Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 514 Λήμματα [281 - 290]

κλόουν

[ο], ουσιαστικό
O κλόουν κάνει αστείες γκριμάτσες, αστεία κόλπα κι είναι ντυμένος με πολύχρωμα ρούχα. Το πρόσωπό του είναι έντονα βαμμένο και κάνει τον κόσμο να γελάει, όταν εμφανίζεται στο τσίρκο ή σε παιδικές γιορτές.
κλόουν
Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

κλοπή

[η], ουσιαστικό
κλέβω

κλοτσιά

[η], ουσιαστικό
Όταν δίνεις μία κλοτσιά, χτυπάς κάποιον ή κάτι δυνατά με το πόδι σου.
Όταν δίνεις κλοτσιά, κλοτσάς κάτι ή κάποιον.
κλο-τσιά

κλοτσώ

κλοτσώ και κλοτσάω, ρήμα
κλοτσιά

κλουβί

[το], ουσιαστικό
Το κλουβί είναι ένας κλειστός χώρος με κάγκελα για μικρά ή μεγάλα ζώα που για κάποιο λόγο δεν μπορούν να ζουν ελεύθερα.
κλου-βί

κλούβιος, κλούβια, κλούβιο

επίθετο
1) Ένα κλούβιο αυγό είναι τόσο μπαγιάτικο, που είναι σχεδόν άδειο. 2) Όταν κάποιος είναι ανόητος, λέμε ότι το κεφάλι του είναι κλούβιο.
κλού-βιος

κλωνάρι

[το], ουσιαστικό
Τα κλωνάρια είναι τα νέα, μικρά και τρυφερά κλαδιά ενός δέντρου ή θάμνου.
κλαδί, κλαρί
κλω-νά-ρι
Δες δέντρο

κλωστή

[η], ουσιαστικό
Με κλωστή και με βελόνα ράβουμε τα ρούχα.
νήμα
κλω-στή

κόβω

κόβω, κόβομαι, ρήμα
1) Η κυρία Μαργαρίτα έκοψε το ψωμί σε φέτες και τις μοίρασε σε όλους. 2) Όταν κόβεις τα μαλλιά σου, τα κάνεις πιο κοντά. 3) Η Ελένη δεν πρόσεχε και κόπηκε με το μαχαίρι. 4) Η Αλίκη έκοψε τις φωτογραφίεςαπό το περιοδικό. 5) O κύριος Δημήτρης προσπάθησε και κατάφερε να κόψει το κάπνισμα.
1) διαιρώ 2) κονταίνω 3) πληγώνομαι, τραυματίζομαι 4) αφαιρώ 5) σταματώ
Η μαμά της Ελένης κοίταξε το πληγωμένο δάχτυλό της και είδε πως το κόψιμο ήταν πολύ βαθύ. Το μαχαίρι ήταν πολύ κοφτερό.
κομμάτι
κό-βω

κοιλάδα

[η], ουσιαστικό
Η κοιλάδα είναι μία μεγάλη επίπεδη πράσινη έκταση ανάμεσα σε βουνά. Συνήθως μέσα από την κοιλάδα περνάει ένα ποτάμι.
κοι-λά-δα
- Ποιες κοιλάδες ξέρεις στην Ελλάδα; - Βρες μερικές από αυτές στο χάρτη που υπάρχει στην τάξη σου.