Περιμένουμε τα σχόλια σας

Ελληνική κοινωνία και οικονομία στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα

«Στις αρχές του 20ού αι. στην περιοχή της Θεσσαλίας υπήρχαν 600 περίπου μεγάλες ιδιοκτησίες, συνολικής εκτάσεως 6.000.000 στρεμμάτων, κάλυπταν δηλαδή το 50,5 % της συνολικής εκτάσεως των δύο θεσσαλικών νομών (Λάρισας και Τρικάλων). […] τα κτήματα αυτά δεν τα καλλιεργούσαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες, τους αλλά τα παραχωρούσαν σε ενοικιαστές-καλλιεργητές […]. Οι κολλήγοι, ή "μερτικάρηδες", όπως λέγονταν οι μισθωτές, κατοικούσαν συνήθως μέσα στο κτήμα στα λεγόμενα "τσιφλικοχώρια" που το 1907 ανέρχονταν σε 335, δηλαδή το 50,2% των αγροτικών οικισμών της Θεσσαλίας. Οι κολλήγοι εργάζονταν κάτω από την επίβλεψη των επιστατών, που αντικαθιστούσαν τους συνήθως απόντες ιδιοκτήτες και είχαν αποκτήσει νοοτροπία δουλοπάροικων.»

Οικονομία και κοινωνία

«Το Θεσσαλικό πρόβλημα -που συμπυκνώνεται στη διάλυση των μεγάλων τσιφλικιών και στην απόδοση της γης στους ακτήμονες αγρότες της Θεσσαλίας, και που η επίλυσή του συνδέθηκε με την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ το 1910- είναι πρόβλημα διανομής της γης, η λύση του οποίου καθυστέρησε επικίνδυνα πολύ για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας. Θα ακολουθήσουν, βέβαια, και άλλες διανομές της γης, όπως εκείνες του 1917 και του 1952, αλλά, με τη δρομολόγηση της διαδικασίας απελευθέρωσης της γης στη Θεσσαλία το 1910, θα έχει επέλθει η νίκη της μικρής έγγειας ιδιοκτησίας πάνω στη μεγάλη και ο συντελεστής γη θα καταστεί εμπορεύσιμος και θα αποκτήσει την κινητικότητα που θα επιτρέψει, σε συνδυασμό με άλλες, τεχνολογικής υφής, μεταβολές, να αλλάξει μελλοντικά το αγροτικό οικονομικό τοπίο της Ελλάδας.»

Το Θεσσαλικό ζήτημα

«Ζώντας μέσα στην ανέχεια, απομονωμένοι, χωρίς ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση για τα παιδιά τους, συχνά χωρίς ιερέα, οι κολλήγοι εργάζονταν "ήλιο με ήλιο", ανατολή ως τη δύση, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι μπομπότα. Το σιταρένιο ψωμί στο τραπέζι τους ήταν τόσο σπάνιο που το αποκαλούσαν "χάσικο".

Παρά το εύφορο έδαφος η συγκομιδή ήταν συνήθως μικρή. Τα πρωτόγονα μέσα καλλιέργειας δεν επέτρεπαν τη σωστή φροντίδα της γης, ενώ συχνά οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες κατέστρεφαν τη σοδειά -κυρίως καλλιεργούσαν σιτάρι- με αποτέλεσμα ο χωρικός να καταφεύγει στους τοκογλύφους για να θρέψει την οικογένειά του.

Υπό την αυστηρή έως κτηνώδη επίβλεψη των σουμπάσηδων (επιστατών), 11.000 οικογένειες ζούσαν περίπου σαν δουλοπάροικοι στα 400 θεσσαλικά τσιφλίκια, χωρίς καμιά δυνατότητα διαμαρτυρίας. Οι ελάχιστοι που προσπάθησαν να αντιταχθούν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές, που προστάτευαν τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων, πολλοί από τους οποίους ήταν βουλευτές.»

