ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Εργαλεία
Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας
ΜΟΡΙΑ
§7.71. Τα μόρια είναι μικρές λέξεις με γενική σημασία, την οποία είναι μερικές φορές δύσκολο να αντιληφθούμε επακριβώς ή να περιγράψουμε. Οι πιο ευδιάκριτες λειτουργίες τους είναι ότι συνδέουν γλωσσικά στοιχεία, παραπέμποντας σε προηγούμενα ή επόμενα, οργανώνουν τον διάλογο ή εκφράζουν τη συναισθηματική στάση του ομιλητή δίνοντας μια ορισμένη νοηματική χροιά (ας σκεφτούμε π.χ. τα νεοελληνικά "δα" και "ντε" σε προτάσεις όπως "δεν είπε δα και τίποτα" ή "κάτσε καλά ντε"). Η διαφορά τους από τους συνδέσμους έγκειται στη λειτουργία: ενώ οι σύνδεσμοι έχουν μια καθαρά γραμματική λειτουργία, της σύνδεσης και εισαγωγής προτάσεων, τα μόρια έχουν περισσότερο την υφολογική λειτουργία του χρωματισμού των λεγομένων από τη μεριά του ομιλητή. Η ιδιότητά τους να παραπέμπουν στα προηγούμενα ή τα επόμενα προϋποθέτει μια συνολική εποπτεία του ευρύτερου συγκειμένου και εξηγεί το γεγονός ότι εμφανίζονται αρκετά αργά στην εξέλιξη της γλώσσας.
§7.72. Προέλευση - Χαρακτηριστικά
Τα μόρια είναι συνήθως εκφυλισμένα, μη πρωτοτυπικά επιρρήματα ή σύνδεσμοι ή σχηματίστηκαν από αντωνυμικά θέματα, ακόμη και από επιφωνήματα, ή τέλος αποτελούν απολιθώματα προτάσεων (π.χ. το εὖ οἶδ’ ὅτι σημαίνει “βέβαια”).
Ορισμένα από αυτά τονίζονται κανονικά (αὖ, ἔτι κ.λπ.), άλλα εμφανίζονται ως εγκλιτικά (γε, περ, που, τοι), σε στενή σύνδεση με κάποια άλλη λέξη που προτάσσεται, με την οποία, πολύ συχνά, κάποια από αυτά συγχωνεύονται (π.χ. ἔγωγε). Κάποιοι μελετητές θεωρούν εγκλιτικά και τους συνδέσμους μέν, δέ, γάρ, ακόμη και το οὖν (όπως μαρτυρεί η θέση του τόνου των οὔκουν και ἤγουν). Μερικά συνδετικά μόρια, όπως τα καί, ἀλλά, ἀτάρ, είναι προκλιτικά, εξαρτώνται δηλαδή φωνολογικά από τη λέξη που ακολουθεί. Η θέση τους μέσα στην πρόταση είναι συνάρτηση των φωνολογικών τους χαρακτηριστικών: τα προκλιτικά (καί, ἀλλὰ κ.λπ.) ή τα ερωτηματικά (ἆρα κ.λπ.) καταλαμβάνουν την πρώτη θέση της πρότασης, ενώ τα εγκλιτικά δείχνουν μια προτίμηση στη δεύτερη θέση, μετά τη λέξη από την οποία εξαρτώνται φωνολογικά. Η τάση αυτή των μορίων να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της πρότασης προδίδει τη συνδεσμική τους λειτουργία. Ωστόσο, μπορούν να βρίσκονται και σε οποιαδήποτε άλλη θέση της πρότασης, ακόμη και στην τελευταία (π.χ. το δὲ και το ὅμως). Επίσης, δεν εμφανίζονται συνήθως το ένα δίπλα στο άλλο, όπως τα επιφωνήματα ή και μερικά επιρρήματα, αλλά κατανέμονται σε δύο σκέλη (π.χ. οι σύνδεσμοι καὶ..καὶ…, μὲν…δὲ… κ.λπ.), παρόλο που υπάρχουν κάποιοι σύνθετοι σχηματισμοί μορίων (τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, μέντοι, καίτοι, καίπερ), ιδιαίτερα κοινοί.
