Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Χ"
χοίρος
[ο], ουσιαστικό Χοίρο λέμε αλλιώς το γουρούνι. Η κυρία Μαργαρίτα έψησε χοιρινές μπριζόλες για όλη την οικογένεια. χοί-ρος
χολ
[το], ουσιαστικό Στο χολ υποδεχόμαστε τους καλεσμένους που έρχονται στο σπίτι μας, πριν πάμε να καθίσουμε σε κάποιο δωμάτιο μαζί τους. χολ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
χόμπι
[το], ουσιαστικό Το χόμπι είναι κάτι που μας αρέσει να κάνουμε συχνά, γιατί μας ευχαριστεί και μας ξεκουράζει. Το χόμπι της Αθηνάς είναι η ζωγραφική. χό-μπι -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
χοντραίνω
ρήμα Όταν χοντραίνεις, παίρνεις περισσότερα κιλά απ' όσα πραγματικά χρειάζεσαι, επειδή τρως πάρα πολύ. παχαίνω, αδυνατίζω, λεπταίνω χοντρός χο-ντραί-νω
χοντρός, χοντρή, χοντρό
επίθετο 1) Ένας χοντρός άνθρωπος έχει πολύ περισσότερα κιλά απ' όσα έπρεπε κανονικά να έχει. 2) O θείος Τάκης έδεσε τη βάρκα του με χοντρό σκοινί για να μην την πάρει το κύμα. 3) O κύριος Γιάννης έχει χοντρή φωνή, ενώ η κυρία Μαργαρίτα λεπτή. 1) O θείος Αλέκος είναι χοντρός αλλά τώρα τελευταία δεν τρώει πολύ. Κάνει δίαιτα. 1) παχύς, λεπτός, αδύνατος. 2) λεπτός, 3) λεπτός. χοντραίνω χο-ντρός 'αντίθετα'
χορδή
[η], ουσιαστικό 1) Oι χορδές είναι τα λεπτά νήματα που έχουν πάνω τους κάποια μουσικά όργανα. Όταν αγγίζεις τις χορδές, βγάζουν ήχο. 2) Το νήμα που ενώνει τις δύο άκρες ενός τόξου είναι η χορδή του. 1) Η κιθάρα έχει έξι χορδές. χορ-δή
χορευτής, χορεύτρια
[ο], [η], ουσιαστικό χορεύω
χορεύω
ρήμα Όταν χορεύεις, κουνάς το σώμα σου σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής που ακούγεται. 1) O θείος Αλέκος είναι πολύ καλός χορευτής. Του αρέσει να χορεύει ελληνικούς και ξένους χορούς. 2) Όταν κάνεις χορό, μαθαίνεις να χορεύεις. 3) Χορευτική μουσική είναι η μουσική που κάνει τον κόσμο να χορεύει. χο-ρεύ-ω
χοροπηδώ
χοροπηδώ και χοροπηδάω, ρήμα Όταν χοροπηδάς, κουνιέσαι πηδώντας ζωηρά από δω κι από κει σαν να χορεύεις. Η Αθηνά χοροπήδησε από τη χαρά της, μόλις είδε τη Ροζαλία στην αποθήκη. χο-ρο-πη-δώ
χορός
[ο], ουσιαστικό χορεύω