Ο Τύπος του 1910: Θεσσαλία, Ακρόπολις, Αναγέννησις

«Το σπήτι είναι του αφεντικού. Ημείς κουβαλούμε τα υλικά, ημείς τρέφαμε τους μαστόρους, αλλά το σπήτι είναι του αφεντικού. Δικός μας είναι μόνον ο ουρανός. Από τη γη δεν έχουμε τίποτα. Εκεί μέσα είμεθα στοιβαγμένοι, ανάκατα ημείς, τα ζώα μας, τα άχυρά μας. Σπήτι, σταύλος, αχυρώνας είναι το αυτό. Για καύσιμο ύλη χρησιμοποιούμε τις βουνές που είναι η κόπρος των βοδιών, επειδή ο τόπος μας είναι κάμπος, δεν έχουμε ξύλα να καίμε… […] Και όταν ο καλλιεργητής τολμήση να κάμη καμμίαν παρατήρησιν, έχει ν' ακούση ως απάντησιν αυτό μόνον: -Αν σου αρέση, αλλοιώς ξεκουμπίσου… Στη μοιρασιά αραδιάζει τεφτέρια, χρέη, που τάχα του χρεωστούμε, βάζει τόκους, βάζει επιτόκια, ζήτημα είναι αν μείνη και κάτι να πάμε στο μύλο ή θα μας μείνη μόνον το φτυάρι και αλέτρι, που πρέπει να σκλαβωθούμε στην ίδια κακομοιριά για άλλον ένα χρόνο… Στο αλώνι θα θυμηθεί ο αφεντικός όλα τα καπρίτσια του, θα μας βασανίση γιατί δεν εψηφίσαμε εκείνον, που αυτός έβαλε, γιατί λαμβάνομε μέρος στον γεωργικό σύλλογο. Και δεν μπορούμε να ζήοωμε αν δεν ακούσωμε ποιον μας είπε. Έτσι σαν κτήνη ψηφίζομε. Το λέμε. Και πώς μπορούμε τάχα να μην είμεθα, κτήνη;»
Eφ. Ακρόπολις, 22 Φεβρουαρίου 1910.

Από την προσάρτηση στο Κιλελέρ

«Η αντίσταση των κολίγων κατά της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους δεν περιορίστηκε πλέον σε παροδικά ξεσπάσματα, αλλά υπήρξε έντονη και συνεχής σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1881-1910. […] Τον αγώνα τους, που σταδιακά έλαβε τη μορφή κινήματος για τη διανομή της γης, ενίσχυε και το γεγονός ότι οι ίδιοι είχαν κρατήσει ζωντανές τις μνήμες για τα δικαιώματα που απολάμβαναν και τη συνείδηση ιδιοκτήτη που είχαν ήδη αναπτύξει, από την περίοδο πριν από το 1881. Αυτό, άλλωστε, υπογράμμιζε και η άρνησή τους να υπογράψουν μισθωτήρια συμβόλαια, το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τις ιδιοκτησιακές βλέψεις τους για τη γη που καλλιεργούσαν από γενιά σε γενιά. Η διανομή της γης ήταν και το κύριο αίτημα των γεωργικών συλλόγων, που από τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να ιδρύονται στη Θεσσαλία: το 1904 ιδρύθηκε ο «Θεσσαλικός Γεωργικός Σύλλογος» στη Λάρισα, το 1906 ο "Γεωργικός Σύνδεσμος Τρικάλων" και το 1909 ο "Γεωργικός Πεδινός Σύνδεσμος προς εμψύχωσιν της γεωργίας" στην Καρδίτσα. Τέλος, η ίδρυση στα τέλη του 1900 του «Μετοχικού Γεωργικού Ταμείου» στον Αλμυρό του Βόλου, του πρώτου, δηλαδή, σύγχρονου αγροτικού συνεταιρισμού, αν και δεν είχε άμεση σχέση με το αίτημα για τη διανομή της γης, ήταν ασφαλώς ενδεικτική της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και της κινητικότητας γύρω από το αγροτικό ζήτημα που επικρατούσε στο θεσσαλικό κάμπο την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.»

Το υπόμνημα της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα

Το Φεβρουάριο του 1910 τα μέλη της Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα υπέβαλαν υπόμνημα στο βασιλιά Γεώργιο Α΄, επιδιώκοντας την παρέμβασή του:

«…Δεν είμεθα κύριοι της Γης, ην καλλιεργούμεν, ούτε της καλύβης, ένθα διαμένομεν, ούτε της εκκλησίας, ένθα λατρεύομεν τον Θεόν, ούτε του κοιμητηρίου των νεκρών ημών και ούτε μας επιτρέπουσιν ελεύθερον ιδιοκτησίαν. Εάν δε τις έχη και ιδίαν τοιαύτην, λαμβάνουσι γεώμορον και εξ αυτής, όπως και κατά τον Μεσαίωνα. Μας εξώνουσιν, όταν θέλωσι και με τα κινητά πράγματα ημών και με τα μέλη της οικογενείας, περιφερόμεθα από χωρίου εις χωρίον, ώσπερ Αθίγγανοι. Ο Γεωργικός πληθυσμός ελαττούται, η δε Γεωργία ολοταχώς οπισθοδρομεί. Η Τοκογλυφία ακμάζει και η ελονοσία μας θερίζει. Και όμως ευρισκόμεθα πλησίον των συνόρων. Είμεθα οι Ακρίται. Όταν όμως η αγροτική τάξις είναι ευχαριστημένη εκ της θέσεώς της, τότε το καθεστώς είναι περισσότερον εξησφαλισμένον. Καλλίτερος δε βασιλεύς είναι εκείνος, όστις καθιστά την ύπαιθρον γόνιμον χώραν. Εν Δανία η Δουλοπαροικία κατηργήθη από του 1788 έτους και στήλη ελευθερίας υπενθυμίζει το γεγονός τούτο. Διατί να μη στηθή και εν Ελλάδι;»

Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αγροτικό ζήτημα

«Στο μεταξύ, όπως είδαμε, σημειώθηκαν σοβαρές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, που άσκησαν ευεργετική επίδραση στο αγροτικό κίνημα της Θεσσαλίας. Στις 15 Αυγούστου 1909 έγινε το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Το κίνημα αυτό, ανεξάρτητα από τη στάση που κράτησε αργότερα η ηγεσία του Στρατιωτικού Συνδέσμου απέναντι στο αγροτικό πρόβλημα, άσκησε σοβαρή επίδραση στην εξέλιξη του αγροτικού κινήματος και στις μορφές που πήρε η πάλη των αγροτών κατά την περίοδο αυτή. Το στρατιωτικό κίνημα του 1909, που στρεφόταν βασικά ενάντια στα τζάκια και τον παλαιοκομματισμό, έφερε στο πολιτικό προσκήνιο και έθεσε επικεφαλής των πολιτικών δυνάμεων της χώρας την αστική τάξη, η οποία είχε συμφέρον να γίνει η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, γιατί αυτό απ' την μια μεριά θα εκμηδένιζε σχεδόν τη δύναμη των τζακιών κι απ' την άλλη θα απελευθέρωνε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις στην ύπαιθρο, που θα βοηθούσαν τη βιομηχανική ανάπτυξη του τόπου. […]

Η θέση του Στρατιωτικού Συνδέσμου ήταν ευνοϊκή αρχικά και είχε κάνει δεκτή την πρόταση της πανθεσσαλικής επιτροπής να υποβληθεί στη Βουλή για συζήτηση το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει αυτή, το οποίο πρόβλεπε την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Αλλά δεν είχε τη δύναμη να το επιβάλει.»

Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους

«Το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1911 προέβλεπε για πρώτη φορά τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης της ατομικής ιδιοκτησίας για λόγους εθνικού συμφέροντος, δημιουργώντας έτσι την ελπίδα ότι το ζήτημα της διανομής των μεγάλων γαιοκτησιών θα λυνόταν. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι καθυστέρησαν τη λύση του προβλήματος και για μια φορά ακόμη ήταν η αντιπαράθεση βενιζελικών-αντιβενιζελικών που θα επιταχύνει και τελικά θα ριζοσπαστικοποιήσει την αντιμετώπισή του και τελικά τη λύση του. Πράγματι, η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης προκειμένου να προσεταιριστεί τους αγροτικούς πληθυσμούς, αλλά και για να πλήξει τους μεγάλους ιδιοκτήτες της γης που στην πλειονότητά τους ανήκαν στην αντιβενιζελική παράταξη, προχώρησε στην ψήφιση νόμου το 1917 με βάση τον οποίο οι μεγάλες γαιοκτησίες θα διανέμονταν στους καλλιεργητές. Ωστόσο, ο νόμος αυτός δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, ή στην πραγματικότητα εφαρμόστηκε σε πολύ περιορισμένη έκταση, καθώς η επιστροφή των αντιβενιζελικών στην εξουσία οδήγησε σε αλλαγή της νομοθεσίας. Οι κυβερνήσεις του 1920-1922 ναι μεν δεν τόλμησαν να αρνηθούν την αρχή της αγροτικής μεταρρύθμισης, αφού η πολεμική προσπάθεια στηριζόταν κυρίως στους αγροτικούς πληθυσμούς της χώρας που αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της, ωστόσο η διανομή τους γινόταν πλέον εξαιρετικά χρονοβόρα και δύσκολη.

Τα δεδομένα, πάντως, θα αλλάξουν και πάλι με την Μικρασιατική Καταστροφή. Η εκρηκτική κοινωνική κατάσταση, που θα δημιουργηθεί, από κοινού με τη μαζική άφιξη των προσφύγων, οδήγησαν το 1923 τις κυβερνήσεις στην υιοθέτηση εξαιρετικά ριζοσπαστικών νόμων για τη διανομή της γης και, ενδεχομένως σε μια από τις ριζοσπαστικότερες αγροτικές μεταρρυθμίσεις με βάση τη διεθνή εμπειρία.»