Σημασιολογικά, τα μόρια, που μπορούμε, όπως είπαμε, να τα συνεξετάσουμε με τους συνδέσμους, μπορούν να είναι βεβαιωτικά (μήν), προσθετικά (καί, τε), εμφατικά/ επιτατικά (γε, δή, περ), παρακελευσματικά (ἄγε), αιτιολογικά (γάρ), επεξηγηματικά (γάρ), συμπερασματικά (οὖν), ερωτηματικά (ἆρα), εναντιωματικά (ἀλλά) κ.λπ. Τα μόρια και οι σύνδεσμοι χωρίζονται επίσης σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με τη φάση εμφάνισής τους: ορισμένα (γάρ, εἰ, ἄν, ἄρα, ἀτάρ, αὐτάρ, δέ, δή, ἔτι, καί, μέν, ναί, περ, τε, ὡς) ανήκουν σε ένα αρχαιότερο στρώμα και άλλα (ἀλλά, ὅμως, οὖν, οὐκοῦν) δημιουργήθηκαν σε μια νεότερη φάση.
Στα αρχαία ελληνικά βρίσκουμε πάρα πολλά μόρια με ποικίλες χρήσεις και σημασίες, που όμως διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την εποχή, τη διάλεκτο, το κειμενικό είδος και τον συγγραφέα. Έτσι, στον Όμηρο, παρατηρείται, όπως είπαμε, ρευστότητα και ασυνέπεια στη χρήση των μορίων, ενώ στα κλασικά χρόνια ακρίβεια και συστηματικότητα· ο διάλογος χαρακτηρίζεται για τη μεγάλη συχνότητα και πολυμορφία των μορίων, ο συνεχής λόγος όχι τόσο· στην κωμωδία βρίσκουμε περισσότερα μόρια απ’ ό,τι στην τραγωδία και μάλιστα ο Ευριπίδης τα χρησιμοποιεί περισσότερο από τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο· το μὴν/ μὰν έχει δωρική καταγωγή, τα δῆτα/ τοίνυν είναι χαρακτηριστικά αττικά· και ούτω καθεξής. Αυτές οι διαφορές στη χρήση των μορίων μάς βοηθούν σήμερα να τα χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο χρονολόγησης ή ταύτισης των κειμένων.
Επιμέρους μόρια
§7.73. Ἄν: τροπικό μόριο, συνοδευτικό εγκλίσεων, ενισχύει την υποτακτική (αοριστολογικό) και την ευκτική (δυνητικό), ενώ αργότερα συντάσσεται και με οριστική (δυνητικό).
ΗΡ 1.5 ἐπεὶ δὲ ἔμαθε ἔγκυος ἐοῦσα, αἰδεομένη τοὺς τοκέας, οὕτω δὴ ἐθελοντὴν αὐτὴν τοῖσι Φοίνιξι συνεκπλῶσαι, ὡς ἂν μὴ κατάδηλος γένηται. || Όταν κατάλαβε ότι είναι έγκυος, επειδή ντρεπόταν τους γονείς της, έφυγε λοιπόν μαζί με τους Φοίνικες οικειοθελώς, για να μην τυχόν προδοθεί.
ΙΣΟΚΡ 21.14 καὶ ταῦθ᾽ ὅτι ἀληθῆ λέγω, αὐτὸς ἂν ὑμῖν Εὐθύνους μαρτυρήσειεν || Και αυτά ότι αληθινά τα λέω, ο ίδιος ο Ευθύνους θα μπορούσε να σας το μαρτυρήσει.
ΙΣΟΚΡ 18.16. εἰ μὲν γὰρ καὶ τοὺς ἄλλους ἀδικεῖν ἐτόλμων, εἰκότως ἄν μου κατεγιγνώσκετε καὶ περὶ τοῦτον ἐξαμαρτάνειν || Αν βέβαια τολμούσα να αδικώ και τους άλλους, εύλογα θα μπορούσατε να μου προσάψετε ότι διαπράττω αδικήματα και απέναντί του.
