«Το σπήτι είναι του αφεντικού. Ημείς κουβαλούμε τα υλικά, ημείς τρέφαμε τους μαστόρους, αλλά το σπήτι είναι του αφεντικού. Δικός μας είναι μόνον ο ουρανός. Από τη γη δεν έχουμε τίποτα. Εκεί μέσα είμεθα στοιβαγμένοι, ανάκατα ημείς, τα ζώα μας, τα άχυρά μας. Σπήτι, σταύλος, αχυρώνας είναι το αυτό. Για καύσιμο ύλη χρησιμοποιούμε τις βουνές που είναι η κόπρος των βοδιών, επειδή ο τόπος μας είναι κάμπος, δεν έχουμε ξύλα να καίμε… […] Και όταν ο καλλιεργητής τολμήση να κάμη καμμίαν παρατήρησιν, έχει ν' ακούση ως απάντησιν αυτό μόνον: -Αν σου αρέση, αλλοιώς ξεκουμπίσου… Στη μοιρασιά αραδιάζει τεφτέρια, χρέη, που τάχα του χρεωστούμε, βάζει τόκους, βάζει επιτόκια, ζήτημα είναι αν μείνη και κάτι να πάμε στο μύλο ή θα μας μείνη μόνον το φτυάρι και αλέτρι, που πρέπει να σκλαβωθούμε στην ίδια κακομοιριά για άλλον ένα χρόνο… Στο αλώνι θα θυμηθεί ο αφεντικός όλα τα καπρίτσια του, θα μας βασανίση γιατί δεν εψηφίσαμε εκείνον, που αυτός έβαλε, γιατί λαμβάνομε μέρος στον γεωργικό σύλλογο. Και δεν μπορούμε να ζήοωμε αν δεν ακούσωμε ποιον μας είπε. Έτσι σαν κτήνη ψηφίζομε. Το λέμε. Και πώς μπορούμε τάχα να μην είμεθα, κτήνη;»
Eφ. Ακρόπολις, 22 Φεβρουαρίου 1910.