Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Κ"
κλόουν
[ο], ουσιαστικό O κλόουν κάνει αστείες γκριμάτσες, αστεία κόλπα κι είναι ντυμένος με πολύχρωμα ρούχα. Το πρόσωπό του είναι έντονα βαμμένο και κάνει τον κόσμο να γελάει, όταν εμφανίζεται στο τσίρκο ή σε παιδικές γιορτές. κλόουν Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
κλοπή
[η], ουσιαστικό κλέβω
κλοτσιά
[η], ουσιαστικό Όταν δίνεις μία κλοτσιά, χτυπάς κάποιον ή κάτι δυνατά με το πόδι σου. Όταν δίνεις κλοτσιά, κλοτσάς κάτι ή κάποιον. κλο-τσιά
κλοτσώ
κλοτσώ και κλοτσάω, ρήμα κλοτσιά
κλουβί
[το], ουσιαστικό Το κλουβί είναι ένας κλειστός χώρος με κάγκελα για μικρά ή μεγάλα ζώα που για κάποιο λόγο δεν μπορούν να ζουν ελεύθερα. κλου-βί
κλούβιος, κλούβια, κλούβιο
επίθετο 1) Ένα κλούβιο αυγό είναι τόσο μπαγιάτικο, που είναι σχεδόν άδειο. 2) Όταν κάποιος είναι ανόητος, λέμε ότι το κεφάλι του είναι κλούβιο. κλού-βιος
κλωνάρι
[το], ουσιαστικό Τα κλωνάρια είναι τα νέα, μικρά και τρυφερά κλαδιά ενός δέντρου ή θάμνου. κλαδί, κλαρί κλω-νά-ρι Δες δέντρο
κλωστή
[η], ουσιαστικό Με κλωστή και με βελόνα ράβουμε τα ρούχα. νήμα κλω-στή
κόβω
κόβω, κόβομαι, ρήμα 1) Η κυρία Μαργαρίτα έκοψε το ψωμί σε φέτες και τις μοίρασε σε όλους. 2) Όταν κόβεις τα μαλλιά σου, τα κάνεις πιο κοντά. 3) Η Ελένη δεν πρόσεχε και κόπηκε με το μαχαίρι. 4) Η Αλίκη έκοψε τις φωτογραφίεςαπό το περιοδικό. 5) O κύριος Δημήτρης προσπάθησε και κατάφερε να κόψει το κάπνισμα. 1) διαιρώ 2) κονταίνω 3) πληγώνομαι, τραυματίζομαι 4) αφαιρώ 5) σταματώ Η μαμά της Ελένης κοίταξε το πληγωμένο δάχτυλό της και είδε πως το κόψιμο ήταν πολύ βαθύ. Το μαχαίρι ήταν πολύ κοφτερό. κομμάτι κό-βω
κοιλάδα
[η], ουσιαστικό Η κοιλάδα είναι μία μεγάλη επίπεδη πράσινη έκταση ανάμεσα σε βουνά. Συνήθως μέσα από την κοιλάδα περνάει ένα ποτάμι. κοι-λά-δα - Ποιες κοιλάδες ξέρεις στην Ελλάδα; - Βρες μερικές από αυτές στο χάρτη που υπάρχει στην τάξη σου.