Αρχικά είναι προαιρετικό, μετά όμως γίνεται αναγκαίο με την υποτακτική σε θέση μέλλοντα και τη δυνητική ευκτική, ενώ μεταγενέστερα, στη μεθομηρική εποχή, το βρίσκουμε και με απαρέμφατα και μετοχές να αντικαθιστά παρεμφατικούς τροπικούς τύπους.
ΘΟΥΚ 1.70.4 οἴονται γὰρ οἱ μὲν τῇ ἀπουσίᾳ ἄν τι κτᾶσθαι, ὑμεῖς δὲ τῷ ἐπελθεῖν καὶ τὰ ἑτοῖμα ἂν βλάψαι. || Γιατί εκείνοι νομίζουν πως με την απουσία τους θα μπορούσαν να αποκτήσουν κάτι, ενώ αντίθετα εσείς θεωρείτε ότι βγαίνοντας από τη χώρα θα βλάπτατε αυτά που έχετε ήδη.
ΘΟΥΚ 2.83.3 οἱ δὲ Κορίνθιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίᾳ, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν καὶ οὐκ ἂν οἰόμενοι πρὸς ἑπτὰ καὶ τεσσαράκοντα ναῦς τὰς σφετέρας τολμῆσαι τοὺς Ἀθηναίους εἴκοσι ταῖς ἑαυτῶν ναυμαχίαν ποιήσασθαι. || Οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους έπλεαν όχι με σκοπό να ναυμαχήσουν αλλά για στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ακαρνανία και δεν μπορούσαν να φανταστούν πως οι Αθηναίοι, με τα είκοσι καράβια τους, θα τολμούσαν να ναυμαχήσουν απέναντι στα δικά τους σαράντα επτά.
Η δυνητική οριστική φανερώνει κάτι που μπορούσε να γίνει στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού· η δυνητική ευκτική το δυνατό στο παρόν ή το μέλλον. Το αοριστολογικό ἂν το βρίσκουμε με χρονικές και με τελικές προτάσεις. Συχνά συνδυάζεται με τους χρονικούς συνδέσμους και προκύπτουν οι σχηματισμοί ὅταν/ ὁπόταν/ ἐπὰν/ ἐπειδάν. Επίσης, μπορεί να συνδυαστεί με τον υποθετικό σύνδεσμο εἰ και να σχηματιστεί το ἐὰν και με συναίρεση οι τύποι ἂν/ ἤν, που λειτουργούν επίσης ως υποθετικοί σύνδεσμοι. Ο υποθετικός σύνδεσμος ἂν διαφέρει από το μόριο ως προς τη μακρότητα του φωνήεντος — στον σύνδεσμο το φωνήεν είναι μακρό. Όταν χάνεται η διαφορά μακρών και βραχέων, χρησιμοποιείται το ἐὰν αντί του ἄν.
§7.74. Ἆρα: εκτεταμένος τύπος του ἄρα, εμφανίζεται στην αττική ποίηση με όλες τις χρήσεις του τύπου αυτού, με τον οποίο εναλλάσσεται για καθαρά ρυθμικούς λόγους. Στον πεζό λόγο το βρίσκουμε σε ερωτηματικές προτάσεις, όπου πρέπει να περιγραφεί ως σύνθεση του ἄρα της ερωτηματικής επιρρώσεως με το ερωτηματικό ἦ. Πρόκειται για καθαρά αττικό/ιωνικό στοιχείο, που είναι άγνωστο στην επική γλώσσα. Ως ερωτηματικό μόριο (πβ. νεοελληνικό “άραγε”) δεν προδικάζει καταφατική ή αρνητική απάντηση, αλλά δίνει την απόχρωση του αγωνιώδους στην ερώτηση και απαντά σε ερωτήσεις μείζονος σημασίας.
ΠΛ Πολ 332e Ἆρα καὶ τοῖς μὴ πολεμοῦσιν ὁ δίκαιος ἄχρηστος; Οὐ πάνυ μοι δοκεῖ τοῦτο. || Άρα λοιπόν ο δίκαιος δεν είναι άχρηστος και σε αυτούς που δεν πολεμούν; Δεν το πιστεύω αυτό.
