Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Βασίλειος Διγενής Ακρίτης

Το κείμενο μας σώζεται σε έξι χειρόγραφα που αποτελούν παραλλαγές του ίδιου έργου, παρουσιάζουν όμως σημαντικές διαφορές. Καμιά από τις παραλλαγές δεν μας παραδίδει ασφαλώς το πρωταρχικό κείμενο του έπους (Πολίτης, 1989: 28). Αν και ορισμένοι μελετητές (Κ. Θ. Δημαράς, H. Grégoire) τοποθετούν το αρχικό κείμενο τον 10ο αι., από την πλειοψηφία των μελετητών η δημιουργία του εντοπίζεται στον 11ο ή 12ο αι. (Λ. Πολίτης, R. Beaton, J. Mavrogordato, Στ. Αλεξίου). Θεωρείται πολύ πιθανό ότι και η αρχική σύνταξη δεν ήταν συρραφή προφορικών ηρωικών ασμάτων αλλά μια γραπτή σύνθεση που χρησιμοποιούσε ελεύθερα το παλαιό υλικό ως πηγή εκφραστικών και θεματικών τύπων και δομών. Ως πιθανός τόπος σύνθεσής του υποδεικνύεται η Μικρά Ασία. Σε σχέση με το αρχικό κείμενο, τα σωζόμενα χειρόγραφα είναι αρκετά μεταγενέστερα. Το χειρόγραφο της Grottaferrata (G), που χρονολογείται στον 14ο αι., θεωρείται το παλιότερο (Beck, 1988: 123). Η παραλλαγή του Εscorial (Ε) σώζεται σε χειρόγραφο του 15ου αι. και αποδίδεται σε κρητικό γραφέα. Τα χειρόγραφα της Τραπεζούντας (Τ) και Άνδρου-Αθηνών (Α) τοποθετούνται στα τέλη του 16ου αι. και στις αρχές του 17ου αι. αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και ως προς τη χρονολόγηση των χειρογράφων δεν υπάρχει ομοφωνία των μελετητών. Στις σωζόμενες μορφές του έργου μπορούμε να παρατηρήσουμε απηχήσεις τόσο προφορικών ασμάτων, λαϊκών παραδόσεων, τοπικών ιστοριών, όσο και ορισμένων γραπτών πηγών: χρονογραφιών και αγιολογικών κειμένων, έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και αφηγημάτων της μεσαιωνικής αραβικής, τουρκικής και αρμενικής λογοτεχνίας (Αλεξίου, 1985: ρβ΄-ρκ΄ & Beck, 1988: 166). Ελάχιστα στοιχεία γνωρίζουμε για τον τρόπο πρόσληψης και διάδοσης του έργου. Ο Στ. Αλεξίου εικάζει πως προοριζόταν για απαγγελία ή ραψώδηση (σε πλατείες, δρόμους, σπίτια, από επαγγελματίες, σε μέρες γιορτής ή σε όποια άλλη αργία), και επίσης για ιδιωτικό διάβασμα, που θα μπορούσε να γίνεται μεγαλόφωνα ή και «τραγουδιστά» για ένα μικρό ακροατήριο συγγενών και φίλων.
Επίσης, δεν υπάρχει ομοφωνία για τη γραμματολογική κατηγορία στην οποία πρέπει να ενταχθεί ο Διγενής Ακρίτης. Πολλοί μελετητές επισημαίνουν πως στο έργο υπάρχουν εκφραστικά και θεματικά γνωρίσματα της επικής τεχνικής που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως «έπους» ή «ηρωικού άσματος». Άλλοι όμως το αποκαλούν «μυθιστόρημα», υποστηρίζοντας πως κυρίαρχα είναι τα κοινά μυθιστορηματικά στοιχεία που παρατηρούνται και στα άλλα έργα της εποχής.
