κείμενο, ισοπεδώνοντας τα σημάδια που μαρτυρούν την αλλότρια προέλευσή του˙ "διαλύει την ετερότητα και τη διαφορά μέσα σε μιαν αυτάρεσκη αφομοιωτική ταυτότητα" (Μπιτσώρης 1996, 61). Η δεύτερη στάση (που συστήνεται ως "κατ' εξοχήν ηθική") αποφεύγει "την ιδιοποίηση, την καταλυτική αφομοίωση και εξαφάνιση […] των ξένων στοιχείων του πρωτοτύπου" (Μπιτσώρης 1996, 65, 63), επομένως φιλοξενεί την "ετερότητά" του χωρίς να το προσεταιρίζεται και να το αφομοιώνει.[15] Προϊόν της φιλόξενης ή ξενότροπης μεθόδου είναι μια μετάφραση "παράξενη, παράδοξα και αξιόπιστα όμορφη", μια μετάφραση που "εκπλήσσει, παραξενεύει, έχει παράξενη όψη" (Μπιτσώρης 1996, 65, 66). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ιδεολογικές αξιώσεις που επενδύονται στο μεταφραστικό "παραξένισμα" κάποτε αγγίζουν τα όρια του κωμικού: π.χ. "η ξενότροπη μετάφραση […] μπορεί να είναι μορφή αντίστασης στον εθνοκεντρισμό και τον ρατσισμό, τον πολιτισμικό ναρκισσισμό και τον ιμπεριαλισμό, και να προάγει τις δημοκρατικές γεωπολιτικές σχέσεις" (Venuti 1995, 20).

Οι απόπειρες εντοπισμού και υπέρβασης του "εθνοκεντρισμού" στη λογοτεχνία συχνά βασίζονται περισσότερο στην επιθυμία της "πολιτικής ευπρέπειας" παρά στη νηφάλια και τεκμηριωμένη έρευνα των πραγματικών δεδομένων. Η εξέταση της μεταφραστικής μεθόδου του Πάουντ δείχνει ότι αυτό ισχύει και για τη θεωρία του "ξενισμού", σε ό,τι αφορά την ηθική επένδυση της μεταφραστικής "ξενοτροπίας" και την εγγραφή της στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής ιδεολογίας, που προωθεί τον σεβασμό προς το ξένο. 'Oπως είδαμε, η μεταφραστική πρακτική του Πάουντ είναι υποδειγματικά "ξενότροπη". Ο ποιητής ασφαλώς δεν αποσιωπά τις ιδιαιτερότητες του "ξένου", ούτε επιχειρεί να το προσαρμόσει στους ισχύοντες εκφραστικούς κώδικες της αγγλοσαξονικής ποιητικής παράδοσης. Αντιθέτως, προβάλλει την "ετερότητα" και εισάγει ανοίκειους ρυθμούς και αρχαϊκούς ποιητικούς τρόπους, χωρίς να διστάζει να ασκήσει βία (όπως θα έλεγε ο Σεφέρης) στο ιδίωμα της σύγχρονης αγγλικής. Η μεταφραστική αυτή "ξενοτροπία" ωστόσο, όπως επίσης είδαμε, δεν παραπέμπει στα φιλόξενα αισθήματα και τις πλουραλιστικές προθέσεις που της αποδίδει η θεωρία του "ξενισμού", αλλά στις αντιλήψεις του αποικιοκρατικού εξωτισμού.

'Oταν εξετάζεται στο πλαίσιο των πραγματικών ιστορικών της εκδηλώσεων (και όχι ως αόριστη θεωρητική επιθυμία) η μεταφραστική "ξενοτροπία" αποδεικνύεται λιγότερο "φιλόξενη" και περισσότερο "αυτάρεσκη" από οποιαδήποτε "αφομοιωτική" μεταφραστική προσέγγιση. Η ξενότροπη μετάφραση οικειοποιείται το ξενόγλωσσο κείμενο όσο και η υποτιθέμενη "εθνοκεντρική" ― δεδομένου ότι η "ξενικότητα" δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί παρά μόνο μέσω κάποιας εκδοχής της οικείας γλωσσικής και ποιητικής παράδοσης (βλ. Venuti 1995, 35, 202-203˙ πβ. Connolly [1998] 156) ―, αλλά με τρόπο πιο σύνθετο και οπωσδήποτε πιο απόλυτο. Προβάλλοντας στο μεταφραζόμενο κείμενο αρχαϊκούς γλωσσικούς τρόπους και σύγχρονες υφολογικές και ιδεολογικές αντιλήψεις,[16] o μεταφραστής δημιουργεί μια πλασματική πολιτισμική παράδοση, την οποία ακολούθως χρησιμοποιεί ως ιστορικό έρεισμα της δικής του ποιητικής. Με αυτούς τους όρους όμως, η μεταφραστική "ξενοτροπία" αποκαλύπτεται εθνοκεντρικότερη από τον υποτιθέμενο μεταφραστικό "εθνοκεντρισμό" (ο οποίος, αν μη τι άλλο, δεν δημιουργεί την εντύπωση ότι μεταφέρει την αυθεντική "ξενότητα" του ξένου˙ δεν ακυρώνει, μ' άλλα λόγια, την ισχύ του ξένου παραμορφώνοντάς το σε εξωτικό).

'Oταν αντιμετωπίζουμε τις διαπολιτισμικές σχέσεις με επίγνωση της αποικιοκρατικής παράδοσης, η συνάρτηση της υφολογικής "ξενοτροπίας" με την ηθική και η προβολή της ως ιδεολογικά έγκυρου μεταφραστικού προτύπου εμφανίζεται, τουλάχιστον ανιστόρητη. Μια βόλτα στο Παρίσι, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη ή σε οποιοδήποτε μητροπολιτικό μουσείο αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι οι ισχυροί αποικιοκρατικοί πολιτισμοί εμπιστεύονται αρκετά τη δύναμή τους, ώστε να μην αγωνίζονται να ακυρώσουν τα διακριτικά γνωρίσματα του ξένου. Η προσάρτηση και η αφομοίωση του ξένου δεν στηρίζεται στην ισοπέδωση των ανοίκειων χαρακτηριστικών του, αλλά στην εμφατική προβολή τους (ως δειγμάτων του μητροπολιτικού πλούτου) και στην ελεύθερη χρήση τους. Αν όμως ο αποικιοκρατικός (και επιθετικός) εθνοκεντρισμός "φιλοξενεί" την ετερότητα της περιφέρειας εκφυλίζοντάς την σε εξωτική αλλοκοτιά, ο αμυντικός εθνοκεντρισμός που εκδηλώνεται στο περιβάλλον της περιφέρειας ασφαλώς δεν προωθεί την ελεύθερη οικειοποίηση του ισχυρού ξένου, ούτε την ισοπεδωτική του αφομοίωση στην τοπική παράδοση. Στην περίπτωση αυτή, τα εθνοκεντρικά ανακλαστικά εκφράζονται στο πεδίο της μετάφρασης (όπως και σε τόσα άλλα) με την τυπικά αμφίθυμη στάση του αποικιοκρατούμενου: αφενός με την αποχή από κάθε σχέση με το ξένο (επομένως και από τη μετάφραση) και αφετέρου με το άμετρο δέος για τον ισχυρότερο πολιτισμό, το οποίο προωθεί την απομίμηση (δηλαδή την προσήλωση στην πιστότερη δυνατή απόδοση του πρωτοτύπου). Παρ' ότι οι δύο αυτές διαθέσεις εμφανίζονται εκ πρώτης όψεως ως αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες, συνθέτουν τους δύο πόλους μιας κεντρικής αντίφασης πάνω στην οποία εδραιώνεται ο ετεροπροσδιορισμός της πολιτισμικής περιφέρειας.

