Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα στο εσωτερικό κιβωτιόσχημου βασιλικού τάφου στη Βεργίνα, περ. 350-330 π.Χ.
Η θαυμάσια αυτή τοιχογραφία αποδίδεται, σύμφωνα με τον Πλίνιο, στον Νικόμαχο τον γιο του Αριστείδη, έναν από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της εποχής του (4ος αι. π.Χ.).
Στο εσωτερικό του τάφου, το κάτω μέρος των τοίχων είναι κόκκινο, στη μέση υπάρχει γαλάζια ταινία με γρύπες και λουλούδια και επάνω βρίσκονται οι μεγάλες τοιχογραφίες: Οι τρεις καθιστές γυναίκες που εικονίζονται στη μακριά πλευρά, στον νότιο τοίχο, είναι οι Μοίρες: Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος. Στον στενό ανατολικό τοίχο εικονίζεται μια γυναίκα καθισμένη σε βράχο και τυλιγμένη με το ιμάτιό της. Η γυναίκα είναι η Δήμητρα και ο βράχος, η "αγέλαστη πέτρα" πάνω στην οποία κάθισε η θεά όταν έφθασε κατάκοπη και απελπισμένη στην Ελευσίνα μετά την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Στα αριστερά της, στον βόρειο μακρύ τοίχο, εικονίζεται η στιγμή της αρπαγής. Ο Ερμής με το κηρύκειό του τρέχει μπροστά από το άρμα του Πλούτωνα, που το σέρνουν τέσσερα άσπρα άλογα. Ο Πλούτωνας, που μόλις έχει πηδήσει επάνω στο άρμα, βαστάει με το δεξί του χέρι τα γκέμια και το μακρύ του σκήπτρο, ενώ με το αριστερό κρατάει σφιχτά την Περσεφόνη, που προσπαθεί να του ξεφύγει υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό. Πίσω από το άρμα που φεύγει, μια φίλη της Περσεφόνης, που μέχρι πριν λίγο μάζευε μαζί της λουλούδια στο λιβάδι, κάνει μια χειρονομία που φανερώνει το φόβο και την απελπισία της.
Στη Βεργίνα ήλθαν στο φως ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος ("τάφος της Περσεφόνης") και δύο ασύλητοι τάφοι του λεγόμενου μακεδονικού τύπου (τάφος ΙΙ-του Φιλίππου, τάφος ΙΙΙ-"του Πρίγκηπα"). Τα αρχαιολογικά δεδομένα επέτρεψαν τη χρονολόγηση των τριών μνημείων στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 4ου π.Χ. αι. (350-310 π.Χ.), ενώ η μνημειακότητα του τύμβου, η ομηρική διάσταση της ταφικής διαδικασίας, η θαυμαστή ποιότητα των τάφων, η υψηλή τέχνη της ζωγραφικής τους διακόσμησης, η εξαίρετη αρτιότητα στην κατασκευή των μετάλλινων κτερισμάτων τους (σκευών, όπλων, κοσμημάτων) και η μοναδικότητα των χρυσελεφάντινων επίπλων τους, οδήγησαν τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο στην απόδοση των τριών αυτών τάφων σε μέλη της βασιλικής οικογένειας των Τημενιδών. Η εξέταση του σκελετικού υλικού, σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα επέτρεψε, ειδικότερα, στον ανασκαφέα τη συσχέτιση του βασιλικού νεκρού στον θάλαμο του τάφου ΙΙ με τον Φίλιππο Β'.