Κεντρικός ήρωας του έπους είναι ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης. Ωστόσο, τα τρία πρώτα βιβλία (το έργο διαιρείται σε οχτώ ή δέκα βιβλία) περιέχουν την ιστορία του πατέρα του, του αμιρά της Συρίας, του Μουσούρ, δηλαδή την αρπαγή από αυτόν της κόρης ενός Έλληνα στρατηγού, την καταδίωξή του από τους πέντε αδερφούς της, τη μονομαχία του με τον νεότερο και την ήττα του, τον προσηλυτισμό του στον χριστιανισμό και τον γάμο του με την κόρη. Γιος από τον γάμο αυτόν («Διγενής», από δύο γένη, ελληνικό και αραβικό) είναι ο ήρωας του έπους, του οποίου τα κατορθώματα εξυμνούν τα υπόλοιπα βιβλία: τα κυνήγια του των άγριων θηρίων, την ερωτική του ιστορία (μια αρπαγή, αλλά με τη συγκατάθεση της κόρης), την αναχώρησή του στις άκρες, όπου γίνεται ακρίτης, και τέλος τον θάνατό του. Σύμφωνα με την παλιά επική τεχνική, κεντρική θέση έχει κι εδώ η εξιστόρηση των κατορθωμάτων του ήρωα από τον ίδιο (5ο και 6ο βιβλίο στην παραλλαγή της Grottaferrata, 6ο και 7ο στις άλλες): οι μάχες του με τους αρχηγούς των απελατών, και κυρίως η μονομαχία του με την αμαζόνα Μαξιμώ, το ωραιότερο και «επικότερο» επεισόδιο ολόκληρου του ποιήματος (Πολίτης, 1989: 27-28). Βασικά γνωρίσματα του έργου είναι ο ιπποτισμός των ηρώων, το αίσθημα της αμαρτίας, η οικογενειακή στοργή, η αναγνώριση της αξίας της γυναίκας, η πλαστική αναπαράσταση του φυσικού κόσμου, η λεπτή ειρωνεία και, από άποψη μορφολογίας, ο δεκαπεντασύλλαβός του, που μας φέρνει κοντά στη μορφολογία του δημοτικού τραγουδιού (Δημαράς, 1989: 24-25).
Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από το Γ΄ κεφάλαιο του Βασίλειου Διγενή Ακρίτη της παραλλαγής Escorial, σε κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου (1985). Το κεφάλαιο φέρει τον τίτλο Η νιότη και ο γάμος του Ακρίτη. Αρχίζει με μια εισαγωγή για τη δύναμη του Έρωτα και για την τόλμη που δίνει στους ερωτευμένους. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι και οι παλαιοί θαυμαστοί Έλληνες βασανίστηκαν από τον Πόθο. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί ανδρείοι και δοξασμένοι Έλληνες πολεμιστές πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο για να πάρουν πίσω την Ελένη. Στο σημείο αυτό γίνεται η σύγκριση με τον Όμηρο: «Εμείς δεν λέμε υπερβολές όπως ο Όμηρος και οι άλλοι Έλληνες ποιητές. Κανείς να μην αμφιβάλλει ότι λέμε την αλήθεια σχετικά με τον Ακρίτη» (Αλεξίου, 1985: μβ΄).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και Το άσμα του Αρμούρη. 1985. Κριτική έκδοση: Στυλιανός Αλεξίου. Αθήνα: Ερμής.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Αλεξίου, Στυλιανός. 1985. Εισαγωγή στο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και Το άσμα του Αρμούρη. Αθήνα: Ερμής. Σελ.: ιδ΄-ρμβ΄.
  • Δημαράς, Κ. Θ. [1949] 1983. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ζ΄ έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
  • Πολίτης, Λίνος [1978] 1989. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ε΄ έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Beaton, Roderick. 1989. The medieval Greek Romance. Cambrigde.
  • Beck, Hans-Georg. 1988. Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας.Μετ. N. Eideiner. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Mavrogordato, John. 1956 (ανατύπ. 1963). "Digenes Akrites", edited with an introduction, translation and commentary.Oxford.