Όταν προεξαφλεί μια καταφατική απάντηση, συνοδεύεται συνήθως από το οὐ και σημαίνει “δεν είναι αλήθεια ότι…;”
ΠΛ Πολ 412c Οἱ δὲ γεωργῶν ἄριστοι ἆρ᾽ οὐ γεωργικώτατοι γίγνονται; Ναί. Νῦν δ᾽, ἐπειδὴ φυλάκων αὐτοὺς ἀρίστους δεῖ εἶναι, ἆρ᾽ οὐ φυλακικωτάτους πόλεως; Ναί. || Οι καλύτεροι από τους γεωργούς δεν είναι άραγε πολύ γεωργικοί; Ναι. Τώρα λοιπόν, επειδή αυτοί πρέπει να είναι οι άριστοι από τους φύλακες δεν θα πρέπει να είναι άραγε πάρα πολύ προσεκτικοί; Ναι.
§7.75. Αὖ (πβ. το επικό αὖτε, το ιωνικό αὖθις). Με τοπική σημασία (“πίσω”) και χρονική σημασία (“πάλι”), αποκτά ως μόριο τη σημασία του "επιπροσθέτως" ή "αντιθέτως" (πβ. και το νεοελληνικό “πάλι” σε προτάσεις όπως "ο Γιώργος είναι κοντός, ο Γιάννης, πάλι, είναι ψηλός"):
ΠΛ Πολ 353d τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα, ἔσθ᾽ ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν αὐτὰ ἀποδοῖμεν καὶ φαῖμεν ἴδια ἐκείνης εἶναι; Οὐδενὶ ἄλλῳ. Τί δ᾽ αὖ τὸ ζῆν; οὐ ψυχῆς φήσομεν ἔργον εἶναι; || Την επιμέλεια και την εξουσία και τη σκέψη και όλα αυτά δεν θα έπρεπε άραγε να τα αποδώσουμε στην ψυχή και να ισχυριστούμε ότι είναι ίδια χαρακτηριστικά της; Σε κανέναν άλλο. Και τη ζωή την ίδια πάλι; Δεν θα πρέπει να ισχυριστούμε ότι είναι έργο της ψυχής;
ΠΛ Πολ 363e πρὸς δὲ τούτοις σκέψαι, ὦ Σώκρατες, ἄλλο αὖ εἶδος λόγων περὶ δικαιοσύνης τε καὶ ἀδικίας ἰδίᾳ τε λεγόμενον καὶ ὑπὸ ποιητῶν. || Εκτός από αυτά, σκέψου, Σωκράτη, κάποιο άλλο είδος λόγων για τη δικαιοσύνη και την αδικία που λέγεται και ιδιωτικά και από τους ποιητές.
§7.76. Γε: εξαιρετικό κοινό και ευλύγιστο μόριο, το οποίο λειτουργεί ως προβολέας πάνω σε μια λέξη, την οποία εντείνει και υπογραμμίζει με επιμονή. Είναι εγκλιτικό στοιχείο, που εμφανίζεται στη δεύτερη ή την τρίτη θέση της πρότασης και γενικότερα μετά από τη λέξη την οποία ενισχύει.
ΞΕΝ Ελλ 2.3.38 ἐπεὶ δέ γε οὗτοι ἤρξαντο ἄνδρας καλούς τε κἀγαθοὺς συλλαμβάνειν, ἐκ τούτου κἀγὼ ἠρξάμην τἀναντία τούτοις γιγνώσκειν. || Επεδή αυτοί τουλάχιστον άρχισαν να συλλαμβάνουν καλούς και αγαθούς άνδρες, άρχισα και εγώ, ως εκ τούτου, να πιστεύω τα αντίθετα από αυτούς.
ΑΝΔΟΚ 1.20 καὶ μὲν δὴ τοῦτό γε ἐπίστασθε πάντες, ὅτι ἐσώθην καὶ ἐγὼ καὶ ὁ ἐμὸς πατήρ || Και βέβαια αυτό τουλάχιστον το γνωρίζετε όλοι, ότι δηλαδή σώθηκα και εγώ και ο πατέρας μου.
