Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΡέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη
Δημήτρης Χατζής, «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη», Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό, Αθήνα 1999, σ. 88-89 & 92-93.
|
▲▲
Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη
(απόσπασμα)
Από τους πρώτους που πιάστηκαν στην περιοχή τη δική τους μόλις άρχισαν οι διώξεις ήταν αυτός. Τώρα πια το ξέραν όλοι τους ποιος ήταν - ο γραμματέας του εαμ στην επαρχία, ο ασύλληπτος, το γερό το χέρι. Τον πήγαν στις φυλακές του Βόλου, μαζί με τρεις άλλους από το χωριό, τρεις από τον Αλμυρό και πέντε από τα γύρω χωριά. Στη δικογραφία που αρχίσαν και φκιάχνανε, τους φορτώναν έξι φόνους, με πρώτο κατηγορούμενο αυτόν. Μείνανε δύο χρόνια στη φυλακή, περιμένοντας τη δίκη με τη σίγουρη θανατική καταδίκη.
Πέρα απ' τους τοίχους της φυλακής της δικής τους απλωνότανε και δυνάμωνε ο εμφύλιος πόλεμος. Ο σπαραγμός του, η αμφιβολία που διαδεχότανε τώρα τη μεγάλη πίστη, η απόγνωση που διαδεχότανε την ελπίδα και τ' όνειρο - περνούσαν τους τοίχους της φυλακής, τους φτάναν κι αυτούς: ήταν δικαιωμένος, δεν ήταν; Σωστά τα κάναν - δεν τα κάναν σωστά; Είχε δικό τους φταίξιμο μέσα - δεν είχε; Και πού βρισκόταν; Ποιος το 'χε;
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης, που 'χε φτάσει να γίνει αρχηγός των ανθρώπων στον τόπο του, δε μπορούσε να ξέρει γι' αυτά. Μπορούσε μόνο να ξέρει πως είχανε νικηθεί, πως η δίκη τους δεν θα 'τανε δίκη, η θανατική καταδίκη τους ήτανε σίγουρη. Και σκεφτόταν πως όταν έρθουν έτσι τα πράματα - και χάνονται όλα χωρίς ελπίδα καμία, ο θάνατος είναι τότε και λυτρωμός και δικαίωση - και σώζονται πάλι τα πάντα. Και την περίμενε τώρα κι αυτός τη δική του θανάτωση. Όχι με την παλικαριά των γενναίων - δεν έβγαινε τίποτα για κανέναν από το δικό του το θάνατο. Ούτε καν σαν εξίσωση γενική, μια τελική αναγωγή της ζωής. Την περίμενε με τη σιγουριά των τελειωτικά νικημένων - πως χάθηκαν όλα - εντάξει - μα παραπέρα δεν έχει - υπάρχει πάντοτε ο θάνατος κι είναι ένα τέρμα και σταθερό κι αναφαίρετο. Το 'πε και στους άλλους που 'τανε μαζί του - Μη φοβάστε, ρε παιδιά, θα μας σκοτώσουν, τελειώνουν όλα σε λίγο. Μερικοί τους τον φοβόνταν το θάνατο, μερικούς τους έπνιγε η αδικία του, μερικοί τους ελπίζαν ακόμα, θέλανε να σωθούν - από το θάνατο μόνο - και τα βρίσκουν ύστερα - η ζωή δεν είχε τελειώσει μ' αυτή τους την ήττα. Γι' αυτόν - είχε τελειώσει. Ήταν έτοιμος.
[…]
Στα σαράντα εφτά έγινε η δίκη των άλλων. Στο έκτακτο στρατοδικείο του Βόλου. Όσες φορές αναφερότανε τ' όνομά του, πότε ο πρόεδρος, πότε ο επίτροπος, λέγανε, ναι, και βέβαια, τα ξέρουν, θα τον δικάσουν αργότερα αυτόν. Τότε κι οι άλλοι - κι αυτοί που φοβόνταν το θάνατο και κείνοι που 'χαν ελπίδα πως θα σωθούν, τα φορτώσαν όλα σ' αυτόν. Και τα ψέματα και τ' αληθινά. Και δεν σώθηκαν. Με τη σύντομη διαδικασία του καιρού εκείνου τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο.
Το πρωί της εκτέλεσης άκουσε τις πόρτες των κελιών τους ν' ανοίγουν, βήματα πολλά στο διάδρομο. Κατάλαβε. Πήγε στο παραθυράκι της δικής του πόρτας, είδε να τους παίρνουν. Πέρασαν μπροστά του, τους φώναξε με τα ονόματά τους, έβγαλε το χέρι του μέσα από τα σίδερα, να τους αγγίξει που φεύγουνε, κανένας δε γύρισε το κεφάλι του να τον δει, κανένας δεν τον αποχαιρέτισε. Τι έγινε; Γιατί τον άφησαν αυτόν; Πως έγινε; Είχε πιστέψει πως φτάνοντας στην απελπισιά που 'χε φτάσει μήτε καλό μήτε κακό δεν είχε να βρει παραπέρα. Η ζωή του με τους άλλους είχε τελειώσει - οι λογαριασμοί του με τα περασμένα, τα τωρινά, κλειστήκαν για πάντα. Και να, που δεν κλείστηκαν. Η αγωνία ερχότανε τώρα στο τελευταίο του καταφύγιο, ξαναφέρνοντας μέσα τους άλλους, ξαναμπάζοντας μέσα τα τωρινά - τι είχε γίνει; - πώς είχε γίνει; - γιατί;
Έμεινε άλλα τρία χρόνια στη φυλακή ρεύοντας και περίμενε ακόμα το θάνατο. Δεν ερχόταν. Η δίκη του ορίστηκε, αναβλήθηκε, ορίστηκε, αναβλήθηκε πάλι. Η γυναίκα του πήγαινε πάντοτε και τον έβλεπε, του χαμογελούσε πάλι - το πικραμένο της χαμόγελο τώρα - μα για κείνο το μόνο που 'θελε τώρα να μάθει, αυτή δεν ήξερε να του πει. Από τους άλλους που περνούσαν - μένανε, φεύγαν γι' αλλού, τους σκοτώναν, ποτέ δεν έμαθε τίποτα. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωνε έξω - μια τελειωτική συντριβή - οι τουφεκισμοί λιγοστεύανε, ο δικός του ο θάνατος αναβαλλόταν ακόμα.