Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Β"
βρομο-
- α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι είναι βρόμικο:
- βρομόμυγα, βρομόσκυλο, βρομόσπιτο. || βρομόγλωσσα, βρομόστομα, που λέει βρόμικα, άσχημα λόγια.
- 2. χαρακτηρίζει πολύ αρνητικά ένα πρόσωπο:
- βρομογυναίκα, βρομοκόριτσο.
- 3. δίνει έμφαση σε μια αρνητική ή μη επιθυμητή έννοια του β΄ συνθετικού:
- βρομόξυλο, βρομόκαιρος, βρομόκρυο.
βροχο-
- το ουσιαστικό βροχή ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- βροχόμετρο, βροχόπτωση, βροχόνερο.