Αρχικά, στον Όμηρο, συναπτόταν πολύ συχνά σε προσωπικές αντωνυμίες δημιουργώντας την εντύπωση ότι αναφέρεται μόνο σε πρόσωπα.
ΟΜ Ιλ 1.557 ἠερίη γὰρ σοί γε παρέζετο καὶ λάβε γούνων || Την αυγή κοντά σου κάθισε και σου ’πιασε τα πόδια.
Δεν χρησιμοποιείται για σύνδεση προτάσεων, αλλά, αντίθετα, για να επισημαίνει τον ασύνδετο χαρακτήρα μιας πρότασης. Μπορεί ωστόσο να εμφανίζεται δίπλα σε συνδετικά μόρια, ώστε να τα επιτείνει, δημιουργώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι λειτουργεί ως συνδετικό.
ΛΥΣ 26.16 καίτοιγε αὐτὸν ἀκούω λέξειν ὡς οὐ περὶ αὐτοῦ μόνον ἡ δοκιμασία ἐστίν, ἀλλὰ περὶ πάντων τῶν ἐν ἄστει μεινάντων. || Και όμως πληροφορούμαι ότι αυτός θα πει ότι η δοκιμασία δεν είναι μόνο γι’ αυτόν αλλά για όσους έμειναν στην πόλη.
ΠΛ Πολ 334a ἀλλὰ μὴν στρατοπέδου γε ὁ αὐτὸς φύλαξ ἀγαθός, ὅσπερ καὶ τὰ τῶν πολεμίων κλέψαι καὶ βουλεύματα καὶ τὰς ἄλλας πράξεις; || Αλλά βέβαια δεν είναι άραγε καλός φύλακας του στρατοπέδου αυτός τουλάχιστον που μπορεί να κλέψει τα σχέδια και τις άλλες πράξεις των εχθρών;
Η εμφατική/ επιτατική λειτουργία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κοινότερη και σημαντικότερη χρήση του γε, η οποία ωστόσο είναι δευτερογενής και μεταγενέστερη: την περιοριστική χρήση.
ΣΟΦ Ηλ 923 Πῶς δ᾽ οὐκ ἐγὼ κάτοιδ᾽ ἅ γ᾽ εἶδον ἐμφανῶς; || Πώς λοιπόν εγώ δεν γνωρίζω αυτά που είδα τουλάχιστον εμφανώς;
Κατ’ αυτή τη χρήση, ένα προτασιακό στοιχείο περιορίζεται, ώστε, μερικές φορές ως συνεπαγωγή, να εξαρθούν στο συγκείμενο τα υπόλοιπα. Το γε χρησιμοποιείται πολύ στον διάλογο, όπου έχει ισχυρή σημασία εντείνοντας μια (καταφατική ή αρνητική) απάντηση:
ΠΛ Πολ 353d Τί δ᾽ αὖ τὸ ζῆν; οὐ ψυχῆς φήσομεν ἔργον εἶναι; Μάλιστά γ᾽, ἔφη. || Τι λοιπόν συμβαίνει με τη ζωή; Δεν θα υποστηρίξουμε ότι είναι έργο ψυχής; Σίγουρα, είπε.
Γενικότερα, το μόριο αυτό, καθώς φωτίζει συγκεκριμένες λέξεις στην πρόταση, μπορεί να υποβάλλει ένα συναίσθημα, μια σημασιολογική απόχρωση, ακόμα και ένα νεύμα, ενώ μερικές φορές λειτουργεί ως αδύναμο σημείο στίξης (κόμμα). Στοιχείο πολλαπλών χρήσεων, με λεπτές σημασίες, που εμφανίζεται στον Όμηρο και συνηθίζεται πολύ στα κλασικά χρόνια, ατροφεί αργότερα (εμφανίζεται σπάνια στην Καινή Διαθήκη) και περιπίπτει σε αχρηστία.
