Βιβλιογραφία
Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
Στην εισαγωγή του άρθρου ο Παράσχος αποτιμά σύντομα τις εμπορικές μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων κλασικών, που εντάσσονται σε σειρές διαφόρων εκδοτικών οίκων. Για να ξεπεραστεί το χαμηλό επίπεδο των συγκεκριμένων μεταφράσεων, προτείνει να εκπονούνται αυτές από ανθρώπους που συνδυάζουν φιλολογικές και λογοτεχνικές ικανότητες, ώστε να αποδίδεται και το νόημα και το ύφος των κειμένων. Επειδή όμως τέτοιου είδους άνθρωποι είναι σπάνιοι, καταλήγει στη συμβιβαστική πρόταση να μεταφράζονται οι αρχαίοι κλασικοί από λογοτέχνες, γιατί αυτό που προέχει στη μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου είναι η απόδοση του ύφους και του ρυθμού.
Θέμα πάντως του άρθρου δεν είναι οι εμπορικές μεταφράσεις, αλλά εκείνες που αποτελούν το έργο ζωής ενός φιλολόγου ή λογοτέχνη. Το έργο του μεταφραστή σ' αυτήν την περίπτωση προσπαθεί να προσδιορίσει ο Παράσχος δίνοντας καταρχήν ένας ορισμό της μετάφρασης: «ένα κείμενο ξένο το μεταφέρω έτσι στη γλώσσα μου, ώστε να ξυπνά σ' εκείνον που το διαβάζει, στη γλώσσα αυτή, την ίδια ακριβώς παράσταση ―σκέψη, εικόνα, συναίσθημα, ευχαρίστηση από μόνη την υφή του λόγου― που ξυπνά και σ' όποιον το διαβάζει στη γλώσσα που γράφτηκε, ή τουλάχιστον μια παράσταση όσο γίνεται πιο όμοια μ' εκείνην» (σ.777). Στη συνέχεια, με βάση τον παραπάνω ορισμό προσδιορίζεται ειδικότερα το έργο και οι δυσκολίες του μεταφραστή κατά τη μετάφραση της ποίησης και της πεζογραφίας. Επειδή ο ποιητικός λόγος συνίσταται κυρίως στη μουσική εντύπωση που ξυπνούν οι λέξεις του, ο Παράσχος καταλήγει στο συμπέρασμα πως «πρέπει αυτή η μουσική σύσταση, η μουσική φυσιογνωμία του λόγου πρώτα απ' όλα να αποδοθεί. Αν αυτή δεν αποδοθεί, μπορεί να έχουμε λόγο, ίσως και μουσικό, δεν θα είναι όμως ο λόγος του Πινδάρου ή του Αισχύλου. […] Ο μεταφραστής θα γνωρίσει βαθιά, ώς τα πιο μικρά μυστικά της (κι όσο μπορεί να τα γνωρίσει), θα ποτιστεί, θα γεμίσει από τη μουσική του αισχύλειου ή του πινδαρικού λόγου και θα προσπαθήσει να τον αποδώσει με λόγο, που θα είναι μουσικός, που θα είναι ένα μουσικό σώμα, και που μορφικά θα συγγενεύει όσο γίνεται περισσότερο (όσο το επιτρέπει ή φύση της στιχουργίας μας, οι μορφές μας οι στιχουργικές) με τον λόγο του Αισχύλου ή του Πινδάρου. […] Δεν φτάνει όμως ν' αποδοθεί η μουσική, πρέπει ν' αποδοθεί και η άλλη φυσιογνωμία του λόγου. Ο λόγος του Πινδάρου έχει, εκτός από το μουσικό, κι ένα άλλο ήθος, κι ένα άλλο χαρακτήρα. Αν αναλύσεις ό,τι είναι σύνθετο, ακόμα και το επίθετο, αν το ανώμαλο το ομαλύνεις, αν λαγαρίσεις το σκοτεινό, αν ξαστοχήσεις την ποικιλία που έχει ο λόγος αυτός στην υφή του, τότε, πάει, χάθηκε ο Πίνδαρος, παύεις να εργάζεσαι καλλιτεχνικά» (σ.782-783). Παρόμοιες είναι οι επισημάνσεις του Παράσχου και για τη μετάφραση του πεζού λόγου. Και σ' αυτή την περίπτωση πρώτιστη σημασία έχει η απόδοση του ρυθμού της φράσης, καθώς και του προφορικού χαρακτήρα κειμένων όπως οι πλατωνικοί διάλογοι, όπου ιδιαίτερη προσπάθεια θα πρέπει να καταβάλει ο μεταφραστής για να εντοπίσει τις αποχρώσεις που δίνουν στον προφορικό λόγο τα διάφορα μόρια.
Στο τέλος του άρθρου, ο Παράσχος παραδέχεται τον έντονα φορμαλιστικό χαρακτήρα των μεταφραστικών του απόψεων, αφού δίνει μεγαλύτερη σημασία στην απόδοση της μορφής παρά του περιεχομένου ενός λογοτεχνικού έργου.