ΙΙ.

Η συζήτηση που προηγήθηκε μας επιτρέπει να εντοπίσουμε ένα πλέγμα αντιλήψεων περί ποιητικής μετάφρασης που σταδιακά κατοχυρώνονται στο αγγλοσαξονικό μοντερνιστικό περιβάλλον:

1) Ο ποιητής επιλέγει τι θα μεταφράσει με βάση τις αισθητικές του επιδιώξεις (και όχι προκειμένου να ικανοποιήσει κάποιες ευρύτερες παιδευτικές ανάγκες). Αυτή η αντίληψη δεν καθορίζει μονάχα ποιο, αλλά και πόσο από το έργο θα μεταφραστεί (ο ποιητής δεν μεταφράζει αναγκαστικά το πλήρες κείμενο˙ ένα μικρό δείγμα πολλές φορές αρκεί). Μέσω της διπλής αυτής επιλογής, η παιδευτική λειτουργία της μετάφρασης ως εργαλείου εξοικείωσης με την αλλόγλωσση ποίηση και τον αντίστοιχο πολιτισμό σαφώς υποβαθμίζεται. Τον ρόλο αυτό φαίνεται να επωμίζεται, στο αγγλοσαξονικό περιβάλλον, μια διαφορετική μεταφραστική παράδοση, που αναπτύσσεται παράλληλα προς τη μοντερνιστική, από ακαδημαϊκούς κυρίως μεταφραστές, και προβάλλει μετριοπαθέστερες λογοτεχνικές αξιώσεις.

2) Οι μεταφράσεις εκπονούνται και κρίνονται με όρους πρωτότυπης γραφής και με ελάχιστο ενδιαφέρον για την πιστότητα προς το πρωτότυπο. Η διάκριση ανάμεσα στην πρωτότυπη γραφή, τη διασκευή και τη μετάφραση τείνει να ακυρωθεί (συχνά, εξάλλου, μεταφρασμένα αποσπάσματα ενσωματώνονται, ομολογημένα ή και ανομολόγητα, σε πρωτότυπο ποιητικό κείμενο)˙ ζητούμενο της μετάφρασης δεν είναι η ακρίβεια, αλλά η παραγωγή νέου και άρτιου λογοτεχνικού έργου.

3) Το μεταφραστικό ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως προς ιστορικά και γεωγραφικά απόμακρες περιοχές και πολύ λιγότερο προς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παραγωγή, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να διαφαίνεται η πρόθεση αλλαγής πολιτισμικού παραδείγματος˙ η ελάχιστη μεταφραστική ενασχόληση του Πάουντ π.χ. με τη σύγχρονη γαλλική ποίηση έρχεται σε αντίθεση με την εκτίμησή του ότι "ουσιαστικά ολόκληρη η εξέλιξη της αγγλικής ποιητικής τέχνης κατορθώθηκε μέσω κλοπών από τη γαλλική" (βλ. Auster 1984, xxix). Αυτή η μεταφραστική ροπή προς το απόμακρο συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι η μετάφραση δεν προϋποθέτει κατ' ανάγκην βαθιά γνώση της γλώσσας και του πολιτισμού του πρωτοτύπου (βλ. Steiner 21992, 375).

4) Στον βαθμό που η μετάφραση συναρτάται με συγχρονικές ποιητικές επιδιώξεις και σκοπεύει στην αναδιοργάνωση του λογοτεχνικού κανόνα (με την εισαγωγή νέων "ιστορικών" προτύπων), η μετάφραση λειτουργεί πρωτίστως ως εργαλείο για την εδραίωση της μοντερνιστικής ποιητικής˙ ως μέσο προβολής των σύγχρονων επιδιώξεων στο λογοτεχνικό παρελθόν ―και κατασκευής ενός "εναλλακτικού παρελθόντος" (Steiner 21992, 371)―, που εξυπηρετεί την "ιστορική" επικύρωση των μοντερνιστικών επιλογών (από αυτήν την άποψη, η μεταφραστική στρατηγική του Πάουντ φαίνεται να λειτουργεί ομόλογα προς τη δοκιμιακή του 'Eλιοτ).

Ο κατάλογος ασφαλώς δεν είναι πλήρης˙ νομίζω όμως ότι παρουσιάζει ορισμένες τάσεις γύρω από τη μετάφραση της ποίησης οι οποίες κατέχουν ηγεμονική θέση στο περιβάλλον του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. Μπορούμε τώρα να περάσουμε στις αντιλήψεις περί ποιητικής μετάφρασης που εκδηλώνονται στο ελληνικό μοντερνιστικό πλαίσιο από τον Σεφέρη.

Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι οι μεταφράσεις του Σεφέρη από ξένες γλώσσες (όπως και εκείνες του Ελύτη) ουσιαστικά περιορίζονται σε επιλογές από την ευρωπαϊκή και αμερικανική ποίηση του 20ού αιώνα. Οι Αντιγραφές παρουσιάζουν σχεδόν αποκλειστικά σύγχρονους ποιητές˙ μόνον τρεις από τους μεταφραζόμενους συγγραφείς είναι γεννημένοι πριν το 1860 (οι Blaise Pascal, Edward Lear και Charles Cros), και αυτοί δεν συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση που επιμελήθηκε ο Σεφέρης (βρίσκονται στο Επίμετρο της μεταθανάτιας έκδοσης του έργου). 'Eνα δεύτερο στοιχείο: με εξαίρεση τη μετάφραση της ' E ρημης Χώρας, η προγραμματική επιδίωξη της οποίας ομολογείται στον πρόλογο του 1949 ('Eλιοτ 1973, 10-14), η μεταφραστική εργασία του Σεφέρη δεν αυτοσυστήνεται ως ολοκληρωμένη παρουσίαση σημαντικών έργων, ούτε ως ανάκλαση του διαλόγου του με ξένους ποιητές, αλλά ως προϊόν άσκησης ή δοκιμής. "Γι' αυτήν εδώ την εργασία κινήθηκα από τον πόθο να δοκιμάσω στη γλώσσα μας ορισμένους ρυθμούς που έτυχε να μ' αρέσουν, και ορισμένες δυσκολίες", γράφει ο Σεφέρης προλογίζοντας την πρώτη έκδοση της ' E ρημης Χώρας ('Eλιοτ 1973, 15). Και στον πρόλογο των Αντιγραφών: "Αλήθεια, η δουλειά που συγκεντρώνω εδώ είναι η επιλογή από μια ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τι μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας. Εκτός από το κίνητρο αυτό, δεν έχει άλλον ειρμό η συλλογή αυτή και δε θα ήταν σωστό να της αποδοθεί ο σκοπός της ανθολόγησης ή της αξιολόγησης" (Σεφέρης 1978, 7).

