Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό

Αποτελέσματα για: "Β"

Βρέθηκαν 12 Λήμματα [11 - 12]

βρομο-

  • α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις.:
  • 1. δηλώνει ότι κάτι είναι βρόμικο:
  • βρομόμυγα, βρομόσκυλο, βρομόσπιτο. || βρομόγλωσσα, βρομόστομα, που λέει βρόμικα, άσχημα λόγια.
  • 2. χαρακτηρίζει πολύ αρνητικά ένα πρόσωπο:
  • βρομογυναίκα, βρομοκόριτσο.
  • 3. δίνει έμφαση σε μια αρνητική ή μη επιθυμητή έννοια του β΄ συνθετικού:
  • βρομόξυλο, βρομόκαιρος, βρομόκρυο.

βροχο-

  • το ουσιαστικό βροχή ως α΄ συνθετικό
  • σε σύνθετες λέξεις:
  • βροχόμετρο, βροχόπτωση, βροχόνερο.