Φόροι και Εξουσία στο Νεοελληνικό Κράτος

«Όλοι οι γαιοκτήμονες, νεόκοποι και παλαιοί, θα εξαφανιστούν οριστικά το 1924. Οι νέες μεγάλες ιδιοκτησίες της Πελοποννήσου θα απαλλοτριωθούν τότε μαζί με τις παλαιές, αυτές που υπήρχαν ήδη επί οθωμανικής κυριαρχίας, ιδίως στην Κεντρική Ελλάδα. Αυτή θα είναι επίσης η τύχη των μεγάλων κτημάτων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, όσα κατείχαν από παλιά Έλληνες κτηματίες και κυρίως όσα αγόρασαν ομογενείς της Ανατολής και της Διασποράς γύρω στα 1880, με την προσάρτηση των περιοχών αυτών στην Ελλάδα.

Έτσι λοιπόν κατέρρευσε, μέσα σε 87 χρόνια, το παλαιό γαιοκτητικό καθεστώς. Το κοινωνικό κόστος της θεμελιακής αυτής μεταβολής ήταν συγκριτικά χαμηλό: μία αγροτική εξέγερση, περιορισμένη σε μια περιοχή της Θεσσαλίας, που κράτησε τρεις μέρες και άφησε τρεις νεκρούς. Έτσι, με αυτές τις απώλειες, επιλύθηκε στην Ελλάδα ένα κοινωνικό πρόβλημα που, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού επί αιώνες ολόκληρους έσυρε μέσα στην εξαθλίωση και στην πείνα εκατομμύρια δουλοπάροικων και ακτημόνων, χρειάστηκε για να λυθεί αιματηρές συγκρούσεις, επαναστάσεις, εμφυλίους πολέμους και τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.»

Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935

«Από τις βασικότερες και αμεσότερες επιπτώσεις των νέων δεδομένων που παρουσιάζονται μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι και η ανάγκη αναδιανομή της γης. Βέβαια, και η αγροτική μεταρρύθμιση, που ακολουθούσε ως άλυτο πρόβλημα το νεοελληνικό κράτος από τη γέννησή του, είχε εξαγγελθεί με πέντε διατάγματα από την επαναστατική κυβέρνηση της "Εθνικής Άμυνας" στη Θεσσαλονίκη το 1917 και είχε μερικά αρχίσει την τριετία 1917-1920, κάτω δηλαδή από την οικονομική πίεση, που όπως κιόλας είδαμε, δημιουργούσε στον ελλαδικό χώρο ο α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Πίεση που οδήγησε σε μέτρα προστατευτισμού και επέκτασης της γεωργικής παραγωγής και μάλιστα σε συνθήκες στενότητας χεριών για καλλιέργεια, λόγω ακριβώς της ταυτόχρονης πολεμικής επιστράτευσης. Αντικειμενικά λοιπόν ο πόλεμος εκείνος λειτούργησε και υπέρ της δημιουργίας ντόπιας βιομηχανίας και προς την κατεύθυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης. "Η οικονομική κρίση κατά τη διάρκεια του πολέμου, ευνόησε και επέσπευσε την αγροτική μεταρρύθμιση" ιδιαίτερα στον τομέα των σιτηρών.»

Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη

«Μολονότι η αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροκτημάτων υπέρ των ακτημόνων καλλιεργητών, αναγγέλθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917, εν τούτοις μέχρι το 1920 δεν είχε διανεμηθεί παρά 1 (ένα) μόνο τσιφλίκι και μέχρι και το 1922 μόνο 75. Όμως η κρίσιμη κατάσταση που διαμορφώθηκε με τη συρροή των προσφύγων επέφερε την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απαλλοτρίωση και τη διανομή. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να προχωρήσει η αγροτική μεταρρύθμιση δεν ήταν μόνο κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά επίσης οικονομικά. Ενόσω η Ελλάδα, λόγω των βαλκανικών πολέμων και των διεθνών κρίσεων, βυθιζόταν σε συνθήκες σχετικού οικονομικού απομονωτισμού, τόσο περισσότερο η αστική οικονομία βρισκόταν σε δυσκολότερη θέση προκειμένου να συμπιέσει τις γεωργικές τιμές προς τα κάτω. Κάθε περιορισμός των εισαγωγών γεωργικών ειδών, και κυρίως σιτηρών, ήταν μια νίκη των μεγαλοκτηματιών τσιφλικούχων της Βορείου Ελλάδος, οι οποίοι επέβαλαν έτσι τιμές υψηλότερες για την εμπορία των εγχωρίων σιτηρών. Η υπερτίμηση αυτή απέδιδε υψηλά εισοδήματα γαιο-προσόδου στους μεγαλοκτηματίες, τα οποία αφαιρούνταν από τα κέρδη των αστικών επιχειρήσεων.»