Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Ο"
ομορφαίνω
ρήμα όμορφος
όμορφος, όμορφη, όμορφο
επίθετο Όταν κάτι είναι όμορφο, είναι ωραίο και σου αρέσει να το βλέπεις. O πρίγκιπας μαγεύτηκε από την ομορφιά της Χιονάτης. «Τι όμορφη που είναι! Και είναι τόσο όμορφα ντυμένη! Αν την παντρευτώ, θα ομορφαίνει τη ζωή μου κάθε μέρα» σκέφτηκε. ωραίος, άσχημος ομορφιά, ομορφαίνω ό-μορ-φος
ομπρέλα
[η], ουσιαστικό Κρατάς ομπρέλα για να μη βραχείς από τη βροχή. Το καλοκαίρι στην παραλία έχουμε ομπρέλα θαλάσσης για να μη μας καίει ο ήλιος. ο-μπρέ-λα
ονειρεύομαι
ρήμα 1) Όταν ονειρεύεσαι, βλέπεις στον ύπνο σου ότι συμβαίνουν διάφορα πράγματα. Βλέπεις όνειρα. 2) Όταν είσαι ξύπνιος κι ονειρεύεσαι, σκέφτεσαι πράγματα που θέλεις να κάνεις. Κάνεις όνειρα. 1) Η Αθηνά κοιμόταν και ονειρεύτηκε πως είχε φτερά και πετούσε. 2) Η Αθηνά ονειρεύεται να γίνει ζωγράφος όταν μεγαλώσει. O Κώστας είδε στ' όνειρό του πως ήταν καλοκαίρι κι έκανε μπάνιο στην παραλία. Η Αλίκη πάλι καθόταν στην πολυθρόνα κι ονειροπολούσε. Έκανε όνειρα για το μέλλον. ο-νει-ρεύ-ο-μαι
όνειρο
[το], ουσιαστικό ονειρεύομαι
όνομα
[το], ουσιαστικό Όλοι μας έχουμε ένα όνομα. Εσένα πως σε λένε; Το ονοματεπώνυμό σου ποιο είναι; Η Αθηνά ονόμασε τη γάτα της Ροζαλία. ό-νο-μα
οξεία
[η], ουσιαστικό Η οξεία είναι το σημάδι (΄ ) που βάζουμε στις λέξεις για να ξέρουμε σε ποια συλλαβή θα τις τονίσουμε. ο-ξεί-α
οξυγόνο
[το], ουσιαστικό Το οξυγόνο είναι ο καθαρός αέρας που αναπνέουμε. «Αναπνεύσαμε οξυγόνο στην εκδρομή που κάναμε στο βουνό» είπε ο Νίκος. ο-ξυ-γό-νο
οπαδός
[ο], [η], ουσιαστικό Oπαδό λέμε αυτόν που αγαπάει μία ομάδα, παρακολουθεί τους αγώνες της και την υποστηρίζει. O θείος Τάκης είναι οπαδός της ομάδας μπάσκετ της πόλης του. ο-πα-δός
όπλο
[το], ουσιαστικό Oι στρατιώτες πολεμούν με όπλα. Πηγαίνουν στον πόλεμο οπλισμένοι. ό-πλο