Από τα δεδομένα αυτά εξάγονται δύο βασικές αντιλήψεις του Σεφέρη: 1) ότι η μετάφραση της ποίησης συνιστά περισσότερο άσκηση γραφής, παρά παραγωγή λογοτεχνικού έργου ― κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση όχι μόνο με τη μητροπολιτική μοντερνιστική αντίληψη, αλλά και με την πρακτική αμέσως προγενέστερων ελλήνων ποιητών, που ενέτασσαν μεταφράσεις στις ποιητικές τους συλλογές (όπως π.χ. ο Καρυωτάκης)˙ και 2) ότι από τα ξενόγλωσσα ποιήματα ορισμένα μόνο είναι μεταφράσιμα ― εκείνα που "αντέχει" η ελληνική "έκφραση". Ο Σεφέρης π.χ. εγκαταλείπει την απόπειρα μετάφρασης ενός ελιοτικού "Κουαρτέτου", το οποίο, όπως γράφει, "μ' έφερε μπροστά σε προβλήματα ακρίβειας και συμπύκνωσης τέτοια που με ανάγκαζαν να ασκήσω μια υπερβολική βία στη γλώσσα μας, όπως τουλάχιστον την ξέρω και την αισθάνομαι εγώ" ('Eλιοτ 1973, 13). Αλλού πάλι ο ποιητής αφηγείται ένα όνειρο, στο οποίο μετέφερε σε άγνωστο συνομιλητή τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε μεταφράζοντας το "Ταξίδι στο Βυζάντιο" του Γέητς και πήρε την απάντηση: "αν η ελληνική γλώσσα ήταν πάντα σε θέση να αποδώσει την κάθε απόχρωση της αγγλικής, δε θα ήταν πια ελληνική γλώσσα αλλά αγγλική". "Αυτή η σοφή παρατήρηση", καταλήγει ο Σεφέρης, "είχε διατηρηθεί πολύ καθαρά στο μυαλό μου όταν ξύπνησα το πρωί. […] τη συμβουλή εκείνη συχνά την ξανασυλλογίστηκα και συχνά με βοήθησε" (Σεφέρης 41981, 329).

Οι επιφυλάξεις του Σεφέρη για τη μεταφρασιμότητα της ξενόγλωσσης ποίησης και η αντιμετώπιση της μετάφρασης όχι ως δημιουργικής διαδικασίας που καταλήγει σε ολοκληρωμένο ποιητικό έργο, αλλά ως άσκησης, φανερώνουν την επιμονή του στην πιστότητα˙ το δέος του ποιητή για το γράμμα του πρωτοτύπου, που ο Γ. Γιατρομανωλάκης (1980, 231) ονομάζει "επίγνωση […] της τελικής αδυναμίας του μεταφραστή να εγγίσει το πρωτότυπο" και ο Βαγενάς (1989, 100), νομίζω ορθότερα, "μεταφραστικό συντηρητισμό". Ο Σεφέρης φαίνεται να δυσανασχετεί διαπιστώνοντας ότι "εκείνο που έχουμε στις μεταφράσεις των ποιημάτων δεν είναι διόλου μια προσέγγιση προς το έργο όπως γράφτηκε, αλλά ο καρπός της επιμειξίας δυο φυσιογνωμιών, που μοιάζει θλιβερά κάποτε με την οικογένεια του μεταφραστή" (Έλιοτ 1973, 16). Αλλού παρομοιάζει τον μεταφραστή με "εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή προσοχή, ν' αντιγράφουν, είτε για να ασκηθούν είτε γιατί κάποιος τους το παράγγειλε, πίνακες διαφόρων ζωγράφων". "'Oσο καλά και να δουλέψει κανείς", γράφει ο ποιητής, "όσο επιτυχής και αν είναι, θα υπάρχει πάντα ένα αντικείμενο ― το πρωτότυπο ― που μένει εκεί για να μας δείχνει πως βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα από το σωστό, πως ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε˙ αλλίμονο αν προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε" (Σεφέρης 1978, 7, δική μου η υπογράμμιση). Η αντίθεση αυτής της "μιμητικής" θεώρησης προς τις μεταφραστικές αντιλήψεις του Πάουντ είναι πιστεύω ευδιάκριτη.

Είπα νωρίτερα ότι, σε αντίθεση με τον μητροπολιτικό μοντερνισμό, που στρέφεται κυρίως προς το ιστορικά και γεωγραφικά απόμακρο, ο Σεφέρης μεταφράζει σχεδόν αποκλειστικά (αν εξαιρέσουμε προς στιγμήν τους αρχαίους 'Eλληνες) σύγχρονους ευρωπαίους και αμερικανούς ποιητές. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η σεφερική προσήλωση στην πιστή απόδοση του πρωτοτύπου, που εκτείνεται μέχρι τα σημεία στίξης ― "Προσπάθησα ν' ακολουθήσω όσο μου ήταν δυνατό τη στίξη του πρωτοτύπου" (Σεφέρης 1978, 8) ―, ισχύει μονάχα αναφορικά με το σύγχρονο ποίημα που έχει μπροστά του, ως πρωτότυπο, ο μεταφραστής. 'Oταν πίσω από αυτό το "πρωτότυπο" υπάρχει κάποιο άλλο πρωτότυπο, όταν δηλαδή το μεταφραζόμενο έργο είναι μοντερνιστική μετάφραση-ως-πρωτότυπο, η επιμονή του Σεφέρη στην πιστότητα προς το αρχικό κείμενο αίρεται. 'Eτσι ο ποιητής μεταφράζει χωρίς ενδοιασμούς δύο ποιήματα από το Cathayτου Πάουντ, αλλά και το πρώτο "Κάντο", για το οποίο μάλιστα σημειώνει: "Αν πίστευα χωρίς επιφύλαξη την κλασική θεωρία που υπαγορεύει στο μεταφραστή να προσπαθήσει να δώσει στο ακροατήριό του τη συγκίνηση που δοκιμάζει το ακροατήριο του πρωτοτύπου, θα έπρεπε ν' ανατρέξω στον 'Oμηρο και να μεταφράσω εκείνον. Ωστόσο προτίμησα τον αντίθετο δρόμο. Λησμόνησα όσο μπορούσα τον 'Oμηρο μεταφράζοντας το κείμενο του Pound. Τον 'Oμηρο θα τον μετάφραζα πολύ διαφορετικά" (Σεφέρης 1978, 156). Είναι πιστεύω φανερό ότι οι περί μεταφραστικής πιστότητας πεποιθήσεις του Σεφέρη υποχωρούν, όταν συγκρούονται με τις μεταφραστικές αντιλήψεις που συναντά ενσωματωμένες στη μοντερνιστική ποιητική.

Οι αντιλήψεις του Σεφέρη γύρω από τη διαγλωσσική μετάφραση διαφέρουν όμως ριζικά και από τις θέσεις του σχετικά με τη μετάφραση αρχαιοελληνικών κειμένων. "Από καιρό συλλογίζομαι", γράφει ο Σεφέρης στον πρόλογο του ' A σματος Ασμάτων, "πως όταν μεταφράζω ελληνικά κείμενα στη σημερινή γλώσσα μας, και όταν μεταφράζω ξένες γλώσσες, κάνω δυο διαφορετικές δουλειές. Μου χρειάζονται λοιπόν δύο διαφορετικές λέξεις για να δηλώσω αυτή τη διαφορά. Ώσπου να βρεθεί κάποια περισσότερο ικανοποιητική, υιοθέτησα τη λέξη "μεταγραφή" για το μεταγλωττισμό των αρχαίων κειμένων" (Σεφέρης 1979, 65). Η διαφορά της "μεταγραφής" από την "αντιγραφή" εντοπίζεται σε τρία επίπεδα (που αντιστοιχούν σε ισάριθμα ιδεολογήματα):

1) Στη φυσική σχέση με την αρχαία γλώσσα. Σύμφωνα με τον Σεφέρη (1978, 7), "όταν μεταφράζουμε από μια ξένη γλώσσα που ξέρουμε λίγο ή πολύ", αναγκαστικά αντιγράφουμε. Το αρχαίο κείμενο όμως δεν είναι γραμμένο σε γλώσσα που ξέρουμε "λίγο ή πολύ"˙ είναι ελληνικό ποίημα. "Αλήθεια, με τα αρχαία κείμενα, εννοώ τα ελληνικά, μου συμβαίνει τούτο το ιδιότροπο˙ όσες φορές ― και δεν είναι λίγες ― δοκιμάζω να τα μεταφράσω, σταματώ πάντα σε κάποιο σημείο με τη σκέψη: "Μα τούτο είναι τόσο ωραίο, γιατί να τ' αλλάξει κανείς;" " (Σεφέρης 1979, 7).

