Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Β"
βιβλιοθήκη
[η], ουσιαστικό 1) Η βιβλιοθήκη είναι ένα έπιπλο όπου βάζουμε βιβλία. 2) Η βιβλιοθήκη είναι ο χώρος που έχει πολλά βιβλία και τραπέζια με καρέκλες γι' αυτούς που θέλουν να τα διαβάσουν. 2) Η δασκάλα είπε στα παιδιά πως αν θέλουν, μπορούν να δανειστούν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του σχολείου. βιβλίο, βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης βι-βλι-ο-θή-κη
βιβλιοπωλείο
[το], ουσιαστικό O βιβλιοπώλης πουλάει βιβλία στο μαγαζί του, το βιβλιοπωλείο. βιβλίο, βιβλιοθήκη βι-βλι-ο-πω-λεί-ο
βίδα
[η], ουσιαστικό Η βίδα μοιάζει με καρφί. Για να μπει μέσα στο ξύλο ή στον τοίχο, δεν τη χτυπάμε με σφυρί αλλά τη γυρίζουμε με κατσαβίδι. Όταν βιδώνεις κάτι, το στερεώνεις με βίδες χρησιμοποιώντας ένα κατσαβίδι. Η κυρία Μαργαρίτα βίδωσε ένα ράφι στον τοίχο της κουζίνας. ξεβιδώνω βί-δα
βιδώνω
ρήμα βίδα
βίντεο
[το], ουσιαστικό O κύριος Γιάννης γράφει στο βίντεο ή στο ντιβιντί τα κινούμενα σχέδια που παίζει η τηλεόραση και τα παιδιά τα βλέπουν την Κυριακή που δεν έχουν σχολείο. βί-ντε-ο Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Δες ντιβιντί
βιολί
[το], ουσιαστικό Το βιολί είναι ένα ξύλινο μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές. Για να παίξουμε βιολί, το στηρίζουμε ανάμεσα στον ώμο και το σαγόνι μας. O ήχος βγαίνει με τη βοήθεια του δοξαριού που περνάει απαλά πάνω από τις χορδές. βιο-λί 'τα μουσικά όργανα'
βιομηχανία
[η], ουσιαστικό 1) Βιομηχανία είναι το σύνολο των εργοστασίων που παράγουν διάφορα πράγματα. 2) Βιομηχανία λέμε και το εργοστάσιο. 2) O θείος του Νίκου είναι εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων στη Γερμανία. Η Γερμανία είναι βιομηχανική χώρα, γιατί έχει πολλά εργοστάσια. βι-ο-μη-χα-νί-α
βιτρίνα
[η], ουσιαστικό Η βιτρίνα είναι το μεγάλο τζάμι στο μπροστινό μέρος ενός μαγαζιού. Εκεί βλέπεις τα πράγματα που πουλιούνται μέσα στο μαγαζί. Η Αθηνά και η μαμά της βγήκαν για να χαζέψουν τις βιτρίνες στα μαγαζιά. βι-τρί-να
βλαβερός, βλαβερή, βλαβερό
επίθετο βλάπτω
βλάβη
[η], ουσιαστικό Όταν ένα μηχάνημα δε λειτουργεί καλά, έχει κάποια βλάβη. Για να λειτουργήσει καλά, πρέπει να τη διορθώσουμε. O Κώστας δεν μπορούσε να δει κινούμενα σχέδια, γιατί η τηλεόραση είχε πάθει βλάβη. «Το πολύ κρύο είναι βλαβερό για τον Πιτσικόκο» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Τον βλάπτει, του κάνει κακό και δεν μπορεί να κελαηδήσει». Γι' αυτό, το χειμώνα ο Κώστας τον παίρνει στο δωμάτιό του. βλά-βη