§7.77. Ἦ: στοιχείο με σκοτεινή προέλευση, που αποτελεί ίσως λείψανο μιας πτώσεως δεικτικού θέματος, συσχετιζόμενο ίσως και με το ε της ρηματικής αύξησης, η οποία, σύμφωνα με μια θεωρία, δεν εξέφραζε αρχικά το παρελθόν αλλά διαβεβαίωση αναφερόμενη στην πραγματικότητα. Τίθεται στην πρώτη θέση της πρότασης. Ενώ τα περισσότερα επιτατικά/ βεβαιωτικά στοιχεία επιβάλλουν την πεποίθηση του ομιλητή στους συνομιλητές, αυτό το στοιχείο εκφράζει μια υποκειμενική κατάφαση που γίνεται για λογαριασμό του ίδιου του ομιλητή:
ΟΜ Ιλ 9.197 χαίρετον· ἦ φίλοι ἄνδρες ἱκάνετον ἦ τι μάλα χρεώ, οἵ μοι σκυζομένῳ περ Ἀχαιῶν φίλτατοί ἐστον. || Γειά σας· για κάποια ανάγκη θα έρχεστε βέβαια· απ΄ τους Αργίτες εσάς ακριβώς λογαριάζω φίλους περισσότερο, παρόλο που είμαι θυμωμένος.
Είναι πολύ κοινό στην ομηρική γλώσσα, αλλά συνηθίζεται λιγότερο στη δραματική ποίηση, ενώ στον κλασικό πεζό λόγο συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο. Στον Πλάτωνα συνδυάζεται με επιρρήματα ή επίθετα σε στερεότυπες εκφράσεις:
ΠΛ Πολ 605e Ἦ καλῶς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτος ὁ ἔπαινος ἔχει. || Καλά λοιπόν, είπα εγώ, αυτός ο έπαινος είναι σωστός.
§7.78. Ναί: επιβεβαιωτικό. Στον Όμηρο ακολουθείται από το δή. Όχι τόσο συχνό όσο στα νέα ελληνικά.
ΟΜ Ιλ 1.286 ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες || Ναι λοιπόν όλα όσα μου λες γέροντα είναι καλά και δίκαια.
ΠΛ Πολ 332e Χρήσιμον ἄρα καὶ ἐν εἰρήνῃ δικαιοσύνη; Χρήσιμον. Καὶ γὰρ γεωργία· ἢ οὔ; Ναί. || Άρα λοιπόν είναι χρήσιμο πράγμα και στην ειρήνη η δικαιοσύνη; Χρήσιμο. Αλλά και η γεωργία· ή μήπως όχι; Ναι.
§7.79. Νή: ορκωτικό μόριο.
ΞΕΝ Ελλ 4.1.7 Τούτου μέν φασι τὴν θυγατέρα αὐτῷ καλλίονα εἶναι. Νὴ Δί᾽, ἔφη ὁ Ὄτυς, καλὴ γάρ ἐστι. || Λένε ότι η θυγατέρα αυτού είναι ομορφότερη. Μα τον Δία, είπε ο Ότυς, είναι πραγματικά όμορφη.
§7.80. Νυν: (και νυ), εγκλιτικός τύπος του νῦν. Η χρονική σημασία του επιρρήματος υποχωρεί σταδιακά και λειτουργεί ως εισαγωγικό μιας αντικειμενικής κατάστασης, με τη σημασία του "τώρα, λοιπόν", ιδιαίτερα σε προτροπές και ερωτήσεις. Το βρίσκουμε σε συνδυασμούς με άλλα μόρια (ὥς νυ περ, ἐπεί νυ τοι, ἦ ῥά νυ κ.λπ.)
ΠΛ Πολ 334e Καὶ μάλα, ἔφη, οὕτω συμβαίνει. ἀλλὰ μεταθώμεθα· κινδυνεύομεν γὰρ οὐκ ὀρθῶς τὸν φίλον καὶ ἐχθρὸν θέσθαι. Πῶς θέμενοι, ὦ Πολέμαρχε; Τὸν δοκοῦντα χρηστόν, τοῦτον φίλον εἶναι. Νῦν δὲ πῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταθώμεθα; Τὸν δοκοῦντά τε, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ τὸν ὄντα χρηστὸν φίλον· || Και βέβαια, είπε, έτσι συμβαίνει. Αλλά ας το ξανασκεφτούμε· κινδυνεύουμε να μην έχουμε ορίσει ορθά τον φίλο και τον εχθρό. Πώς τον ορίσαμε, Πολέμαρχε; Αυτόν που θεωρούμε χρηστό τον θεωρούμε και φίλο. Τώρα λοιπόν, είπα εγώ, πώς θα μετακινηθούμε από αυτή τη θέση; Αυτόν που θεωρούμε χρηστό, είπα εγώ, και που είναι χρηστός θα είναι ο φίλος μας.