2) Στην εξίσου φυσική σχέση με τον αρχαιοελληνικό κόσμο "Η μετάφραση από ξένες γλώσσες", γράφει ο Σεφέρης, "είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο απόσπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης ― θα έλεγα της ποιητικής τάξης ― όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ' εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υποχρεωμένος ν' ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο" (Σεφέρης 1978, 7, δική μου η υπογράμμιση). Αυτή η εικόνα, που σφραγίζει την αδυναμία της διαγλωσσικής μετάφρασης να λειτουργήσει ως δίαυλος επικοινωνίας με το ξένο, προφανώς δεν ισχύει για τη μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά (γι' αυτόν άλλωστε τον λόγο ο Σεφέρης τονίζει ότι αναφέρεται στη μετάφραση "από ξένες γλώσσες"). Σε αντίθεση με τον κόσμο της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας, που μας είναι τόσο απόμακρος όσο εκείνος των προκατακλυσμιαίων θηρίων, η ποιητική τάξη της αρχαιότητας εμφανίζεται να μας είναι οικεία, επειδή εκδηλώθηκε "στον τόπο μας".

Αν αυτή η οικειότητα με τη γλώσσα και τον κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας ισχύει, μπορεί εύλογα κανείς να αναρωτηθεί αν πράγματι χρειάζονται οι ενδογλωσσικές μεταφράσεις. Στο σημείο αυτό ο Σεφέρης φανερώνει την τρίτη και, κατά τη γνώμη μου, κρισιμότερη διαφορά ανάμεσα στη μεταγραφική και την αντιγραφική του θεωρία. 'Oπως γράφει στον πρόλογο του ' A σματος Ασμάτων (1979, 7), "τούτος ο σημερινός ελληνικός κόσμος αν πρόκειται κάποτε να πάψει να είναι πνευματικά υπανάπτυκτος, καθώς λένε, πρέπει να ζήσει με οικειότητα και ν' αγαπήσει αυτά τα κείμενα που είναι η κληρονομιά του κι η παράδοσή του˙ και τούτο πώς να γίνει χωρίς μεταφράσεις;". Στην περίπτωση της ενδογλωσσικής μετάφρασης, τα ερωτήματα σχετικά με το εφικτό της ποιητικής μετάφρασης και οι επιφυλάξεις που αυτά προκαλούν υποτάσσονται στην παιδευτική ανάγκη˙ τα αρχαία κείμενα μπορούν να μεταφραστούν κυρίως επειδή πρέπει να μεταφραστούν. Αυτή η αντίληψη δεν ισχύει όμως και για τη διαγλωσσική μετάφραση. Η μετάφραση από ξένες γλώσσες, όπως είδαμε προηγουμένως, αντιμετωπίζεται από τον Σεφέρη ως άσκηση στην αντοχή της ελληνικής, προορισμένη εσαεί να υπολείπεται του πρωτοτύπου˙ ως προϊόν επιμιξίας που ακόμα και όταν επιτυγχάνει προσφέρει έναν σπόνδυλο, βάσει του οποίου ο αναγνώστης καλείται να ανασυστήσει δεινόσαυρο. Αυτή η θεώρηση περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα της διαγλωσσικής μετάφρασης να λειτουργήσει ως παιδευτικό εργαλείο, να εξοικειώσει δηλαδή τον έλληνα αναγνώστη με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια λογοτεχνική παράδοση. Η παιδευτική λειτουργία μεταφέρεται έτσι ακέραια (και περιορίζεται) στην ενδογλωσσική μετάφραση, που είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, που δεν δημιουργεί προβλήματα πιστότητας ούτε έχει τον χαρακτήρα άσκησης, για έναν κυρίως λόγο: επειδή ο σύγχρονος 'Eλληνας μπορεί να ζήσει (όπως έχει μάθει να ζει) με περιορισμένη επαφή με τον υπόλοιπο ― ευρωπαϊκό κυρίως ― κόσμο,[17] αλλά "πρέπει να ζήσει με οικειότητα και ν' αγαπήσει" τα αρχαία κείμενα "που είναι η κληρονομιά του κι η παράδοσή του".

Είναι πιστεύω φανερό ότι η σεφερική διάκριση της διαγλωσσικής από την ενδογλωσσική μετάφραση είναι ιδεολογικής φύσεως. Η ενδογλωσσική μετάφραση διακρίνεται από τη διαγλωσσική βάσει του ιδεολογήματος της φυσικής και άμεσης χωροχρονικής (και γλωσσικής) "συνέχειας" του αρχαιοελληνικού με τον νεοελληνικό κόσμο. Η κατηγορηματική διάκριση των δύο όψεων του μεταφραστικού εγχειρήματος ως διαφορετικών δραστηριοτήτων (αντιγραφή - μεταγραφή), που ασκούνται υπό άλλες προϋποθέσεις και απαντούν σε διαφορετικά ζητούμενα, αντιστοιχεί στη διάκριση των σχέσεων του νεοελληνικού κόσμου με τον αρχαιοελληνικό, από τη μια μεριά, και με τον νεότερο ευρωπαϊκό, από την άλλη. Εκείνο που αποκρύπτει η διχοτόμηση του μεταφραστικού εγχειρήματος είναι η βαθιά διαπλοκή αυτών των σχέσεων˙ η ιστορικά διαπιστωμένη "ενσωμάτωση του ελληνικού πολιτισμού στον μετα-αναγεννησιακό ευρωπαϊκό πολιτισμό και η διαμεσολαβημένη, μέσω αυτού, επανεμφάνιση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στη νεοελληνική" (Χρυσανθόπουλος 1996, 33).

