Βιβλιογραφία
Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου (σ.25-48) διευκρινίζονται βασικές έννοιες, που κατά κύριο λόγο σχετίζονται με τη θεωρία της μετάφρασης: τη θεωρία ή τις θεωρίες περί μετάφρασης, την ουσία της μετάφρασης, το ζήτημα του δυϊσμού και της πολλαπλότητας της μετάφρασης, τα ποικίλα μεταφραστικά προβλήματα, τις παραμέτρους που επηρεάζουν το έργο του μεταφραστή.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (σ.49-94) παρουσιάζονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις που κατά καιρούς επικράτησαν στον διεθνή χώρο γύρω από την έννοια και τους στόχους της μετάφρασης. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζονται, μαζί με τους βασικούς τους εκπροσώπους: η γλωσσολογική προσέγγιση, η σκοπιά της συγκριτικής φιλολογίας, η εμπειριστική τάση, οι απόψεις για την αρχή της δυναμικής ισοδυναμίας, θέσεις για την ποιητική της μετάφρασης, η πολιτισμική άποψη, η επικοινωνιακή σχολή, η διερμηνευτική θεωρία, η τυπολογική στρατηγική, η μηχανική προοπτική.
Στο τρίτο κεφάλαιο (σ.97-143) επιχειρείται η ιστορική αναδρομή στις απόψεις περί μετάφρασης που ίσχυσαν στον τόπο μας, μέσα από έργα σημαντικών στοχαστών και λογοτεχνών: των Ευγένιου Βούλγαρη, Δ. Καταρτζή, Κοραή, Ρήγα, Σολωμού, Κάλβου, Νεόφ. Βάμβα, Κ. Οικονόμου των εκπροσώπων της Αθηναϊκής και της Επτανησιακής Σχολής των Καβάφη, Παλαμά, Σεφέρη και Μ. Τριανταφυλλίδη.
Στο τέταρτο κεφάλαιο (σ.145-189) καταγράφονται και αξιολογούνται τα βασικά μεταφρασεολογικά προβλήματα και οι τάσεις που ισχύουν σήμερα στη σύγχρονη Ελλάδα. Τρεις, κατά τον συγγραφέα, κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις της μετάφρασης σχολιάζονται: η γλωσσολογική, η λογοτεχνική και η επιστημονικο-τεχνική. Επιλογικά διαπιστώνεται ότι (σ.185): «η θεωρία της μετάφρασης και στην Ελλάδα επιχειρεί να απαντήσει στα θεμελιώδη ερωτήματα για την ύπαρξη (δυνατή ή αδύνατη), την ουσία (μορφή ή περιεχόμενο), και τη δεοντολογία (πιστή ή ελεύθερη) της μετάφρασης». Σημαντική ιδιαιτερότητα αποτελεί το ειδικό βάρος της ενδογλωσσικής μετάφρασης από τα αρχαία ελληνικά ή την καθαρεύουσα στη δημοτική.
Στο πέμπτο κεφάλαιο (σ.191-203) κατατίθενται οι αρχές βάσει των οποίων είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, με νηφάλιο και επιστημονικό τρόπο, κεντρικά μεταφραστικά εμπόδια στον τόπο μας: ο ελληνοκεντρισμός, ο εμπειρισμός και, λιγότερο, ο επιστημονισμός. Απαντώντας στις ελληνοκεντρικές θεωρίες περί του "αμετάφραστου" των αρχαίων ελληνικών κειμένων, ο συγγραφέας αντιλέγει ότι (σ.193): «Ούτε το πρωτότυπο ούτε η μετάφραση μπορούν να καλύψουν απολύτως τον χώρο του άλλου, πολύ περισσότερο κανένα κείμενο και καμία γλώσσα δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα. Δεν δικαιούμαστε λοιπόν να απαιτούμε από τη μετάφραση το αδύνατο, όπως δεν το ζητούμε από το πρωτότυπο». Στις προτάσεις, πάλι, "για μια ελληνική θεωρία της μετάφρασης" ο συγγραφέας επισημαίνει (σ.200): «Η μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα δεν γίνεται για να τεκμηριωθεί ότι αποτελεί συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, ούτε για να αποδειχθεί ότι δεν υστερεί έναντι αυτής ή των άλλων γλωσσών. Γίνεται, όπως κάθε γνήσια μετάφραση, για λόγους δημιουργίας και επικοινωνίας. Και με τον τρόπο αυτό συμβάλλει τα μέγιστα στην αξιοποίηση και την αναβάθμιση της γλώσσας και του πολιτισμικού στόχου».
Το υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου αναφέρονται σε ειδικότερα μεταφραστικά ζητούμενα όπως: η μετάφραση των νομικών κειμένων (σ.207-227), η μετάφραση στα ελληνικά της συνθήκης της ΕΟΚ (σ.239-254), η μεταγραφή του αστικού κώδικα (σ.255-270), η θεωρία διερμηνείας (σ.273-279).
Το βιβλίο του Κουτσιβίτη συνιστά την πρώτη, συστηματική, επιστημονικώς κατο-χυρωμένη, συμβολή στην περιγραφή, αξιολόγηση και αντιμετώπιση των ποικίλων μεταφραστικών προβλημάτων και ιδεολογημάτων περί μετάφρασης στον τόπο μας. Ο αναγνώστης αντλεί χρήσιμες και αξιόπιστες πληροφορίες για ποικίλα ρεύματα, σχολές και τάσεις που ίσχυσαν, διεθνώς και στον τόπο μας, περί μετάφρασης, και μπορεί να εμπιστευθεί τις γενικές αρχές που προτείνει ο συγγραφέας "για μια ελληνική θεωρία της μετάφρασης".