§7.81. Περ: τύπος χωρίς την τοπική κατάληξη. Είναι εγκλιτικό, που συνάπτεται στην προηγούμενη λέξη. Δηλώνει ότι η λέξη την οποία υπογραμμίζει πρέπει να λαμβάνεται με μεγάλη ακρίβεια.
ΗΡ 1.68 εἴπερ εἶδες τό περ ἐγώ, κάρτα ἂν ἐθώμαζες. || Αν είχες δει αυτό ακριβώς που είδα και εγώ, θα σάστιζες.
Συνάπτεται σε λέξεις πολλών κατηγοριών, ουσιαστικά, επίθετα, συνδέσμους ή αναφορικές αντωνυμίες και μερικές φορές, στην αττική, γράφεται σαν μία λέξη με τη λέξη στην οποία συνάπτεται (ἐπείπερ, ἐπειδήπερ, καίπερ, εἴπερ, ὥσπερ, καθάπερ, ὅσπερ).
ΘΟΥΚ 2.72.1 καθάπερ γὰρ Παυσανίας ὑμῖν παρέδωκεν, αὐτοί τε αὐτονομεῖσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῦτε. || Όπως λοιπόν ο Παυσανίας σάς όρισε, οι ίδιοι να είστε αυτόνομοι και τους άλλους να τους ελευθερώνετε.
ΞΕΝ Ελλ 5.2.13 καὶ Πέλλαν, ἥπερ μεγίστη τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πόλεων. || Και την Πέλλα, η οποία ακριβώς είναι πάρα πολύ σημαντική ανάμεσα στις μακεδονικές πόλεις.
Το καίπερ συντάσσεται αποκλειστικά με εναντιωματικές μετοχές με δεδομένη την επιδοτική σημασία του καί:
ΘΟΥΚ 7.77.7 καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορθώσοντες || Και οι Αθηναίοι τη μεγάλη δύναμη της πόλης, παρόλο που έχει κάμψη, θα την αποκαταστήσουνε.
§7.82. Που / ποι / πως: αόριστο και άτονο επίρρημα. Εκφράζει αβεβαιότητα, άλλοτε ανυπόκριτη και άλλοτε προσποιητή ή ειρωνική:
ΘΟΥΚ 1.68.3 Καὶ εἰ μὲν ἀφανεῖς που ὄντες ἠδίκουν τὴν Ἑλλάδα, διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει. || Και αν βέβαια αδικούσαν την Ελλάδα κάπως χωρίς να φαίνονται, θα ήταν ανάγκη να σας διαφωτίσουμε.
ΘΟΥΚ 2.77.2 πᾶσαν γὰρ δὴ ἰδέαν ἐπενόουν, εἴ πως σφίσιν ἄνευ δαπάνης καὶ πολιορκίας προσαχθείη. || Σκέφτονταν λοιπόν κάθε ιδέα, πώς να κατακτήσουν με κάποιο τρόπο χωρίς δαπάνη και πολιορκία.
Η έκφραση της αβεβαιότητας συνεπιφέρει και τον μετριασμό μιας έννοιας, ο οποίος μειώνει την καταφατικότητα. Το μόριο χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό λόγο αντί για νεύματα και φωνολογικές αποχρώσεις που θα εξέφραζαν αμφιβολία, ειρωνεία και αβεβαιότητα.