Οι επιφυλάξεις του ποιητή απέναντι στη μετάφραση "από ξένες γλώσσες" ασφαλώς δεν αντιστοιχούν στο βάθος της σχέσης του Σεφέρη με την παλαιότερη και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή γραμματεία. Η σχέση αυτή ωστόσο εμφανίζεται να θεμελιώνεται στην άμεση επαφή με το ξενόγλωσσο πρωτότυπο, που είναι βέβαια προνόμιο και διακριτικό χαρακτηριστικό της καλλιεργημένης (και γλωσσομαθούς) πνευματικής ελίτ. Αξίζει να αναφερθεί εδώ μια σχετική τοποθέτηση του Γ. Θεοτοκά: "'Aνθρωπος που δεν έχει δεχτεί ποτέ την επίδραση του γαλλικού πνεύματος, μου δίνει την ίδια περίπου εντύπωση που θα μου έδινε κάποιος που ποτέ στη ζωή του δεν έκανε μπάνιο" (Σαββίδης 1995, 116). Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η σχέση του ποιητή με την ξένη ποίηση, αλλά η στάση του απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, που χρειάζεται μεταφράσεις (δηλαδή αντιγραφές) των ξενόγλωσσων έργων και τις "παραγγέλνει". Ο έλληνας μοντερνιστής φαίνεται διατεθειμένος ν' ανταποκριθεί στις βουβές "παραγγελίες" του ευρύτερου κοινού (στην παιδευτική ανάγκη) μόνο σε ό,τι αφορά την αρχαιοελληνική γραμματεία. Παρουσιάζοντας τη διαγλωσσική μετάφραση ως άσκηση, ο ποιητής σφραγίζει την άρνησή του να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή ή παραγγελιοδόχου, να μεταφράσει δηλαδή βάσει των υπαρκτών παιδευτικών αναγκών του αναγνωστικού κοινού.[18] Η ίδια αυτή άρνηση ωστόσο (η υποβάθμιση της παιδευτικής λειτουργίας της διαγλωσσικής μετάφρασης και η αντιμετώπισή της ως πεδίου άσκησης του ποιητή) χαρίζει στην ποιητική μετάφραση και μια ιδιαίτερη αίγλη: την προσδιορίζει ως εκείνη την περιοχή της γραφής στην οποία επιχειρείται το ακατόρθωτο ― την περιοχή του αγώνα με τα όρια της ποιητικής γλώσσας. Με τους όρους αυτούς, η διαγλωσσική ποιητική μετάφραση δεν αποτελεί παιδευτική προσφορά, ούτε μέσο για αισθητικό πειραματισμό, ούτε βεβαίως εργαλείο για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής πολιτισμικής παράδοσης[.] είναι το εργαστήρι στο οποίο ο ποιητής μπορεί ν' αποτραβηχτεί για να ασκηθεί στην τέχνη του, απερίσπαστος από πάσης φύσεως εξωαισθητικά αιτήματα ή υποχρεώσεις.

Πιστεύω ότι παρά τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει ο Βαγενάς για τη μεταφραστική θεωρία του ποιητή, αλλά και για την ποιότητα των σεφερικών μεταφράσεων, οι βασικές επιλογές του Σεφέρη εξακολουθούν να ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις μας για τη μετάφραση της ποίησης. 'Oπως και τόσες άλλες όψεις του μοντερνισμού, οι επιλογές αυτές έχουν εδραιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποτε να παρουσιάζονται ως αυτονόητα ή φυσικά δεδομένα. Στον βαθμό που οι περί μεταφράσεως αντιλήψεις του Σεφέρη έχουν κανονικοποιηθεί και έχουν αποκτήσει χαρακτήρα προτύπου, μπορούν ν' αναζητηθούν και οι συνέπειές τους˙ περιορίζομαι σε ορισμένες από αυτές:

1) Η θεώρηση του Σεφέρη φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα επαρκούς μετάφρασης των παλαιότερων έργων της ευρωπαϊκής ποίησης. Στον βαθμό που η ποιητική μετάφραση δεν αντιμετωπίζεται ως κριτική αναθεώρηση του πρωτοτύπου, αλλά ως άσκηση στην αντοχή του σύγχρονου ποιητικού ιδιώματος, η πρόσβαση στο ποιητικό παρελθόν περιορίζεται δραστικά (αν η σύγχρονη ελληνική έκφραση δυσκολεύεται ν' αντέξει τον Γέητς, πώς τότε θ' αντέξει τον Ντάντε, τον Μίλτον ή τον Σέλλεϋ;). Νομίζω ότι αυτή η στάση έχει δραματικές (και εμπειρικά διαπιστώσιμες) συνέπειες για τη σχέση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με το ποιητικό παρελθόν (δηλαδή: με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ποίηση πριν τον 20ό αιώνα), η οποία κατ' ουσίαν περιορίζεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Υποβάθμιση της παιδευτικής λειτουργίας της ποιητικής μετάφρασης παρατηρείται, βέβαια, και στο μητροπολιτικό μοντερνιστικό περιβάλλον˙ εκεί όμως το έλλειμμα αντισταθμίζεται από τη μεταφραστική παραγωγή της ακαδημαϊκής, ιδίως, κοινότητας (η οποία, όπως σημείωσα και προηγουμένως, αποσκοπεί κυρίως στη γραμματολογική εξοικείωση). Στην Ελλάδα ωστόσο τα μοντερνιστικά πρότυπα φαίνεται να διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό και τις ακαδημαϊκές μεταφραστικές αντιλήψεις, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σοβαρό παιδευτικό έλλειμμα.

2) Στον βαθμό που η μετάφραση της ποίησης γίνεται αντιληπτή ως άσκηση και όχι ως παραγωγή ολοκληρωμένου έργου, η μετάφραση τοποθετείται στο περιθώριο της καθαυτό ποιητικής δραστηριότητας, ως ένα είδος τιμητικού παρέργου. Οι μεταφραστικές δοκιμές του ποιητή συγκεντρώνονται συχνά σε τόμο, ο οποίος όμως δεν προτείνεται ως παιδευτικό εργαλείο, αλλά ως τεκμήριο της δοκιμασίας του ποιητή. Στον βαθμό που η αντίληψη αυτή κατοχυρώνεται, η μετάφραση ακέραιου εκτενούς έργου (ακόμα και σχετικά πρόσφατου) παρουσιάζεται ως ηράκλειος άθλος που δεν είναι δυνατόν ν' αναληφθεί με στοιχειώδη αξιοπιστία (ή, όταν καμιά φορά αναλαμβάνεται, το εγχείρημα εκλαμβάνεται ως τεκμήριο μνημειώδους έπαρσης).

3) Ο συνδυασμός των δύο αντιλήψεων που προαναφέρθηκαν ευνοεί την επιφυλακτική στάση απέναντι στην ποιητική μετάφραση, ιδίως παλαιότερων και εκτενών έργων, η οποία, νομίζω, δεν παρατηρείται στον ίδιο βαθμό στην περιοχή της πεζογραφίας ή ακόμα και του δράματος (παρ' ότι αναγκαστικά διαχέεται και εκεί: όπως σημειώνει ο Steiner, "τα επιχειρήματα κατά της ποιητικής μετάφρασης είναι επιχειρήματα εναντίον κάθε μορφής μετάφρασης").[19] Αυτή τη στιγμή π.χ. διαθέτουμε λειτουργικές μεταφράσεις του Ντοστογιέφσκι, αλλά όχι του Μίλτον˙ του Μόμπυ Ντικ, αλλά όχι των Φύλλων Χλόης˙ του Οδυσσέα, αλλά όχι του ποιητικού έργου του Γέητς. Αν η μετάφραση είναι πρωτίστως μια "πράξη ανάγνωσης" (Connolly [1998], 19), η επιφυλακτικότητα στην οποία αναφέρομαι μπορεί ίσως να ερμηνευτεί και ως αμφιβολία για το κατά πόσον η ελληνική (γλώσσα και, κατ' επέκταση, πολιτισμική εμπειρία) μπορεί να "διαβάσει" επαρκώς την ξένη ποίηση. 'Eνα ενδιαφέρον ερώτημα προς διερεύνηση είναι σε ποιο βαθμό οι αναστολές απέναντι στην ποιητική μετάφραση μεταφέρονται και στην κριτική της ξενόγλωσσης ποίησης, καλλιεργώντας μια διάθεση αναγνωστικής αμηχανίας ή και αδυναμίας.

4) Στον βαθμό που η βαθιά γνώση της ξένης γλώσσας και της ομόλογης λογοτεχνικής παράδοσης θεσμοθετούνται ως προϋποθέσεις της λογοτεχνικής μετάφρασης (κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει για τον μητροπολιτικό μοντερνισμό), η σχέση με την Ανατολή (αλλά και με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια) περιορίζεται στη σποραδική (και κατά κανόνα επαναμεταφρασμένη) μεταφορά επιλογών του δυτικού κέντρου. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ιστορικά κατοχυρωμένες και εφικτές λογοτεχνικές σχέσεις ατονούν, όταν δεν συμβαδίζουν με τα ενδιαφέροντα των δυτικών προτύπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απουσία μεταφραστικού ενδιαφέροντος για την αραβική ποίηση, με την ισχυρότατη αλλά παρασιωπημένη στη Δύση παράδοσή της (Lefevere 1992b, 73-86), αλλά και για τις λογοτεχνίες των άλλων βαλκανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της τουρκικής. Μια σαφώς διαφορετική τάση που εντοπίζεται στο σημείο αυτό είναι εκείνη του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος μεταφράζει συχνά από αυτολεξεί μεταφράσεις.[20] Η στάση του Ρίτσου ωστόσο, που ενίοτε προσεγγίζει την παουντική μέθοδο,[21] κατέχει μάλλον περιθωριακή θέση στο ελληνικό μοντερνιστικό περιβάλλον.

Παρακολουθήσαμε δύο προβληματισμούς γύρω από τη μετάφραση της ποίησης που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν διαμετρικά αντίθετοι. Προσπάθησα να δείξω ότι η διαφορά ανάμεσά τους δεν μπορεί να ερμηνευτεί επαρκώς βάσει της "ιδιοσυγκρασίας" ή της "ευαισθησίας" καθενός ποιητή˙ ότι η αντίθεση ανάμεσα στον μεταφραστικό δυναμισμό του Πάουντ και τον ομόλογο συντηρητισμό του Σεφέρη ανάγεται στο πολιτισμικό και ιδεολογικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται και κατοχυρώνεται καθεμιά από τις δύο στάσεις. Η μεταφραστική αντίληψη του Πάουντ, μια αντίληψη που γονιμοποίησε με εξαιρετικά δυναμικό τρόπο την αγγλοσαξονική ποίηση του αιώνα μας, προϋποθέτει την παράδοση του βικτωριανού εξωτισμού, η οποία με τη σειρά της αποτελεί μία από τις πολλές εκφράσεις της αποικιοκρατικής ιδεολογίας. Η ελεύθερη οικειοποίηση του ξένου μέσω της μετάφρασης αποκτά πράγματι εδώ τις διαστάσεις "μιας απόπειρας "αποικισμού" του παρελθόντος" (Bassnett 21991, 72-73). 'Oπως γράφει ένας κριτικός, αναφερόμενος στον Πάουντ, "ο ποιητής διαβάζει τους ξένους στίχους με τον τρόπο που εκείνος θα ήθελε να έχουν γραφτεί, και τους γράφει μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο. […] 'Oχι à la manière de, μα μέσω μιας συστατικής παρανάγνωσης, οικειώνοντας τους τρόπους, γράφοντάς τους ξανά όπως ο τεχνίτης θα ήθελε να τους είχαν γράψει οι παλαιότεροι τεχνίτες ― πολλές φορές διαστρέφοντάς τους και παραμορφώνοντάς τους" (Ροζάνης 1992, 21). Αν αυτή η στάση απειλεί να καταλύσει την ιστορικότητα και την πολιτισμική διαφορά του πρωτοτύπου, συγχρόνως ελευθερώνει ισχυρές δημιουργικές δυνάμεις, που τροφοδοτούν σημαντικά τη σύγχρονη αισθητική παραγωγή. Αυτή η ελευθερία ωστόσο, που είναι αυτονόητη για τον μοντερνιστή του πολιτιστικού κέντρου, είναι εξαιρετικά δυσπρόσιτη για εκείνον της περιφέρειας. Η επιμονή του Σεφέρη στην ατέλεια της διαγλωσσικής μετάφρασης και το δέος απέναντι στην ακεραιότητα του πρωτοτύπου μπορούν έτσι να ερμηνευτούν και ως συμπτώματα της σχέσης του περιφερειακού μοντερνισμού με το μητροπολιτικό κέντρο. Από την οπτική γωνία της περιφέρειας, το ξένο κείμενο είναι, όπως γράφει ο Σεφέρης, "το σωστό" ― μπορεί κανείς να το λατρέψει, να δοκιμάσει να το αντιγράψει, όχι όμως και να το ανταγωνιστεί ή να το τροποποιήσει ριζικά μέσω μιας δυναμικής (δηλαδή μοντερνιστικής) παρανάγνωσης.[22] Ο μοντερνισμός της περιφέρειας ακολουθεί με προσήλωση τα συγχρονικά πρότυπά του και, αγωνιζόμενος να σχετιστεί μαζί τους, τα μεταφράζει. Δύσκολα όμως βρίσκει το σθένος να ενστερνιστεί και τη μεταφραστική τους αντίληψη, η οποία θα του επέτρεπε να τα προσεταιριστεί, να τα επανερμηνεύσει βάσει της δικής του πολιτισμικής εμπειρίας και να τα αφομοιώσει (βλ. σχετικά και Καγιαλής 1996, ιδίως 92-94).

Σημειώσεις

1 Για την επίδραση της μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής του Πάουντ στην αγγλοσαξονική ποίηση, βλ. Perloff 1985, ιδίως 207-211. Πβλ. Apter 1987 και Hooley 1988.

2 H Bassnett (21991, 74) π.χ. υποστηρίζει ότι "το έργο του 'Eζρα Πάουντ έχει τεράστια σημασία στην ιστορία της μετάφρασης", ενώ ο Steiner (21992, 283) θεωρεί τον ποιητή ως έναν από τους ελάχιστους συγγραφείς "που είπαν κάτι ουσιαστικό ή καινούριο γύρω από τη μετάφραση".

3 'Oπως έγραφε ο Πάουντ (1960, 75) π.χ., "η κριτική του Σενέκα στο Agon [="Fragment of an Agon"] του κ. 'Eλιοτ είναι ασύγκριτα πιο ζωντανή και πιο ισχυρή από ό,τι το δοκίμιό του για τον Σενέκα".

4 Την ίδια αντίφαση συναντώ σε κείμενο του Νάσου Δετζώρτζη (1984, 19, 20) που υποστηρίζει ότι "η μετάφραση ενός κειμένου ποιητικού πρέπει να δίνει τα νοήματα του πρωτοτύπου ει δυνατόν και με τις ίδιες λέξεις" και, ταυτοχρόνως, ότι "πρέπει να διαβάζεται όχι σαν μετάφραση αλλά σαν έργο αυτογενές, να μεταφυτεύει δηλαδή στη γλώσσα της μεταγραφής ένα αυτόνομο έργο τέχνης". Η ασυμβατότητα των δύο θέσεων ευθύνεται ίσως και για την πεποίθηση του Δετζώρτζη ότι "η καλύτερη μετάφραση ενός ποιητικού κειμένου είναι μία και μόνη: η μη-μετάφρασή του".

5 Για μια συζήτηση της συγκεκριμένης μετάφρασης, βλ. Bassnett 21991, 91-101.

6 Σύμφωνα με τον Hugh Kenner (21970, 11) π.χ., εφόσον ο Πάουντ "δεν μεταφράζει τις λέξεις [του πρωτοτύπου], μπορεί να παρακάμψει τις λέξεις, όταν εκείνες θολώνουν ή γλιστρούν, ή όταν η δική του γλώσσα τον προδίδει".