§7.83. Τοι: σε δύο εκδοχές: αρχικά άτονη γενική/ δοτική της προσωπικής αντωνυμίας του δεύτερου προσώπου ή τονισμένο δεικτικό στοιχείο τοί. Άρχισε να λειτουργεί ως μόριο αφού εκτοπίστηκε από τον τύπο σοι. Το μόριο αυτό παρακινεί τον συνομιλητή να ενδιαφερθεί για το υπό συζήτηση θέμα, όπως υποδηλώνει και η ετυμολογία του δεύτερου προσώπου:
ΠΛ Ευθυφ 5c Καὶ ἐγώ τοι, ὦ φίλε ἑταῖρε, ταῦτα γιγνώσκων μαθητὴς ἐπιθυμῶ γενέσθαι σός. || Και εγώ, που λες, φίλε μου, γνωρίζοντας αυτά επιθυμώ να γίνω δικός σου μαθητής,
Η ύπαρξη του τοιγάρτοι πιστοποιεί ακριβώς ότι υπήρχε και τονούμενος και άτονος τύπος, οι οποίοι συνεμφανίζονται στη συγκεκριμένη λέξη. Το τοιγάρ, που βασίζεται στον τονούμενο τύπο, εμφανίζεται στην πρώτη θέση της πρότασης, ενώ τα μέντοι/ καίτοι βασίζονται μεν στον άτονο τύπο, αλλά η θέση τους καθορίζεται από το πρώτο συνθετικό τους.
ΗΡ 3.3 Τοιγάρ τοι, ὦ μῆτερ, ἐπεὰν ἐγὼ γένωμαι ἀνήρ, Αἰγύπτου τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω, τὰ δὲ κάτω ἄνω. || Λοιπόν, μητέρα, όταν μεγαλώσω, στην Αίγυπτο τα πάνω θα φέρω κάτω και τα κάτω επάνω.
ΠΛ Ευθυφ 9e οἶμαι μέντοι ἔγωγε τοῦτο νυνὶ καλῶς λέγεσθαι. || Νομίζω λοιπόν εγώ τουλάχιστον ότι αυτό καλώς έχει λεχθεί.
ΘΟΥΚ 1.69.5 καίτοι ἐλέγεσθε ἀσφαλεῖς εἶναι, ὧν ἄρα ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει. || Παρόλο που θεωρούσασταν σίγουροι, η φήμη ξεπερνά την πραγματικότητα.
Είναι δυσκολότερο να αποφασίσουμε για το τοίνυν αν προέρχεται από τον τονούμενο ή τον άτονο τύπο: επειδή το στοιχείο αυτό μπαίνει πάντα στη δεύτερη θέση της πρότασης, είναι πιο λογικό να θεωρήσουμε ότι προέρχεται από την άτονη εκδοχή.
ΗΡ 1.57 Εἰ τοίνυν ἦν καὶ πᾶν τοιοῦτο τὸ Πελασγικόν, τὸ Ἀττικὸν ἔθνος, ἐὸν Πελασγικόν, ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε. || Αν λοιπόν αυτό ισχύει για το σύνολο των Πελασγών, το αττικό έθνος, που ήταν πελασγικό, καθώς μεταβλήθηκε σε ελληνικό άλλαξε και τη γλώσσα του.
Το τοίνυν προέρχεται από τον συνδυασμό των μορίων τοι/ νυν. Το δεύτερο από αυτά εμφανίζεται επίσης σε δύο εκδοχές, είτε με μακρό φωνήεν (το χρονικό επίρρημα) είτε με βραχύ, αλλά στο συγκεκριμένο σύνθετο πρόκειται για την άτονη εκδοχή, όπως δείχνει το γεγονός ότι το τοίνυν μπαίνει στη δεύτερη θέση και ποτέ στην πρώτη. Είναι σπάνιο στην ποίηση, αλλά πολύ συχνό στον πεζό λόγο. Εκφράζει την προοδευτική ανάπτυξη της σκέψης, δηλαδή συνοψίζει την προηγούμενη σκέψη και εισάγει ένα άλμα προς νέα ανάπτυξη. Στη δεύτερη θέση της πρότασης, παραλληλίζεται με το μέντοι και έρχεται σε αντίθεση με τα τοιγὰρ/ τοιγάρτοι/ τοιγαροῦν, που προτάσσονται, στην αρχική θέση της πρότασης.