7 'Oπως παρατηρεί ο Kenner (1975, 202), "τα ποιήματα του Cathayπαραφράζουν μια ελεγειακή ποίηση που κανείς δεν έγραψε".

8 Σύμφωνα με τον Kenner (21970, 9), "αμέτρητα ξένα ποιήματα έχουν στριμωχτεί στο ιδίωμα που ανακάλυψε ο Μίλτον, το οποίο ξεφουσκώνει τη στιγμή που η ατμόσφαιρα απαλλάσσεται από το θειάφι. Ο 'Eζρα Πάουντ ουδέποτε μεταφράζει "σε" κάτι που ήδη υπάρχει στην αγγλική. Εφόσον το κινέζικο, το ελληνικό ή το προβηγκιανό ποίημα είναι υποθετικά κάτι καινούριο, για να δικαιολογεί τον χρόνο του μεταφραστή ή του αναγνώστη […] κάτι αντιστοίχως καινούριο πρέπει να συμβεί στον αγγλικό στίχο. […] Μόνο ο Πάουντ είχε την τόλμη και την ικανότητα να φτιάξει μια νέα μορφή, παρόμοια από λειτουργική άποψη με εκείνην του πρωτοτύπου, η οποία διευρύνει μονίμως τα όρια της αγγλικής ποίησης".

9 Βάσει της ίδιας μοντερνιστικής στρατηγικής διαμορφώνεται και ο σεφερικός Μακρυγιάννης˙ βλ. Καγιαλής 1997.

10 Για την εκτίμηση που έτρεφε ο Πάουντ για τα ισλανδικά έπη, βλ. και Pound 1961, 52.

11 Dante Gabriel Rossetti, Dante and His Circle (1861)˙ βλ. Lefevere 1992a, 67.

12 Ο William Morris (1938, 252) π.χ. προλόγιζε τη μετάφραση του ισλανδικού έπους The Story of the Volsungs and Niblungsσημειώνοντας ότι "αυτή είναι η Μεγάλη Ιστορία του Βορρά, που θα έπρεπε να είναι για τη φυλή μας ό,τι ήταν ο Μύθος της Τροίας για τους αρχαίους 'Eλληνες".

13 Dante Gabriel Rossetti στο Dante and His Circle (1861)· βλ. Lefevere 1992a, 67.

14 G.A. Simcox, βιβλιοκρισία της μετάφρασης των William Morris και Eirikr Magnusson, The Story of the Volsungs and Niblungs (1870), 1890˙ βλ. Bassnett 21991, 67.

15 Για μιαν αναλυτικότερη περιγραφή της διάκρισης, βλ. Μπιτσώρης 1996. Πβλ. Σελλά 1996 και Κουτσιβίτης 1994, 68-70.

16 Για την προβολή μοντερνιστικών ιδεολογημάτων στον παουντικό Cavalcanti, βλ. Venuti 1995, 190-191.

17 'Oπως έγραφε ο Σεφέρης (1973, 15), ο τόπος μας "συνδέεται και δε συνδέεται με το γενικό πνεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού".

18 Τέτοιο ρόλο φαίνεται ότι θέλησε να παίξει με τη Δεύτερη Γραφή ο Ελύτης, αλλά όπως σημειώνει ο ίδιος, "το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε" βλ. Ελύτης [3]1996.

19 Βλ. Tomlinson 1980, viii. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, από αυτήν την άποψη, οι εισηγήσεις του Μίλτου Φραγκόπουλου (1984) για τη μετάφραση του Γκάλλιβερ του Σουίφτ και της Τζένης Μαστοράκη (1984) για τη μετάφραση της Σπασμένης Στάμνας του Κλάιστ.

20 Βλ. π.χ. Σεργκέη Γεσένιν (1981)· όπως ομολογεί ο ποιητής, οι μεταφράσεις του από τον Μαγιακόφσκι και τον 'Eρεμπουργκ βασίζονται εν μέρει σε αυτολεξεί μεταφράσεις (Μαγιακόβσκη 1964, 32˙ 'Eρεμπουργκ 1966, 91-92).

21 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μέθοδος βάσει της οποίας εκπονήθηκε η μετάφραση της Ανθολογίας Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών. 'Oπως σημειώνει ο Ρίτσος (1966, 375), "η 'Eνωση Τσέχων και Σλοβάκων Συγγραφέων δημιούργησε ένα ολόκληρο επιτελείο από γάλλους τσεχομαθείς, τσέχους γαλλομαθείς και έλληνες τσεχομαθείς, που μου ετοίμασαν πιστές, κατά το δυνατόν, κατά λέξη μεταγραφές των ποιημάτων στα γαλλικά και στα ελληνικά, με σχόλια, παρενθέσεις, ενδείξεις για ρυθμούς, μέτρα, ομοιοκαταληξίες, για κάποιες ασάφειες και συνταχτικές ανωμαλίες. Σ' αυτό το υλικό στηρίχτηκε κατ' αρχήν η δική μου εργασία, συγκρίνοντας τις γαλλικές και ελληνικές μεταφράσεις, διασταυρώνοντας αντιλήψεις και συχνά δυο διαφορετικές εκδοχές των ίδιων στίχων, επιλέγοντας, τείνοντας προς μιαν εξακρίβωση πέρα απ' τις καταγραμμένες μεταφράσεις ― μιαν άλλη εξακρίβωση στηριγμένη κάποτε στην ποιητική, λεγόμενη, διαίσθηση και στην όποια τεχνική μου εμπειρία".

22 Αυτό όμως φαίνεται να το τολμά ο Καρυωτάκης˙ βλ. και όσα σημειώνει σχετικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1988, 34-36): "Από τις καλύτερες ελληνικές μεταφράσεις, τα ποιήματα που μεταφράζει από τους ξένους μοιάζουν σχεδόν σα να είναι δικά του και να τα παίρνει πίσω με τη μετάφραση. […] Ο Καρυωτάκης κάνει προσαρτήσεις, δεν κάνει μεταφράσεις, έστω και αριστοτεχνικές". Πβλ. Βαγενάς 1989, 28-32 και Καψάλης 1994.

Βιβλιογραφικές αναφορές

ANDERSON D., επιμ. 1983. Pound ' s Cavalcanti : An Edition of the Translations , Notes , and Essays. Πρίνστον: Princeton University Press.

APTER, R. 1987. Digging for the Treasure: Translation after Pound. Νέα Υόρκη: Paragon House.

AUSTER, P. 1984. Εισαγωγή στο The Random House Book of Twentieth-Century French Poetry, Νέα Υόρκη: Vintage Books.

ΒΑΓΕΝΑΣ, Ν. 1989. Ποίηση και Μετάφραση. Αθήνα: Στιγμή.

BASSNETT, S. 21991. Translation Studies. Λονδίνο: Routledge.

BERMAN, A. 1984. L ' Épreuve de l' étranger: Culture et traduction dans l' Allemagne romantique. Παρίσι: Gallimard.

BUSH, R. 1985. Pound and Li Po: What Becomes a Man. Στο Ezra Pound Among the Poets, επιμ. George Bornstein, 35-62. Σικάγο: The University of Chicago Press.

ΓΕΣΕΝΙΝ, Σ. 1981. Ποιήματα. Απόδοση Γιάννη Ρίτσου βασισμένη στην κατά λέξη μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά. Αθήνα: Κέδρος.

ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, Γ. 1980. Μεταφραστική θεωρία και πρακτική του Σεφέρη. Στο Γ. Σεφέρης, Μεταγραφές. Επιμ. Γ. Γιατρομανωλάκης, 227-282. Αθήνα: Λέσχη.

CARPENTER, H. 1988. A Serious Character: The Life of Ezra Pound. Βοστώνη: Houghton Mifflin.

CONNOLLY, D. [1998]. Μετα-ποίηση. 6 (+1) μελέτες για την μετάφραση της ποίησης. Αθήνα: Ύψιλον.

ΔΕΤΖΩΡΤΖΗΣ, Ν. 1984. Το ποίημα του Paul Eluard "Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου". Στο Τα κείμενα από γλώσσα σε γλώσσα, 7-44. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.

DE SUA, W.J. 1964. Dante into English. Chapel Hill: University of North Carolina Press.

ΕΛΙΟΤ, Θ.Σ. 1973. Η ' E ρημη Χώρα. Μτφρ. Γ. Σεφέρης. Αθήνα: 'Iκαρος.

ΕΛΥΤΗΣ, ΟΔ. 31996. Εισαγωγικό σημείωμα στο Δεύτερη Γραφή, 9-11. Αθήνα: 'Iκαρος.

ΕΡΕΜΠΟΥΡΓΚ, Η. 1966. Το Δέντρο. Πρόλογος και μετάφραση Γ. Ρίτσος. Αθήνα: Κέδρος.

ELIOT, T.S. 1970. For Lancelot Andrewes: Essays on Style and Order. Λονδίνο: Faber and Faber.

―. 71984. On Poetry and Poets. Λονδίνο: Faber and Faber.

GENTZLER, E. 1993. Contemporary Translation Theories. Λονδίνο: Routledge.

HOOLEY, D.M. 1988. The Classics in Paraphrase: Ezra Pound and Modern Translators of Latin Poetry. Selingsgrove: Susquehanna University Press.

ΚΑΓΙΑΛΗΣ, Τ. 1996. Εθνική λογοτεχνία, συγκριτική φιλολογία και οι λογοτεχνικές μεταφράσεις. Στο "Ισχυρές" - "Ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή ' E νωση: 'O ψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού, (Πρακτικά Ημερίδας 25 Απριλίου 1996), 85-94. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

―. 1997. Ο Μακρυγιάννης του Σεφέρη. Στο Μοντερνισμός και Ελληνικότητα των Ν. Βαγενά, Τ. Καγιαλή και Μ. Πιερή, 31-64. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

ΚΑΨΑΛΗΣ, Δ. 1994. (1) Η μεταφραστική δεινότητα του Κ.Γ. Καρυωτάκη. (2) Η τέχνη της ποιητικής μετάφρασης. Η Καθημερινή, 29 Νοεμβρίου και 6 Δεκεμβρίου.

ΚΟΥΤΣΙΒΙΤΗΣ, Β. 1994. Θεωρία της μετάφρασης. Αθήνα: Ελληνικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις.

KAZIN, A. 1984. An American Procession. Νέα Υόρκη: Alfred A. Knopf.

KENNER, H. 21970. Εισαγωγή στο The Translations of Ezra Pound . Λονδίνο: Faber and Faber.

―. 1975. The Pound Era. Λονδίνο: Faber and Faber.

ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, Ζ. 1988. Ο Καρυωτάκης. Αθήνα: Δόμος.

LEFEVERE, A., επιμ. 1992a. Translation/History/Culture. Λονδίνο: Routledge.

―. 1992b. Translation, Rewriting and the Manipulation of Literary Fame. Λονδίνο: Routledge.

ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ, Β. 1964. Ποιήματα. Πρόλογος και απόδοση Γ. Ρίτσος. Αθήνα: Κέδρος.

ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ, ΤΖ. 1984. Η κωμωδία του Heinrich von Kleist Η Σπασμένη Στάμνα. Στο Τα κείμενα από γλώσσα σε γλώσσα, 89-112. Αθήνα: Εταιρεία Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.

ΜΠΙΤΣΩΡΗΣ, Β. 1996. Από τη μια γλώσσα στην άλλη: Ιδιοποίηση και ξενισμός. Στο Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή ' E νωση: Γλωσσικός πλουραλισμός και γλωσσοεθνοκεντρισμός, (Πρακτικά Συνεδρίου), 57-67. Αθήνα: Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης [του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών].

MORRIS, W. 1938. Σημείωμα του μεταφραστή στο «The Story of the Volsungs and Niblungs». Στο Epic and Saga, επιμ. Charles W. Eliot, The Harvard Classics, τ. 49, 250-252. Νέα Υόρκη: P.F. Collier and Son.

PERLOFF, M. 1985. The contemporary of our grandchildren: Pound's Influence. Στο Ezra Pound among the poets, επιμ. George Bornstein, 195-229. Σικάγο: The University of Chicago Press.

POUND, E. 1928. Selected Poems. Πρόλογος T.S. Eliot. Λονδίνο: Faber and Gwyer.

―. 1960. Literary Essays, επιμ. T.S. Eliot. Λονδίνο: Faber and Faber.

―. 1961. ABC of Reading. Λονδίνο: Faber and Faber.

―. 1971. Selected Letters 1907-1941, επιμ. D.D. Paige. Νέα Υόρκη: New Directions.

―. 1978. Selected Prose 1909-1965, επιμ. William Cookson. Λονδίνο: Faber and Faber.

ΡΙΤΣΟΣ, Γ., απόδ. 1966. Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών. (Απόδοση). Αθήνα: Θεμέλιο.

ΡΟΖΑΝΗΣ, Σ. 1992. Ποίηση εντός και εκτός της συντεχνίας (περί της συνεχείας της ποιήσεως). Σημειώσεις 39: 19-23.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Γ.Π. 1995. Φύλλα Φτερά. Δοκιμές και δοκιμασίες 1989-1993. Αθήνα: 'Iκαρος.

ΣΕΛΛΑ, Ε. 1996. Η μετάφραση ως μέσον υποστήριξης των "ασθενών" γλωσσών. Στο "Ισχυρές" - "Ασθενείς" γλώσσες στην Ευρωπαϊκή ' E νωση: 'O ψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού. (Πρακτικά Ημερίδας 25 Απριλίου 1996), 225-236. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

ΣΕΦΕΡΗΣ, Γ. 1978. Αντιγραφές, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης. Αθήνα: 'Iκαρος.

―. 1979. ' A σμα Ασμάτων, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης. Αθήνα: 'Iκαρος.

―. 41981. Δοκιμές, τ. Β΄ (1948-1971). Αθήνα: 'Iκαρος.

SAMPSON, G. 31972. The Concise Cambridge History of English Literature.Κέμπριτζ: Cambridge University Press.

STEINER, G. 21992. After Babel: Aspects of Language and Translation. Οξφόρδη: Oxford University Press.

TOMLINSON, C. 1980. Εισαγωγή στο The Oxford Book of Verse in English Translation. Οξφόρδη: Oxford University Press.

ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. 1984. Το μυθιστόρημα του Jonathan Swift Τα ταξίδια του Γκάλλιβερ. Στο Τα κείμενα από γλώσσα σε γλώσσα, 45-66. Αθήνα: Εταιρεία Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.

VENUTI, L. 1995. The Translator's Invisibility: A History of Translation. Λονδίνο: Routledge.

ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. 1996. Ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο υποκειμενισμός της ελληνικότητας. Στο Νίκος Εγγονόπουλος: Ωραίος σαν ' E λληνας, επιμ. Γ. Γιατρομανωλάκης, 25-41. Αθήνα: 'Iδρυμα Γουλανδρή-Χορν.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20